Ενότητα :Τεύχος 84, Ιούλιος-Αύγουστος 2008 |
Τίτλος : Παπαδημητρίου Γιώργος. Η ενεργειακή απόδοση των κτιρίων
|
Αρχή κειμένου Η ενεργειακή απόδοση των κτιρίων Γιώργος Παπαδημητρίου* I Όσο οι περιβαλλοντικές, οικονομικές, κοινωνικές και διεθνείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα γίνονται πιο πιεστικές, η διεθνής κοινωνία και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξακολουθούν να αναζητούν λύσεις για την καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Η πολιτική τους αυτή στηρίζεται σε δύο κυρίως βάθρα: στην προώθηση των ΑΠΕ και την εξοικονόμηση ενέργειας. Η ώρα της αλήθειας για την κλιματική πολιτική που ακολουθούμε στη χώρα μας είναι η εφαρμογή του Εθνικού Προγράμματος του 2003, το οποίο βρίσκεται εδώ και μήνες στην τελευταία φάση αναθεώρησής του. Σε αυτό προσδιορίζονται οι υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει με βάση το Πρωτόκολλο του Κιότο απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη διεθνή κοινωνία. Υποχρεώσεις, την εκπλήρωση των οποίων παρακολουθεί με μετρήσιμους δείκτες τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Επιτροπή Συμμόρφωσης του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής του Εθνικού Προγράμματος είναι, ως γνωστόν, ισχνά και απογοητευτικά, ενώ μηδενική σχεδόν είναι η συμβολή της εξοικονόμησης ενέργειας στην κλιματική πολιτική που ακολουθεί η Ελλάδα. Απαράδεκτη καθυστέρηση παρατηρείται ενόψει των εξελίξεων που συντελούνται τόσο διεθνώς όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η έλλειψη πολιτικής ειδικότερα για την εξοικονόμηση ενέργειας οφείλεται στην κυριαρχία εμπεδωμένων συμφερόντων, στη ραθυμία, αλλά και στα αργά αντανακλαστικά της πολιτείας. Χρειάστηκε να καταδικαστεί η Ελλάδα από το ΔΕΚ στις 17 Ιανουαρίου 2008 (C-342/07) για την παράλειψή της επί τέσσερα χρόνια να εναρμονίσει την εθνική νομοθεσία προς την οδηγία 2002/91/ΕΚ, για να θεσπισθεί πρόσφατα ο νόμος 3661/2008 που επιχειρεί να ρυθμίσει επιτέλους την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. Στη συνέχεια εξετάζονται οι βασικές επιλογές και η βαθύτερη λογική του, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η εφαρμογή του μπορεί να συμβάλει στην καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Αξίζει να αναφερθεί εν πρώτοις ότι ο νομοθέτης δεν ρυθμίζει σε όλο το εύρος της την εξοικονόμηση ενέργειας. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται σε ένα μόνο βασικό εργαλείο, το οποίο αποβλέπει στη μείωση της κατανάλωσής της στα κτίρια και, κατ’ επέκταση, στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Μεταξύ άλλων, ο νόμος προβλέπει: α. Κατάρτιση Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης των Κτιρίων, ο οποίος θα καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ενεργειακής απόδοσης για όλα τα νέα κτίρια, καθώς και για παλιά με επιφάνεια μεγαλύτερη των 1.000 τ.μ., στις περιπτώσεις που υφίστανται ριζική ανακαίνιση και το κόστος της υπερβαίνει το 25% της αξίας του κτιρίου. β. Έκδοση πιστοποιητικού ενεργειακής απόδοσης για όλα τα νέα κτίρια που έχουν επιφάνεια μεγαλύτερη των 50 τ.μ. με ισχύ δέκα ετών. γ. Υποβολή στην αρμόδια πολεοδομική αρχή μελέτης πριν από την κατασκευή για τη σκοπιμότητα εγκατάστασης εναλλακτικών πηγών ενέργειας σε νέα κτίρια που έχουν επιφάνεια μεγαλύτερη των 1.000 τ.