Ενότητα :Tεύχος 51, Ιούλιος-Αύγουστος 2005

Τίτλος : Ζιάκα Γιολάντα, Αλιευτική παραγωγή – από την βιομηχανική αλιεία στην αλιεία μικρής κλίμακας

Διαβάστηκε: 768 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Αλιευτική παραγωγή – από την βιομηχανική αλιεία στην αλιεία μικρής κλίμακας

 

 

ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΖΙΑΚΑ

 

 

Η αλιεία και οι υδατοκαλλιέργειες προσφέρουν το 6% των συνολικών πρωτεϊνών και το 16% των ζωικών πρωτεϊνών που καταναλώνει η ανθρωπότητα σε ένα χρόνο. Οι κάτοικοι των υπό ανάπτυξη χωρών εξαρτώνται από το ψάρι για την πρόσληψη ζωικών πρωτεϊνών πολύ περισσότερο από τους κατοίκους των βιομηχανικών χωρών. Το ψάρι είναι η κύρια πηγή ζωικών πρωτεϊνών για περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους στις υπό ανάπτυξη χώρες.

 

Σε παγκόσμιο επίπεδο, στον κλάδο της αλιείας απασχολούνται 36 εκατομμύρια άνθρωποι (από τους οποίους το 80% ζει στην Ασία) και έμμεσα, περίπου 80 εκατομμύριο άνθρωποι στις υπηρεσίες που συνδέονται με την αλιεία, την επεξεργασία των ψαριών, τη μεταφορά και το εμπόριο. Αυτό δείχνει τη μεγάλη σημασία της αλιείας σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο (1).

 

Από το 1950 ως το 1990, η αλιευτική παραγωγή αυξήθηκε κατά πέντε φορές. Αυτή η επαναστατική αύξηση είναι κυρίως αποτέλεσμα της γρήγορης ανάπτυξης και επέκτασης της βιομηχανικής αλιείας, της παγκοσμιοποίησης της αγοράς ψαριού, της ανάπτυξης πολύπλοκων τεχνικών για την ανίχνευση και την αιχμαλώτιση των ψαριών.

 

Από την πλευρά του καταναλωτή η αγορά ψαριού αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα, ειδικά στις χώρες του Βορά. Περίπου το 40% των αλιευμάτων προορίζονται για το διεθνές εμπόριο και οι χώρες του Βορά αντιπροσωπεύουν το 90%, σε αξία, των εισαγωγών ψαριών. Ωστόσο, η αύξηση της ζήτησης έχει ενθαρρύνει την ανάπτυξη αλιευτικών πρακτικών καταστροφικών για το περιβάλλον, όπως το ψάρεμα της γαρίδας σε μεγάλο βάθος, στα τροπικά νερά, με ανεμότρατα. Η υπεραλίευση και η υπερβολικά μεγάλη δυναμικότητα αλίευσης απειλεί την βιωσιμότητα των παγκόσμιων αλιευτικών πόρων για τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές. Σύμφωνα με τον FAO (Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας), ανάμεσα στο 1970 και το 1989, οι τεχνικές δυνατότητες αλίευσης του παγκόσμιου στόλου αυξήθηκαν κατά 330%, το οποίο σημαίνει μια κατακόρυφη αύξηση της δυναμικότητας του παγκόσμιου στόλου σε αριθμό σκαφών, καθώς και της έντασης της δραστηριότητας αυτής. Όμως, η διαρκής αύξηση του όγκου της παγκόσμιας αλιευτικής παραγωγής δίνει μια λανθασμένη εικόνα της κατάστασης των παγκοσμιών αλιευτικών πόρων και μια ψεύτικη εντύπωση ασφάλειας. Παρόλη την αύξηση της δυναμικότητας του αλιευτικού στόλου, σε παγκόσμιο επίπεδο, τα αλιεύματα (δηλαδή τα ποσοστά αλιευμάτων ανά ακαθάριστο τόνο βάρους των πλοίων), μειώθηκαν κατά 62%, κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών. Τα μεγάλα πλοία, καταβάλλοντας την ίδια προσπάθεια, έπιαναν λιγότερα ψάρια. Έχει εκτιμηθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να μειώσει τον αλιευτικό της στόλο κατά 40%, διατηρώντας την ίδια ποσότητα αλιευτικής παραγωγής.

