Ενότητα :Τεύχος 50, Ιούνιος 2005

Τίτλος : Πορτάλιου Ελένη, Το δικαίωμα στην πόλη και η κατοικία

Διαβάστηκε: 1768 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Το δικαίωμα στην πόλη και η κατοικία

 

ΕΛΕΝΗ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ

 

Έχουν περάσει περίπου 40 χρόνια από τη ριζοσπαστική διατύπωση «το δικαίωμα στην πόλη» του Henry Lefebvre, γάλλου μαρξιστή φιλόσοφου και κοινωνικού επιστήμονα, που άνοιξε νέους ορίζοντες στα πεδία της θεωρίας και της πολιτικής πρακτικής γύρω από τα θέματα της πόλης και της καθημερινής ζωής.1

 

Στη γόνιμη 10ετία του ’60 η άνθιση των κοινωνικών επιστημών και η πολυδιάστατη προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων, μέσα σ΄ ένα περιβάλλον εξεγέρσεων και συγκρούσεων, συνέβαλαν στην περιθωριοποίηση ενός μονοδιάστατου μαρξισμού κι ενός περιοριστικού οικονομισμού. Ταυτόχρονα η θεωρητική σκέψη οδηγήθηκε από τον κλειστό χώρο των ακαδημαϊκών κύκλων στο δημόσιο χώρο των κατάμεστων αμφιθεάτρων και των δρόμων.

 

Ο Henry Lefebvre αναλύει την αξία της ιστορικής πόλης, περιγράφει την κρίση της σύγχρονης, που ξεκίνησε με τη βιομηχανική επανάσταση και οραματίζεται μια νέα κοινωνία στο πολιτικό περιβάλλον της πόλης, η οποία έπρεπε επειγόντως να σωθεί και να ανακτηθεί πολυδιάστατα από τους κατοίκους της.

«Το δικαίωμα στην πόλη», γράφει, δεν μπορεί να νοηθεί ως απλό δικαίωμα επίσκεψης ή επιστροφής στις παραδοσιακές πόλεις. Δεν μπορεί να διατυπωθεί παρά μόνο ως δικαίωμα στην αστική ζωή , μετασχηματισμένη, ανανεωμένη…

Το «αστικό»: τόπος συνάντησης , προτεραιότητα της αξίας χρήσης , εγγραφή στο χώρο ενός χρόνου, που θ΄ αναγορευτεί ανώτατο αγαθό ανάμεσα στα αγαθά..2

 

Για τον Lefebvre, όπως παρατηρούν και οι συγγραφείς της εισαγωγής της αγγλικής έκδοσης με τον τίτλο «Writings on the Cities», η πόλη και όχι η κατοικία εξέφραζε και συμβόλιζε την ύπαρξη και τη συνείδηση ενός προσώπου. 3

 

Μέχρι τον 19ο αιώνα οι πόλεις αναπτύσσονται ως λιγότερο ή περισσότερο ολοκληρωμένα σύνολα που δεσπόζουν αλλά δεν αντιτίθενται στην περιβάλλουσα ύπαιθρο και αποτελούν τόπους συγκέντρωσης της εξουσίας και της κουλτούρας των ανθρώπινων κοινοτήτων. Δεν είναι μόνο τόποι της παραγωγής, της ανταλλαγής και του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, είναι, επίσης, πολιτικοί θεσμοί που διατρέχονται από συγκρούσεις και την ίδια στιγμή εκφράζουν κοινά συμφέροντα και νοήματα.

 

Σ’ αυτό το κοινωνικό και χωρικό περιβάλλον η κατοικία αποτελεί οργανικό στοιχείο του συνόλου. Χωρίς να επιβάλλεται, λόγω και της περιορισμένης της κλίμακας, στη μορφή της πόλης, διαπλέκεται με τον δημόσιο χώρο ώστε να προκύπτει μια πυκνή αλληλοϋφανση του ιδιωτικού με το δημόσιο. Τη διαδοχή δημόσιου – ιδιωτικού, τη συμπληρωματικότητα και τη συνθετική ενότητα μπορούμε να διακρίνουμε σήμερα στα ιστορικά τμήματα που διατηρούνται σε όλες  τις ευρωπαϊκές πόλεις.

