Ενότητα :Tεύχος 77, Δεκέμβριος 2007

Τίτλος : Καραβασίλη Μαργαρίτα, Σκέψεις-Σχόλια επί του γενικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού & αειφόρου ανάπτυξης

Διαβάστηκε: 752 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ

ΕΠΙ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ  ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΚΑΙ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

 

Μαργαρίτα Καραβασίλη

 

Είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που δεν έχει θεσπίσει εθνικό χωροταξικό σχεδιασμό και δεν έχει «βάλει τάξη στο χώρο», όπως υποδηλώνει ο όρος, μέχρι τις μέρες μας, που συζητείται το σχέδιο κοινής υπουργικής απόφασης που ανακοίνωσε το ΥΠΕΧΩΔΕ για το «Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης».  

 

Ο χωροταξικός σχεδιασμός είναι μια κατεξοχήν πολιτική πράξη που επηρεάζει μεσο- και μακρο-πρόθεσμα το σύνολο των δραστηριοτήτων και της αναπτυξιακής διαδικασίας της χώρας και βασικό αναπτυξιακό εργαλείο για την ολοκληρωμένη και ισόρροπη κατανομή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, με στόχο την βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και για την επίλυση διαφορών και την αντιμετώπιση συγκρούσεων στη χρήση των φυσικών πόρων και ιδιαίτερα του χώρου. Πρόκειται για το βασικό στήριγμα κάθε ολοκληρωμένης εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής και μοναδικό εργαλείο συντονισμού των τομεακών πολιτικών.

 

Αν, όμως γίνει λανθασμένα μπορεί να αποτελέσει μέσο για την υποβάθμιση όλων των παραπάνω, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, όπου το περιβάλλον δέχεται σκληρά πλήγματα. Στο βαθμό που ο χωροταξικός σχεδιασμός παραμένει αδύναμος, περιορίζεται ο συντονισμός των τομεακών πολιτικών, των πολιτικών επενδύσεων και έργων με την πολιτική περιβάλλοντος.

 

Για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που χαρακτηρίζεται από έντονες γεωγραφικές και κοινωνικές ανισότητες, η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού προκάλεσε την υποβάθμιση σημαντικών φυσικών και πολιτιστικών πόρων, συνέβαλε στην άνιση πρόσβαση στα δίκτυα μεταφορών και επικοινωνιών, στην εγκατάλειψη και απομόνωση της υπαίθρου, στη συσσώρευση κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων και στην υπονόμευση της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Το σχέδιο ΚΥΑ του ΥΠΕΧΩΔΕ δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες και άλλες τόσες ανησυχίες στον κύκλο των ειδικών του χώρου, των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, ιδιαίτερα Περιβαλλοντικών, των ΟΤΑ, τοπικών φορέων & Συλλόγων, κλπ., δεδομένου ότι έγινε αμέσως αντιληπτό ότι από την πρόταση του ΥΠΕΧΩΔΕ λείπουν πολλά και σημαντικά στοιχεία, αρχής γενομένης από τον ορισμό βασικών εννοιών[i] και την ασάφεια του περιεχομένου και ότι απουσιάζει παντελώς το όραμα.

Παρά το ότι στο σχέδιο νόμου αναφέρεται ότι έχει ληφθεί υπόψη πλήθος σχετικών κοινοτικών κειμένων και στρατηγικών της ΕΕ (παρ. ΙΙ, σημεία 1-6 σχεδίου ΚΥΑ) δεν φαίνεται να έχει ουδόλως αντιληφθεί το περιεχόμενο αυτών.

Η ανάλυση βασίζεται στην παρουσίαση μιας ανακόλουθης, με την πραγματικότητα, εικόνας του Ελλαδικού χώρου, των σύγχρονων προβλημάτων και των αναπτυξιακών τάσεων και ως εκ τούτου πολλές από τις προτάσεις ανάγονται σε αναπτυξιακές επιλογές του παρελθόντος. Η ανάλυση των μεγάλων σημερινών περιβαλλοντικών προβλημάτων (επίτευξη στόχων Κιότο, Κλιματική Αλλαγή[ii], υπερ-εξάντληση φυσικών πόρων, διαχείριση απορριμμάτων, υδάτινοι πόροι, προστασία ευαίσθητων οικοσυστημάτων, υπερ-λατόμευση, μαζικός τουρισμός, απαξίωση αγροτικού δυναμικού, κλπ.) είναι συχνά «παραπλανητική» και υπαγορεύει προαποφασισμένες λύσεις. Οι συντάκτες δεν έχουν κατανοήσει βασικές έννοιες της αειφόρου ανάπτυξης και αγνούν το είδος των προσπαθειών που γίνονται σε κάθε επίπεδο για την επίτευξη της, που άλλωστε περιγράφονται με ασφήνεια στα εγγεκριμένα κείμενα της ΕΕ.

