Ενότητα :Tεύχος 78, Ιανουάριος 2008 |
Τίτλος : Λουλούδης Λεωνίδας: Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος: Από τη "Νέα Οικολογία" στη "Νέα Οικονομία"
|
Αρχή κειμένου ΣΠΗΛΙΟΣ ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: ΑΠΟ ΤΗ «ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ΣΤΗ «ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ»[i] Λεωνίδας Λουλούδης Πριν λίγες μέρες, στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου διεξήχθη στις Βρυξέλλες διεθνές συνέδριο, το οποίο οργάνωσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο ΟΟΣΑ και οι οργανώσεις WWF και Κλαμπ της Ρώμης. Τίτλος του συνεδρίου: «Πέρα από το ΑΕΠ». Το γενικό συμπέρασμα του συνεδρίου, όπως διαβάζω στην «Καθημερινή» (21.11.2007) είναι ότι απαιτούνται και άλλοι δείκτες με τους οποίους υπολογίζονται παράγοντες όπως η μακροπρόθεσμη συσσώρευση πλούτου, το προσδόκιμο ζωής, η ικανότητα ανάγνωσης και γραφής, η παιδεία και η αρνητική επίδραση από τη ρύπανση και την εξάντληση των φυσικών πόρων. Αν υπολογιστούν και αυτοί οι παράγοντες, η αλματώδης αύξηση του ΑΕΠ των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών τις πρόσφατες δεκαετίες δεν μεταφράζεται ακριβώς σε επιτυχία… Αν αναφέρθηκα εκτενώς στο Συνέδριο των Βρυξελλών είναι όχι γιατί συνιστά το συμπέρασμά του καινοτόμο εύρημα αλλά για να θυμίσω τη πρώιμη συνεισφορά ενός έλληνα οικονομολόγου στην κριτική του αναπτυξιακού μοντέλου, που μοναδικό κριτήριο επιτυχίας του είχε τον δείκτη -ακριβέστερα την αύξηση του δείκτη- ΑΕΠ. Έγραφε αυτός ο οικονομολόγος, το 1996, ένδεκα χρόνια πριν το Συνέδριο των Βρυξελλών: «Η οικονομική επιστήμη από μόνη της δεν μπορεί να προσδιορίσει την αειφόρο ανάπτυξη γιατί ασχολήθηκε μόνο με τον κύκλο παραγωγή-κατανάλωση, χωρίς να την απασχολήσει αυτό που προ-ηγείται (οι πρωτογενείς πηγές της βιόσφαιρας) ή αυτό που έρχεται μετά (η αξία ή απαξία της κατανάλωσης). Αυτή η υπόθεση συνεπάγεται και μια άλλη: ότι η ευημερία εξαρτάται από την παραγωγή κι ότι όσο πιο πολύ παράγουμε, η ευημερία αυξάνεται. Έτσι το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) έγινε ένας δείκτης-φετίχ, ενώ ο τρόπος που υπολογίζεται η αύξησή του αφήνει έξω όλο το κοινωνικό και το οικολογικό κόστος αυτής της αύξησης -που, βέβαια, εκφράζει την οικονομική μεγέθυνση (growth) και όχι την ανάπτυξη (development)»[ii]. Ο οικονομολόγος στον οποίο αναφέρομαι, όπως θα έχουν εικάσει ήδη όσοι παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς, τα τεκταινόμενα της πολιτικής οικολογίας, όπως και όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα της ισχνής αλλά πάντοτε παρούσας κοινωνίας των πολιτών της Ελλάδας, δεν είναι άλλος από τον αγαπητό μας Σπήλιο Παπασπηλιόπουλο. Ένας φιλελεύθερος αριστερός διανοούμενος και τεχνοκράτης, ο οποίος έχει ήδη, πριν διατυπώσει τις σκέψεις στις οποίες προαναφέρθηκα, διανύσει ένα μακρύ οδοιπορικό. Στην αφετηρία αυτού του οδοιπορικού, τριάντα χρόνια πριν, αφού πρώτα αναλύει και υιοθετεί