Ενότητα :Κουρουζίδης Σάκης |
Τίτλος : Σάκης Κουρουζίδης, ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ ΕΓΚΩΜΙΟΝ
|
Αρχή κειμένου ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΣΑΚΗΣ ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΗΣ Μέσα σε λίγα χρόνια είχε γίνει μια έκρηξη. Από την πλατεία Αβησσυνίας και τους γύρω δρόμους, η περιοχή των μεταπωλήσεων δεκαπλασιάστηκε σε έκταση και τζίρο. Παρ’ ότι η εποχή της έκρηξης ταυτίζεται με την περίοδο της εισόδου των μεταναστών στην Ελλάδα, η αύξηση δεν συνδέεται με το φαινόμενο αυτό Η ζωή της Αθήνας συνδέθηκε, εδώ και πολλές δεκαετίες, με τη μικρή συνοικία που το όνομά της- Μοναστηράκι- το οφείλει σε μια εκκλησία που χτίστηκε κάπου μεταξύ Ι΄ και ΙΒ΄ αιώνα. Η μικρή αυτή εκκλησία λειτουργούσε και ως μοναστήρι, όπου «ενεκλείοντο προς έκτισιν ποινής περιορισμού αι προεκτρεπόμεναι καλογραίαι, αι οποίαι κατεγίνοντο εις την χειροτεχνίαν, ιδίως των «εργαλείων» που υπήρχον επί τούτω εις τα πολυάριθμα κελία» (Εγκυκλοπαίδεια Πυρσός). Οι εγκυκλοπαίδειες όμως- και ανέτρεξα σε πάρα πολλές δεν ασχολούνται με τον Εβραίο έμπορο Γιουσουρούμ, τον πρώτο παλαιοπώλη του Μοναστηρακίου, οποίο οφείλει και το δεύτερο όνομα της η ιστορική αυτή συνοικία της πρωτεύουσας. Ασχολήθηκε όμως ο ευρωπαϊκής κουλτούρας δήμαρχος της Αθήνας, που αξιοποίησε τις καταγγελίες του κ. Πάγκαλου, σε μια περιοδεία του οποίου, ως υποψηφίου δημάρχου, η συνοδεία του απήλθε κατά ορισμένα πορτοφόλια ελαφρύτερη, ενώ ο ίδιος προσδοκούσε ότι θα έφευγε κατά ορισμένους ψήφους βαρύτερος. Ευκαιρίας δοθείσης- το γνωστό πιστολίδι μεταξύ δύο γειτονικών πάγκων, πριν από ενάμιση περίπου χρόνο- ο κ. δήμαρχος βάλθηκε να «εξυγιάνει» την περιοχή που πλέον είχε επεκταθεί και είχε φτάσει ως τη γέφυρα του Πουλόπουλου και το Γκάζι, ω την πλατεία Δημαρχείου στην Αθηνάς, είχε καταλάβει την Ερμού και τη μισή συνοικία του Ψυρρή, ως και το 1/3 της Πλάκας και του Θησείου. Μέσα σε λίγα χρόνια είχε γίνει μια έκρηξη. Από την πλατεία Αβησσυνίας και τους γύρω δρόμους, η περιοχή των μεταπωλήσεων δεκαπλασιάστηκε σε έκταση και τζίρο. Παρ’ ότι η εποχή της έκρηξης ταυτίζεται με την περίοδο της εισόδου των μεταναστών στην Ελλάδα, η αύξηση δεν συνδέεται με το φαινόμενο αυτό. Πλην ολίγων Ελληνοποντίων και κάποιων ακόμη λιγότερων περιστασιακών ξένων πωλητών, η διόγκωση αυτή οφείλεται σε εγχώριες κοινωνικές διεργασίες. Αφ’ ενός αυξήθηκε το ενδιαφέρον για τα παλιά, εν γένει. Πολύ περισσότερα σπίτια και καταστήματα, σε σχέση με το παρελθόν, εξοπλίζονται με παλιά έπιπλα και «μπιμπελό». Η μεγάλη αυτή ζήτηση, όμως, βρίσκει και μια αυξημένη προσφορά παλαιών αντικειμένων. Πλην ελαχίστων απομιμήσεων που ξεγελούν μόνον αφελείς, η αγορά έχει γεμίσει με παλαιά... αυθεντικά. Που σημαίνει ότι, αφού αυτά δεν παράγονται πλέον σε μαζική παραγωγή, κάποιοι να ξεπουλούν και τα ξεφορτώνονται. Υπάρχει, δηλαδή, μια μεγάλης κλίμακας μεταφορά παλαιών αντικειμένων από μια κατηγορία σπιτιών σε μια άλλη, ή σε πολλές άλλες. