Ενότητα :Tεύχος 78, Ιανουάριος 2008 |
Τίτλος : Καραβασίλη Ρίτα, Το μέλλον των πόλεων μπροστά στην εντεινόμενη Κλιματική Αλλαγή
|
Αρχή κειμένου Το μέλλον των πόλεων μπροστά στην εντεινόμενη Κλιματική Αλλαγή Μαργαρίτα Καραβασίλη Το ευνοούμενο όραμα για τις πόλεις του αύριο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πρωτόγνωρες ενεργειακές προκλήσεις που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή, την αυξημένη εξάρτηση του ενεργειακού εφοδιασμού από τις εισαγωγές και τις ανησυχίες για τις προμήθειες ορυκτών καυσίμων παγκοσμίως και που παίρνει ήδη «σάρκα και οστά» και αρχίζει να εφαρμόζεται στις μεγαλουπόλεις και πόλεις της Ευρώπης, συντίθεται από τα παρακάτω συστατικά: Πόλεις υψηλής πυκνότητας, μικτής χρήσης γης και υψηλής περιβαλλοντικής και ενεργειακής απόδοσης, όπου θα επαναχρησιμοποιούνται όλες οι εγκαταλελειμμένες εκτάσεις και οι κενές ιδιοκτησίες και η προγραμματισμένη επέκτασή τους δεν θα επιτρέπει την εξάπλωση. Ο στόχος αυτός αποτελεί τη βάση της νέας Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για «Ένα Αειφόρο Αστικό Περιβάλλον» που αναγνωρίζει ότι υπάρχουν όρια στην αποδεκτή πληθυσμιακή πυκνότητα και ότι η μετατροπή περιοχών σε μικτής χρήσης είναι ευκολότερη από την αντιστροφή της αστικής εξάπλωσης ή την αύξηση της πυκνότητας χρήσεων γης. Η ταχύτατη εξάπλωση των πόλεων προς την ύπαιθρο, η μετατροπή των ελεύθερων χώρων πρασίνου σε αραιοκατοικημένες περιοχές ή περιοχές εμπορικής χρήσης ενίσχυσαν την ανάγκη μετακίνησης, αύξησαν την εξάρτηση από τα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς, με αποτέλεσμα κυκλοφοριακή συμφόρηση, υψηλή κατανάλωση ενέργειας, ρύπανση και σειρά περιβαλλοντικών επιπτώσεων που πρέπει να ελαχιστοποιηθούν. Οι ευρωπαϊκές πόλεις και μεγαλουπόλεις αναδιαρθρώνονται και αναπροσαρμόζονται στις περιβαλλοντικές προκλήσεις για να γίνουν και πάλι ελκυστικές, υγιείς και να προσφέρουν ποιότητα ζωής που θα επιτρέψει στις κοινότητες και την οικονομία τους να ανθίσουν, με επίκεντρο της διαδικασίας αυτής την προστασία του περιβάλλοντος. Οι νέες πρακτικές σχεδιασμού φωτίζονται από βιώσιμα πρότυπα που προστατεύουν την ταυτότητα της πόλης, την πολιτιστική της κληρονομιά, το ιστορικό οδικό ιστό της, τους χώρους πρασίνου, την βιοποικιλότητά της και τη βιωσιμότητα του δομημένου περιβάλλοντος, ενώ εστιάζονται σε αναπλάσεις υποβαθμισμένων περιοχών και κενών ιδιοκτησιών στα παραδοσιακά αστικά κέντρα, καθώς και σε επεμβάσεις αναζωογόνησης των περιφερειακών περιοχών κατοικίας, με τη δημιουργία των αναγκαίων βασικών υπηρεσιών. Η γνώση των επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής και η σχέση της με τις εντεινόμενες φυσικές καταστροφές οδηγούν σε αειφόρα αστικά οικιστικά μοντέλα, όπου λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ενδεχόμενοι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι και αξιολογούνται οι συνέπειες της αλλαγής του κλίματος ενσωματώνοντας στη διαδικασία του σχεδιασμού χρήσεων γης κριτήρια που προσαρμόζονται στις νέες κλιματολογικές συνθήκες καθώς και στην ανάγκη πρόληψης και αποκατάστασης κάθε περιβαλλοντικής ζημιάς, με προτεραιότητα τον καθαρισμό ρυπασμένων εδαφών που επαναχρησιμοποιούνται, του νερού, της διαχείρισης των αποβλήτων και κυρίως της εξοικονόμησης ενέργειας και της ενεργειακής απόδοσης. Ο σχεδιασμός του αστικού χώρου λαμβάνει πλέον υπόψη τους δυναμικούς δεσμούς του με τις οικονομικές και κοινωνικές πτυχές προκειμένου να ισχυροποιηθεί