Ενότητα :Τεύχος 80, Μάρτιος 2008

Τίτλος : Μοιρασγέντης Σεβαστιανός: Ενεργειακό Πρόβλημα: ένας άλλος δρόμος είναι εφικτός

Διαβάστηκε: 970 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Ενεργειακό Πρόβλημα: ένας άλλος δρόμος είναι εφικτός

 

Σεβαστιανός Μοιρασγεντής*

 

Η ανεπάρκεια του υφιστάμενου σταθμού ηλεκτροπαραγωγής και γενικότερα το ενεργειακό πρόβλημα της Λέσβου απασχολεί την τοπική κοινωνία εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια, με μόνη σταθερή παράμετρο τη χρόνο με το χρόνο επιδείνωση των παρεχόμενων ενεργειακών υπηρεσιών. Οι μνήμες του φετινού καλοκαιριού με τις πολύωρες διακοπές παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος εν μέσω καύσωνα είναι ακόμη νωπές.

Προς την κατεύθυνση λύσης του προβλήματος η επιλογή εγκατάστασης μιας νέας πετρελαϊκής μονάδας ηλεκτροπαραγωγής, η οποία θα αντικαταστήσει τον υφιστάμενο σταθμό, υποστηρίζεται με μεγάλη ένταση από την πλειονότητα των τοπικών φορέων (Νομαρχία, Δήμοι, Αυτοδιοικητικές Παρατάξεις, Επιμελητήρια, κλπ.), και περίπου έχει αναδειχθεί ως το ιερό δισκοπότηρο της ανάπτυξης στο νησί. Στο πλαίσιο αυτό η ΔΕΗ έχει ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες αδειοδότησης από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) για μια νέα πετρελαϊκή μονάδα ηλεκτροπαραγωγής συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 120 MW. Ως προς τη χωροθέτησή της μετά την ανά τη Λέσβο περιπλάνησή της (από την Καράβα στις Πλάκες, κατόπιν στο Μάγειρα, και ξανά πίσω στην Καράβα), φαίνεται ότι οδεύει τελικά προς την περιοχή Σαρακήνα του Δήμου Μανταμάδου (...χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι και πάλι δεν θα προκύψουν ενστάσεις από τους κατοίκους και προσφυγές στα δικαστήρια). Το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι το κατά πόσο η επιλογή μιας τέτοιας λύσης είναι και η ενδεδειγμένη. Στη συνέχεια παρουσιάζονται εν συντομία ορισμένα στοιχεία που καταδεικνύουν την προβληματικότητα της επιλογής αυτής:

Κατ’ αρχήν η εγκατάσταση ενός νέου πετρελαϊκού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής είναι μια λύση αντι-οικονομική. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού από το σταθμό της Λέσβου ήταν το 2005 στα επίπεδα των 120 €/ΜWh (περίπου 73% του κόστους αυτού αποτελούσαν οι δαπάνες αγοράς του καυσίμου), όταν την ίδια περίοδο οι δαπάνες των οικιακών καταναλωτών για αγορά ηλεκτρισμού ανήλθαν σε 83 €/ΜWh. Πρόκειται δηλαδή για μία σαφέστατα ζημιογόνο δραστηριότητα. Μάλιστα με τις διεθνείς τιμές πετρελαίου να αυξάνουν συνεχώς τα τελευταία χρόνια, η παραπάνω σχέση αναμένεται να γίνει ακόμη δυσμενέστερη.

Και ο πλέον σύγχρονος πετρελαϊκός σταθμός ηλεκτροπαραγωγής συνοδεύεται από σημαντικότατα περιβαλλοντικά προβλήματα. Συγκεκριμένα:

(α) Εκπέμπει διοξείδιο του άνθρακα και άλλα αέρια του θερμοκηπίου, υπεύθυνα για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και της κλιματικής αλλαγής. Σημειώνεται δε ότι με το Πρωτόκολλο του Κιότο και τη σχετική νομοθεσία, τόσο η χώρα μας όσο και η ΔΕΗ ως επιχείρηση δεσμεύονται για περιορισμό των εν λόγω εκπομπών, ενώ περιπτώσεις υπερβάσεων τιμωρούνται με αυστηρά πρόστιμα και προφανείς επιπτώσεις στην οικονομικότητα των παραγωγικών μονάδων.

