Ενότητα :Τεύχος 85, Σεπτέμβριος 2008

Τίτλος : Καραβασίλη Μαργαρίτα, Η κατάσταση με τα «Επικίνδυνα Απόβλητα» στη χώρα μας είναι επικίνδυνη!

Διαβάστηκε: 954 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Η κατάσταση με τα «Επικίνδυνα Απόβλητα» στη χώρα μας είναι επικίνδυνη!

 

Μαργαρίτα Καραβασίλη

 

Η ποσότητα των επικίνδυνων αποβλήτων που παράγονται συνολικά στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει αυξηθεί περίπου κατά 10% μεταξύ 1997 και 2000, φθάνοντας περίπου τα 40 εκατ. τόνους ετησίως. Το φαινόμενο οφείλεται εν μέρει στους νέους ορισμούς που χρησιμοποιούνται σε εθνικό επίπεδο για τα επικίνδυνα απόβλητα.

Τα επικίνδυνα απόβλητα αποτελούν ένα ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα και στη χώρα μας, που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση.

Επικίνδυνα απόβλητα είναι τα απόβλητα που περιέχουν ουσίες που χαρακτηρίζονται ως τοξικές, εκρηκτικές, εύφλεκτες, καρκινογόνες, ραδιενεργές, ερεθιστικές και μεταλλαξιογόνες, δηλαδή ουσίες που μπορεί να προκαλέσουν αλλοιώσεις στα νερά (επιφανειακά ή υπόγεια), τον αέρα ή το έδαφος με σοβαρές συνέπειες στην δημόσια υγεία και στο περιβάλλον.

Οι πιο σημαντικές κατηγορίες επικίνδυνων αποβλήτων είναι τα βιομηχανικά απόβλητα (κυρίως από τους κλάδους της μεταλλουργίας, της διύλισης του αργού πετρελαίου και της παραγωγής χημικών προϊόντων και λιπασμάτων), τα νοσοκομειακά απόβλητα, τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια, τα πολυχλωροδιφαινύλια και πολυχλωροτριφαινύλια (PCB/PCT) (βλέπε κλοφέν) και οι συσσωρευτές μολύβδου και οι ηλεκτρικές στήλες.

Παράλληλα, η ρυπασμένη γη είναι απόβλητο στην περιβαλλοντική νομοθεσία και πολλές φορές επικίνδυνο. Η γη (το έδαφος) είναι επίσης αποδέκτης επικίνδυνων αποβλήτων αλλά και δευτερεύουσα πηγή ρύπανσης (διάχυση ρύπων στο έδαφος και στα υπόγεια νερά).

Η διαχείριση τους αποτελεί σημαντικό πρόβλημα λόγω της επικίνδυνης φύσης τους ιδιαίτερα στη χώρα μας, λόγω της ανεπάρκειας κατάλληλων υποδομών όπου η συντριπτική πλειοψηφία των παραγόμενων επικίνδυνων αποβλήτων ή διατίθεται ανεξέλεγκτα εκτός των μονάδων ή διατίθεται χωρίς επεξεργασία σε χώρους εντός των μονάδων επιβαρύνοντας σοβαρά το υπέδαφος και τους πόρους της περιοχής.

Η απουσία δομών επεξεργασίας, αδρανοποίησης ή/και ανάκτησης υλικών από τα απόβλητα εμποδίζει την προσέλκυση επενδύσεων, περιορίζει τη δραστηριότητα υφιστάμενων επιχειρήσεων, επιβαρύνει σημαντικά στην περίπτωση της μονοσήμαντης υποχρεωτικής διασυνοριακής μεταφοράς και δημιουργεί αξεπέραστα προβλήματα στην περίπτωση περιβαλλοντικής πιστοποίησης μιας επιχείρησης.

Αδιευκρίνιστο παραμένει το πού διαθέτουν τα επικίνδυνα μη αδρανοποιημένα απόβλητα οι επιχειρήσεις μεταφοράς που έχουν εμφανιστεί, έχουν αδειοδοτηθεί και παραλαμβάνουν από βιομηχανικές μονάδες ποσότητες αποβλήτων.