 

Η διαρκής αύξηση του όγκου της παγκόσμιας αλιευτικής παραγωγής δίνει μια λανθασμένη εικόνα της κατάστασης των παγκόσμιων αλιευτικών πόρων και μια ψεύτικη εντύπωση ασφάλειας. Στην πραγματικότητα, η αύξηση της δυναμικότητας του παγκόσμιου αλιευτικού στόλου και η υπεραλίευση οδηγούν σε σταδιακή μείωση των αποδόσεων, παντού σ’ όλο τον κόσμο. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων αποκατάστασης για το 60% των αλιευτικών πόρων.

 

 

Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι πολλοί σημαντικοί ψαρότοποι έχουν ήδη γίνει αντικείμενο υπερεκμετάλλευσης, η αλιευτική παραγωγή εμπορικών ειδών μειώνεται συνεχώς, ενώ η παραγωγή θαλάσσιων ψαριών δείχνει να έχει φτάσει το ανώτατο επίπεδό της και έχει αρχίσει να μειώνεται. Ήδη το 1994, ο FAO εκτιμούσε ότι πτώση παρουσίαζαν οι αποδόσεις του 35% των 200 κυριότερων αλιευτικών ειδών, το 25% περίπου των αλιευτικών ειδών είχαν σταθερές αποδόσεις σε υψηλά επίπεδα εκμετάλλευσης, η εκμετάλλευση του 40% των αλιευτικών ειδών συνέχιζε να αυξάνεται και κανένα είδος δεν είχε παραμείνει σε χαμηλό επίπεδο εκμετάλλευσης (1). Αυτό δείχνει ότι για το 60% περίπου των κυριοτέρων αλιευτικών πόρων, σε ολόκληρο τον κόσμο, υπάρχει επείγουσα ανάγκη ειδικών μέτρων διαχείρισης, για να διακοπεί η αύξηση της δυναμικότητας της αλιείας ή για να αποκατασταθούν οι πόροι που έχουν πάθει ζημιές. Για τα αλιευτικά αποθέματα για τα οποία διαθέτουμε πληροφορίες, γνωρίζουμε ότι σήμερα περίπου το 10% έχει εξαντληθεί και για το 65% γίνεται πλήρης εκμετάλλευση ή υπερεκμετάλλευση. Το ίδιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, εξ αιτίας της υπεραλίευσης πολλών ειδών που βρίσκονται στο ανώτερο επίπεδο της τροφικής αλυσίδας, η σύνθεση των συνολικών αλιευμάτων έχει αλλάξει και περιέχει πλέον μικρότερα ψάρια, που βρίσκονται στο κάτω άκρο της τροφικής αλυσίδας.

 

Με δεδομένο ότι το βόρειο ημισφαίριο διαθέτει μια υπερδυναμικότητα αλίευσης, σε σχέση με τους πόρους του, οι βιομηχανικές χώρες είναι έτοιμες να πληρώσουν το τίμημα που χρειάζεται για να έχουν πρόσβαση στις θαλάσσιες ζώνες εκμετάλλευσης που ανήκουν στις χώρες του Νότου. Οι συμφωνίες πρόσβασης σε ψαρότοπους αφρικάνικων χωρών, ανάμεσα στις χώρες αυτές και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελούν ένα παράδειγμα των πρακτικών αυτών. Η πρώτη συμφωνία αυτού του είδους υπογράφηκε το 1979 και από τότε, η Ευρωπαϊκή Ένωση προώθησε συμφωνίες πρόσβασης σε ψαρότοπους 19 αφρικανικών χωρών. Το 1990, αυτές οι συμφωνίες επέτρεψαν να μετακινηθεί ένας στόλος περίπου 1.000 αλιευτικών σκάφη, από τις υπερεκμεταλλευμένες αλιευτικές ζώνες της ΕΕ προς τις ζώνες των αφρικανικών χωρών. Το 1996, η αποζημίωση που δόθηκε στις αφρικανικές χώρες από την ΕΕ ήταν του ύψους των 229 εκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο. Το μεγαλύτερο τμήμα του κόστους πρόσβασης καλύπτεται από την ΕΕ, ενώ οι ιδιοκτήτες των σκαφών δεν πληρώνουν παρά ένα ελάχιστο τμήμα του συνολικού κόστους πρόσβασης. Για τις αφρικανικές χώρες, η εξυπηρέτηση του εξωτερικού τους χρέους είναι η κυριότερη αιτία για την ετήσια ανανέωση των συμφωνιών πρόσβασης. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι τα σκάφη που ψαρεύουν στο πλαίσιο τέτοιου είδους συμφωνιών, πολύ συχνά παραβιάζουν τους κανόνες της συμφωνίας. Για παράδειγμα, ο όγκος των αλιευμάτων που δηλώνεται είναι πολύ συχνά κατώτερος του πραγματικού. Η εφαρμογή κάποιων ελαχίστων περιβαλλοντικών όρων που υπάρχουν, είναι γενικά περιορισμένη και οι συγκρούσεις με τους παραδοσιακούς αλιείς είναι συχνές. Εξάγοντας την ικανότητα αλίευσης που διαθέτει, ο Βοράς εξάγει επίσης προβλήματα πίεσης στους αλιευτικούς πόρους.

