Ενότητα :Τεύχος 44, Δεκέμβριος 2004

Τίτλος : Πεσμαζόγλου Βασίλης: Δαιμονικό Οικο-διήγημα

Διαβάστηκε: 641 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Δαιμονικό oικο-διήγημα

 

Βασίλης Πεσμαζόγλου

 

Μοναδικό αγκάθι στην καθημερινότητά τους ήταν πλέον το πρόβλημα του δρόμου. Εκεί επικέντρωναν την προσοχή τους. Στο μικρό τοπικό δρόμο που ένωνε τα γειτονικά σπίτια και αγροκτήματα, ανεβοκατεβαίνοντας πλαγιές γεμάτες ελιές, αμπέλια, φιστικιές, πεύκα, λαχανόκηπους. Τα υπόλοιπα πρακτικά θέματα είχαν τακτοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Τα εφτά υπέροχα σπιτικά είχαν με τον χρόνο ριζώσει εκεί, στο αττικό τοπίο των Μεσογείων, σε μια ζώνη που ως εκ θαύματος είχε μείνει άθικτη από τον οικιστικό οργασμό ο οποίος εντάθηκε θεαματικά με την εγκατάσταση του αεροδρομίου στα Σπάτα και του ολυμπιακού (και μη) ιππόδρομου στο Μαρκόπουλο.

 

Παρά τις φιλοσοφικές επιφυλάξεις τους σε τέτοιου είδους έργα που έθιγαν το περιβάλλον, η εν λόγω παρέα αναγνώριζε, σε στιγμές διαύγειας και ειλικρίνειας, με τη συμβολή της δικής τους παραγωγής ρετσίνας, ότι η Αττική οδός και η περιφερειακή Υμηττού τους διευκόλυνε στις μετακινήσεις τους προς την Αθήνα από την οποία είχαν βαλθεί να δραπετεύσουν. Λίγο τα παιδιά, λίγο οι έστω και χαλαρές επαγγελματικές υποχρεώσεις, λίγο οι φίλοι, πάντα κάποιος λόγος βρισκόταν για να ξαναβρεθούν, έστω και πρόσκαιρα, στο μισητό κλεινόν άστυ: η πρωτεύουσα λειτουργούσε ως μαγνητικό πεδίο, θέμα συζήτησης (τι ανυπόφορη που είναι η Αθήνα!), πηγή έμπνευσης, αγάπης-μίσους, αλλά και εκπομπής φωτονίων.

 

Πράγματι, η ανταύγεια της πόλης δεν διέφευγε της προσοχής τους τις νύχτες, σε συνδυασμό με τα φώτα του αεροδρομίου και, ενίοτε, του ιππόδρομου: η απόδοση και ο επιμερισμός ευθυνών για την εν λόγω φωτοβολία αποτελούσε συνηθισμένο θέμα συζήτησης και μικροδιαφωνιών, όποταν καθόντουσαν έξω για να παρατηρήσουν τον έναστρο ουρανό. Όμως, μέχρις ότου φθάσουν εκεί, στη μεγαλούπολη, έπρεπε να διαβούν αυτήν την απόσταση των επτά περίπου χιλιομέτρων που θα τους ένωνε με μία κεντρικότερη παρακαμπτήριο, η οποία και θα οδηγούσε στη βασική τοπική αρτηρία του Μαρκόπουλου, εν τέλει δε, στην Αττική οδό. Και, ιδίως στην επιστροφή τους, το ζήτημα της μελλοντικής τύχης αυτού του φιδωτού γραφικού δρομίσκου, στην κυριολεξία τους έκαιγε. Είχαν κάνει επ’ αυτού πλείστα διαβήματα στις τοπικές αρχές, αλλά εις μάτην. Έτσι, τα βράδια που καθόντουσαν σε κάποιο από τα σπίτια, τρώγοντας τις βιολογικές τους ντομάτες και μελιτζάνες, με το δικό τους ζυμωτό ψωμί, αγνό τυρί και ελαιόλαδο, πίνοντας κρασί της παραγωγής τους, έχοντας εξαντλήσει ζητήματα όπως η ανακύκλωση και χρήση των απορριμμάτων τους για λίπασμα, η φετινή σοδιά, οι θεατρικές παραστάσεις στην Αθήνα και το τζαμί στην Παιανία (που, πολιτικά ορθώς σκεπτόμενοι, θεωρούσαν πως έπρεπε να γίνει), από ένα σημείο και μετά το μέλλον του δρόμου ήταν αυτό που μονοπωλούσε την κουβέντα.

 

Ο γιατρός της παρέας, που πηγαινοερχόταν καθημερινά στο νοσοκομείο Ε. Ντυνάν στη Μεσογείων, σήκωνε τα χέρια ψηλά. To ίδιο και ο οικονομολόγος, ο οποίος, ομού μετά της συζύγου του είχε εγκαταλείψει τη μεγάλη χρηματιστηριακή εταιρεία και δούλευε κατ’ οίκον προβαίνοντας σε σημαντικές αγοραπωλησίες μετοχών μέσω του υπολογιστή του (σύνδεση ISDN). Το ζεύγος των γεωπόνων / αγροτών, που διοχέτευαν τη μικρή παραγωγή τους σε τοπικές αγορές βιολογικών προϊόντων στα Βόρεια προάστια, δήλωναν και αυτοί ανήμποροι να ασχοληθούν, όπως και ο ζωγράφος, η γλύπτρια, η μεταφράστρια, ο διεθνολόγος πανεπιστημιακός του Παντείου. Για να μη μιλήσουμε για το μεσήλικο ζευγάρι που νυχθημερόν ασχολούνταν κατ’ επάγγελμα με το kέντρο διαλογισμού που είχαν ιδρύσει. Έμενε ο δικηγόρος ως πλέον καθ’ ύλην αρμόδιος στον άτυπο καταμερισμό εργασίας του οιονεί κοινοβίου. Το είχε ψάξει το θέμα, το είχε διερευνήσει εις βάθος: διαδικαστικά, νομικά, οικονομικά. Αλλά ούτε αυτός έβγαζε άκρη. Το ομόφωνο αίτημά τους προς τις τοπικές αρχές όχι μόνο δεν είχε προηγούμενο και, καθώς έλεγε, θα δημιουργούσε ένα επίφοβο προηγούμενο: απ’ όσο γνώριζε, πουθενά στην Ελλάδα δεν είχε ποτέ τεθεί θέμα, από την τοπική κοινωνία, χωματοστρώσεως ενός ασφαλτοστρωμένου δρόμου, με το σκεπτικό ότι έτσι θα δένει καλύτερα με το περιβάλλον.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 44, 12/04

 

Επιστροφή