Όπως αδιευκρίνιστο παραμένει το κατά πόσο εφαρμόζεται η σχετική περιβαλλοντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βασίζεται:

w Στην πρόληψη-μείωση της ποσότητας και των χαρακτηριστικών επικινδυνότητας των αποβλήτων (επιτυγχάνεται μέσω εισαγωγής καθαρών τεχνολογιών, επανασχεδιασμού των προϊόντων, προσθήκης φιλοπεριβαλλοντικών κριτηρίων, χρησιμοποίησης βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών παραγωγής, αλλαγής προτύπων παραγωγής προϊόντων και κατανάλωσης, απονομής οικολογικών σημάτων, κλπ.).

w Στην προώθηση μεθόδων διαχείρισης όπως, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση, η ανάκτηση χρήσιμων υλικών ή / και ενέργειας.

w Στην ασφαλή επεξεργασία και περιβαλλοντικά ορθή τελική διάθεση των αποβλήτων που παραμένουν μετά την εφαρμογή των διαδικασιών ανάκτησης / αξιοποίησης, μέσω εφαρμογής βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών.

w Στην εφαρμογή της Αρχής « Ο ρυπαίνων πληρώνει». 1

w Στην ανάπτυξη ορθολογικού και οικονομικά βιώσιμου δικτύου εγκαταστάσεων ή/και χώρων διαχείρισης η / και διάθεσης επικίνδυνων αποβλήτων, για την κάλυψη των αναγκών της χώρας.

w Στην εγγύτητα των χώρων ή / και εγκαταστάσεων που προαναφέρθηκαν στις πηγές παραγωγής τους.2

w Στην αποκατάσταση / εξυγίανση χώρων που έχουν ρυπανθεί από την ανεξέλεγκτη διάθεση ή και την ανεξέλεγκτη αποθήκευση επικίνδυνων αποβλήτων, ώστε να είναι δυνατό να επανενταχθούν στο ευρύτερο γειτονικό τους περιβάλλον.

w Στην χρησιμοποίηση τεχνολογιών διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων που να είναι όχι μόνον οικονομικά και τεχνικά βιώσιμες, αλλά και περισσότερο αποτελεσματικές όσον αφορά στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος.

 

Για την εφαρμογή των παραπάνω αρχών η Ε.Ε έχει θεσπίσει το ανάλογο νομοθετικό πλαίσιο που καλύπτει όλο το φάσμα διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων, από την ταυτοποίησή τους, μέχρι την ασφαλή τελική τους διάθεση, που περιλαμβάνει εκτός των άλλων και καθορισμό ποσοτικοποιημένων στόχων για την υλοποίηση των βασικών παραμέτρων, ενώ ένας μεγάλος αριθμός εξειδικευμένων νομοθετημάτων καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα «ειδικών» επικίνδυνων αποβλήτων, όπως:

• Διαχείριση στερεών αποβλήτων

• Χαρακτηρισμό και διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων

• Ταξινόμηση, συσκευασία ,επισήμανση επικίνδυνων αποβλήτων

• Μεταφορά αποβλήτων (επικίνδυνων και μη επικίνδυνων) εντός και εκτός της χώρας.

• Διαχείριση ειδικών τύπων επικίνδυνων αποβλήτων όπως PCB/PCT, ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια αμίαντο.

• Αποτέφρωση αποβλήτων (επικίνδυνων και μη επικίνδυνων)

• Τρόπο εφαρμογής ολοκληρωμένου ελέγχου και πρόληψης της ρύπανσης.

• Συστήματα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου, καθώς και απονομής οικολογικού σήματος.

 

Η Ελλάδα άργησε να αφυπνισθεί και σε αυτό το ζήτημα και αρχικά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων (συλλογή, συσκευασία, επισήμανση, μεταφορά, προσωρινή αποθήκευση και ασφαλής οριστική τους διάθεση). Ως επίσημη αιτιολογία παρουσιάζεται το γεγονός ότι οι ετήσια παραγόμενες ποσότητες επικίνδυνων αποβλήτων είναι σχετικά μικρές (σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες μέλη της Ε.Ε.) και ότι δόθηκε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση άλλων περιβαλλοντικών προβλημάτων (όπως η διαχείριση των οικιακών απορριμμάτων, η αντιμετώπιση του φωτοχημικού νέφους της Αθήνας, η ποιότητα των νερών κολύμβησης κ.α.).3