 

Φυσικά υπήρχαν ταξικές και κοινωνικές διαφορές στην ιστορική πόλη και, άλλωστε, η έννοια του δικαιώματος, πολύ περισσότερο η σύγχρονη διευρυμένη θεώρηση των δικαιωμάτων, ώστε να αφορούν την πόλη και την κατοικία, αποτελούν μεταγενέστερες –μετά τη Γαλλική επανάσταση– προσεγγίσεις. Δεν είχαν όλοι οι κάτοικοι των πόλεων τα ίδια δικαιώματα και οπωσδήποτε υπήρχαν άστεγοι, για τους οποίους μεριμνούσε η φιλανθρωπία και ανθυγιεινές συνθήκες κατοικίας. Όλοι, όμως, και όλες (αν και με πολλές απαγορεύσεις σε βάρος των γυναικών) μετείχαν της πόλης ως ενιαίου και αντιληπτού τόπου ή συνόλου τόπων τους οποίους γνώριζε, κατοικούσε και μπορούσε να διατρέξει κανείς καθημερινά.

 

Η βιομηχανική επανάσταση κατέστρεψε οριστικά τη συνοχή των ιστορικών πόλεων. Ο χώρος της πόλης αποκτά ανταλλακτική αξία, γίνεται χώρος αναπαραγωγής και κερδοφορίας του κεφαλαίου. Το laisser faire της αγοράς σημαίνει, στο επίπεδο του χώρου, απεριόριστη επέκταση χωρίς κανόνες και ρυθμίσεις. Οι προλεταριοποιημένες μάζες των πόλεων δεν έχουν τώρα κανένα δικαίωμα στην πόλη ούτε φυσικά στην κατοικία όπως θαυμάσια περιγράφουν ο Engels και ο Dickens.

 

Τα προάστια δημιουργούνται συν τω χρόνω κάτω από την πίεση των περιστάσεων για να ανταποκριθούν στην τυφλή ώθηση της εκβιομηχάνισης4 και επεκτείνονται, τον 20οαι, σύμφωνα με τη θεωρία των κηπουπόλεων, η οποία αποσκοπούσε να αποδώσει στην κατοικία συνθήκες υγιεινής και άνεσης.

 

Σ’ αυτή τη διαδικασία, λέει ο Henry Lefebvre, άλλαξε η έννοια του «κατοικείν» που μέχρι τότε σήμαινε συμμετέχω σε μια κοινωνική ζωή, σε μια κοινότητα - χωριό ή πόλη.5 Η μοντέρνα αρχιτεκτονική και πολεοδομία σχεδιάζουν ενότητες κατοικίας μεσαίου και μεγάλου ύψους ή χαμηλές μονάδες εν σειρά, όλες ελεύθερες μέσα στον περιβάλλοντα χώρο, υποβάλλοντας έτσι σε έμπρακτη κριτική την πόλη, δομημένη με συνεκτικό τρόπο πάνω στις ιστορικές τυπολογίες του δρόμου και της πλατείας.

 

Ο μοντερνισμός στην πόλη δεν αξιολογεί την αστική ζωή στην πυκνότητα, διαπλοκή και διαδοχή των λειτουργιών της· αντίθετα επιδιώκει να βάλει τάξη στον χώρο οργανώνοντας αυστηρά διακριτές μεταξύ τους λειτουργικές ζώνες σε αντιστοιχία με μια κεντρικά ρυθμισμένη καθημερινότητα ανάμεσα στην εργασία, την ανάπαυση, την αναψυχή και τη μετάβαση από τη μια στην άλλη περιοχή.