(β) Εκπέμπει αέριους ρυπαντές, που επιδρούν στη δημόσια υγεία, στα οικοσυστήματα, στην αγροτική παραγωγή, στα υλικά κτιρίων και υποδομών, κλπ., όχι μόνο στις γειτονικές περιοχές, αλλά ακόμη και σε αποστάσεις δεκάδων χιλιομέτρων από το χώρο εγκατάστασης της μονάδας.

(γ) Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ατυχήματος και διαρροής πετρελαιοειδών στο θαλάσσιο περιβάλλον, ακόμη και αν έχουν ληφθεί τα πλέον σχολαστικά μέτρα ασφαλείας.

(δ) Παράγει στερεά και υγρά απόβλητα τα οποία θα πρέπει να επεξεργάζονται, καθ’ όλη την περίοδο λειτουργίας του σταθμού.

Δεδομένου ότι θα αποτελεί βασικά τη μοναδική πηγή παραγωγής ηλεκτρισμού στο νησί, σοβαρά ερωτηματικά ανακύπτουν σε σχέση με την ασφάλεια της ενεργειακής τροφοδοσίας σε περιπτώσεις βλαβών, κλπ.

Εύλογα αναδεικνύεται το επόμενο ερώτημα: μπορεί να λυθεί το ενεργειακό πρόβλημα της Λέσβου αποφεύγοντας την κατασκευή ενός νέου πετρελαϊκού σταθμού; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ΝΑΙ. Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν διατυπωθεί τουλάχιστον 3 εναλλακτικές επενδυτικές προτάσεις για την ικανοποίηση του συνόλου των ενεργειακών αναγκών του νησιού στη βάση αποκλειστικά υλοποίησης προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας και αξιοποίησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Συγκεκριμένα έχουν προταθεί:

Η ευρείας κλίμακας αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας με ταυτόχρονη διασύνδεση των νησιών του Βορείου Αιγαίου με το ηπειρωτικό σύστημα.

Η εγκατάσταση αιολικών πάρκων σε συνδυασμό με αντλησιοταμίευση.

Η εφαρμογή ενός προγράμματος εξοικονόμησης ενέργειας σε συνδυασμό με την εγκατάσταση αιολικών πάρκων, γεωθερμικής μονάδας, αντλησιοταμιευτήρα, κλπ.

Η υιοθέτηση λύσης του ενεργειακού προβλήματος που θα βασίζεται αποκλειστικά στην υλοποίηση προγραμμάτων εξοικονόμηση ενέργειας και αξιοποίησης των ΑΠΕ θα έχει πολλαπλά οφέλη για το νησί:

Αξιοποιείται το πλούσιο δυναμικό ΑΠΕ της Λέσβου, που έτσι αναμένεται ότι θα συμβάλλει αποφασιστικά στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στην επίτευξη των συμβατικών υποχρεώσεων της χώρας μας για περιορισμό των εκπομπών και αξιοποίηση των ΑΠΕ.

Θα βελτιωθεί σημαντικά η ποιότητα του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος αφού ρυπογόνες πετρελαϊκές μονάδες θα αντικατασταθούν από μονάδες ΑΠΕ που δεν εκπέμπουν αέριους ρυπαντές. Στην περίπτωση μάλιστα που υλοποιηθεί η διασύνδεση του νησιού με το ηπειρωτικό σύστημα τα περιβαλλοντικά οφέλη θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο αφού θα καταστεί εφικτή η υποκατάσταση περαιτέρω ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα που σήμερα παράγονται από ιδιαίτερα ρυπογόνα καύσιμα (λιγνίτης, κλπ.).

Δεδομένου και του πρόσφατου πορίσματος της ΡΑΕ για οικονομική βιωσιμότητα της διασύνδεσης των δικτύων των νησιών του Βορείου Αιγαίου με το ηπειρωτικό σύστημα, η προώθηση λύσης με βάση τις ΑΠΕ και προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας είναι μια σαφέστατα οικονομικότερη λύση σε σχέση με την κατασκευή ενός νέου πετρελαϊκού σταθμού.

Δημιουργείται μια σταθερή πηγή οικονομικής ενίσχυσης των Δήμων του νησιού μας αφού το 2% των εσόδων από αιολικά πάρκα αποδίδεται υποχρεωτικά στους Δήμους που αυτά είναι εγκατεστημένα. Έτσι για παράδειγμα αν υλοποιηθεί η 1η εκ των προηγούμενων επενδυτικών προτάσεων (ευρείας κλίμακας ανάπτυξη αιολικών πάρκων –1636 MW σε Λέσβο, Λήμνο και Χίο) συνολικά τα έσοδα των δήμων των νησιών του Βορείου Αιγαίου από τη λειτουργία των αιολικών πάρκων θα ανέλθουν σε 7,5 εκατ. € το έτος.