μ. δ. Δημιουργία σώματος επιθεωρητών ενεργειακής απόδοσης, οι οποίοι θα εκδίδουν τα σχετικά πιστοποιητικά. ε. Διεξαγωγή τακτικών επιθεωρήσεων στους λέβητες και στις εγκαταστάσεις κλιματισμού των κτιρίων, προκειμένου να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας και να περιορισθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. στ. Επιβολή προστίμων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και οι εκπρόσωποι των φορέων που κλήθηκαν σε ακρόαση επεσήμαναν την ατολμία του νομοσχεδίου, κυρίως γιατί δεν προβλέπει συγκεκριμένα όρια για την εκπομπή ρύπων διοξειδίου του άνθρακα. Επίσης τη διστακτικότητα του νομοθέτη να εντάξει με μεγαλύτερη δυναμική τις ΑΠΕ στην πολιτική για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και να συμβάλει έτσι στην προώθησή τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο νόμο προβλέπεται η υποβολή μελέτης για τη σκοπιμότητα εγκατάστασης ΑΠΕ σε νέα κτίρια, ενώ σε άλλες χώρες αυτή ισχύει ως υποχρέωση. Το νομοσχέδιο δεν δίνει κίνητρα στους ιδιοκτήτες κτιρίων, προκειμένου να προωθηθούν μέτρα που μειώνουν την κατανάλωση ενέργειας, ενώ εμφανίζει εγγενείς δυσχέρειες στην εφαρμογή του, προπάντων στα υφιστάμενα κτίρια. Παράλληλα υπάρχει κίνδυνος να αποβούν υπέρμετρα γραφειοκρατικές οι διαδικασίες ενεργειακής πιστοποίησης αλλά και να καταστούν πηγή πλουτισμού όσων εμπλέκονται σε αυτές. Μία προσεκτική ανάγνωση του νόμου και η προβολή των όρων εφαρμογής του αποκαλύπτουν τη βασικότερη αδυναμία, η οποία διατρέχει τις βασικές επιλογές και τη βαθύτερη ουσία του. Πρόκειται για την παντελή έλλειψη ενός επιχειρησιακού σχεδίου, που θα εγγυάται την ολοκλήρωση του κανονιστικού πλαισίου με την έκδοση των προβλεπομένων προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων, την έγκαιρη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την εφαρμογή επί του πεδίου των ρυθμίσεών του και τη διαμόρφωση πρακτικών που θα συμβάλλουν στην παραγωγή συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Η ολοκλήρωση του κανονιστικού πλαισίου, η λήψη των αναγκαίων μέτρων και η διαμόρφωση των πρακτικών πρέπει να προωθούνται με λογική και χρονική αλληλουχία. Αυτή μόνον επιτρέπει άλλωστε τη συγκρότηση και την εφαρμογή ενός επιχειρησιακού σχεδίου, ικανού να εγγυηθεί την παραγωγή απτών και μετρήσιμων αποτελεσμάτων, προκειμένου να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διεθνή κοινωνία για την καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Σύμφωνα με το νόμο πρέπει να εκδοθούν ένα προεδρικό διάταγμα και πέντε κοινές υπουργικές αποφάσεις για να συμπληρωθεί το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι στις σχετικές εξουσιοδοτήσεις άλλοτε προβλέπεται αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών και άλλοτε δεν γίνεται καν μνεία σε προθεσμίες. Μια αντικειμενική εκτίμηση θα μας οδηγούσε έτσι στο συμπέρασμα ότι θα χρειαστούν δώδεκα ως δεκαοχτώ μήνες για να εκδοθούν όλες οι κανονιστικές πράξεις. Προκειμένου να αρχίσει να αποδίδει, έστω και περιορισμένα αποτελέσματα η εφαρμογή του νόμου, χωρίς άσκοπες καθυστερήσεις, θα έπρεπε να περιληφθούν στο σώμα του ορισμένες από τις υπόψη ρυθμίσεις, να μειωθεί ο αριθμός των κανονιστικών πράξεων, και να είναι πολύ συντομότερες οι προθεσμίες για την έκδοσή τους. Να μην υπερβαίνουν δηλαδή συνολικά τους τέσσερις ως έξι μήνες, και να τελούν σε λογική αλληλουχία μεταξύ τους. Παράλληλα με τη θέσπιση του νόμου θα έπρεπε να είχε εκπονηθεί ένα συνεκτικό και αξιόπιστο επιχειρησιακό σχέδιο με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τη δημιουργία όλων των προϋποθέσεων που εγγυώνται την εφαρμογή του. Ειδικότερα, έπρεπε να ληφθεί μέριμνα για την αναδιοργάνωση των πολεοδομικών υπηρεσιών, προκειμένου να ανταποκριθούν στη νέα αποστολή τους, για την πιστοποίηση των ενεργειακών επιθεωρητών, για τη δημιουργία αρχείου επιθεώρησης κτιρίων, για την οργάνωση αυτοτελούς μονάδας στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Ανάπτυξης και για την ενημέρωση των πολιτών. Αναγκαία ήταν επίσης η στελέχωση των αρμοδίων υπηρεσιών με εξειδικευμένο προσωπικό και ο εξοπλισμός τους με τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας. Εκτός αυτών, επιβεβλημένη είναι σε μία έντονα μάλιστα τεχνική περιοχή, η διαμόρφωση από την αρχή βέλτιστων πρακτικών, οι οποίες θα διευκρινίζουν και θα προσδιορίζουν τους όρους λειτουργίας του συστήματος που καθιερώνει ο