Παρά τις αναφορές σε στόχους όπως οικονομική και κοινωνική συνοχή, βιώσιμη ανάπτυξη και ισόρροπη χωρική ανάπτυξη, δεν διαμορφώνει την αναγκαία ολοκληρωμένη συνεκτική προσέγγιση που να υποστηρίζει λύσεις συμβατές με πραγματικιές αναπτυξιακές τάσεις και ανάγκες του Ελλαδικού χώρου, σε αντιστοιχία με τις αρχές-στόχους: ισορροπία, προστασία, ανάπτυξη. Αντί αυτών το νομοσχέδιο επικεντρώνεται και καθαγιάζει την «ανάπτυξη» που μέχρι τώρα υπηρετεί η χώρα, παραγκωνίζοντας τους δύο άλλους στόχους με αποτέλεσμα είναι απέχει πολύ από την αποτελεσματική, ισορροπημένη και αρμονική χωροταξική ανάπτυξη.

 

Επίσης, το Σχέδιο συντάχθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος με τους ενεχόμενους συντελεστές, επί βασικών αρχών και στόχων σε σύνδεση με αυτούς των μεταφορών, της ενέργειας, της γεωργίας, της περιφερειακής πολιτικής και του περιβάλλοντος. Δεν αναδείχθηκε ένα κοινό ΟΡΑΜΑ για την επιζητούμενη ενιαία πολιτική ανάπτυξης του εθνικού χώρου, όπου συνεργάζονται και συνδυάζονται απόλυτα όλοι οι τομείς πολιτικής. Δεν έχει απαντηθεί σε ποιο βαθμό οι διάφοροι ενεχόμενοι συντελεστές συμφωνούν με τις αναλύσεις και τις προκαταρκτικές επιλογές πολιτικής και πως βλέπουν τον μετασχηματισμό σε πράξη των επιλογών, ειδικότερα στο πλαίσιο των δικών τους πολιτικών προγραμμάτων δράσης.

 

Η Ελληνική Πολιτεία δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι σεβάστηκε και υπολόγισε τις συμμετοχικές διαδικασίες και τη διαβούλευση, που σήμερα αποτελούν αναγκαία και ικανή συνθήκη ανάληψης κάθε πολιτικής απόφασης και εξακολουθεί να παίζει κρυφτούλι με την Κοινότητα παρουσιάζοντας εκ των υστέρων διαδικασίες διαβούλευσης και αναλύσεις που αποκρύπτουν βασικά στοιχεία και θεμελιώνουν «λανθασμένες» επιλογές.

 

Τα ζητήματα περιβάλλοντος έχουν δυνητικά θετικές επιπτώσεις στην ισόρροπη ανάπτυξη του συστήματος των οικισμών, δεδομένου ότι η ανισορροπία ως προς το περιβάλλον εκδηλώνεται κυρίως είτε με την περιβαλλοντική επιβάρυνση περιοχών μεγάλης συγκέντρωσης πληθυσμού και δραστηριοτήτων είτε με την εγκατάλειψη άλλων περιοχών μετά από εντατική εκμετάλλευση λόγω μεταβολής της τεχνολογίας και των συνθηκών ανταγωνιστικής παραγωγής. Ωστόσο αντιμετωπίζονται από το νομοσχέδιο και πάλι αποσπασματικά και δεν εξασφαλίζονται ισοδύναμες και ικανοποιητικές συνθήκες περιβάλλοντος, που θα επέτρεπαν την ομαλή κατανομή νέων δραστηριοτήτων σε παλιά και νέα, μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα.

