Ενότητα :Tεύχος 79, Φεβρουάριος 2008

Τίτλος : Νικολόπουλος Φίλιππος, Η επικαιρότητα της κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας.

Διαβάστηκε: 609 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Η επικαιρότητα της κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας.

 

Φίλιππου Νικολόπουλου
Δρα Κοινωνιολογίας – Συγγραφέα

 

 Πριν από δυό μήνες περίπου ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πήρε μια πρωτοβουλία εξαιρετικής σπουδαιότητας για το κοινοβούλιο και το πολιτικό σύστημα εν γένει: έθεσε προς συζήτηση στη Βουλή το μεγάλο ζήτημα των περιβαλλοντικών πολιτικών προ ημερησίας διάταξης. Ανεξάρτητα αν διαφωνεί κανείς ή όχι σε επιμέρους θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ή προσωπικά του κ. Αλαβάνου αναφορικά με συγκεκριμένα περιβαλλοντικά ζητήματα , η σπουδή και η προτεραιότητα που δόθηκε εκ μέρους του σ’ αυτές τις πολιτικές και ο σχετικός προβληματισμός που αναπτύχθηκε, έτυχαν θερμότατης αποδοχής από τον ελληνικό λαό και δικαίωσαν για μια ακόμα φορά την άποψη που θέλει το ΣΥΡΙΖΑ να είναι το πιο οικολογικό κόμμα της Βουλής.

Το κυβερνών κόμμα προσπάθησε να απαντήσει στο κριτικό σφυροκόπημα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, αναφέροντας τα βήματα που έχει πραγματοποιήσει ή πραγματοποιεί σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος (προώθηση του Εθνικού Κτηματολογίου, χωροταξικά σχέδια κ.λπ.), ενώ παράλληλα χαρακτήρισε ορισμένες απόψεις του προέδρου ως υπερβολικές. Ωστόσο οι συνολικές οικολογικές αντιλήψεις του δεν έπεισαν και πολύ περισσότερο δεν μπόρεσε με κανένα τρόπο να καταδείξει ότι έχει πραγματικά συγκροτήσει μια υγιή, αποτελεσματική και αδιάφθορη Δημόσια Διοίκηση, που αυτή και μόνο αποτελεί την   ακλόνητη εγγύηση μιας προστατευτικής πολιτικής για το περιβάλλον, που θα μιλάει με έργα και όχι με λόγια. Το κυβερνών κόμμα( εκτός βέβαια εξαιρέσεων), όπως και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατά ένα μέρος του, δεν έχουν αντιληφθεί ότι το περιβάλλον, φυσικό και δομημένο, δεν προστατεύεται απλώς με τεχνοκρατικές παρεμβάσεις ή ευλόγια υπουργών και βουλευτών. Η σημερινή οικολογική κρίση παγκοσμίων διαστάσεων είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων αξιολογικών στάσεων, οικονομικών πολιτικών και δομικών χαρακτηριστικών του συνολικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος, που έχει θεοποιήσει το υλικό κέρδος (μιλάμε για τις καπιταλιστικές χώρες) και ευρύτερα τις παραγωγικές δυνάμεις, την υλική παραγωγή και κατανάλωση (γιατί το πρόβλημα δεν συνδέεται μόνο με τις δομές του καπιταλισμού, αλλά ευρύτερα με την κουλτούρα του βιομηχανισμού και των υλικών απολαύσεων).

Κι ακριβώς σε αυτό το σημείο είναι αποφασιστική η παρέμβαση της κοινωνικής και πολιτικής οικολογίας, τόσο ως επιστημονικών κλάδων, όσο και ως κινήματος. Τα εργαλεία σου, τα όπλα σου, η συνολική προστατευτική σου ασπίδα πρέπει να έχουν και χαρακτήρα κοινωνικοπολιτικό, πρέπει ν’ αναφέρονται σε δομές και λειτουργίες του πολιτικού συστήματος, της Δημόσιας Διοίκησης, των ελεγκτικών μηχανισμών, που εξαρτώνται απ’ αυτήν, και φυσικά του συνολικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Κι’ ακριβώς σ’ αυτές τις δομές και λειτουργίες  πρέπει να γίνονται  παρεμβάσεις και να επιδιώκονται ρηξικέλευθες αλλαγές.

