Ενότητα :Τεύχος 50, Ιούνιος 2005

Τίτλος : ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Βασίλης Πεσμαζόγλου: Γεύσεις μελανόμορφες

Διαβάστηκε: 642 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

 

Βασίλης Πεσμαζόγλου: Γεύσεις μελανόμορφες

 

Ενός κακού μύρια έπονται. Η κατρακύλα, άπαξ και αρχίσει, δεν έχει σταματημό: είναι όπως τα μη επανορθώσιμα (καθ’ ότι μη αντιστρέψιμα) φαινόμενα που μελετάει και αναδεικνύει η οικολογία. Κάπως έτσι και ο Δαίμων της διολισθαίνει επικινδύνως: διηγήματα χτες, βιβλιοκριτικές σήμερα, πραγματικό θεματικό και υφολογικό ξεχείλωμα! Προσοχή όμως: το υπό παρουσίαση βιβλίο του από αρχαιοτάτων χρόνων γνωστού Ρωμαίου Απίκιου, ΕΧΕΙ σχέση με την οικολογία. Καταγίνεται με τη σύγχρονη διατροφή, και μάλιστα σε μια σειρά φιλικά προς το περιβάλλον, καθ ότι σύντομα, κειμενάκια. Ένα είδος συρραφής ωραίων κατσικίσιων κουτσουλιών. Για την ακρίβεια, ο συγγραφέας προσεγγίζει πάμπολλα ζητήματα που προβληματίζουν (ή πάντως θα ΏΦΕΙΛΑΝ να προβληματίζουν) την οικολογική αριστερά: ιδίως δε τις τάσεις εκείνες οι οποίες, έχοντας απαγκιστρωθεί από τον παντοδύναμο αριστερό πουριτανισμό, δεν θεωρούν το καλό φαΐ και πιοτό ως ευδαιμονίζοντα αμαρτήματα (ή, ακόμα χειρότερα, παρεκκλίσεις). Στο βιβλίο γίνεται λοιπόν λόγος για τρελές αγελάδες, κοτόπουλα με διοξίνες, υδραργυρούχο τόνο, γενετικώς τροποποιημένα καλαμπόκια: ο Απίκιος νοσταλγεί, όπως όλοι μας, την εποχή της διατροφικής μας αθωότητας, που έχει παρέλθει. (Και καθώς ετοιμάζομαι να κοτσάρω και το απαραίτητο «ανεπιστρεπτί», εδώ στο Ρεθυμνιώτικο μπαλκονάκι μου, κατά διαβολική σύμπτωση, μούρχεται από κάποια κουζίνα μια υπέροχη μυρωδιά ντομάτας, κρεμμυδιού και πιπεριάς). Ο συγγραφέας αναλύει το φαινόμενο της σύγχρονης «ταχυσκατοφαγίας», δανειζόμενος την έκφραση του Γιώργου Σαββίδη, καλοφαγά ανθρώπου των γραμμάτων. Αναφέρεται στην υλική βάση (θερμοκρασία και χρόνος παρασκευής) αλλά και στο εποικοδόμημα (ιδεολογία του καλού γεύματος, η σημασία της παρέας, η μελαγχολία του να τρως μόνος). Μιλάει, εμμέσως πλην σαφώς, για τον καλοφαγωμένο Βορρά, τις ασθένειες της παχυσαρκίας και τον εφιάλτη του πολιτικώς ορθού light, εν αντιθέσει με τον λιμοκτονούντα Νότο. Κλείνει το μάτι στο φεμινιστικό κίνημα, τονίζοντας το αναφαίρετο δικαίωμα κάθε νοικοκυράς να καίει το φαγητό (ίσως μάλιστα έτσι νοστιμεύοντάς το). Καυτηριάζει όμως (πλην του φαγητού), κάθε είδους εθνικισμό, ειδικότερα δε τον  γαστρονομικό- ο οποίος ευδοκιμεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια: πόσο «ελληνικό» πιάτο, αναρωτιέται, είναι άραγε το κοτόπουλο μιλανέζε, που αναφέρεται στον Τσελεμεντέ; Μήπως το κοινωνικό-ταξικό στοιχείο δεν έχει βαρύνουσα σημασία στα ζητήματα αυτά, έτσι που συχνάκις να προέχει του εθνικού; Επιδίδεται σε μελλοντολογίες και υποθέσεις, απ’ αφορμή τις λεπτές μεμβράνες μήλου που σερβίρονται στα αεροπλάνα σε πλαστικό περιτύλιγμα ( έτη φωτός μακριά από το «Έλλη να ένα μήλο!»). Αντιδιαστέλλει τη δημοκρατικότητα του στομαχιού, που όλα τα αλέθει μετατρέποντάς τα σε ενέργεια/ ζωή, με το σνομπισμό του λεπτεπίλεπτου ουρανίσκου, που αναζητά ραφινάτες γεύσεις και αρώματα ίνα ευφρανθεί. Χλευάζει τις εν Ελλάδι διατροφικές μόδες και τα κυριλέ εστιατόρια, δίχως ωστόσο να αναφέρει επιδρομές όπως τα σούσι, οι αστακομακαρονάδες και το ξύδι μπαλσάμικο, που σε κατατρέχουν πλέον όπου βρεθείς κι όπου σταθείς. Παρελαύνουν, τέλος, μέσα στις σελίδες, γηραιά γκαρσόνια που έχουν γίνει ένα με την επίπλωση των εστιατόριων, καθώς και ηλικιωμένοι Παρισινοί πελάτες που καταβροχθίζουν πιάτα βαριά, αταίριαστα για την ηλικία τους, που ωστόσο συνάδουν πλήρως με την γαλατική γαστρονομική τους κουλτούρα και παράδοση. Το βιβλίο κλείνει με μια σειρά από ευρηματικά και διασκεδαστικότατα λογοπαίγνια και ατάκες (ευστόχως επονομαζόμενα «Εδώδιμα απικιακά»). Και ευλόγως: διότι πέρα από πρόσωπα, μουσικές, ιδέες, απόψεις, νοσταλγίες και πάσης φύσεως ευδαιμονισμούς, οι ΛΕΞΕΙΣ είναι αυτές που προέχουν στο βιβλίο αυτό, αναμετρούμενες με τα πράγματα - και δη με τις αισθήσεις. Το μελάνι περιχύνει ως σάλτσα τις πέννες του τίτλου, ονοματίζει τον εκδοτικό οίκο,  μας περιλούει με σκέψεις και αισθήσεις, οπλίζει την οξυδερκή πέννα του γράφοντος, για να ξαναβουτήξει τελικά στη θάλασσα και, ως πραγματικό μελάνι σουπιάς, να  θολώσει τα νερά και τις έκδηλες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στον Απίκιο και τον συγγραφέα, μουσικολόγο, εδεσματολόγο Γιάννη Ευσταθιάδη.

 

Απίκιος: Πένες σε Μελάνι, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2005

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 50, 6/05

 

 

 

 

Επιστροφή