 

Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι δημιούργησαν τεράστιες ανάγκες κατοικίας. Έτσι, ιδιαίτερα μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο, το (κοινωνικό) κράτος γίνεται φορέας διασφάλισης του δικαιώματος στην κατοικία, παράγοντας ένα τεράστιο και εν πολλοίς, αντιφατικό ως προς τις καθοριστικές του συντεταγμένες οικιστικό απόθεμα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μπορούμε να πούμε ότι στα νέα οικιστικά περιβάλλοντα κυριαρχεί η αποσχιστική σε σχέση με την πόλη και την αστική ζωή προσέγγιση της κατοικίας. Η κατοικία απευθύνεται μεν στους πολλούς αλλά η πόλη παραδίδει τους τόπους της, που συμπυκνώνουν το αστικό, στην κατανάλωση και την κερδοσκοπία.

 

Το δικαίωμα στην κατοικία έχει τεθεί με πολύπλευρο τρόπο στις πιο σύγχρονες προσεγγίσεις. Ας θυμηθούμε την αγαπημένη μας Άννη Βρυχέα που τόσο σταθερά μιλούσε για την κατοίκιση και όχι την απλή στέγαση, για τους διαφορετικούς μεταξύ τους αποδέκτες της κατοικίας, άνδρες και γυναίκες, επομένως για μια πολυσήμαντη πολιτισμική προσέγγιση της κατοικίας σε αναφορά με την ποιότητα της καθημερινής ζωής.

 

Στη σύγχρονη διευρυμένη συζήτηση για το δικαίωμα στην κατοικία, πιστεύω ότι πρέπει να επαναφέρουμε όλη την προβληματική του Henry Lefebvre για το δικαίωμα στην πόλη. Σήμερα έχει συντελεστεί αυτό που διέβλεπε να συμβαίνει στο Παρίσι, όπου κατοικούσε: να εκκενώνεται, δηλαδή, η πόλη από τους παλιούς κατοίκους της για να αποδοθεί σε χώρους μεγάλης οικονομικής αξίας (γραφεία, κατανάλωση) και σε κατοικία πολύ υψηλών εισοδημάτων. Πολύ περισσότερο απ’ ότι στις ευρωπαϊκές, στις αμερικάνικες πόλεις η όποια ενότητα και συνοχή –κοινωνική και χωρική– της πόλης έχει διαρραγεί.

 

Ποιοι / ποιες έχουν, λοιπόν, δικαίωμα στην πόλη σήμερα; Νέα φτώχεια και κοινωνικοί αποκλεισμοί στην καρδιά των αναπτυγμένων χωρών παρασύρουν το δικαίωμα στην κατοικία όπως θεμελιώθηκε από το κοινωνικό κράτος. Ταυτόχρονα με τους νέους άστεγους, τις νησίδες αποκλεισμού και τα γκέτο, τα αποπολεοδομημένα οικιστικά περιβάλλοντα, που διαρκώς επεκτείνονται, αποτελούν μέρος του προβλήματος, αν δεν συνοψίζουν την κατάρρευση των απαντήσεων οι οποίες δόθηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις κοινωνικής κατοικίας.

 

Απ’ αυτή τη σκοπιά χρειάζεται να επανασυνδέσουμε το δικαίωμα στην κατοικία με το δικαίωμα στην πόλη και να εμβαθύνουμε στη σημερινή προσέγγιση του «αστικού», εφ’ όσον φυσικά διαπιστώσουμε ότι δεν έχει οριστικά χαθεί μέσα στους εκθεμελιωτικούς μετασχηματισμούς της σύγχρονης πόλης.

 

 

Το Δικαίωμα στην Πόλη ολοκληρώθηκε το 1967, λίγο πριν τα γεγονότα του 1968 , για να τιμήσει τα 100 χρόνια από την έκδοση του Κεφαλαίου του Μαρξ.

Το Δικαίωμα στην Πόλη , ελληνική μτφρ. Πάνος Τουρνικιώτης, Κλωντ Λωράν, 1977.

Writings on the Cities, κείμενα του Henry Lefebvre σε μετάφραση και εισαγωγή των Eleonore Kofman και Elizabeth Lebas, 1996.

4, 5.Το Δικαίωμα στην Πόλη , κεφάλαιο Εκβιομηχάνιση και Αστικοποίηση.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 50, 6/05

 

 

 

Επιστροφή