Είναι γεγονός ότι οι οδηγίες της Ε.Ε. για τα επικίνδυνα απόβλητα (91/689 και 94/31) παρ' ότι τυπικά περιλαμβάνονται στην ΚΥΑ 19396/1546/97 δεν έχουν ουσιαστικά εφαρμοστεί διότι δεν δημοσιεύτηκαν οι ΚΥΑ εθνικού σχεδιασμού επικινδύνων αποβλήτων και προδιαγραφών τεχνολογιών διαχείρισης των επικινδύνων αποβλήτων, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται κανενός είδους διαχείριση και διάθεση επικινδύνων αποβλήτων, παρά μόνο διασυνοριακή μεταφορά ή η προσωρινή αποθήκευση εντός των επιχειρήσεων. Εξίσου σοβαρό είναι και το ζήτημα της διαχείρισης των αστικών ειδικών επικινδύνων αποβλήτων, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία στερεών αποβλήτων (ΚΥΑ 50910 και Οδηγία 99/31) είναι υποχρεωτική η ξεχωριστή διάθεση αδρανών, επικινδύνων και μη επικινδύνων αποβλήτων ενώ είναι υποχρεωτική πριν από την ταφή η επεξεργασία των αποβλήτων.

Η πρώτη προσπάθεια απογραφής των επικίνδυνων ουσιών που παράγονται, εισάγονται και χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα και των επικίνδυνων αποβλήτων (υγρών, στερεών και ιλύων) που παράγονται στην Ελλάδα ολοκληρώθηκε το 1988 και εκπονήθηκαν κλαδικές μελέτες (για επιμεταλλωτήρια, βυρσοδεψία, βιομηχανίες παραγωγής μπαταριών, βαφεία, φινιριστήρια, βιομηχανίες πετρελαιοειδών, βιομηχανίες βασικών μετάλλων, κλπ. που λειτουργούσαν κυρίως στον νομό Αττικής).

Προέκυψε τότε η ανάγκη δημιουργίας δύο κέντρων επεξεργασίας και τελικής διάθεσης επικίνδυνων αποβλήτων, ένα στη Βόρεια και ένα στην Νότια Ελλάδα. Για το λόγο αυτό εκπονήθηκαν μελέτες υποστήριξης της φάσης επιλογής κατάλληλων χώρων για την ίδρυση κέντρων επεξεργασίας και διάθεσης των επικίνδυνων αποβλήτων.

Ειδικότερα για την Αττική καθώς και για τις βιομηχανίες των περιοχών Οινοφύτων, Σχηματαρίου, Τανάγρας, Θήβας και Ριτσώνας εκπονήθηκε μελέτη για τη διαχείριση των επικίνδυνων, υγρών, στερεών αποβλήτων και των ιλύων. Η μελέτη αυτή δεν έφερε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, διότι δεν υλοποιήθηκε κανένα έργο.

Το ΥΠΕΧΩΔΕ ενέταξε στο Γ! Κ.Π.Σ. (ΕΠΠΕΡ) πρόγραμμα εντοπισμού χώρων ρυπασμένων από επικίνδυνα απόβλητα και αποκατάστασης των χώρων αυτών, ύψους 7,5 εκατ. Ευρώ, ενώ ανέθεσε στο ΕΜΠ να συντάξει τον Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης των Επικίνδυνων Αποβλήτων και Τεχνικές Προδιαγραφές Διαχείρισης αυτών.

Ωστόσο, ακόμη και σήμερα γίνονται αποθέσεις επικίνδυνων αποβλήτων σε χώρους ανεξέλεγκτης διάθεσης οικιακών αποβλήτων, αλλά και παράνομες διαθέσεις επικίνδυνων αποβλήτων. Εξάλλου, η χώρα αντιμετωπίζει πρόβλημα και στον έλεγχο εφαρμογής των σχετικών νομοθετημάτων, επειδή δεν διαθέτει άτομα με εξειδίκευση στο συγκεκριμένο αντικείμενο και μηχανισμούς ελέγχου τέτοιους που να διασφαλίζουν την εφαρμογή όσων προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ε.Ε. οι οποίες διαθέτουν επαρκείς Ειδικές Υπηρεσίες Περιβάλλοντος που έχουν σαν αντικείμενο να διασφαλίζουν την εφαρμογή της σχετικής κάθε φορά νομοθεσίας.

