Ενότητα :Τεύχος 87, Νοέμβριος 2008 |
Τίτλος : Χουσιανάκου Μάρθα, Τουρισμός, παραθερισμός και χωροταξία: διλήμματα και προκλήσεις
|
Αρχή κειμένου Μάρθα Χουσιανάκου, Χωροτάκτης και Πολεοδόμος, πρώην πρόεδρος ΣΕΠΟΧ. Το σχέδιο Κοινής Υπουργικής Απόφασης (Κ.Υ.Α.), για το Ειδικό Πλαίσιο Τουρισμού όπως δημοσιοποιήθηκε και δόθηκε για διαβούλευση συνάντησε έντονη αρνητική κριτική. Η κριτική στο σχέδιο κυρίως επικεντρώθηκε στην κυριαρχία επί του σχεδίου ΚΥΑ της υιοθέτησης νέου τύπου τουριστικών αναπτύξεων που θα διευκολύνουν τη δόμηση για «παραθεριστική κατοικία» και όχι η κριτική αντιμετώπιση των προβλημάτων για προστασία και ανάδειξη ως παράγοντα «βιώσιμης ανάπτυξης» του έχοντος ιδιαίτερη θέση στη παγκόσμια αγορά ελληνικού τουρισμού, τουρισμού ιδιαίτερα συνδεδεμένου με διαχρονικής αξίας και ελκυστικότητας και ιδιαίτερα ευαίσθητους και διεσπαρμένους χωρικά πόρους. Το θέμα της δόμησης για παραθεριστική κατοικία και η δημιουργία νέων παραθεριστικών οικισμών, η σχέση της με τον ολοκληρωμένο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμού και τον έλεγχο του ΣτΕ ταλανίζει χρόνια την ελληνική πολιτεία. Η ελληνική νομοθεσία έχει αναπτύξει πλήθος εργαλείων και ρυθμίσεων για το θέμα αυτό (Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί, Ιδιωτική πολεοδόμηση, ΠΕΡΠΟ, κλπ.) ενώ μόνο πρόσφατα (2003) μέσω των περιφερειακών χωροταξικών πλαισίων άρχισε μια πιο ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της. Όλα αυτά τα εργαλεία μέχρι σήμερα αντιμετωπίζουν την παραθεριστική κατοικία ως ιδιωτική οικιστική ανάγκη και όχι ως τουριστική δραστηριότητα και την εντάσσουν, έστω και ενίοτε αποσπασματικά, στο πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό. Αυτό εξάλλου απαιτεί η επιστημονική αντιμετώπιση και ανέκαθεν αυτό πράττουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες με παράδοση στο σχεδιασμό. Αντίθετα το θέμα της τουριστικής κατοικίας, σαφώς διαχωριζόμενο από το θέμα της παραθεριστικής κατοικίας σε πλείστα σημεία με κυρίαρχα αυτά της «ξεχωριστής ιδιοκτησίας της γης» και της τουριστικού τύπου μίσθωσης, είναι θέμα υπαρκτό και αναγκαίο με σαφή απάντηση και νομοθετικές ρυθμίσεις από την τουριστική νομοθεσία (χρονομεριστική ή μακροχρόνια μίσθωση κλπ.) στην Ελλάδα και διεθνώς. Η πίεση της χρηματαγοράς και της κατασκευαστικής «βιομηχανίας» των τελευταίων χρόνων για την υπερεκμετάλλευση του τομέα της κατοικίας σ’ όλα τα είδη της μέσω της «βιομηχανίας» της γνωστής «τοξικής δανειοδότησης» της αγοράς έχει οδηγήσει στην «απαίτηση» της με κάθε μέσο απελευθέρωσης των χωροταξικών, πολεοδομικών και περιβαλλοντικών δεσμεύσεων για την εκμετάλλευση περιοχών «φιλέτων» τόσο ως προς τις τιμές γης όσο και ως προς την ελκτικότητά τους ως 2η κατοικία όχι μονοδιάστατα παραθεριστική (π.