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για προτίμηση στο παλιό, αλλά σε αντικείμενα μια ορισμένης αισθητικής, τα οποία η μαζική παραγωγή δεν προσφέρει πλέον. Τα αντικείμενα που εκποιούνται σήμερα από τους κληρονόμους των παλαιότερων γενιών κάποτε αποτελούσαν την κυρίαρχη αισθητική. Οι άνθρωποι έχτιζαν μόνοι τους και συμμετείχαν άμεσα στην κατασκευή των σπιτιών τους, έδιναν «παραγγελία» τα έπιπλα, «ράβονταν» στο ράφτη, έβαζαν, δηλαδή, την προσωπική τους αισθητική άποψη και σφραγίδα στα ατομικά και οικιακά τους αντικείμενα. Τα «ετοιματζίδικα» ήταν ταυτόσημα των κακόγουστων και των κακοφτιαγμένων. Σήμερα ο δείκτης κατοχής σπιτιών από τους ενοίκους τους- ο υψηλότερος στην Ευρώπη- τείνει να εξομοιωθεί με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς, ενώ ακόμα και αυτοί που ζουν σε ιδιόκτητο σπίτι όλο και πιο συχνά το αγοράζουν ετοιμοπαράδοτο, χωρίς να έχουν επηρεάσει τη δομή και την αισθητική του. Έτσι κι αλλιώς η πολυκατοικία ελάχιστα περιθώρια ιδιαίτερων επιλογών προσφέρει. Τα σπίτια, τα έπιπλα, τα στολίδια των σπιτιών όλο και πιο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους. Οι δυνατότητες να καταφύγει κάποιος σε αντικείμενα έξω από τη μαζική παραγωγή είτε είναι απαγορευτικές ως κόστος είτε αφορούν προϊόντα απλώς διαφορετικά, αφού έχουν παραχθεί- πάντα με τις διαδικασίες της μαζικής παραγωγής- σε μια μακρινή χώρα, συνήθως της ανατολής, πέρα και έξω από την τοπική αισθητική, με όση ευρύτητα και αν τη δει κανείς. Αφ’ ενός, λοιπόν, η μαζική παραγωγή εξωθεί σε μια ανακατανομή των παλιών αντικειμένων και τροφοδοτεί έτσι τον τζίρο των παλαιοπωλείων. Αφ’ ετέρου, η αγορά του Γιουσουρούμ, στη μεγάλη της αιχμή, τροφοδοτήθηκε και από είδη «δεύτερης διαλογής»- καινούργια, δηλαδή, που κρίνονται ελαττωματικά από τα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες παραγωγής. Όμως, επειδή κατακλύστηκε κυριολεκτικά το Μοναστηράκι από παρόμοια είδη, είτε ο ποιοτικός έλεγχος λειτούργησε αυστηρά- πράγμα μάλλον απίθανο- είτε στήθηκε ολόκληρος κλάδος παραγωγής προϊόντων «δεύτερης διαλογής»- το πλέον πιθανό. Το κακό μάλλον παράγινε και έγινε λόγος για εκτεταμένη παραοικονομία. Έτσι κάπως ήταν η κατάσταση όταν ο κ. Αβραμόπουλος αποφάσισε να παρέμβει δραστικά. Μετά το προαναφερθέν επεισόδιο, έστειλε, για πολλές Κυριακές στη σειρά, τα ΜΑΤ να αποκλείσουν την περιοχή, εμποδίζοντας κάθε πλανόδιο να πλησιάσει στην ευρύτερη ζώνη. Η επιχείρηση στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Το Μοναστηράκι επανήλθε στα προ εικοσαετίας όριά του, δηλαδή ου υπαίθριοι περιορίστηκαν στην πλατεία Αβησσυνίας και στην οδό Άστιγγος. Όλοι οι υπόλοιποι απομακρύνθηκαν. Ένα μέρος από την αγορά αυτή μεταφέρθηκε στην πλατεία Ιπποδαμείας στον Πειραιά, αλλά το κυρίως τμήμα εγκαταστάθηκε στην παλιά χωματερή του Σχιστού. Έξω και μακριά από τη δημόσια εικόνα της πόλης. Στο όνομα, λοιπόν, της αισθητικής εξυγίανσης και όχι της πάταξης της φοροδιαφυγής από την εκτεταμένη παραοικονομία έγινε η παρέμβαση από τον κ. Δήμαρχο. Η στάση του ευθέως υπονοεί ότι αυτό το αλισβερίσι είναι έξω από τα σύγχρονα ήθη της πόλης και ότι πρέπει να διατηρηθεί ένα μικρό τμήμα του ως αξιοθέατο απλώς, και το υπόλοιπο, «έξω από δω», μακριά από τα όμματα των πολιτών και των επισκεπτών. Για το αισθητικό μέρος απλώς να αναφέρω ότι σε όλες τις μεγάλες δυτικοευρωπαϊκές πόλεις (Παρίσι, Βερολίνο, Λονδίνο...) υπάρχουν μεγάλες και κεντρικές «ζώνες ελεύθερης