το αναπτυξιακό πρότυπο που ακολουθούν οι δυτικές κοινωνίες κατά δεύτερο λόγο επισημαίνει τα προβλήματα υπανάπτυξης από την επιλεκτική και μηχανιστική μεταφορά του σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες κατά τη δική του έκφραση, σε ένα άρθρο της έγκυρης επιθεώρησης «Η Νέα Οικονομία»,[iii] δεν έχει περάσει από το «Καθαρτήριο της Βιομηχανικής Επαναστάσεως», στη γέννηση της οποίας αφιέρωσε, ειρήσθω εν παρόδω, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του στο αφιέρωμα του Οικονομικού Ταχυδρόμου κατά την επέτειο των 200κοσίων χρόνων της, το 1983[iv]. Οι συνέπειες του ότι η Ελλάδα δεν είχε γνωρίσει την «πολύπλοκη διαδικασία γεμάτη από μια σειρά ριζικών αλλαγών, μεταρρυθμίσεων κι’ επαναστάσεων, οικονομικών, κοινωνικών, θρησκευτικών, επιστημονικών, τεχνολογικών αλλά και πολιτιστικών» προβληματίζει έντονα τον Παπασπηλιόπουλο των μέσων της πολιτικά ταραγμένης δεκαετίας του 1960 και είναι, ίσως, ο θεωρητικός λόγος που τον ωθεί να ενταχθεί στους κόλπους του πρωτοεμφανιζόμενου, τότε, επιστημονικού και πολιτικού ομίλου «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» που δημιουργήθηκε, κατά τον ίδιο, «για να βοηθήσει την πολιτική παιδεία του λαού μας και τη δημιουργία αναπτυξιακής συνειδήσεως». Γιατί, όπως συμπληρώνει, «οικονομική ανάπτυξη και δημοκρατία είναι αδιαίρετα ενωμένες». Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να θέσω ένα ερώτημα το οποίο, ενδεχομένως ήδη μοιραζόμαστε. Διαφέρει και σε τι ο οικονομολόγος Παπασπηλιόπουλος της δεκαετίας του 1960 από εκείνον της δεκαετίας του 1990, όταν έχει πλήρως ενστερνισθεί την οικολογική προβληματική; Η απάντηση έχει το πρόσθετο ενδιαφέρον ότι διευκρινίζει ποια τάση τής εν λόγω προβληματικής υπερασπίσθηκε ο Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος όταν στρατεύθηκε στο κίνημα της πολιτικής οικολογίας του τόπου μας. Αν κάποιος ιστορικά αφελής απομόνωνε μία μόνο φράση από την εισήγησή του στο Α΄ Δημοκρατικό Συνέδριο, που έγινε στην Αθήνα 3 και 4 Ιουλίου 1996, εκ μέρους του Ομίλου Παπαναστασίου, θα μπορούσε να μιλήσει για στροφή 180 μοιρών. Γιατί σε εκείνη την περίσταση ο Παπασπηλιόπουλος υποστηρίζει ρητά: «Η οικονομική ανάπτυξη γίνεται σήμερα το ιστορικό καθήκον της γενιάς μας και προβάλλει σαν η Μεγάλη Ιδέα του σήμερα»[v]. Η φράση αυτή και μόνο θα προκαλούσε ρίγος αποστροφής στην κυρίαρχη τάση του οικολογικού κινήματος, η οποία παίρνοντας αφορμή από τις εξαγγελίες της Λέσχης της Ρώμης και το Σχέδιο για την Επιβίωση του περιοδικού The Ecologist, στη δεκαετία του 1970, περί «μηδενικής ανάπτυξης» ή «στάσιμης κατάστασης» της οικονομίας απέρριπταν ασυζητητί κάθε σχέδιο ανάπτυξης αντιπαραβάλλοντας τα δεινά που δήθεν θα επισώρευε η εφαρμογή του σε σύγκριση με τις εξιδανικευμένες πρακτικές των παραδοσιακών ακόμη και των προ-εγγραμμάτων κοινωνιών. Αυτή ήταν η κυρίαρχη, επιμένω, τάση του οικολογικού κινήματος τουλάχιστον μέχρι την οριστική «διόρθωση» της Έκθεσης Μπρούτλαντ των Ηνωμένων