Ενότητα :Τεύχος 50, Ιούνιος 2005 |
Τίτλος : Γρηγοριάδης Γιάννης, Η αποτέφρωση αποβλήτων και οι επιπτώσεις της
|
Αρχή κειμένου Η αποτέφρωση αποβλήτων και οι επιπτώσεις της ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ Η χρόνια αναποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση του προβλήματος της διαχείρισης των στερεών αποβλήτων (αστικών, βιομηχανικών, μολυσματικών νοσοκομειακών), έστω και με συμβατικούς τρόπους (ΧΥΤΑ), φαίνεται ότι αποτελεί ευκαιρία για την προώθηση της αποτέφρωσης με το ψευδώνυμο της «ενεργειακής αξιοποίησης». Και αυτό χωρίς να έχει γίνει ο απαραίτητος διάλογος μεταξύ των επιστημονικών, αυτοδιοικητικών, κοινωνικών και πολιτικών φορέων για τις περιβαλλοντικές, ενεργειακές, οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις των τρόπων διαχείρισης των στερεών αποβλήτων. Η διεθνής εμπειρία έχει αναδείξει σημαντικά προβλήματα που προκύπτουν από την καύση των αποβλήτων, τα οποία είναι: Εκπομπές αερίων τύπων NΟx, SO2, CO, Σωματίδια, HCl, βαρέα μέταλλα, διοξίνες και φουράνια και μεγάλος αριθμός από χημικά που παραμένουν ανεξακρίβωτα. Οι μοντέρνας τεχνολογίας, αποτεφρωτήρες μειώνουν τους αέριους ρύπους, αλλά αυξάνουν τους τοξικούς στη στάχτη που κατακρατείται στα συστήματα αντιρύπανσης και στη στάχτη που παραμένει στη σχάρα του αποτεφρωτήρα. Οι διοξίνες (75 τύποι) και τα φουράνια (135 τύποι) ως παραπροϊόντα της καύσης χλωριωμένων ενώσεων (πλαστικά PVC) προσδένονται στα αιωρούμενα σωματίδια, μέσω των οποίων καταλήγουν στο έδαφος, στην επιφάνεια των φυτών και στις ανοιχτές υδάτινες μάζες. Από εκεί μέσω της τροφικής αλυσίδας καταλήγουν στον άνθρωπο, από όπου αποδεσμεύονται πολύ αργά (χρόνος ημιζωής στον άνθρωπο 71/2 χρόνια). Γι’ αυτό σημασία για τις τοξικές επιδράσεις των διοξινών έχει η συνολική συσσώρευσή της στον οργανισμό και όχι η βραχύχρονια έκθεση. Η εγκατάσταση συστημάτων κατακράτησης των ρύπων και συστημάτων συνεχούς παρακολούθησής τους (continious monitoring) είναι πολύ ακριβή (40 – 60% του συνολικού κόστους της εγκατάστασης του αποτεφρωτήρα). Πολύ λίγες εγκαταστάσεις αποτέφρωσης έχουν ελεγχθεί με continuous monitoring και τότε τα αποτελέσματα είναι ουσιωδώς διαφορετικά, διότι η παραγωγή διοξινών δεν είναι συνεχής, αλλά πραγματοποιείται σε μικρές περιόδους αιχμών (κατά τα ξεκινήματα ή σταματήματα ή όταν αλλάζουν παράμετροι λειτουργίας του αποτεφρωτήρα, υγρασία – σύνθεση του καυσίμου – αποβλήτων). Οι απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας για δύο 6ωρες μετρήσεις το χρόνο, υπό ιδανικές και καλά προετοιμασμένες συνθήκες, υποεκτιμούν τις εκπομπές διοξινών, σε κάποιες περιπτώσεις κατά ένα συντελεστή 30 έως 50. Το 1999 και 2000, δέκα εγκαταστάσεις αποτέφρωσης στη Μεγάλη Βρετανία υπερέβησαν τα όρια ρύπανσης συνολικά 553 φορές. Ακόμη το Γαλλικό Υπουργείο Περιβάλλοντος, χρησιμοποιώντας στατιστικά μοντέλα, υπολόγισε ότι οι διοξίνες σκοτώνουν 1800 – 5200 ανθρώπους το χρόνο στη Γαλλία. Στη χώρα μας δεν υπάρχει πλήρης απογραφή των πηγών διοξινών και πολιτική αντιμετώπισής τους, όπως δεν υπάρχει αξιόπιστη ποιοτική και ποσοτική αποτύπωση των επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων. Παρά ταύτα κάποιοι προτείνουν για λόγους οικονομικής βιωσιμότητας, την εγκατάσταση μιας ακόμη πηγής ρύπων, και μάλιστα τοξικών, κοντά σε αστικά κέντρα ιδιαίτερα επιβαρημένα περιβαλλοντικά. Οι επιστημονικές αβεβαιότητες και οι πιθανοί κίνδυνοι από τις επιπτώσεις των εκπομπών των αποτεφρωτήρων στο περιβάλλον και στην υγεία, εγκαλούν τις δημόσιες αρχές για εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης, δηλαδή τη λήψη μέτρων προστασίας. Ο μύθος της «ενεργειακής αξιοποίησης» των αποβλήτων καταρρίπτεται και μόνο από το γεγονός ότι 3–4 φορές περισσότερη ενέργεια εξοικονομείται ανακυκλώνοντας τα υλικά (χαρτί, πλαστικό, ύφασμα κ.