 

Ένα πρόβλημα, εξ ίσου σημαντικό, είναι αυτό των παράπλευρων αλιευμάτων και των «απορριμμάτων» που ξαναρίχνονται στη θάλασσα, το οποίο προκαλεί σημαντικές επιπτώσεις στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Ο FAO εκτιμά ότι αυτού του είδους τα απορρίμματα ανέρχονται σε – τουλάχιστον – 27 εκατομμύρια τόνους το χρόνο, όγκος που ισοδυναμεί με το ένα τρίτο των συνολικών αλιευμάτων. Αυτή η ποσότητα είναι μάλλον, στην πραγματικότητα, κατά πολύ μεγαλύτερη, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει πραγματική υποχρέωση για τους αλιείς να δηλώσουν τα παράπλευρα αλιεύματα και αυτά που ξαναρίχνονται στη θάλασσα. Ο αυξημένος όγκος αλιευμάτων που πετιούνται οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο σύστημα διαχείρισης που θέτει ανώτατα όρια και το οποίο έχει ενθαρρύνει την αλιεία που επικεντρώνεται σε ένα και μόνο είδος με υψηλή εμπορική αξία. Έτσι, τα είδη που δεν ενδιαφέρουν, ο γόνος και τα ψάρια πάνω από το ανώτατο όριο, ξαναρίχνονται στη θάλασσα ή πουλιούνται στη μαύρη αγορά. Με τον τρόπο αυτό, η συνολική ποσότητα που δηλώνεται παρουσιάζεται σύμφωνη με τα ανώτατα όρια.

 

Περίπου 2,5 κιλά άλευρα ψαριού – που έχουν παραχθεί από 15 κιλά ψαριού κατά μέσο όρο – αποτελούν ένα από τα συστατικά ενός μίγματος τροφών που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός σολομού που ζυγίζει 3 κιλά. Όμως το ψάρι είναι η κύρια πηγή ζωικών πρωτεϊνών για περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους στις υπό ανάπτυξη χώρες, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι υποσιτίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Γιατί αυτά τα ψάρια που μετατρέπονται σε άλευρα – για να καταναλωθούν στη συνέχεια από τα βοοειδή, τους χοίρους, τα πουλερικά – δεν χρησιμοποιούνται για την ανθρώπινη κατανάλωση;

 

Περίπου 30% της παγκόσμιας παραγωγής ψαριού μετατρέπονται σε άλευρα και έλαια ψαριού, για να χρησιμοποιηθούν κυρίως για τη διατροφή των βοοειδών, των χοίρων, των πουλερικών, αλλά και των ίδιων των ψαριών. Η ανάπτυξη της παραγωγής της βιομηχανικής γεωργίας οδήγησε σε μια γρήγορη αύξηση της ζήτησης για άλευρα ψαριού, ως μια από τις κυριότερες πηγές πρωτεϊνών για την ζωική διατροφή. Παράλληλα, οι ιχθυοκαλλιέργειες αναπτύσσονται με γρήγορο ρυθμό, λόγω της μείωσης των αποθεμάτων στις θάλασσες. Στις ιχθυοκαλλιέργειες καταναλώνεται το 40% της παγκόσμιας παραγωγής ελαίων ψαριού και το ένα τρίο αλεύρων ψαριού, ενώ το ένα τέταρτο της παγκόσμιας κατανάλωσης ψαριού, χρησιμοποιείται για ιχθυοτροφές.