Εθνών, το 1987, περί «βιώσιμης ανάπτυξης», στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Ο οικονομολόγος Παπασπηλιόπουλος, όμως, ως οικολόγος, αντιστάθηκε σθεναρά και εκ των ένδον με τη διπλή του αυτή ιδιότητα, σε αυτή τη θεωρητική πλάνη επιμένοντας, όπως είδαμε στο κείμενο του 1996, είτε στη διαφορά μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται όλο το κοινωνικό και το οικολογικό κόστος αυτής της μεγέθυνσης, είτε, στο ίδιο κείμενο λίγες αράδες πιο κάτω, όταν επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα της αντιαναπτυξιακής ιδεολογίας με την οικονομική θεωρία ανατρέχοντας στους κλασικούς, τον Ρικάρντο, τον Τζον Στιούαρτ Μιλ και τον Κέυνς. «Οι μεγάλοι κλασικοί», γράφει, «πίστευαν ότι σε κάποια στιγμή η μεγέθυνση έπρεπε να παραχωρήσει τη θέση της στη «στάσιμη κατάσταση» -αλλά στάσιμη δεν σημαίνει στατική (…) Σε μια «στάσιμη κατάσταση» η οικονομία δεν παύει να είναι δυναμική, ν’ ανανεώνεται η σύνθεση της παραγωγής και να υπάρχει βελτίωση της ποιότητάς της. Μια τέτοια κατάσταση της οικονομίας βρίσκεται κοντά στη «μηδενική ανάπτυξη» της Λέσχης της Ρώμης, την «οικοανάπτυξη» της Συνδιάσκεψης για το Περιβάλλον των Ηνωμένων Εθνών στη Στοκχόλμη, το 1972, την «αειφόρο ανάπτυξη» της «Έκθεσης Μπρούτλαντ» των Ηνωμένων Εθνών». Αλλά και στο ίδιο, το προ τεσσαρακονταετίας κείμενό του, στη «Νέα Οικονομία», ο σημερινός αναγνώστης δύσκολα θα παραβλέψει σπέρματα της οικολογικής προβληματικής στην οποία θα μεταστραφεί οριστικά ο Παπασπηλιόπουλος, στην αυγή της Μεταπολίτευσης. Γι’ αυτήν θα μιλήσω στη συνέχεια, εδώ να πω δυο λόγια ακόμη γι’ αυτά τα σπέρματα οικολογικής προβληματικής στο κείμενο του 1966. Εκεί, ο Παπασπηλιόπουλος, εκτιμά ότι, «Η στρατηγική αναπτύξεως, βασισμένη στα νεοκλασικά και φιλελεύθερα δόγματα, που εφαρμόσθηκε στην οκταετία 1956-63, απότυχε στην ταχεία και ισόρροπη ανάπτυξη και την εκβιομηχάνιση». Αφού υπογραμμίσω την αναφορά στην «ισόρροπη ανάπτυξη» θα σημειώσω, μεταξύ αρκετών άλλων ενδιαφερόντων επιχειρημάτων, την έμφαση που αποδίδει στην «υδροκεφαλική ανάπτυξη του τέρατος των Αθηνών», την έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού και δημόσιων συγκοινωνιακών μέσων και πάνω από όλα στη μείωση των παραγωγικών επενδύσεων προς όφελος της πολυτελούς κατανάλωσης των ολίγων. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα πρώιμης οιονεί οικολογικής καταγγελίας ο Σπήλιος υπερβαίνει τα εσκαμμένα του καθωσπρεπισμού που χαρακτηρίζει το φιλοξενούν έντυπο: «Μια κοινωνία, πρέπει, λόγω στενότητος των παραγωγικών πόρων, να επιλέξει ανάμεσα στα κομμωτήρια σκυλιών και τα επιστημονικά εργαστήρια ή ανάμεσα στα πολυτελή ιδιωτικά αυτοκίνητα και τους τόρνους. Αν επιλέξει υπέρ των κομμωτηρίων σκυλιών και των ιδιωτικών αυτοκινήτων, η κοινωνία αυτή δεν είναι δημοκρατική και η οικονομία της δεν θα αναπτυχθεί». Επειδή δυστυχώς γνωρίζουμε, αφού το ζούμε καθημερινά, τι τελικώς επέλεξε αυτή η κοινωνία είναι, νομίζω, δίκαιο, απαντώντας και στο