Ενότητα :Tεύχος 77, Δεκέμβριος 2007 |
Τίτλος : Κουρουζίδης Σάκης, Η απειλή της Πυρηνικής Ενέργειας
|
Αρχή κειμένου Σάκης Κουρουζίδης Η Ιταλία, ύστερα από ένα δημοψήφισμα το 1987, θεωρείται ως η πρώτη βιομηχανική χώρα η οποία πήρε απόφαση εξόδου από την πυρηνική ενέργεια. Ακολούθησε η Γερμανία (exit strategy), η οποία το αποφάσισε στα τέλη του ’90 και αναμένεται να την ολοκληρώσει έως το 20020 και πιο πρόσφατα η Ισπανία. Παρόλα αυτά, σήμερα (Οκτώβριος του 2007) υπάρχουν σε ολόκληρο τον κόσμο 439 πυρηνικά εργοστάσια με εγκατεστημένη ισχύ 371.647 MW, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 15% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Από αυτούς τους σταθμούς οι 104 βρίσκονται στις ΗΠΑ (100.000 MW), οι 59 στη Γαλλία (63.000 MW), οι 55 στην Ιαπωνία (47.000 ΜW). Αυτή την περίοδο είναι υπό κατασκευή 32 νέοι σταθμοί (7 στη Ρωσία, 6 στην Ινδία, 5 στην Κίνα, 2 στην Ταϊβάν, στη Βουλγαρία, την Κορέα και την Ουκρανία και από 1 στην Αργεντινή, την Φιλανδία, το Ιράν, την Ιαπωνία, το Πακιστάν και τις ΗΠΑ). Η Γαλλία προμηθεύεται το 78% της ενέργειάς της από πυρηνικά εργοστάσια, η Λιθουανία το 72%, η Σλοβακία το 57%, η Γερμανία το 31%, η Ιαπωνία το 30%, η Ισπανία το 20%, οι ΗΠΑ το 19%, η Μ. Βρετανία το 18% και η Ρωσία το 16%. Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας που δημοσιεύτηκαν φέτος (έκθεση “Energy, electricity, and nuclear power estimates for the period up to 2030”), η συμβολή της ατομικής ενέργειας θα περάσει από το 15% στο 13% ως το 2030. Αυτή η εκτίμηση προκύπτει παρά την κάποια επανάκαμψη του λόμπυ των πυρηνικών στην εποχή του φαινομένου του θερμοκηπίου και της προβολής της άποψης της «καθαρής», από αέρια του θερμοκηπίου, πυρηνικής ενέργειας. Τα προβλήματα της πυρηνικής τεχνολογίας, όμως, δεν βρήκαν απαντήσεις ούτε στη νέα γενιά των ατομικών αντιδραστήρων. Η ασφάλεια των σταθμών, η διαχείριση των αποβλήτων, η αποσυναρμολόγηση των πυρηνικών εγκαταστάσεων (decommissioning), η προστασία τους από ενδεχόμενες τρομοκρατικές ενέργειες, το ρίσκο της «τροφοδότησης» της βιομηχανίας των πυρηνικών όπλων, παραμένουν πάντα. Επίσης, λιγοστεύουν τα αποθέματα σε ουράνιο, ενώ το πραγματικό κόστος παραγωγής μιας KWh παραμένει υψηλό. Η Generation IV των ατομικών αντιδραστήρων, φιλοδοξεί να δώσει, ενδεχομένως, κάποιες λύσεις στο πεδίο της ασφάλειας, αλλά αυτό όχι νωρίτερα από το 2030. Αλλά σήμερα, ακόμη και η «τρέχουσα» διαρροή ραδιενέργειας, οδηγεί στο θάνατο 1 στους 1.000 εργαζόμενους ή κατοίκους των γύρω περιοχών. Μέχρι σήμερα, έχουν συσσωρευτεί 250.000 τόνοι αποβλήτων υψηλής ραδιενέργειας, τα οποία περιμένουν ασφαλέστερες λύσεις για την διαχείρισή τους. Αυτά θα φτάσουν τις 400.000 τόνους το 2015 και το 1.000.000 τόνους το 2050! Στις ΗΠΑ, υπολογίζεται ότι μέχρι το 2015 θα είναι έτοιμος ένας υπόγειος χώρος εναπόθεσης των ραδιο-αποβλήτων, στο όρος Γιούκα της Νεβάδα, όπου θα αποτεθούν περίπου 70.000 τόνοι αποβλήτων, τα οποία σήμερα βρίσκονται σε «προσωρινούς» αποθηκευτικούς χώρους. Για τη μεταφορά τους θα χρησιμοποιηθούν 4.600 τραίνα και νταλίκες που θα διασχίζουν 40 πολιτείες. Το συνολικό κόστος του εγχειρήματος θα ανέρθει στα 65 δις δολάρια Το κόστος παραγωγής της ατομικής ενέργειας θεωρείται «χαμηλό» επειδή δεν συνυπολογίζεται το κόστος διαχείρισης των αποβλήτων, όπως και το κόστος αποσυναρμολόγησης των πυρηνικών εγκαταστάσεων, τα οποία μετακυλίονται στην «κοινωνία». Σύμφωνα με μία μελέτη του Πανεπιστημίου του Σικάγο (“The economic future of nuclear power”) που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2004 για λογαριασμό του Οργανισμού Ενέργειας των ΗΠΑ, αν συνυπολογιστούν όλα τα κόστη, τότε για να παραχθεί μία KWh από πυρηνικό εργοστάσιο, θα χρειαστούν 57 έως 71 δολάρια, ενώ το αντίστοιχο κόστος από φυσικό αέριο θα ήταν ανάμεσα στα 35 έως 45 δολάρια. Η πυρηνική ενέργεια προβάλλεται ως απάντηση στις κλιματικές αλλαγές αλλά και στην γενικότερη ενεργειακή αστάθεια. Όμως, έτσι κι αλλιώς, ως απάντηση είναι πολύ αργή, πολύ ακριβή και εντελώς περιορισμένη. Σύμφωνα με άρθρο του A. Simms στους Financial Times (3/11/2005), στην