Ο νεοφιλελευθερισμός και ευρύτερα οποιαδήποτε πολιτική ιδεολογία, που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην υλική παραγωγή και στις υλικές ανάγκες, εξ ορισμού είναι αντιοικολογικός και αντιοικολογική, γιατί διαταράσσει την ισορροπία φυσικού περιβάλλοντος και οικονομικών δραστηριοτήτων, σε βάρος του πρώτου, αφού δίνει προτεραιότητα στα αυξητικά μεγέθη  των δεύτερων στο όνομα του κέρδους και των υλικών επιτευγμάτων. Δεν κατανοεί ότι το σύνολο των πόρων πάνω στον πλανήτη είναι πεπερασμένο κι αν αφήσεις απεριόριστη την οικονομική δραστηριότητα και την υλική παραγωγή από «κάπου αλλού» θα χάσει ο πλανήτης. Κι αυτό το «αλλού» δεν είναι τίποτε άλλο από τα φυσικά οικοσυστήματα και την ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος.

Η κοινωνική και πολιτική οικολογία, ως επιστημονικοί κλάδοι, μελετούν την αλληλοσυσχέτιση, αλληλεπίδραση κι αλληλεξάρτηση των δομών και της δυναμικής του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος και των στοιχείων του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Κι αυτή η έρευνα και μελέτη μπορεί να είναι αναλυτική και λεπτομερειακή και να μην αναλίσκεται σε γενικόλογες επισημάνσεις. Η έρευνα σ’ αυτό το πεδίο ανευρίσκει, επισημαίνει  και αναλύει τις κοινωνικές, αξιολογικές και πολιτισμικές ρίζες της συγκεκριμένης κάθε φορά σχέσης ανθρώπου (κατ’ επέκταση ανθρωπογενούς περιβάλλοντος) και φύσης και αποκαλύπτει την κοινωνική και πολιτική παθογένεια που βρίσκεται πίσω απ’ την τρέχουσα οικολογική κρίση. Το οικολογικό κίνημα και η ριζοσπαστική οικολογική Αριστερά συχνά ανατρέχουν στις αναλύσεις της, ακριβώς γιατί είναι επίκαιρη και διαφωτιστική. Μπροστά στον κίνδυνο ο άνθρωπος να παγιδευτεί σε μια δήθεν ουδέτερη τεχνοκρατική αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών κινδύνων, λόγω των διαρκώς αυξανόμενων τεχνολογικών δυνατοτήτων του, επικουρούντων πάντα των αποπροσανατολιστικών mass media του εντυπωσιασμού και των θεαματικών κινήσεων, η κοινωνική και πολιτική οικολογία «κρούει τον κώδωνα» όσον αφορά τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά (νοοτροπίες, κουλτούρα) αίτια των περιβαλλοντικών προβλημάτων και της παγκόσμιας οικολογικής κρίσης. Αν αυτά δεν κατανοηθούν ο «φαύλος κύκλος», και με τις ευλογίες του «περιβαλλοντικού τεχνοκρατισμού», δεν μπορεί ν’ ανατραπεί.

Το κυβερνών, όμως, κόμμα τέτοιες θεωρήσεις δυσκολεύεται να τις κατανοήσει και πολύ περισσότερο να τις υιοθετήσει, γιατί είναι εγκλωβισμένο στη στενή λογική του νεοφιλελευθερισμού και των ανεξέλεγκτων συνεπειών του (βλ. ποικίλες μορφές διαφθοράς και κακοδιοίκησης). Δεν βλέπει καθαρά ότι κακοδιοίκηση και διεφθαρμένη διοίκηση είναι παντελώς ασύμβατες με οποιαδήποτε οικολογική πολιτική, ότι η πρώτη και βασική αρχή της αειφόρου ανάπτυξης είναι η εγγύηση της ευνομούμενης πολιτείας, είναι η Δημόσια Διοίκηση και η Εκτελεστική Εξουσία που στέκονται στο ύψος τους και μπορούν να ελέγχουν και να τιμωρούν όποιους παραβιάζουν τις αρχές της αειφορίας και την νομοθεσία προστασίας του περιβάλλοντος.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, κάποιες υπερβολές της αριστερής αντιπολίτευσης, αν υπάρχουν, συγχωρούνται, γιατί ακριβώς καταφέρνουν ν’ ανεβάζουν το «θερμόμετρο της οικολογικής ανησυχίας», όταν το πολιτικό σύστημα κλυδωνίζεται σοβαρά μέσα στη σήψη (τι να πρωτοθυμηθούμε απ’ τα σκάνδαλα;) και τη συσσωρευμένη ανικανότητα.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 79, 2/08

 

 

 

Επιστροφή