Το καθήκον αυτό, έχει αναλάβει στην χώρα μας η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (ΕΥΕΠ) ενώ παράλληλα καθήκοντα έχουν ανατεθεί στις Υπηρεσίες Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης οι οποίες όμως δε διαθέτουν το απαραίτητο προσωπικό (ούτε αριθμητικά, ούτε σε επίπεδο εξειδίκευσης) για την εκτέλεση ενός τόσο ειδικού έργου. Παράλληλα οι συγκεκριμένες Υπηρεσίες έχουν να αντιμετωπίσουν μία πληθώρα πιεστικών, πολυποίκιλων θεμάτων, τα περισσότερα από τα οποία μικρή σχέση έχουν με το περιβάλλον.

Σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από τις κατά τόπους αρμόδιες αρχές (γραφεία περιβάλλοντος των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων) προκύπτει ότι, από την ετήσια παραγόμενη ποσότητα των επικίνδυνων αποβλήτων:

• Το 76,14% παραμένει αποθηκευμένο στους χώρους παραγωγής του, κάτω από συνήθως ελεγχόμενες συνθήκες και μετά τη χορήγηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία σχετικών για το σκοπό αυτό αδειών.

• Το 22,73% ανακυκλώνεται ως παραπροϊόν, ως εναλλακτικό καύσιμο, είτε ως πρόσθετο σε μικρές ποσότητες στις πρώτες ύλες μίας βιομηχανίας.

• Το 0,12% μεταφέρεται στο εξωτερικό, σε κράτη μέλη της Ε.Ε. για ασφαλή οριστική διάθεση (θερμοκαταστροφή, επεξεργασία, αναγέννηση, ταφή ή άλλης μορφής τελική διάθεση).

• Το 1,01% υφίσταται κάποιας μορφής επεξεργασία (συνήθως σταθεροποίηση ή στερεοποίηση) και διατίθεται ως αδρανές υλικό.

• Τα υγρά επικίνδυνα απόβλητα τα οποία παράγονται από τις διάφορες βιομηχανικές δραστηριότητες, συνήθως υφίστανται επεξεργασία στους τόπους παραγωγής τους.

 

Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται μεν να διοχετεύουν επεξεργασμένα υγρά απόβλητα προκαθορισμένων προδιαγραφών στους τελικούς αποδέκτες, παράλληλα όμως, εξακολουθούν να υφίστανται ποσότητες επικίνδυνων αποβλήτων σε στερεά ή υδαρή μορφή, για τα οποία πρέπει να ληφθεί μέριμνα σχετικά με τον τρόπο διαχείρισής τους και ασφαλούς τελικής τους διάθεσης.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, η διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων αυτή τη στιγμή στη χώρα μας -κατά βάση -περιορίζεται σε ελεγχόμενη προσωρινή τους αποθήκευση στους χώρους παραγωγής τους, αν και τα τελευταία δύο χρόνια λειτουργεί μια μονάδα διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων, η οποία επεξεργάζεται διάφορων τύπων επικίνδυνα απόβλητα και τα μετατρέπει είτε σε δευτερογενές καύσιμο είτε σε πρόσθετο υλικό για την πρώτη ύλη της τσιμεντοβιομηχανίας.

Οι υπόλοιπες ποσότητες, ο τρόπος διαχείρισής των οποίων προαναφέρθηκε, αποτελούν μικρό - σε γενικές γραμμές -ποσοστό των παραγόμενων επικίνδυνων αποβλήτων.

Σχετικά με τη διαχείριση ειδικών κατηγοριών Επικίνδυνων Αποβλήτων [Χρησιμοποιημένα Ορυκτέλαια, Ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές, Πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBʼs)] γνωρίζουμε ότι τα χρησιμοποιημένα PCBʼs, όσο και οι άχρηστες συσκευές, που τα περιέχουν, είτε αποθηκεύονται με ασφαλή τρόπο στο χώρο των μονάδων, μετά από τη χορήγηση σχετικής άδειας από τις αρμόδιες Νομαρχίες, είτε αποστέλλονται στο εξωτερικό για επεξεργασία/τελική διάθεση. 4

Σύμφωνα με την Κοινοτική και Εθνική νομοθεσία το ΥΠΕΧΩΔΕ υποχρεούται να καταρτίσει – σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία – σχεδιασμό απολύμανσης ή και διάθεσης των PCBʼs.5 Για την απόσυρση των PCBʼs/PCTʼs υπάρχει καταληκτική προθεσμία: 31/12/2010, σύμφωνα με την οδηγία 96/59/Ε.Κ. και την ΚΥΑ 7589/731/2000 (ΦΕΚ 514/Β/2000).