νόμος. Οι πρακτικές αυτές θα διευκόλυναν ασφαλώς τη λειτουργία των υπηρεσιών, θα εκλογίκευαν τη σχέση τους με τους πολίτες, θα εμπέδωναν συνθήκες διαφάνειας, συμβάλλοντας στην καλύτερη και αποδοτικότερη εφαρμογή του νόμου. Από τις προηγούμενες επισημάνσεις προκύπτει ότι ο νόμος για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων υιοθετεί μία παρωχημένη νομοθετική κουλτούρα, εντελώς ξένη προς τις προδιαγραφές που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και προς τις ανάγκες της απαιτητικής εποχής μας. Είναι προφανές ότι ο νομοθέτης δεν ενδιαφέρεται, -αν και η ενεργοποίησή του απέβλεπε στην εναρμόνιση της ελληνικής προς την κοινοτική νομοθεσία- για τη δημιουργία ενός συνεκτικού σώματος κανόνων που να διακρίνεται για την πληρότητα, την άμεση εφαρμογή και την παραγωγή απτών και μετρήσιμων αποτελεσμάτων με βάση προσδιορισμένους δείκτες. Ο νομοθέτης, ακολουθώντας την πεπατημένη, περιορίσθηκε στη συμβατική θέσπιση κανόνων που είναι αμφίβολο πότε και αν θα εφαρμοσθούν αλλά και τι αποτελέσματα θα έχουν. Εκτός αυτού, δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιηθεί η ανάγκη για την επεξεργασία ενός επιχειρησιακού σχεδίου με τις προδιαγραφές που προαναφέρθηκαν. Ένα ανάλογο σχέδιο θα λειτουργούσε ως όχημα για την εφαρμογή του νόμου και θα αντιμετώπιζε ίσως ορισμένα κενά που προκύπτουν από απρόσφορες επιλογές του. Αν προσθέσει κανείς και την παντελή έλλειψη σύγχρονης διοικητικής κουλτούρας που θα βοηθούσε στην καλύτερη λειτουργία των υπηρεσιών και τη δημιουργική συνεργασία τους με τους πολίτες, αντιλαμβάνεται την έκταση και την ένταση του προβλήματος. Το κανονιστικό συνοδεύεται έτσι από ένα τεράστιο επιχειρησιακό έλλειμμα, το οποίο φαίνεται να μην απασχολεί κανένα. Συνοδεύεται όμως και από ένα διάχυτο έλλειμμα διοικητικής κουλτούρας. Το μίγμα που προκύπτει είναι εκρηκτικό, δεν επιτρέπει δε την παραγωγή απτών και μετρήσιμων αποτελεσμάτων, όπως επιβάλλουν η οδηγία αλλά και οι υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη διεθνή κοινωνία. Η εικόνα που αποκομίζει κανείς είναι από κάθε άποψη απογοητευτική. Χρειάστηκε να αναλωθεί, με αφετηρία το 2002, το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ως το 2012 και να καταδικασθεί πρόσφατα η χώρα μας από το ΔΕΚ, προκειμένου να αναλάβει επιτέλους ο νομοθέτης πρωτοβουλία για τη ρύθμιση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και διαμέσου αυτής την εξοικονόμηση ενέργειας. Οι επιλογές του όμως, καθαυτές και συνολικά κρινόμενες, είναι καταφανώς συμβατικές και εντελώς απρόσφορες για να παράγουν άξια λόγου αποτελέσματα. Η εφαρμογή του δεν μπορεί να αρχίσει στοιχειωδώς πριν από το τέλος του 2009, για τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω. Αλλά και αν υποτεθεί, ότι θα δημιουργηθούν ως τότε ορισμένες από τις προϋποθέσεις, τα αποτελέσματά της θα συμβάλλουν ανεπαίσθητα στην καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Η προοπτική αυτή πρέπει να θεωρείται δεδομένη ενόψει των επιλογών του νομοθέτη, της παράλειψης να εκπονηθεί ένα αξιόπιστο επιχειρησιακό σχέδιο, της κακής οργάνωσης και λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, της έλλειψης σύγχρονης διοικητικής κουλτούρας και, τέλος, της παράλειψης να ευαισθητοποιηθούν οι πολίτες για τη σημασία αυτής της δράσης. Παρά τις μεγαλοστομίες και τους επικοινωνιακούς χειρισμούς της κυβέρνησης, η κλιματική πολιτική μας υπολείπεται, όχι μόνο στην ενεργειακή απόδοση των κτιρίων αλλά σε όλες τις πτυχές της, κατά πολύ των υποχρεώσεών μας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διεθνή κοινωνία. Εκτός αυτού, δεν φαίνεται, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, ότι θα αποκτήσει περιεχόμενο που θα μπορούσε να δημιουργήσει άλλες προσδοκίες. *Καθηγητής Πανεπιστημίου - Βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 84, 7-8/08 |
                     |