Ενότητα :Τεύχος 83, Ιούνιος 2008

Τίτλος : Κωστόπουλος Δημήτρης. ΟΙΚΟΪΣΤΟΡΙΑ. Τα λεμόνια της Μαφίας

Διαβάστηκε: 816 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

ΟΙΚΟΪΣΤΟΡΙΑ

 

Τα λεμόνια της Μαφίας

 

Δημήτρης Κωστόπουλος

 

Πετώντας κανείς πάνω από την Σικελία, μπορεί κανείς να δει αυτήν την γεωμορφολογική αλλά ταυτόχρονα και ιστορική γραμμή που χωρίζει τον δυτικό κόσμο από τον ανατολικό και φέρνει την Αφρική στα πόδια της Ευρώπης. Η Σικελία είναι το σταυροδρόμι της ιστορίας και της γεωγραφίας της Μεσογείου. Η Ρώμη εναντίον της Καρχηδόνας και το Ισλάμ που εισβάλει στον κόσμο του Χριστού. Σε αυτήν την φτωχή γη που τρέμει δίπλα στα ηφαίστεια, ορμάνε τα κύματα της ιστορίας και η Σικελία κουλουριάζεται στον εαυτό της σαν σκαθάρι.

Στην εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η Σικελία ήταν ο σιτοβολώνας της Ρώμης και για πολλούς αιώνες μετά, το σιτάρι που καλλιεργούνταν σε μεγάλες ιδιοκτησίες στο εσωτερικό του νησιού στις ορεινές περιοχές, ήταν το βασικό προϊόν. Οι Άραβες που κατέκτησαν την Σικελία τον 9ον αιώνα έφεραν νέες τεχνικές άρδευσης και την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, που αναπτύχθηκαν στις βόρειες και ανατολικές ακτές.

Στο τέλος του 18ου αιώνα τα λεμόνια αποτελούσαν περιζήτητο προϊόν. Το 1850 εξήχθησαν από την Σικελία 750.000 καφάσια λεμόνια Τα λεμονοδάση της Σικελίας θεωρούνταν η πιο προσοδοφόρα γη στην Ευρώπη. Μια χρυσή ζώνη δίπλα στην φτωχή γη του υπόλοιπου νησιού. Το 1880 υπολογίζεται ότι περίπου 2,5 εκατομμύρια καφάσια με εσπεριδοειδή, κυρίως από την περιοχή του Παλέρμο, έφταναν στη Νέα Υόρκη, όταν τα πορτοκάλια και τα λεμόνια ήταν ακόμα άγνωστα στην ορεινή ενδοχώρα του νησιού.

Αλλά η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών απαιτούσε υψηλό αρχικό κεφάλαιο, για την διαμόρφωση της γης, την δημιουργία αρδευτικών συστημάτων, το κτίσιμο αποθηκών και μαντρότοιχων για την προστασία από τον αέρα. Επίσης χρειάζονταν μερικά χρόνια μέχρι τα δένδρα να αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς και τα πρώτα κέρδη, αλλά και τότε παρέμεναν ευαίσθητες καλλιέργειες. Σε αυτό το ευαίσθητο αλλά κερδοφόρο οικοσύστημα θα ανδρωθεί η μαφία.1

Δίπλα στους οπωρώνες του Παλέρμο στο γειτονικό χωριό του Ουντιτόρε, η τοπική μαφιόζικη κόσκα αναπτύχθηκε πάνω στην παροχή προστασίας στα αγροκτήματα με τις λεμονιές. Με την βία ανάγκασαν τους γαιοκτήμονες να προσλαμβάνουν τους ανθρώπους τους ως επιστάτες και μεσάζοντες στα κτήματα τους, όπου έκλεβαν περίπου το 25% της παραγωγής. Να μην ξεχνάμε ότι ανάμεσα στις λεμονιές και στα καταστήματα της Ευρώπης και της Αμερικής μεσολαβούσε ένα πλήθος από μεσάζοντες, χονδρέμπορους, συσκευαστές και μεταφορείς που έπαιζαν με τον χρόνο. Το δίκτυο των μαφιόζων που επεκτάθηκε εκτός από τους αγωγιάτες και στους χονδρέμπορους και τους λιμενεργάτες, καθόριζε την τύχη των προϊόντων ενός κτήματος. Σύντομα το αφεντικό της κόσκας του Ουντιτόρε ο αξιότιμος Αντονίνο Τζαμόνα, έλεγχε όλη την παραγωγή λεμονιών στην περιοχή.

Όταν ο δόκτωρ Γκαλάτι ιδιοκτήτης ενός αγροκτήματος με λεμονιές, τόλμησε να απολύσει τον επιστάτη του Μπενεντέτο Καρόλο μέλος της κόσκας, είδε τον ένα μετά τον άλλο τους νέους επιστάτες του να δολοφονούνται. Όταν απευθύνθηκε στην δικαιοσύνη και την αστυνομία, απλώς διαπίστωσε ότι η επιρροή της μαφίας είχε φτάσει και εκεί. Το 1875 ο δόκτωρ Γκαλέτι πήρε την οικογένεια του και έφυγε για τη Νάπολη. Στην περιοχή πια μαινόταν ο πόλεμος ανάμεσα στις τοπικές κόσκες για τον έλεγχο όλου του κυκλώματος παραγωγής και διακίνησης των λεμονιών. Μόνο στο χωριό Ουντιτόρε που είχε περίπου 1000 κατοίκους σημειώθηκαν μέσα σε μια χρονιά, το 1874 συγκεκριμένα, 23 δολοφονίες. Ανάμεσα στα θύματα ήταν δυο γυναίκες και δυο παιδιά. Η μαφία ήταν εδώ και δείχνοντας τον δρόμο πώς να ανέβεις με την «λουπάρα»2 στο χέρι, παραμένει μέχρι σήμερα3. Έτσι ώστε ένας εργάτης γης, όπως ο «άνθρωπος με τιμή» Τζαμόνα, έφτασε να γευματίζει με πολιτικούς και να κυνηγάει με ένα δικαστή από το Παλέρμο.

 


1 John Dickie « Κόζα Νόστρα , η ιστορία της σικελικής Μαφίας» εκδ Κανάκης 2007

2 Η κοντόκανη, συνήθως κομμένη, καραμπίνα με την οποία κυνηγούσαν τους λύκους, κλασικό όπλο των μαφιόζων

3 Δημήτρης Κωστόπουλος «Ο Νταβέλης στο Σικάγο» εκδ. Ευώνυμος 2007

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 83, 6/08

 

Επιστροφή