Οι παραγόμενες ποσότητες μολυσματικών νοσοκομειακών αποβλήτων, σε επίπεδο χώρας, υπολογίζονται σε 15.000τον./έτος. Από τις περίπου 56.000 ανεπτυγμένες κλίνες στην Ελλάδα, οι 29.000 βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και οι 7.000 στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή στις δύο αυτές πόλεις συγκεντρώνεται το 66%, περίπου, της δυναμικότητας σε κλίνες των νοσηλευτικών ιδρυμάτων της χώρας. Περίπου το 50% των νοσηλευτικών ιδρυμάτων έχουν αποτεφρωτικό κλίβανο. Στην περιοχή της Αττικής λειτουργεί πυρολυτικός αποτεφρωτικός κλίβανος δυναμικότητας 0.5τον./ημέρα, ενώ αναμένεται να τεθεί σε πλήρη λειτουργία ο νέος αποτεφρωτήρας των μολυσματικών αποβλήτων της Αττικής δυναμικότητας 30τον./ημέρα.

Σήμερα η διαχείριση των επικινδύνων αποβλήτων περιορίζεται βασικά στην προσωρινή αποθήκευση στους χώρους παραγωγής τους και στην μεταφορά τους από αδειοδοτημένες ιδιωτικές εταιρίες, σε χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις επεξεργασίας τους ή χώροι τελικής διάθεσης τους.6 Το ποσοστό των επικινδύνων αποβλήτων που μεταφέρεται στο εξωτερικό για τελική διάθεση είναι πολύ μικρό σε σχέση με τις παραγόμενες ποσότητες.

Διασυνοριακή μεταφορά επικίνδυνων αποβλήτων

Ποσότητες επικίνδυνων αποβλήτων που δεν είναι δυνατό να αποθηκευτούν με ασφάλεια για μεγάλα χρονικά διαστήματα, οδηγούνται από ειδικά αδειοδοτημένες για το σκοπό αυτό εταιρείες (έξι τον αριθμό), σε αδειοδοτημένες μονάδες διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων που βρίσκονται σε χώρες κράτη – μέλη της Ε.Ε., όπου και υφίστανται ασφαλή τελική διάθεση (θερμοκαταστροφή, περαιτέρω επεξεργασία, ασφαλή ελεγχόμενη αποθήκευση).

Η μεταφορά τους στο εξωτερικό γίνεται κυρίως με πλοία. Για κάθε μεταφορά τους, πέρα από την άδεια συλλογής και μεταφοράς που πρέπει να διαθέτει η εταιρία στο Νομό, όπου βρίσκονται τα απόβλητα και στο Νομό από όπου θα εξαχθούν, θα πρέπει να διαθέτει και την άδεια διασυνοριακής μεταφοράς από την αρμόδια Υπηρεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ, βάσει των διατάξεων τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 259/93 του Συμβουλίου της 1ης Φεβρουαρίου 1993 σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο-έξοδό τους. Στην άδεια αυτή αναφέρεται επακριβώς το είδος και οι ποσότητες των αποβλήτων, το μέσο μεταφοράς τους και το σημείο εξόδου από τη χώρα, η χώρα προορισμού, η εταιρία αποδοχής των αποβλήτων και ο τρόπος με τον οποίο πρόκειται να διαχειριστούν.7

Η διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων όταν στηρίζεται βασικά στην ελεγχόμενη αποθήκευσή τους στους χώρους παραγωγής τους ή σε άλλους χώρους, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλος τρόπος αντιμετώπισης του συγκεκριμένου προβλήματος, είναι όμως τελείως ανεπαρκής για μεγάλα χρονικά διαστήματα και δημιουργεί αρκετά προβλήματα σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς διαχείρισής των επικίνδυνων αποβλήτων.

Οι παραγωγοί των επικίνδυνων αποβλήτων υποχρεούνται είτε στην προσωρινή ελεγχόμενη αποθήκευσή τους, είτε σε αποστολή των αποβλήτων στο εξωτερικό. Και στις δύο περιπτώσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω αφενός της έλλειψης επαρκών και κατάλληλα διαμορφωμένων χώρων αποθήκευσης τέτοιας μορφής αποβλήτων, αφετέρου της σοβαρής οικονομικής τους επιβάρυνσης.

