Ενότητα :Τεύχος 50, Ιούνιος 2005 |
Τίτλος : ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ: Για τη βιώσιμη διαχείριση των αδόμητων χώρων δημόσιου ενδιαφέροντος στην Αθήνα
|
Αρχή κειμένου ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ: Για τη βιώσιμη διαχείριση των αδόμητων χώρων δημόσιου ενδιαφέροντος στην Αθήνα Το κόστος απώλειας ελεύθερων χώρων ζωτικής σημασίας που έχει καταβάλει η πρωτεύουσα από τη δεκαετία του 1960 και μετά, όταν υποτάχθηκε στο κύμα μιας χαώδους, μικρο-πελατειακής, κακόγουστης και αβίωτης οικιστικής ανάπτυξης, είναι πολύ μεγάλο, με αποτέλεσμα η Αθήνα σήμερα να επιδεικνύει ορισμένους από τους χειρότερους δείκτες στην ποιότητα ζωής στην Ε.Ε. Η Αθήνα είναι μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες μεγαλουπόλεις της Ε.Ε. όπου σε κάθε κάτοικο αναλογούν μόλις 2,55 τ.μ. πρασίνου (ή μόλις 2 τ.μ. ανά κάτοικο, σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς της υπερνομαρχίας Αθηνών – Πειραιώς), κατέχοντας το αρνητικό ευρωπαϊκό ρεκόρ σε πράσινο, με μόλις 2,9% της συνολικής επιφάνειας της πόλης να καταλαμβάνεται από χώρους πρασίνου. Και στη μετα-ολυμπιακή Αθήνα, οι ελάχιστες μη δομημένες επιφάνειες της πόλης, αντί να μετατραπούν σε χώρους πρασίνου, τομέας στον οποίο η πρωτεύουσα έχει δραματικό έλλειμμα, προγραμματίζεται με το νέο νόμο να δοθούν σε περαιτέρω οικοδομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, η προσπάθεια για τη χωροθέτηση ποδoσφαιρικών γηπέδων και άλλων χρήσεων (μουσεία, θεματικά πάρκα κ.α.) σε αδόμητους χώρους δημόσιου ενδιαφέροντος έχει αναζωπυρωθεί. Εκτός της έντονης ατμοσφαιρικής ρύπανσης που εξακολουθεί να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, η απουσία χώρων πρασίνου αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες δημιουργίας του φαινομένου της "υπερθέρμανσης" της πόλης, με τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται -ιδιαίτερα- το καλοκαίρι. Πέρα από τις μεγάλες δυνατότητες που θα μπορούσαν να έχουν οι κατάλληλες βιοκλιματικές παρεμβάσεις που μπορούν να γίνουν στα υπάρχοντα κτίρια, όπως η φύτευση πρασίνου στις ταράτσες και στις μεσημβρινές προσόψεις των κτιρίων, πρακτική που μπορεί να ελαττώσει την ένταση του φαινομένου της θερμικής νησίδας κατά 4 - 5 βαθμούς, η δημιουργία μεγάλων και μικρών χώρων πρασίνου (Ελαιώνας, Γουδί, διάφοροι ελεύθεροι χώροι) θα μπορούσε σύμφωνα με σχετικές μελέτες να μειώσει τη μέση θερμοκρασία κατά 1-3 βαθμούς Κελσίου. Όλα αυτά, όπως φαίνεται, δεν πτοούν ούτε τους ιδιώτες, που μπροστά στο κέρδος αδιαφορούν για την ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση της πόλης και την επιδείνωση της ούτως ή άλλως προβληματικής ποιότητας ζωής στης Αθήνας ούτε την πολιτεία, η οποία είτε επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ είτε επί κυβέρνησης ΝΔ, χωρίς κανέναν απολύτως ολοκληρωμένο σχεδιασμό και ουδεμία δημόσια συζήτηση μεθοδεύει την «αξιοποίηση» των αδόμητων χώρων δημόσιου ενδιαφέροντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προσπάθεια εξακοντισμού κάθε «δύσκολης» χωροθέτησης (π.