ά.), παρά καίγοντάς τα. Η καύση ακυρώνει τις δυνατότητες και τις προοπτικές της ανακύκλωσης για 25 – 30 χρόνια. Ακόμη θα πρέπει να εξετασθεί μήπως θα ήταν αποδοτικότερο ενεργειακά και φιλικότερο περιβαλλοντικά να επενδύονταν αυτό το κεφάλαιο για ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (για να φθάσουμε από το 4,5% στο στόχο του 20% της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ μέχρι το 2010, όπως είμαστε υποχρεωμένοι από την Ε.Ε.) και αξιοποίηση των τεράστιων δυνατοτήτων Εξοικονόμησης Ενέργειας σ’ όλους τους τομείς (βιομηχανικό, οικιακό -τριτογενή, μεταφορές). Η αποτέφρωση είναι πολύ ακριβή (εντάσεως κεφαλαίου) τεχνολογία και γι’ αυτό θα κληθούν οι ιδιώτες μέσα από τα γνωστά νεοφιλελεύθερα σχήματα (συμβάσεις αυτοχρηματοδότησης, Συμπράξεις Δημόσιου – Ιδιωτικού Τομέα) να τη χρηματοδοτήσουν, διασφαλίζοντας τα κέρδη τους με την συμβολαιοποίηση των ποσοτήτων αποβλήτων που θα καίνε, την τιμή πώλησης της ΚWh που θα παράγουν και τους περιβαλλοντικούς όρους λειτουργίας της μονάδας. Αντιθέτως, η ανακύκλωση είναι διαδικασία εντάσεως εργασίας, γι’ αυτό και στις Η.Π.Α. διατηρεί 11 φορές περισσότερες θέσεις εργασίας από την αποτέφρωση. Πρόσφατη μελέτη του Τομέα Υδραυλικής και Τεχνικής Περιβάλλοντος του Τμήματος Πολιτικών του Α.Π.Θ. (Πούλιος Κ., Παπαχρήστου Ε.) αξιολογεί οικονομικά τη δυνατότητα εφαρμογής προγράμματος διαλογής στην πηγή και ανακύκλωσης Αστικών Στερεών Αποβλήτων για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Με επιλογή ποσοστών ανάκτησης 40% για το χαρτί, 25% για τα πλαστικά, 35% για τα μέταλλα, 35% για το γυαλί και 50% για το αλουμίνιο, προκύπτει πλεόνασμα της τάξης των 850.000 Euro/έτος, το οποίο οφείλεται στο αποφευχθέν εξωτερικό κόστος. Χωρίς το συνυπολογισμό του εξωτερικού κόστους τα αποτελέσματα εμφανίζονται εντελώς διαφορετικά, με ένα έλλειμμα της τάξης των 5.800.000 Euro/έτος. (Εξωτερικό κόστος είναι το κόστος των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των διαφόρων έργων ή πρακτικών. Αυτό το κόστος δεν ενσωματώνεται στην τιμή των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Συμπεριλαμβάνονται επιπτώσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, όπως επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην υγεία, στα κτίρια, στις σοδειές και στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, ασθένειες της εργασίες και εργατικά ατυχήματα). Η αποτέφρωση σαν μια τεχνολογία end of the pipe (τελικής επεξεργασίας) περισσότερα προβλήματα δημιουργεί, παρά λύνει. Η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση και στο γενικότερο πλαίσιο της διαχείρισης των φυσικών πόρων και ενέργειας, είναι ένα εναλλακτικό παραγωγικό πρότυπο: η Καθαρή Παραγωγή. Ο επανασχεδιασμός δηλαδή των βιομηχανικών προϊόντων και διεργασιών, με ελαχιστοποιημένη χρησιμοποίηση τοξικών, αποφυγή ενεργειοβόρων διαδικασιών και σπατάλης φυσικών πόρων, αύξηση του χρόνου ζωής των διαρκών καταναλωτικών προϊόντων με δυνατότητα επισκευής και επαναχρησιμοποίησης, μεγιστοποίηση των ανακυκλώσιμων υλικών, ελαχιστοποίηση παραγωγής αποβλήτων. Ο προσανατολισμός αυτός αλλάζει όχι μόνο την ποσότητα και την ποιότητα των παραγομένων αποβλήτων αλλά και την παραγωγική διαδικασία, τις σχέσεις των παραγωγών με το προϊόν τους, τα καταναλωτικά πρότυπα των πολιτών – χρηστών, την εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία των επιστημόνων. Σημαντικά διεθνή κείμενα, όπως η Σύμβαση της Στοκχόλμης (2001) που υπεγράφη από την Ε.Ε., έχει σκοπό τη μείωση της συνολικής απελευθέρωσης των Ανθεκτικών Οργανικών Ρύπων (διοξίνες, φουράνια, PCB, κ.ά.) με στόχο τη συνεχή τους ελαχιστοποίηση και –όπου είναι εφικτό- την πλήρη εξάλειψή τους. Άλλες πρωτοβουλίες, όπως η πρόσφατη της Ένωσης Ελλήνων Χημικών που υποστηρίζεται από το Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ S.O.S. και το WWF – Ελλάς για την ενθάρρυνση των αλλαγών μέσω της στήριξης της Πράσινης Χημείας (1ο Πανελλήνιο Συμπόσιο “Πράσινη Χημεία και Βιώσιμη Ανάπτυξη” 27-28/2/2004), είναι βήματα μπροστά στην κατεύθυνση μιας αντιμετώπισης του προβλήματος στην πηγή της παραγωγής του. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 50, 6/05 |
                     |