Οι εμπλεκόμενες δημόσιες υπηρεσίες πιέζονται πολύ συχνά σε εξεύρεση τρόπων διαχείρισης τέτοιας μορφής αποβλήτων, χωρίς η πολιτεία να τους παρέχει τα προβλεπόμενα για το σκοπό αυτό εφόδια.

Οι ιδιωτικού συμφέροντος εταιρείες διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων αντιμετωπίζουν συχνά την απροθυμία ή και την άρνηση των αρμόδιων αρχών άλλων κρατών της Ε.Ε. να δεχθούν τέτοιας μορφής απόβλητα για οριστική διάθεση.

Εν τω μεταξύ και προκειμένου το ΥΠΕΧΩΔΕ να αντιμετωπίσει ένα υπαρκτό και πολύ ευαίσθητο πρόβλημα, στηρίζει ιδιωτικές προσπάθειες δημιουργίας μονάδων επεξεργασίας κάποιων ειδών επικίνδυνων αποβλήτων τα οποία προορίζονται για αναγέννηση, ανακύκλωση, επαναχρησιμοποίηση, ή για παραγωγή εναλλακτικού καυσίμου και προωθεί γενικότερα προσπάθειες που στοχεύουν στη μείωση της ποσότητας αλλά και των χαρακτηριστικών επικινδυνότητας των παραγομένων επικίνδυνων αποβλήτων.

Παράλληλα, χορηγεί μετά από ειδικές διαδικασίες, άδειες διασυνοριακής μεταφοράς (εξαγωγής) επικίνδυνων αποβλήτων σε χώρες κράτη / μέλη της Ε.Ε., όπου τα απόβλητα αυτά οδηγούνται για οριστική διάθεση (θερμοκαταστροφή, αναγέννηση, υγειονομική ταφή, ανάλογα κάθε φορά με το είδος των αποβλήτων) σε εγκαταστάσεις ειδικά αδειοδοτημένες για το σκοπό αυτό.

Η Ελλάδα σύμφωνα με την κοινοτική και εθνική νομοθεσία, είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προστατεύεται η δημόσια υγεία και το περιβάλλον.

Έτσι, είναι επιτακτική και επιβεβλημένη ανάγκη να δοθεί ορθολογική και άμεση λύση για τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων της χώρας με την δημιουργία ανάλογων κέντρων ολοκληρωμένης διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων (οργανωμένο σύστημα συλλογής και μεταφοράς των Ε.Α., εγκαταστάσεις προσωρινής αποθήκευσης, αξιοποίησης (ανακύκλωσης, ανάκτησης), επεξεργασίας και τελικής διάθεσης), καθώς και για την άμεση αποκατάσταση και εξυγίανση χώρων που έχουν ρυπανθεί από επικίνδυνα απόβλητα ή ουσίες, για τον εξοπλισμό και παρεμβάσεις για προεπεξεργασία των επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων στην πηγή, καθώς και για τη λήψη κατάλληλων μέτρων πολιτικής κινήτρων σε παραγωγούς επικίνδυνων αποβλήτων για μείωση, επαναχρησιμοποίηση, ανάκτηση, ανακύκλωση και εξουδετέρωση.

Δίνεται η ευκαιρία και στη χώρα μας να αναμορφώσει άμεσα την ελληνική νομοθεσία ειδικότερα στο πλαίσιο των κατευθύνσεων της θεματικής στρατηγικής της ΕΕ για το έδαφος (με στόχο το έτος 2007) όπου ζητείται η προώθηση και η επίσπευση ανανέωσης της νομοθεσίας που σχετίζεται με την αειφορική διαχείριση των εδαφών.

Η ελληνική νομοθεσία οφείλει να συμπεριλάβει διατάξεις που θα συσχετίζουν ουσιαστικά την ποιότητα των εδαφών (οριακές τιμές ρύπων) και των υπόγειων νερών με τις χρήσεις γης, στη βάση σοβαρών μελετών Εκτίμησης του Περιβαλλοντικού Κινδύνου για το έδαφος και το υπόγειο νερό, αλλά και συστήματος καταγραφής της κατάστασης του περιβάλλοντος, ώστε να μπορούμε να γνωρίζουμε τις εν δυνάμει «απειλές» και να μπορούμε να ελέγχουμε αποτελεσματικά δραστηριότητες που παράγουν επικίνδυνα απόβλητα με σκοπό την πρόληψη της ρύπανσης ή και τον έλεγχο του περιορισμού επικείμενης ζημιάς.