χ. νέο γήπεδο Παναθηναϊκού) σε περιοχές που η Αθήνα έχει απόλυτη ανάγκη να γίνουν χώροι πρασίνου, ενάντια στις προβλέψεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας. Στο πλαίσιο της ανάληψης μιας σειράς πρωτοβουλιών για τη διευθέτηση του μεγάλου αυτού προβλήματος προς όφελος της ποιότητας ζωής των Αθηναίων πολιτών και επειδή δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα της πολιτικής ατζέντας καμία συνολική δημόσια συζήτηση με γνώμονα τη βελτίωση των όρων διαβίωσης στην Αθήνα, το Τμήμα Οικολογίας, ανάμεσα σε μια σειρά προτάσεων που επείγουν, ζητά από την ελληνική πολιτεία: Καμία προσθήκη νέου οικοδομικού κεφαλαίου σε αδόμητους χώρους δημόσιου ενδιαφέροντος: δημόσιοι χώροι πρασίνου, πάρκα, μεγάλες αδόμητες εκτάσεις (Ελληνικό, Γουδή), στρατόπεδα, εκτάσεις περί τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις κ.ά. Προώθηση αναπλάσεων, με γνώμονα τη διεύρυνση του πρασίνου σε οικόπεδα όπου ήταν εγκατεστημένα παλιά εργοστάσια ή άλλες μη χρησιμοποιούμενες πια εγκαταστάσεις. Να εκπονηθεί στρατηγικό σχέδιο για την αναβάθμιση και διεύρυνση του πρασίνου στην Αθήνα και την Αττική, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του ΡΣΑ και αντίστοιχο πρόγραμμα εφαρμογής με σαφές χρονοδιάγραμμα και δέσμευση πόρων. Να τεθούν σε εφαρμογή τα προβλεπόμενα εργαλεία πολιτικής γης για την αγορά, απαλλοτρίωση ή ανταλλαγή και εν γένει την εξασφάλιση ελεύθερων χώρων. Στην κατεύθυνση αυτή προτείνεται η δημιουργία ενός δημόσιου ταμείου στο οποίο θα συγκεντρώνονται πόροι από τη δημοτική φορολογία και άλλες πηγές (π.χ. ανταποδοτικά τέλη από οχλούσες χρήσεις, τέλη υπεραξίας σε ωφελούμενες ιδιοκτησίες, πρόστιμα πολεοδομικών παραβάσεων κοκ) για την απαλλοτρίωση αδόμητων εκτάσεων ζωτικής σημασίας για την πόλη προκειμένου να μετατραπούν σε πάρκα, χώρους πρασίνου, ήπιας αναψυχής και ήπιας ερασιτεχνικής άθλησης για τους Αθηναίους. Να τεθούν σε εφαρμογή οι απαραίτητοι διοικητικοί και θεσμικοί μηχανισμοί διαχείρισης του πρασίνου, σε μητροπολιτικό και τοπικό επίπεδο. Το σημερινό ιδιοκτησιακό και διοικητικό χάος στη διαχείριση των δημόσιων ελεύθερων χώρων προκαλεί μια ασύμβατη για ευρωπαϊκή χώρα δυσλειτουργία που ευνοεί την αποσπασματική και περιπτωσιολογική αντιμετώπιση. Να υιοθετηθεί συστηματική πολιτική στάθμευσης με γνώμονα την αποθάρρυνση των μετακινήσεων με ΙΧ αυτοκίνητο και τη σταδιακή κατάργηση της ‘στάθμευσης παρά την οδό’, ώστε να απελευθερωθούν οι περιορισμένοι ελάχιστοι κοινόχρηστοι χώροι και να αποδοθούν στο πεζό. Για τους ολυμπιακούς πόλους, να εφαρμοστούν τα προεδρικά διατάγματα που θεσμοθέτησαν τα ΕΣΟΑΠ (Ειδικά Σχέδια Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Ολυμπιακών Πόλων), με ευθύνη του Οργανισμού Αθήνας, όπου προβλέπεται τόσο η ολυμπιακή όσο και η μετα-ολυμπιακή χρήση, ενώ στην επιτρεπόμενη δόμηση δεν έχουν υπολογιστεί οι λυόμενες κατασκευές οι οποίες ως προσωρινές είναι αυτή τη στιγμή αυθαίρετες και πρέπει να κατεδαφιστούν ή να μετεγκατασταθούν άμεσα! Τέλος, εν όψει της λεγόμενης επικαιροποίησης του Ρυθμιστικού Σχεδίου για την Αθήνα, ο ΣΥΝ ζητά από την κυβέρνηση να μην προβεί σε αιφνιδιαστικές κινήσεις και να προχωρήσει σ’ ένα συστηματικό και δημοκρατικό διάλογο, όπως εξ άλλου έγινε και με το ΡΣΑ του 1979 και του 1985, χωρίς αποκλεισμούς και με γνώμονα τη μεγάλη ανάγκη για λειτουργική βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος και ουσιαστική αναβάθμιση της ποιότητας ζωής στην Αθήνα. Η ενεργοποίηση του Εθνικού Συμβουλίου Χωρικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης είναι αναγκαία όχι μόνο για την κάλυψη του ελλείμματος χωροταξικής πολιτικής αλλά και για τον δημόσιο διάλογο για το ΡΣΑ. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 50, 6/05 |
                     |