 

Θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι η μετατροπή του ψαριού σε άλευρα οδηγεί σε απώλεια πρωτεϊνών: περίπου πέντε τόνοι ψαριού χρησιμοποιούνται για να παραχθεί ένας και μόνο τόνος αλεύρων ψαριού. Επί πλέον, όταν το ψάρι καταναλώνεται από τα πουλερικά, τα βοοειδή, από άλλα ψάρια, η απώλεια πρωτεϊνών είναι ακόμα μεγαλύτερη. Για παράδειγμα, περίπου 2,5 κιλά άλευρα ψαριού (που έχουν παραχθεί από 15 κιλά ψαριού κατά μέσο όρο) αποτελούν συστατικό ενός μίγματος τροφών που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός σολομού που ζυγίζει 3 κιλά. Με δεδομένο ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι υποσιτίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτά τα ψάρια που μετατρέπονται σήμερα σε άλευρα θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν για την ανθρώπινη κατανάλωση. Αυτό δεν γίνεται, κυρίως εξ αιτίας της υψηλής τιμής των βοοειδών, των χοιρινών και των διαφόρων ειδών ιχθυοκαλλιέργειας στις αγορές του Βορά.

 

Απέναντι στη βιομηχανική αλιεία, που προκαλεί σημαντικές ανισορροπίες στους θαλάσσιους πόρους, η παραδοσιακή αλιεία μικρής κλίμακας αποτελεί μια πανάρχαια μορφή κοινωνικής οργάνωσης, παραγωγής, διατροφής και εμπορικών ανταλλαγών. Η αλιεία μικρής κλίμακας χρησιμοποιεί τεχνολογίες έντασης εργασίας για το ψάρεμα, τη μεταποίηση και τη διανομή των αλιευτικών πόρων της θάλασσας και των εσωτερικών υδάτων (2). Οι δραστηριότητές της αποτελούν άλλοτε κύρια απασχόληση και άλλοτε λειτουργούν συμπληρωματικά με άλλες δραστηριότητες. Συνήθως έχουν ως στόχο την προσφορά ψαριών και άλλων αλιευτικών προϊόντων σε τοπικές και εσωτερικές αγορές και για την κατανάλωση από τους ίδιους τους παραγωγούς. Η αλιεία μικρής κλίμακας συνοδεύεται από άλλες δευτερεύουσες δραστηριότητες όπως η κατασκευή διχτυών, η κατασκευή και επιδιόρθωση σκαφών, κλπ., που προσφέρουν πρόσθετη δυνατότητες απασχόλησης και εισοδήματος στις κοινότητες των αλιέων.

 

Η παραδοσιακή αλιεία μικρής κλίμακας παίζει κρίσιμο ρόλο για την ανθρώπινη διατροφή και την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Σε ολόκληρο τον κόσμο, μόνο το ένα τοις εκατό του συνολικού αριθμού των αλιέων εργάζεται στη βιομηχανική αλιεία μεγάλης κλίμακας, ενώ περισσότεροι από το 90% είναι οι αλιείς μικρής κλίμακας, οι οποίοι είτε χρησιμοποιούν παραδοσιακό εξοπλισμό, είτε μικρά μοντέρνα πλοία. Το 1998, η αλιεία μικρής κλίμακας συνεισέφερε περισσότερο από το 25% στην παγκόσμια παραγωγή που αποτελούσε το 50% των ψαριών που προοριζόταν για άμεση ανθρώπινη κατανάλωση.

 

Ο τρόπος αυτός παραγωγής και κατανάλωσης βασίζεται πάνω στο δέσιμο των κοινοτήτων των παραδοσιακών αλιέων με τις παράκτιες ζώνες και πάνω στην πολιτιστική και περιβαλλοντική τους σχέση με τους αλιευτικούς πόρους. Οι κοινότητες αυτές, παντού στον κόσμο, αγωνίζονται για να προστατεύσουν τους αλιευτικούς πόρους, για να διατηρήσουν το δικαίωμα πρόσβασης στις παράκτιες ζώνες, να εξασφαλίσουν τη διατροφική ασφάλεια του πληθυσμού, να εξασφαλίσουν σταθερές θέσεις εργασίας και για να διατηρήσουν μια οικογενειακή οικονομία, συνεισφέροντας παράλληλα, μέσα από το εμπόριο των αλιευμάτων, στην είσοδο συναλλάγματος πολύτιμου για τις εθνικές οικονομίες. Όμως ο τομέας της παραδοσιακής αλιείας βρίσκεται αντιμέτωπος με την προοδευτική μείωση των αλιευτικών πόρων, εξ αιτίας του ανταγωνισμού του με τη βιομηχανική αλιεία, η οποία παρεμβαίνει στους ίδιους γεωγραφικούς χώρους και στις ίδιες αγορές, λυμαίνεται τους ίδιους πόρους, όμως σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες.