παραοικονομίας». Εκτός από τα καταστήματα που παίζουν το ρόλο αυτό, «εντός» των φορολογικών κανόνων της κάθε χώρας, υπάρχουν οι χώροι στους οποίους ο καθένας- είτε κατ’ επάγγελμα είτε περιστασιακώς- μπορεί να απλώσει την κουρελού του και να εκθέσει την πραμάτεια του. Και τι εκτίθεται συνήθως εκεί από τους περιστασιακούς παλαιοπώλες; Όταν, για οποιοδήποτε λόγο, αλλάζουν έπιπλα, σκεύη ή απόψεις για κάποια θέματα και δεν επιθυμούν να κρατήσουν ένα τμήμα της βιβλιοθήκης τους ή, ακόμη, κληρονομούν ορισμένα αντικείμενα που δεν μπορούν να εντάξουν στο σπιτικό τους, αντί να βγάλουν στους κάδους ή να τα στείλουν για ανακύκλωση, τ εκθέτουν στις αναζητήσεις του κάθε ενδιαφερόμενου. Πέρα από την περιορισμένη, άλλωστε, οικονομική διάσταση αυτών των συναλλαγών, υπάρχει και ο χρηστικός τους ρόλος και ο πολιτισμικός, ευρύτερα. Δεν πετιέται τίποτα που να έχει τη μικρότερη, έστω, αξία ή χρησιμότητα. Εξαρτήματα συσκευών, εργαλείων, επίπλων κ.λπ., που δεν παράγονται πλέον, μόνον εκεί μπορούν να βρεθούν και δεν καθίστανται έτσι συνολικά «άχρηστα». Πριν από την ανακύκλωση και την πολτοποίηση, το βιβλίο θα βρει τον ειδικών απαιτήσεων αναγνώστη, το μελετητή ή έστω το συλλέκτη. Οι κατ’ επάγγελμα πλανόδιοι παλαιοπώλες, αυτοί με άδεια παλαιοπώλη, που πληρώνουν φόρο και τέλη κατάληψης πεζοδρομίου από τον πάγκο ή την κουρελού τους (!) στο δήμο, αυτοί που γυρίζουν και ψάχνουν ό,τι πεταμένο στους δρόμους, στους κάδους ή και στις χωματερές, διασώζουν πολύτιμα αντικείμενα, ενίοτε πολιτιστικούς θησαυρούς, αρχεία, σπάνιες εκδόσεις και άλλα μικροαντικείμενα και επιτελούν ένα σπουδαίο πολιτισμικό έργο. Επιπλέον, όταν το κύριο βάρος των συναλλαγών που αφορούν παλαιά είδη γίνεται στον υπαίθριο χώρο, αποτρέπεται έτσι και η διοχέτευση κλοπιμαίων, γιατί το ρίσκο από τη δημόσια έκθεση θα ήταν πολύ μεγάλο. Ο κ. Αβραμόπουλος λειτούργησε με τη νοοτροπία του νεόπλουτου, πετώντας ό,τι παλιά και επιδεικνύοντας, όπως τα Rolex και τις χρυσές καδένες οι νεόπλουτοι, τα σιντριβάνια, τις επιγραφές στις εισόδους της πόλης και τα κάγκελα στα πεζοδρόμια ως δείγματα της νέας αισθητικής του. Είναι αλήθεια ότι ο χώρος περί το Μοναστηράκι είχε φτάσει σε μια προβληματική κατάσταση. Ήθελε κάποια «ανακαίνιση», κάποια «αναπαλαίωση». Ο κ. Δήμαρχος προτίμηση στην κατεδάφιση. Η, μάλλον, κράτησε ένα μικρό μέρος της πρόσοψης και το άλλο το έστειλε στη χωματερή. Όταν με το καλό η Αθήνα αποκτήσει και πάλι τις πλατείες της, αν ποτέ τελειώσει το μετρό και αποσυρθούν τα δεκάδες εργοτάξια που τις κατέλαβαν, θα μπορούσε να «θυσιαστεί» κάποια για τους «παλιατζήδες». Έτσι κι αλλιώς, ο κύκλος των παλιών αντικειμένων θα βαίνει μειούμενος, ύστερα από κάποια χρόνια; αφού ό,τι παράγεται σήμερα κατά κανόνα αχρηστεύεται πριν παλιώσει. Η τεχνολογία έκανε το πολιτισμικό της άλμα και βρίσκεται ήδη στον αστερισμό των προϊόντων μιας χρήσης. Τα προϊόντα πολλών και πολλαπλών χρήσεων, πριν γίνουν μουσειακά είδη, μπορούν ακόμη να παίξουν ένα ρόλο στη ζωή μας, όχι ως παλαιά αλλά ως φυσικά, ως χειροποίητα ή ως δείγματα μιας ιδιαίτερης αισθητικής στην οποία ενυπάρχει το προσωπικό στοιχείο ως βίωμα και ως επιλογή. «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ» 6.4.1997 |
                     |