Η Πολιτεία δεν θέλει να αντιληφθεί και να αποδεχθεί ότι η πολιτική για το περιβάλλον, αν και δεν έχει ως κύρια συνιστώσα την παραγωγή νέων υποδομών, μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά το χαρακτήρα των παραγόμενων νέων υποδομών και να οδηγήσει στη παραγωγή νέων υποδομών (π.χ. για τη διαχείριση των υδατικών πόρων και των λυμάτων) προσφέροντας νέες θέσεις εργασίας και πολλαπλά άλλα οφέλη (οικονομικά, κοινωνικά). Έτσι στο σχέδιο νόμου δεν προσδιόρισε συνολικά τις προτεραιότητες στη  βάση περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, με όρους κοινωνικούς και γεωγραφικούς, ώστε το συσσωρευτικό αποτέλεσμα των χωρικά εντοπισμένων παραγόμενων νέων υποδομών να παρέχει ίσες ευκαιρίες βελτίωσης των περιβαλλοντικών συνθηκών σε όλες τις περιφέρειες και περιοχές. Και δυστυχώς δεν είναι εξασφαλισμένη η θετική αυτή δράση και το αποτέλεσμα ως προς την ισορροπία του συστήματος των οικισμών γίνεται κατά συνέπεια απροσδιόριστο.

Το νομοσχέδιο επέλεξε μερική και αποσπασματική βελτίωση και αποκατάσταση περιβαλλοντικών συνθηκών σε επιλεγμένες περιοχές, επιλογή που μπορεί να οδηγήσει σε δραματικές ανισορροπίες ως προς τις τιμές γης ή την αύξηση των περιβαλλοντικών πιέσεων λόγω δυσανάλογης προσέλκυσης δραστηριοτήτων. Οπωσδήποτε πάντως η αναβάθμιση της αξίας που αποδίδεται στο περιβάλλον, τηρουμένων ορισμένων ελάχιστων προϋποθέσεων ως προς άλλες βασικές παραμέτρους, έχει οδηγήσει ή τουλάχιστον δημιουργεί τάσεις για μια καλύτερη ισορροπία στην κατανομή του πληθυσμού και των δραστηριοτήτων στις διάφορες κατηγορίες μεγέθους και εξειδίκευσης των οικισμών. 

Είναι σαφές ότι ένα Εθνικό Χωροταξικό δεν αρκείται στον καθορισμό εφικτών στόχων, αλλά προσπαθεί να επιλύσει και να αντιμετωπίσει ριζικά τα καίρια πολιτικά ζητήματα, υιοθετώντας πολιτικές  που σέβονται την ποικιλότητα και πολυπλοκότητα του εθνικού χώρου και την αξιοποιεί, ενισχύοντας τον θεμελιώδη στόχο της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης. Δεν αποσκοπεί μόνο στον καθορισμό συνδυασμού πολιτικών, αλλά στην προώθηση σαφούς πλαισίου, μεθοδολογίας και ιαδικασίας για ολοκληρωμένη χωροταξική εφαρμογή βιώσιμων θεματικών επιλογών, οι οποίες θα πρέπει οπωσδήποτε να αποτελέσουν αντικείμενο ευρείας διαβούλευσης.

Αντίθετα έχουμε προτάσεις που βασίζονται στη δημιουργία «πόλων και αξόνων», που δεν προσεγγίζουν το στόχο της αειφόρου ανάπτυξης και βασικών χωροταξικών ζητημάτων, που προβάλουν την ιδέα της ολοκλήρωσης διαφόρων πολιτικών με χωροταξικό αντίκτυπο και την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών. Γιατί το πρότυπο ενός ισορροπημένου, πολυκεντρικού αστικού συστήματος που να εγγυάται ισότιμη πρόσβαση στις υποδομές και τις γνώσεις, απαιτεί παράλληλα συνετή διαχείριση και ανάπτυξη της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και καλύτερη ισορροπία μεταξύ ανταγωνισμού και συνεργασίας για τον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων του υπερβάλλοντος ανταγωνισμού των πόλεων. Παράλληλα, η ανάπτυξη σιδηροδρομικών, εναέριων και θαλάσσιων μεταφορών θα μπορούσε να εξισορροπήσει τις αντιθέσεις μεταξύ περιφερειών της χώρας, να αναπτύξει άλλες περιοχές και να συνδέσει τη χώρα με την Ευρώπη και τα Βαλκάνια, κάτι που δεν επιδιώκεται.