χ. για συνταξιούχους, κατοίκους πόλεων, εργαζόμενους ως «free lance» σε συνδυασμό με το Internet). Η ευρωπαϊκή κοινότητα και η κοινοτική αγορά, με τα γνωστά χαρακτηριστικά «ευ ζην στο νότο και εργασία στο βορρά» και τα ανοιχτά σύνορα υπήρξε χώρος κατ’ εξοχή προσφερόμενος για την προαναφερθείσα περίοδο «παχυλών αγελάδων» στον εύκολο (τοξικό πια) δανεισμό. Όλες οι χώρες του νότου της ευρωπαϊκής ένωσης, με ανεπτυγμένη ή μη αμιγή τουριστική αγορά, υπέστησαν τις πιέσεις και διαμόρφωσαν αντίστοιχες πολιτικές και απαντήσεις στα κρίσιμα θέματα που έθεσε η κατασκευαστική αγορά παραθεριστικής κατοικίας στην οικιστική ανάπτυξη, στην αλλαγή της χρήσης της γης, στην ιδιοκτησία της γης , τη λειτουργία πολύ-πολιτισμικών τοπικών κοινοτήτων (τόσο από άποψη κοινωνικής συνοχής όσο και δημόσιων υπηρεσιών και επενδύσεων π.χ. υποδομές σχολικής εξυπηρέτησης πληθυσμών με άλλη γλώσσα κλπ.) και τέλος στον τουρισμό τόσο από την άποψη της δραστηριότητας (μείωση της ζήτησης) όσο και των τουριστικών πόρων (υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της πολιτισμικής κληρονομιάς και ταυτότητας). Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τις μεγάλες τουριστικές χώρες (π.χ. Γαλλία – Ελβετία – Αυστρία – Ιταλία) και υιοθετήθηκαν και από την Ευρωπαϊκή Ένωση αφορούσαν την προστασία των πόρων που απειλούσε η κατασκευαστική φρενίτιδα με προώθηση θεσμικής προστασίας των ακτών και των βουνών (lois Littoral et de la Montagne για τη Γαλλία) ή πολιτικών εναλλακτικού ήπιου τουρισμού και προώθηση της ζήτησης σε ανακαίνιση / ανακατασκευή του «παγωμένου» δυναμικού των πολλαπλών φθινόντων οικισμών της «ενδοχώρας». Εξαίρεση απετέλεσε η Ισπανία που εφάρμοσε μία αμφισβητούμενη πολιτική που περισσότερο κινήθηκε από την ανάγκη της να «λύσει» τα προβλήματα των κατεστραμμένων περιβαλλοντικά και τουριστικά από τις δεκαετίες του ’60-’70 ακτών της στη Μεσόγειο και να τις ξανατοποθετήσει στην «τουριστική αγορά» έστω και με μειωμένη αξία παρά από την μέριμνα χωροταξικής πολιτικής αειφορικής διαχείρισης των ακτών της όπως επιτάσσουν οι κοινοτικές κοινές πολιτικές με τις οποίες βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση. Η χρηματοοικονομική κρίση που ακολούθησε σήμερα, κάνει αυτή την πολιτική να χαρακτηρίζεται πλέον ως καταστροφική και όχι μόνο για το περιβάλλον.’ Η Ελλάδα, τουριστική ευρωπαϊκή χώρα με υψηλό δείκτη φόρτου (1,32 τουρίστες ανά κάτοικο σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού έναντι 1,16 της Γαλλίας πρώτης τουριστικής αγοράς παγκοσμίως) απέφυγε μέχρι σήμερα τα προβλήματα και διλήμματα που προαναθέρθηκαν χωρίς να της λείψουν και «ενδιάμεσα» εργαλεία ανάπτυξης «τουριστικής κατοικίας» που απαντούσαν στις «τάσεις» της αγοράς χάριν σε, έστω και περιστασιακές, χωροταξικές ρυθμίσεις. Θα ήταν επομένως ιδιαίτερα ατυχές σήμερα που έχουμε απτά τα αποτελέσματα και τις αιτίες της επενδυτικής φρενίτιδας της «2ης Κατοικίας για τους Ευρωπαίους του Βορρά» και ταυτόχρονα την ευκαιρία ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού στο όνομα της «βιώσιμης ανάπτυξης», κατ’ εξοχή αναγκαίας για το είδος των δικών μας πόρων και στρατηγικά απαιτούμενης με βάση όλες τις σύγχρονες αναλύσεις, να προχωρήσουμε στην κατεύθυνση των ρυθμίσεων του Ειδικού Πλαισίου Τουρισμού για τις «σύνθετες αναπτύξεις τουριστικών υποδομών και σταθερού παραθερισμού» τόσο ως τομεακή τουριστική πολιτική όσο και ως επιλογή χωρικής ανάπτυξης. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 87, 11/08 |
                     |