Ενότητα :Τεύχος 80, Μάρτιος 2008

Τίτλος : Ζώταλης Γιώργος: Το πράγμα που ζεσταινόταν

Διαβάστηκε: 772 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Το Πράγμα Που Ζεσταινόταν

 

Γιώργος Ζώταλης

 

Στα μέσα του 19ου αιώνα, η αναδυόμενη αμερικανική ζωγραφική ανακάλυπτε στο “φυσικό τοπίο” ένα μεταφυσικό όριο. Συμπληρώνονταν δυο αιώνες ευρω-αμερικανικής μεταμόσχευσης και η ινδιάνικη λατρεία της ηπείρου μεταφέρθηκε και στους λευκούς χριστιανούς. Οι παλέτες και τα χρώματά τους στράφηκαν με αφοσίωση στα τοπία που έμοιαζαν να ξεπηδούν από τις βιβλικές περιγραφές της Εδέμ. Γράφοντας για αυτή την περίοδο, ο Robert Hughes –στου οποίου τα γραπτά η ζωγραφική γίνεται διαγνωστικό εργαλείο που διεισδύει στο αμερικανικό μυστήριο– αναφέρει ότι εάν η αμερικανική φύση ειδωθεί σαν μια αχανής εκκλησία, τότε οι ζωγράφοι του τοπίου ήταν οι ιερείς της (1). Η σχέση μας με το αινιγματικό πράγμα που αποκαλούμε “φύση” είναι μια ανακύκλωση αρχέτυπων μοτίβων.

Στο Kindred Spirits, ο Asher Brown Durand έχει δυο ανθρώπινες φιγούρες να στέκονται δυο-τρία βήματα από το χείλος ενός γκρεμού. Τι να συζητούν άραγε; Μήπως έχει καμιά σημασία στο μέσο όλης αυτής της τυφλής, ανελέητης βλάστησης που προεκτείνεται σε μια αδιάφορη απειρότητα; Κοιτάζοντας τα Αδελφά Πνεύματα βλέπω ένα σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη ασημαντότητά μας. Η μόνη διαφορά είναι ότι αντί για λέξεις ο Durand χρησιμοποίησε χρώματα (2). Το ζωγράφισε γύρω στο 1849.

 

Κάθε εποχή περιλαμβάνει πολλαπλές ιστορίες για τη φύση. Στην ίδια περίοδο για παράδειγμα, αναζητούσαν τις “μεγάλες αρμονίες της Φύσης” –μια σισύφεια εμμονή την οποία κάθε γενιά φαίνεται καταδικασμένη να ξαναρχίζει– ενώ η ιδέα της φύσης σαν έκφραση κάποιου “σχεδίου”, η φύση σαν έξυπνος designer, παραμένει επίκαιρη εσαεί.

Στο 19ο αιώνα η ζωγραφική κατείχε προνομιακή θέση στην έκφραση απεικονιστικών αναγκών. Ακολούθησε το τριπλό μεταίχμιο: φωτογραφία, ακτινογραφία του σώματος, κινηματογράφος. Εκτός από το άνοιγμα νέων δυνατοτήτων –αισθητικών, πολιτικών– για το πώς βιώνουμε τη σωματικότητα, το βλέμμα, το οπτικό –και οι τρεις αμφιβληστροειδικές ρήξεις επέτειναν, ίσως άθελά τους, την υπεροψία της εποχής της προόδου, με τις φαντασιώσεις και ανασφάλειές της για κυριαρχία, σχεδόν δεσποτική, του σοσιαλ-καπιταλιστικού ανθρώπου, “ανατολικού” και “δυτικού”, βόρειου και νότιου, επί της “φύσης”.

 

Σύμφωνα με μια τουλάχιστον ανάγνωση, η προοδευτική εποχή εξέπνευσε στο μεσοδιάστημα των δυο παγκόσμιων πολέμων, αν και συνέχισε να παραπαίει σαν ζόμπι στα μεταπολεμικά χρόνια. Παίρνοντας σαν ένα πρόχειρο οδηγό το διάστημα από τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού πχ., (Χορκχάϊμερ, Αντόρνο) που γράφτηκε αρχές της δεκαετίας του 1940, μέχρι 20 χρόνια αργότερα το Silent Spring, η έμφαση αλλάζει σε σύγκριση με τις αρχικές θριαμβευτικές ανταύγειες του προοδευτισμού.

Αλλά μόνο έως ένα σημείο. Η πρόοδος (ο Διαφωτισμός) μπορεί στην περίοδο αυτή να προβληματικοποιήθηκαν και να κέρδισαν και το αρνητικό τους πρόσημο αλλά η πρωτεύουσα, ναρκισσιστική έμφαση στον ανθρώπινο παράγοντα, με οποιονδήποτε τρόπο τον ορίζει κανείς –σαν καπιταλισμό και ασύδοτη αγορά, σαν ορθολογισμό, σαν δυτικό μοντέλο, γραφειοκρατία, αποικιοκρατία, σαν υπερπληθυσμό, ή σαν τη δυνατότητα του πολιτικού να αμβλύνει ή και να αποσοβήσει μια περιβαλλοντική κρίση κλπ.– συνεχίζεται.