Λείπουν παντελώς ικανά μέτρα ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς, καθώς και κίνητρα για την εφαρμογή τους στον τομέα κτιρίων και οικισμών, που μπορούν να υποστηρίξουν το στόχο της παραγωγής 20% ενέργειας από ΑΠΕ έως το 2020.

Δεν λαμβάνονται υπόψη οι κατευθύνσεις της αναθεωρημένης ΚΑΠ για επιδοτήσεις σε βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, στην εκπαίδευση νέων αγροτών, στην ανάπτυξη αγροτουρισμού σε επιλεγμένες περιοχές, κλπ που μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στην ανάπτυξη του αγροτικού χώρου.

Ο περιορισμός της αστικοποίησης δεν υποστηρίζεται από πολιτικές ανάδειξης εγγενών αδυναμιών και δυνατοτήτων που προσφέρονται από συγκεκριμένα πλεονεκτήματα του χώρου, όπου συνυπολογίζονται οι εν δυνάμει αναδυόμενες τάσεις που επηρεάζουν μελλοντικές χωροταξικές εξελίξεις και που λαμβάνουν υπόψη την περαιτέρω φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και τις επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας, οι οποίες μπορούν μεν δυνητικά να ενισχύσουν την τάση αστικοποίησης, αλλά από την άλλη πλευρά μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη των λιγότερο προσπελάσιμων περιοχών.

Ειδικά ζητήματα που επίσης πρέπει να συνυπολογισθούν, είναι:

Αλλαγές στις αστικές διαρθρώσεις: δημιουργία νέων αστικών δικτύων και ομάδων πόλεων, ανάδειξη – ενίσχυση οικονομικών ευκαιριών, ανάσχεση συνεχιζόμενης διάχυσης πόλεων, περιορισμός κοινωνικού διαχωρισμού, βελτίωση ποιότητας αστικού περιβάλλοντος.

Αλλαγή ρόλου και λειτουργίας αγροτικών περιοχών: εφαρμογή Ολοκληρωμένης Πολιτική Προϊόντων και αναθεωρημένης ΚΑΠ για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ αστικοποίησης και διατήρησης της υπαίθρου και για μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση του αγροτικού χώρου με τις αστικές περιοχές.

Αλλαγές στις Μεταφορές, τις Επικοινωνίες, τη Γνώση: η μετατόπιση του βάρους από τα αυτοκίνητα στους σιδηροδρόμους, ο περιορισμός της εξάρτησης από τα αυτοκίνητα μακροπρόθεσμα, παρέχει ευκαιρίες περαιτέρω ανάπτυξης των περιοχών με προβλήματα συμφόρησης, δεδομένου ότι οι μεταφορές και οι επικοινωνίες γίνονται πιο φιλελεύθερες, αποτελεσματικές, περιβαλλοντικά φιλικές, συνεκτικές και λειτουργικές, οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις αυξάνονται συνεχώς και το εμπορικό άνοιγμα προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη δημιουργεί νέες ροές μεταφορών και διασυνοριακά προβλήματα.

Διάδοση καινοτομίας και γνώσεων: η ανάπτυξη δικτύων και τεχνολογίας των τηλεπικοινωνιών και πληροφοριών με τη χρήση Η/Υ σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες ραδιοφώνου και τηλεόρασης και πολιτικές στους ίδιους τομείς ανοίγει προοπτικές για νέες υπηρεσίες όπως η τηλε-εκπαίδευση, η τηλεϊατρική, η τηλ-εργασία, η τηλεδιάσκεψη και οι "ηλεκτρονικές αγορές".

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 77, 12/07



[i] όπως χωρική ανάπτυξη (σε σχέση με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη), πλαίσια και κατευθύνσεις (σε σχέση με προγράμματα και σχέδια), στρατηγικός σχεδιασμός (σε σχέση με φυσικό σχεδιασμό), πολιτικές (σε σχέση με πολιτική), αειφόρος ανάπτυξη, κλπ.. 

[ii] όταν η εφαρμογή της Β’ φάσης του Ελληνικού Προγράμματος για το Κλίμα παραπέει και όταν η Ελλάδα δεν έχει θέσει εθνικούς στόχους ενεργειακής απόδοσης, δεν έχει ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο βασικές οδηγίες για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και προϊόντων

Επιστροφή