 

Τα κράτη όλου του κόσμου έχουν ενθαρρύνει ένα βιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης της αλιείας, από τη δεκαετία του 1950 και μετά. Ο παραδοσιακός τομέας θεωρήθηκε ξεπερασμένος και αναποτελεσματικός. Ωστόσο, με τη σημερινή παγκόσμια κρίση της αλιείας, αυτό το μοντέλο ανάπτυξης έχει αρχίσει να αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής. Γίνεται πλέον κατανοητό ότι η παραδοσιακή αλιεία μικρής κλίμακας συνεισφέρει με ζωτικό τρόπο στην διατροφική ασφάλεια και στην απασχόληση, αλλά και στην πιο δίκαιη κατανομή των κερδών στο εσωτερικό της αλιευτικής κοινότητας. Ο FAO, σε ένα πρόσφατο κείμενο εργασίας που παρουσίασε, στην 26η συνάντηση της Επιτροπής Αλιείας (Committee of Fisheries / COFI) στη Ρώμη, στις 7-11 Μαρτίου 2005, εκτιμάει ότι ο ρόλος της αλιείας μικρής κλίμακας είναι εξαιρετικά σημαντικός για κρίσιμα θέματα, όπως η μείωση της φτώχειας, η διατροφική ασφάλεια και η ανάπτυξη (2). Στην αλιεία μικρής κλίμακας, το ψάρεμα και η εμπορία προσφέρουν στον πληθυσμό σημαντικές και πολλές φορές κρίσιμες εναλλακτικές λύσεις, λειτουργώντας ως υποκατάστατο και συμπλήρωμα άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Παρέχοντας ασφάλεια σε θέματα διατροφής, απασχόλησης και εισοδήματος, συνεισφέρει στη μείωση των ανισοτήτων και στη δημιουργία των θεσμικών και οικονομικών συνθηκών για την ανάπτυξη των στρωμάτων εκείνων του πληθυσμού που έχουν χρόνια αδυναμία να ενταχθούν στην παραγωγή.

 

Παράλληλα, οι δραστηριότητες της παραδοσιακής αλιείας είναι περισσότερο βιώσιμες και λιγότερο καταστροφικές για το περιβάλλον. Το είδος αυτό αλιείας χρησιμοποιεί περισσότερο παθητικές τεχνικές αλίευσης (όπως τα δίχτυα), σε αντίθεση με τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται από τη μεγάλης κλίμακας αλιεία. Φαίνεται ότι για να πιαστεί μια δεδομένη ποσότητα ψαριών, η αλιεία μικρής κλίμακας χρησιμοποιεί περισσότερους ανθρώπους, έχει ανάγκη από λιγότερο κεφάλαιο και παράγει λιγότερα απορρίμματα. Επί πλέον, σχεδόν το σύνολο της ποσότητας ψαριών που παράγεται από τον κλάδο αυτό προορίζεται για την ανθρώπινη κατανάλωση. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι η αλιεία μικρής κλίμακας αποτελεί συγχρόνως μια κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα και έναν τρόπο ζωής για εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο των κόσμο, ενώ το κυρίαρχο πρόβλημα των αλιέων μικρής κλίμακας στις υπό ανάπτυξη χώρες είναι η απόλυτη φτώχεια τους.

 

Το κυρίαρχο πρόβλημα των αλιέων μικρής κλίμακας στις υπό ανάπτυξη χώρες είναι η απόλυτη φτώχεια τους. Στη λίμνη Βικτόρια της Αφρικής, μετά την εισαγωγή της πέρκας και τη βιομηχανική της εκμετάλλευση αποκλειστικά και μόνο για εξαγωγές στην Ευρώπη, στην περιοχή έχει κυριαρχήσει η πείνα και οι αρρώστιες. Το 95% του ντόπιου πληθυσμού είναι άνεργοι, ζουν σε παραγκουπόλεις και τρέφονται με σαπισμένα απομεινάρια πέρκας, απορρίμματα των εργοστασίων.