Προς το σκοπό αυτό η ισχύουσα νομοθεσία πρέπει να συμπληρωθεί με τον καθορισμό προδιαγραφών για εθνικό σχεδιασμό και περιφερειακή διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων, αλλά και την εμπλοκή των αρμόδιων περιφερειακών υπηρεσιών στις διαδικασίες έκδοσης αδειών για τη διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων, συλλογής στοιχείων, τήρησης μητρώων, σύνταξης εκθέσεων κλπ. Η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων θα πρέπει να συνοδευτεί από ενίσχυση με εξειδικευμένο προσωπικό και να υπάρξει η αναγκαία πολιτική βούληση.

Ειδικότερα απαιτείται:

Η δημιουργία καταλόγου ρυπασμένων περιοχών σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, όπου θα έχουν καταγραφεί όλα τα χαρακτηριστικά των εδαφών και του υπόγειου νερού, με σκοπό την εξυγίανσή τους.

Η καθιέρωση ενός συστήματος περιβαλλοντικού ελέγχου του εδάφους και των υπόγειων νερών, ώστε ο έλεγχος να γίνεται συστηματικά και να χρησιμοποιεί αναλυτικές ενιαίες μεθόδους για λόγους συγκρισιμότητας των αποτελεσμάτων. z

 

1. Της ανάληψης της ευθύνης, αλλά και του συνεπαγόμενου οικονομικού κόστους αποκατάστασης από τον υπεύθυνο για τη δημιουργία ρύπανσης κατά τη διάρκεια εργασιών διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων.

2. Αρχή της αμεσότητας.

3. ΕΙΣΗΓΗΣΗ της Κολλάνου Σταματίας, Δρ. Χημικού Μηχανικού στο 16ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ 8-10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2004

4. Το μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 89% των μετασχηματιστών και 97% των πυκνωτών με PCBʼs, που υπάρχουν στον ελληνικό χώρο), καθώς και άλλων, συσκευών που περιέχουν PCBʼs, βρίσκονται στην ιδιοκτησία της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού.

5. Υπάρχει σχετική καταγγελία για το θέμα αυτό από την Ε.Ε. και η υπόθεση βρίσκεται στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

6. Στο Νομό Θεσσαλονίκης μέχρι στιγμής υπάρχουν εννέα (9) αδειοδοτημένες εταιρίες συλλογής και μεταφοράς επικινδύνων αποβλήτων και δύο (2) χώροι που διαθέτουν άδεια για προσωρινή αποθήκευση επικινδύνων αποβλήτων και στην Αθήνα, περιοχή Ασπροπύργου, τα τελευταία δύο χρόνια λειτουργεί βιομηχανία επεξεργασίας και αξιοποίησης επικινδύνων αποβλήτων για την παραγωγή κυρίως εναλλακτικών καυσίμων.

7. Ένα σημαντικό πρόβλημα που έχει προκύψει είναι η απαγόρευση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πειραιά να διακινούνται επικίνδυνα απόβλητα από το ομώνυμο λιμάνι, όταν αυτά παράγονται από δραστηριότητες εκτός των διοικητικών ορίων της, με αποτέλεσμα ο μεγαλύτερος όγκος τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων, που προκύπτουν από δραστηριότητες ουσιαστικά ολόκληρης της υπόλοιπης χώρας και μεταφέρονται στο εξωτερικό μέσω ειδικά αδειοδοτημένων εταιριών για την καταστροφή τους, να διακινούνται από το Λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Έτσι τα απόβλητα μεταφέρονται με φορτηγά, διαμέσου της Εθνικής Οδού, διασχίζοντας σχεδόν όλη την Ελλάδα διανύοντας 400-500 χλμ, προκειμένου να φτάσουν στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αυξάνοντας έτσι σημαντικά τις πιθανότητες για την πρόκληση ατυχημάτων και απασχολώντας πλήθος υπηρεσιών όλων των Νομαρχιών, δια μέσου των οποίων διέρχονται.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 85, 9/08

 

 

Επιστροφή