αρχικό μου ερώτημα περί της εξέλιξης της σκέψης του Σπήλιου Παπασπηλιόπουλου, τα τελευταία σαράντα χρόνια, να χαιρετίσουμε το γεγονός ότι παρέμεινε σταθερός στην υπεράσπιση της δημόσιας σφαίρας, του συμφέροντος των πολλών που, σ’ αυτή τη χώρα, είναι καταδικασμένοι να υπερασπίζονται οι λίγοι. Μάλιστα έμεινε πιστός, μέσω της ανανέωσης των εργαλείων της επιστήμης του και τον εμπλουτισμό του λόγου του με την οικολογική προβληματική, όταν συναντήθηκε μαζί της -κατ’ ευτυχή συγκυρία για τον ίδιο- σε πλήρη επιστημονική και πολιτική ωριμότητα. Όμως, αυτή η ενδεικτική αναδρομή στην αρθρογραφία του Σπήλιου κινδυνεύει να αλλοιώσει την ουσία της προσφοράς του τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, η οποία έγκειται, κυρίως, στην «προφορικότητα» αν όχι στη «σωματικότητα» της πολιτικής του παρουσίας. Γιατί ένας άνθρωπος με την έμμονη εστίαση στο ερώτημα της πολιτικής, όπως ήταν και είναι ο Σπήλιος, δεν περιορίζεται στον ελεφάντινο πύργο της επιστημοσύνης του. Είναι υποχρεωμένος να ανοίγεται στον δημόσιο χώρο, να δίνει το παρών στις οργανωμένες μορφές πολιτικής συμμετοχής και, όταν αυτές δεν τον ικανοποιούν, να δημιουργεί με τους ομοϊδεάτες εκείνες που εκπροσωπούν τις διεκδικήσεις του. Παρέες, ομάδες, πρωτοβουλίες, κόμματα και κομματίδια, περιοδικά, συνέδρια, σεμινάρια και συζητήσεις, πολλές συζητήσεις, είναι ο ζωτικός του χώρος και χρόνος. Και ο Σπήλιος υπήρξε ακαταπόνητα εφευρετικός σε αυτόν τον μαραθώνιο της συνάντησης του με τον άλλον, τον πολιτικό φίλο και, υποχρεωτικά, τον πολιτικό αντίπαλο. Δεν θα μιλήσω για τον Όμιλο Παπαναστασίου, τη Νέα Οικονομία, τη Δημοκρατική Άμυνα, τη Διοικούσα Επιτροπή του Πανεπιστημίου Πατρών, το ΠΑΣΟΚ, τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Άλλοι ξέρουν καλύτερα αυτή τη δαιδαλώδη αλλά πάντοτε δημιουργική διαδρομή. Θα μιλήσω μόνο για όσα έτυχε να γνωρίσω από πρώτο χέρι. Τον πρωτοσυνάντησα στην ιδρυτική συνεδρίαση της Σοσιαλιστικής Πορείας, το 1976, μόλις είχε πει ένα από τα πολλά του όχι στην αυθαιρεσία του ηγεμόνα, στην αλλοίωση του κανόνα της εσωκομματικής δημοκρατίας και στην ανανέωση του ενδημούντος λαϊκισμού με τη σοσιαλιστική του λεοντή. Κι’ ας μιλούσε τόσο κολακευτικά γι’ αυτόν, τον Ανδρέα Παπανδρέου, δέκα χρόνια πριν. Όχι θα πει και στον εκδότη, φίλο του Αντώνη Λιβάνη, το 1984, όταν δεν θα αποδεχθεί την προσπάθεια του τελευταίου να θέσει υπό κομματικό έλεγχο την πρώτη μαζικής κυκλοφορίας επιτυχή, με κριτήρια επιστημονικής επάρκειας και εκδοτικής επιμέλειας, διμηναία επιθεώρηση, με τίτλο «Οικολογία και Περιβάλλον», που διευθύνει από τον Μάρτιο του 1982. Μάλιστα θα ακολουθήσει ως απλό μέλος της Γραμματείας Σύνταξης -τυπικός Παπασπηλιόπουλος- την ομάδα των αποχωρούντων της «Οικολογία και Περιβάλλον» που ιδρύουν, το 1984, με πρωταγωνιστές τον Μιχάλη Μοδινό και τον Ηλία Ευθυμιόπουλο τη δεύτερη επιτυχή μηνιαία επιθεώρηση, τη «Νέα Οικολογία». Με όλους αυτούς, τους περισσότερους από τους οποίους έχει ο ίδιος συστήσει στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, θα συμμετάσχει, ενταγμένος στο ρεύμα της φιλελεύθερης οικοαριστεράς, στις επώδυνες διαδικασίες ίδρυσης της Ομοσπονδίας Οικολογικών και Εναλλακτικών Οργανώσεων που θα αποφέρουν την πρώτη έδρα οικολόγου στο ελληνικό κοινοβούλιο το 1989. Το ναυάγιο και αυτού του πολιτικού πειράματος θα τον οδηγήσει, στον μοναδικό χώρο που, όπως αποδεικνύεται, αισθάνεται σαν το ψάρι στο νερό, τις ΜΚΟ της κοινωνίας των πολιτών. Υπό την αιγίδα τριών εξ αυτών (την Κίνηση Πολιτών, τον Σύλλογο Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών και του Παγκόσμιου Ταμείου για τη Φύση-WWF-Ελλάς θα επιμεληθεί, με τον Θύμιο Παπαγιάννη και τον Σπύρο Κουβέλη -το πρώτο στο είδος του, αξιομνημόνευτο, συλλογικό έργο: «Το Περιβάλλον στην Ελλάδα 1991-1996». Τελευταία αλλά όχι έσχατη προσφορά του στην οικολογική σκέψη είναι η πάνω από μια δεκαετία συμμετοχή του στην οργάνωση του Οικολογικού Εργαστηρίου, στο πλαίσιο των θερινών Σεμιναρίων της Ερμούπολης, που μας εμπιστεύθηκε ο φίλος μας ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος. Και ποιος έλληνας οικολόγος δεν μίλησε σε αυτά τα απολαυστικά, από κάθε άποψη, τριήμερα; Εκεί, ο ίδιος, μας πρωτομίλησε για τους αγαπημένους του θεωρητικούς, τον Αντρέ Γκορζ, τον Σερζ Μοσκοβιτσί, τον Εντγκαρ Μορέν, τον Πιερ Σαμουέλ, τον Γκεοργκέσκου Ρέντγκεν, τον Ρενέ Πασέ, τον Ζαν Πωλ Ντελεάζ και τόσους άλλους. Εκεί αφιέρωσε, με το ίδιο πάντοτε εφηβικό πάθος, την τελευταία ομιλία του στην Ηθική της Ευθύνης του γερμανού φιλοσόφου Χανς Γιόνας. Σταματώ εδώ. Είπα πολλά αλλά και τόσο λίγα για τον φίλο μου Σπήλιο Παπασπηλιόπουλο. Κινήθηκα, όσο αμερόληπτα μπορούσα, μεταξύ εργογραφίας και βιογραφίας. Κι’ όμως πάλι την περίεργη αίσθηση ότι, παρά τη θέλησή μου, μίλησα για τα επουσιώδη ενός βίου αφιερωμένου εξαιρετικά στα δυσεύρετα αγαθά της γνώσης, της αλληλεγγύης και πάνω απ’ όλα της ελευθερίας. [i] Ομιλία στην τιμητική εκδήλωση για τον Σπήλιο Παπασπηλιόπουλο που οργάνωσε η Ένωση Πολιτών για την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ σε συνεργασία με την Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία και την Ευρωπαϊκή Έκφραση, στις 29 Νοεμβρίου 2007, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηνών. [ii] Σ. Παπασπηλιόπουλος, Επιστημονική και πολιτική οικολογία: ενεργειακές και άλλες προσεγγίσεις, στο Μ. Μοδινός (επιμ.) Ενέργεια και Περιβάλλον στη Βιομηχανική και Μεταβιομηχανική Κοινωνία. Εκδ. «Νέα Οικολογία»-ΓΓΝΓ με την υποστήριξη της Ε. Επιτροπής της ΕΕ, 1996, σελ. 19-28. [iii] Σ. Παπασπηλιόπουλος, Παράγοντες αναπτύξεως και υπαναπτύξεως, περ. Νέα Οικονομία, τεύχ. 6, Ιούνιος 1966. [iv] Σ. Παπασπηλιόπουλος, Πώς γεννήθηκε η βιομηχανική επανάσταση, περ. Οικονομικός Ταχυδρόμος, αριθ. Φύλλου 12 (1507) 24 Μαρτίου 1983. [v] Σ. Παπασπηλιόπουλος, Οικονομική Ανάπτυξη και δημοκρατία, περ. Νέα Οικονομία, τεύχ. 8, 1966. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 78, 1/08 |
                     |