εποχή των τρομοκρατικών απειλών, η πυρηνική ενέργεια είναι ένα επί πλέον ρίσκο για την ασφάλεια παρά μια λύση. Επί πλέον, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχουν βρεθεί απαντήσεις στη διαχείριση των αποβλήτων και την αποσυναρμολόγηση των πυρηνικών εγκαταστάσεων. Σε ότι αφορά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, έπεται άλλων καθαρών λύσεων (αιολική ενέργεια, μικρά υδροηλεκτρικά, κυματική ενέργεια, αλλά και πολιτικών ενεργειακής «αποτελεσματικότητας» κλπ). Η πυρηνική ενέργεια, εξ άλλου, συμβάλλει πολύ λίγο, σε σχέση με τις άλλες μορφές ενέργειας, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Τα πραγματικά κόστη για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας είναι τριπλάσια αυτών που γίνονται γνωστά. Σύμφωνα με τον ίδιο αναλυτή, το κόστος που η υπολογίζει η British Energy/BNFL, είναι 4,38 eurocent/kWh, ενώ ανέρχεται σε 12,1 eurocent/kWh, αν υπολογίσει κανείς το σύνολο των δαπανών που πραγματικά εμπλέκονται στην τεχνολογία αυτή. Στο θέμα της ενεργειακής σταθερότητας, οι εταιρείες επικαλούμενες επιχειρησιακά μυστικά, έχουν τη συνήθεια να «χάνουν» πυρηνικά απόβλητα και να μην αναφέρουν τις ποσότητες καθαρού ουρανίου που διαθέτουν για το μέλλον, στοιχείο που η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας θεωρεί ως ζήτημα-κλειδί, αφού τα μεν γνωστά αποθέματα ουρανίου αρκούν για άλλα 80 χρόνια, ενώ για τα άλλα καύσιμα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, ακόμη λιγότερο. Βεβαίως, οι μηδενικές εκπομπές που επικαλείται το λόμπυ των πυρηνικών είναι ένας μύθος αν υπολογίσουμε τις τεράστιες ποσότητες ενέργειας που απαιτούνται για την εξόρυξη και επεξεργασία των υλικών χαμηλής σχετικά περιεκτικότητας σε καύσιμο που τροφοδοτούν τους αντιδραστήρες. Σε μία από τις μοναδικές, «πλήρεις», μελέτες που έγινε από τον πυρηνικό φυσικό Philip Bartler Smith, αναφέρεται ότι, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση, οι εκπομπές από τον κύκλο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας είναι «σημαντικές». Σε περίπτωση χρήσης καυσίμων χαμηλής περιεκτικότητας, οι εκπομπές αυτές είναι μεγαλύτερες ακόμη και από ένα ισοδύναμο εργοστάσιο φυσικού αερίου. Η αργή και περιορισμένη απάντηση της πυρηνικής ενέργειας προκύπτει και από μια μελέτη του Massachusetts Institute of Technology, σύμφωνα με την οποία, ακόμη και μία μικρή αύξηση της συμβολής των πυρηνικών στην παγκόσμια παραγωγή ενέργειας κατά 2% έως το 2050, θα σήμαινε την κατασκευή 1.000 έως 1.500 νέων μεγάλων πυρηνικών μονάδων. Ακόμα κι αν αυτό θεωρείται απίθανο να το καταφέρει η πυρηνική βιομηχανία, παραμένουν τα προβλήματα με τα απόβλητα που υπάρχουν και αυτά που θα συσσωρεύονταν. Το κόστος ενός πιθανού ατυχήματος είναι τεράστιο. Η Ουκρανία πλήρωσε για το ατύχημα στο Τσερνομπίλ, μέσα στην πρώτη δεκαετία, περισσότερο από 120 δις δολάρια. Η Swiss Re, η δεύτερη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία του κόσμου, θεωρεί ότι σύμφωνα με τους παραδοσιακούς τρόπους υπολογισμού του ρίσκου, το πυρηνικό ασφαλιστικό ρίσκο είναι δυσανάλογα μεγάλο. Η ενδεχόμενη προοπτική αυτή, θα απορροφούσε μεγάλα ερευνητικά κονδύλια σε βάρος άλλων τεχνολογιών παραγωγής καθαρής ενέργειας, όπως συνέβη στη Φιλανδία, τη μοναδική χώρα που το επιχείρησε έως τώρα και η οποία δέχθηκε κριτική από την IEA,επειδή υποχρηματοδότησε άλλους ενεργειακούς τομείς με αποτέλεσμα να υπολείπεται στους στόχους μείωσης των εκπομπών. Παρά τις όποιες τεχνολογικές εξελίξεις, η πυρηνική ενέργεια αποτελεί μέρος του ενεργειακού προβλήματος και όχι παράγοντα της λύσης του. Δεν είναι μέρος της λύσης του κλιματικού προβλήματος, αλλά πιθανός λόγος επιδείνωσής του και σίγουρα, πάντα, μια γενικότερη απειλή. Μπορεί να είναι μέσα στο πρόβλημα «αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη» αλλά και του ακριβώς αντίθετου σεναρίου, του «πυρηνικού χειμώνα» του πλανήτη. (τα στοιχεία αντλήθηκαν από την μελέτη της Legambiente, «I problemi irrisolti del nucleare a vent’anni dal referendum», 6/11/2007) Δαίμων της Οικολογίας τ. 77, 12/07 |
                     |