η συμβολή του περιβάλλοντος στην αειφόρο ανάπτυξη των αστικών περιοχών, ακολουθώντας την ολοκληρωμένη προσέγγιση των οικοσυστημάτων, καθώς και τον ευρύτερο περιφερειακό και εθνικό χώρο, στη βάση μιας ενεργούς και ολοκληρωμένης διαχείρισης των περιβαλλοντικών θεμάτων ως το μόνο τρόπο για να επιτευχθεί ένα υγιές αστικό περιβάλλον υψηλής ποιότητας. Βασικοί τομείς παρέμβασης είναι το σύστημα των αστικών μεταφορών με τη δημιουργία ενός περιβαλλοντικά αποδοτικότερου συστήματος, που θα εγγυάται την «αειφόρο κινητικότητα» και η ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος, που έχει ισχυρή επίδραση στην ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος, με τη βελτίωση της περιβαλλοντικής και ενεργειακής απόδοσης. Είναι απολύτως αποδεδειγμένο ότι και μόνον η θέρμανση και ο φωτισμός των κτιρίων καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο ενεργειακής κατανάλωσης (42%, το 70% του οποίου είναι για τη θέρμανση) και παράγουν το 35% των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Και ότι στα κτίρια και το δομημένο περιβάλλον χρησιμοποιείται το ήμισυ των υλικών που λαμβάνονται από το φλοιό της Γης και δημιουργούνται 450 MT αποβλήτων κατασκευής και κατεδαφίσεων το χρόνο (περισσότερο από το ένα τέταρτο των συνολικά παραγόμενων αποβλήτων). Και μόνο αυτές οι διαπιστώσεις καταδεικνύουν ότι υπάρχει μεγάλο δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας στον τομέα των κτιρίων και έτσι το μέλλον των πόλεων είναι η επένδυση ενεργειακής απόδοσης διαμορφώνοντας νέα δεδομένα στον τρόπο μελέτης, κατασκευής, ανακαίνισης και κατεδάφισης των κτιρίων, που θα επιφέρουν σημαντικές βελτιώσεις στις περιβαλλοντικές και οικονομικές επιδόσεις των πόλεων και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων τους. Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων (Οδηγία 2002/91), είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς οικονομικά τρόπους τήρησης των δεσμεύσεων της Διάσκεψης του Κιότο για την αλλαγή του κλίματος. Μόνο η θερμομόνωση των παλαιότερων κτιρίων στην Ευρώπη θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές CO2 και το αντίστοιχο ενεργειακό κόστος κατά 42%. Η ανακαίνιση είναι ασφαλώς μια σύνθετη διαδικασία, η οποία όμως παρουσιάζει αρκετά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα διότι διατηρούνται η ενέργεια και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν και θα επιφέρει σημαντική βελτίωση στις περιβαλλοντικές επιδόσεις των πόλεων και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων έως τα μέσα της τρέχουσας εκατονταετίας. Το υψηλότερο επίπεδο ενεργειακής απόδοσης θα οδηγήσει σε χαμηλότερους φόρους και στην προσφορά ευνοϊκότερων όρων εκ μέρους ασφαλιστικών εταιρειών και πιστωτικών οργανισμών και έτσι τα κτίρια θα είναι πιο ενδιαφέροντα σε αγοραστές και χρηματοδοτικούς οργανισμούς. Σύντομα θα θεσμοθετηθούν υψηλότερες περιβαλλοντικές απαιτήσεις για τη μελέτη και το σχεδιασμό κτιρίων και πόλεων με σκοπό την περιβαλλοντική απόδοση που δεν θα σχετίζεται μόνο με την ενέργεια, αλλά και με την ποιότητα του αέρα εσωτερικών χώρων, τη δυνατότητα πρόσβασης, τις στάθμες του θορύβου, την άνεση, την περιβαλλοντική ποιότητα των υλικών, το κόστος κύκλου ζωής ενός κτιρίου, καθώς και την ικανότητα του κτιρίου να ανθίσταται σε περιβαλλοντικούς κινδύνους, όπως πλημμύρες, καταιγίδες, σεισμοί, αναλόγως της τοποθεσίας του. Δαίμων της Οικολογίας τ. 78, 1/08 |
                     |