Η υλοποίηση των επενδύσεων αυτών θα έχει πρόσθετα σημαντικά οφέλη στην τοπική οικονομία, με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, κλπ.

Η διαφοροποίηση των πηγών ενεργειακής τροφοδοσίας και η διασύνδεση των δικτύων των νησιών του Βορείου Αιγαίου με το ηπειρωτικό σύστημα θα βελτιώσει το επίπεδο ασφάλειας της ενεργειακής τροφοδοσίας τους.

Μετά από όλα τα παραπάνω  είναι άξιο απορίας πώς είναι δυνατόν να επιμένουμε στη λύση της πετρελαϊκής μονάδας, και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος και της οπτικής όχλησης που προκαλούν τα αιολικά πάρκα.

Η αλήθεια είναι ότι κάθε μονάδα παραγωγής ηλεκτρισμού, ανεξάρτητα της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας και καυσίμου, συνοδεύεται στον ένα ή στον άλλο βαθμό από επιπτώσεις στο περιβάλλον. Δεδομένου ότι το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί αναντικατάστατο αγαθό των σύγχρονων κοινωνιών είναι επόμενο ότι θα πρέπει να αποδεχθούμε κάποια επίπεδα περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Έχοντας, όμως, τη δυνατότητα εναλλακτικών επιλογών θα πρέπει να συγκρίνουμε και να επιλέξουμε τη λύση που είναι περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον και στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης. Στην περίπτωσή μας, από τη μια έχουμε να κάνουμε με την οπτική όχληση που προκαλούν τα αιολικά πάρκα (που σε κάθε περίπτωση είναι ένα ζήτημα αισθητικής και επομένως καθαρά υποκειμενικό) και από την άλλη με τις σημαντικότατες επιπτώσεις που προκαλούν οι συμβατικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής στη δημόσια υγεία, στο φυσικό περιβάλλον, στην κλιματική αλλαγή, κλπ. Το αποτέλεσμα της σύγκρισης είναι συντριπτικό.

Όσο για τις δήθεν περιβαλλοντικές φωνές που συμφωνούν μεν με την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας προτείνουν δε την εγκατάσταση μικρότερου αριθμού μονάδων, συνολικής ισχύος στα επίπεδα της αιχμής του συστήματος των νησιών, νομίζω ότι είναι τουλάχιστον πρόκληση απέναντι στους κατοίκους άλλων περιοχών της χώρας που μέχρι σήμερα, και με μεγάλο κόστος στην υγεία τους, έχουν σηκώσει το βάρος της ηλεκτροπαραγωγής σε εθνικό επίπεδο. Αλήθεια φαντάζεται κανείς να διατυπωθεί το ίδιο αίτημα για παραγωγή μόνο στη βάση των αναγκών τους και από τους κατοίκους της Κοζάνης και της Μεγαλόπολης, περιοχές στις οποίες παράγεται σήμερα πάνω από το 60% της καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα;

Ο ενεργειακός σχεδιασμός είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση που επηρεάζει τις ζωές όλων μας ανεξαιρέτως, και δεν μπορεί να ασκείται με βάση μικροπολιτικές σκοπιμότητες και τοπικά μικροσυμφέροντα. Όσον αφορά στις ΑΠΕ, παρά τις συντονισμένες εκστρατείες παραπληροφόρησης, σε καμία περίπτωση δεν είναι μέρος του γενικευμένου περιβαλλοντικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας, αλλά μέρος της λύσης του. Κατά τη γνώμη μου ο επανασχεδιασμός προτεραιοτήτων στο ενεργειακό πρόβλημα της Λέσβου από την πλευρά των τοπικών αρχών και φορέων, και η προώθηση λύσης στη βάση της αξιοποίησης των ΑΠΕ και της εφαρμογής προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας είναι και εφικτός και απαραίτητος.  

 

 

*Δρ. Ενεργειακής & Περιβαλλοντικής Οικονομίας

e-mail: seba@meteo.noa.gr

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 80, 3/2008

 

Επιστροφή