 

Ας αναφερθούμε εδώ στο συγκλονιστικό παράδειγμα της παραγωγής πέρκας στη λίμνη Βικτόρια της Αφρικής, που ήρθε πρόσφατα στο φως της επικαιρότητας μέσα από το αυστριακό ντοκιμαντέρ «Ο εφιάλτης του Δαρβίνου» (3). Η πέρκα εισήχθη στη λίμνη αυτή (δεύτερη μεγαλύτερη λίμνη στον κόσμο) στις αρχές της δεκαετίας του 1960, στο πλαίσιο κάποιου κυβερνητικού προγράμματος. Το ψάρι όμως αυτό, που ήταν ξένο στα νερά της λίμνης, μέσα σε λίγες δεκαετίες εξαφάνισε 400 άλλα είδη ψαριών που υπήρχαν εκεί. Στις όχθες της λίμνης δημιουργήθηκαν πολλές βιομηχανίες εκμετάλλευσης και κατεργασίας της πέρκας που στέλνουν τα φιλέτα της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πάνω από 10.000 άνθρωποι βρήκαν δουλειά εκεί, αλλά άλλοι 90.000 την έχασαν. Ειδικά οι ψαράδες της λίμνης έμειναν σχεδόν όλοι άνεργοι. Στην περιοχή αυτή σήμερα επικρατεί η πείνα, το AIDS, ενώ το 95% του πληθυσμού είναι άνεργοι. Κανείς από τους κατοίκους της περιοχής δεν μπορεί να αγοράσει πέρκα. Χιλιάδες άνθρωποι ζουν σε άθλιες παραγκουπόλεις γύρω από τα εργοστάσια επεξεργασίας, τρεφόμενοι αποκλειστικά με κόκαλα και κεφάλια πέρκας που πετάγονται στους σκουπιδότοπους, μέσα στην τροπική ζέστη και την υγρασία και τις συνθήκες σήψης που επικρατούν. Την ίδια ώρα καθημερινά 50 τόνοι πέρκας μεταφέρονται καθημερινά από την περιοχή, αεροπορικά, προς την Ευρώπη.

 

Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι η συνεισφορά των ζωντανών υδάτινων πόρων στη διατροφή των ανθρώπων: είναι δυνατόν η θάλασσα να δώσει απάντηση στις διατροφικές προκλήσεις του 21ου αιώνα; Το ερώτημα είναι ακόμη περισσότερο κρίσιμο, μια και – ενώ οι διατροφικές ανάγκες της ανθρωπότητας αυξάνονται διαρκώς εξ αιτίας της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού – η γεωργική παραγωγή κινδυνεύει να μείνει στάσιμη ή και να ελαττωθεί, εκ αιτίας της υποβάθμισης των εδαφών, των διατροφικών κρίσεων και των προβλημάτων δημόσιας υγείας που προκαλεί.

 

Στην περίπτωση της αλιείας, μια βιώσιμη ανάπτυξη, από οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη, θα σήμαινε, μεταξύ άλλων:

Την αναγνώριση των αλιευτικών πόρων ως κληρονομιά των λαών και της ανθρωπότητας και την άρνηση της ιδιωτικοποίησης τους. Η ιδιωτικοποίηση δεν οδηγεί παρά στην αύξηση της δύναμης των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών που αποκτούν έτσι τον πλήρη έλεγχο των θαλάσσιων πόρων.

Να σταματήσει να θεωρείται η αλιευτική παραγωγή ως μια εξαγωγική βιομηχανία, αλλά να θεωρηθεί μια βιομηχανία που βασίζεται σε ανανεώσιμους φυσικούς πόρους, η οποία αποτελεί μια πηγή διατροφής και ποιότητας ζωής για τον άνθρωπο.

Να χρησιμοποιηθεί η αλιευτική παραγωγή πρωτίστως για την ανθρώπινη κατανάλωση και όχι για την κατανάλωση από τα ζώα.

 

Πηγές – Βιβλιογραφικές αναφορές:

 

1. Les défis de la pêche artisanale au XXIe siècle, Fondation Charles Léopold Mayer, Cahiers de propositions pour le XXIe siècle, Paris, 2001

 

2. Supporting Small-scale Fisheries Through an Enabling Environment, FAO, COFI/2005/5 – 26η συνάντηση της Επιτροπής Αλιείας (Committee of Fisheries / COFI) στη Ρώμη, στις 7-11 Μαρτίου 2005

 

2. Ελευθεροτυπία (19/3/2005)

 

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 51, 7-8/05

 

 

Επιστροφή