Σημαντικές πλευρές της οικολογικής κριτικής συμπυκνώνουν λυτρωτικές ενορμήσεις σχεδόν ξεπατικωμένες από την αντικαπιταλιστική μεταφυσική της παλιάς αριστεράς. Άλλες πηγαίνουν ακόμη πιο πίσω, στην προφητική-αποκαλυπτική παράδοση του χριστιανισμού. Και οι τρεις παραδόσεις –παρά τις διαφορές και μοναδικότητές τους– είναι συγκοινωνούντα δοχεία, ίσως επειδή κατά βάθος οι άνθρωποι είμαστε συμβολικά όντα σε αδιάκοπη αναζήτηση ψυχαγωγίας. Εάν το θρησκευτικό έχει υποκατασταθεί στην εποχή μας από την κατανάλωση του ψυχαγωγικού/αισθητικού, τότε ίσως το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι και μια σύζευξη βιβλικής Αποκάλυψης με μια γενναιόδωρη δόση αρχαιοελληνικής Ύβρης/Νέμεσης. Ή θα μπορούσε να είναι τίτλος διηγήματος του Φίλιπ Ντικ, από αυτά που ξεπέταγε σε δυο εβδομάδες με τη βοήθεια διαφόρων ουσιών: «Το Πράγμα Που Ζεσταινόταν».

Σχεδόν με ζήλο αρχαιολογικό, το στυλ διήγησης του πλανητικού θερμοκηπίου ξεθάβει το απολίθωμα της αλήθειας. Ο Al Gore μας απεύθυνε An inconvenient Truth. Καλλιτέχνες επικαλούνται “τις μοναδικές αποδεικτικές δυνατότητες της τέχνης” (“art as uniquely compelling evidence” από άρθρο των New York Times) για να αποδείξουν “τη ραγδαία αλλαγή του κλίματος”. Αυτό είναι περίεργο γιατί με την έλευση του μεταμοντέρνου πριν από 30 τόσα χρόνια (ή 100, ή ίσως 1000 ανάλογα με το ποιον διαβάζει κανείς), είχε διαγνωσθεί ο θάνατος (ή το “τέλος”, όπως ανακοινώθηκε τόσες φορές στη δεκαετία του 1990) κάθε διαπίστωσης ή ανάλυσης που ήθελε να εκλαμβάνεται σαν “αληθινή”. Στη βοερή δικτατορία της πανταχού παρούσας και τα πάντα πληρούσας οθόνης, όπου όλες και όλοι έχουν προσφέρει γην και ύδωρ στις δημόσιες σχέσεις, στο μάρκετινγκ, στο image και στις κάμερες, ο καθένας λεει ό,τι θέλει. Anything goes.

Πώς είναι δυνατή η επίκληση μιας αλήθειας, οποιασδήποτε αλήθειας, στη μεταμοντέρνα μας κατάσταση, και μάλιστα χρησιμοποιώντας τον κινηματογράφο, μια τεχνολογία εκ κατασκευής ψευδαισθησιακή; Και πώς είναι δυνατή η κινητοποίηση της “τέχνης” για να “αποδείξει” κάτι, ο,τιδήποτε, όποιο κι αν είναι αυτό; Ποιος έλεγε ότι αλήθεια είναι ό,τι συμφέρει το λαό; Τώρα η αλήθεια έχει ξαναγίνει γραμμική σαν τη στήλη του ανερχόμενου υδραργύρου που μετράει τον πυρετό του πλανήτη, και κανείς δε θυμάται τον παλιό ποιητή που προειδοποιούσε για ένα μέλλον με πολύ ξηρασία –τώρα το μέλλον θα μας πνίξει στο νερό των πάγων που λειώνουν.

Μια ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας θα ήταν το ότι οι ζωγράφοι-ιερείς της Αμερικανικής φύσης στον 19ο αιώνα, παρέδωσαν τα πινέλα, και τα ράσα τους, στους προφήτες της πλανητικής οικολογικής καταστροφής, η οποία είναι μια από τις σημαντικότερες εφευρέσεις του τελευταίου τρίτου του 20ού  αιώνα. Αλλά αυτή η υπόθεση θα ίσχυε στο βαθμό που ο Gore μας παρουσίαζε το έργο του σαν ένα αισθητικό εγχείρημα και όχι σαν διαφώτιση βασισμένη σε γεγονότα. Απ’ ότι φαίνεται, μαζί με τη θρησκεία, το αδηφάγο ψυχαγωγικό έχει κατασπαράξει και τη δίδυμη αδελφή της, την πολιτική.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

 τ. 80, 3/2008

 

Επιστροφή