Ενότητα :Τέύχος 88, Δεκέμβριος 2008 |
Τίτλος : Δημητρακούδη Φάνη: Εκπαιδεύοντας τον πολίτη
|
Αρχή κειμένου Φανή Δημητρακούδη Εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η προσπάθεια για μια ευρωπαϊκή ενοποίηση επιχειρείται μεταξύ άλλων και στον τομέα της διάχυσης της επιστημονικής γνώσης στο κοινό με φορέα τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Η διάχυση της επιστημονικής γνώσης εννοείται με την ευρύτερη έννοια, στο πεδίο της οποίας ασφαλώς εμπίπτει και η θεματική της οικολογίας και του περιβάλλοντος. Από τον περασμένο Απρίλιο βρίσκεται σε εξέλιξη το κοινό ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα (AVSA) το οποίο τελεί υπό την αιγίδα του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου και χρηματοδοτείται από την Κομισιόν. Ακόμη τέσσερα πανεπιστήμια συμμετέχουν σε αυτό, το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου που εκπροσωπεί τη χώρα μας, το Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου, το Πανεπιστήμιο του Όσλο καθώς και η Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών. Η συγκεκριμένη έρευνα δεν παραλείπει ωστόσο να εξετάσει και να αναδείξει τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβάνοντας στις υπό εξέταση χώρες τη Γερμανία, την Αυστρία, τη Σουηδία, την Κύπρο, τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Ρουμανία, την Εσθονία, 17 χώρες συνολικά. Στόχος του προγράμματος είναι κατ’ αρχήν να αναλυθεί το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο στην Ευρώπη σε ότι αφορά τις εκπομπές που σχετίζονται με τις επιστήμες και την τεχνολογία κατά κατηγορίες και αριθμό προγραμμάτων. Το 2010 που λήγει το συγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα θα υπάρχει ευκρινής η αποτύπωση του τι συμβαίνει στον χώρο και θα εξαχθούν τα συμπεράσματα για τα κριτήρια με τα οποία το κοινό επιλέγει κάποιες εκπομπές που προτιμά έναντι άλλων στον τομέα της επιστημονικής ενημέρωσης και τεχνολογίας. Έτσι θα καταστεί ευκολότερη η παραγωγή ελκυστικών προγραμμάτων, αφού θα έχει εκτιμηθεί η πρόσληψη τους από το κοινό. Θα προηγηθεί η συγκέντρωση δεδομένων που θα καταμετρούν τη σύνδεση των επιστημονικών εκπομπών με την καθημερινή ζωή, τις τυχόν ελλείψεις στην ενημέρωση, τις πιθανές παραλείψεις, το κοστολογικό τους προφίλ, την τελική προσβασιμότητα τους. Έτσι θα αναδειχτούν και οι μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών διαφορές στη διάχυση της επιστημονικής γνώσης όπως και οι αιτίες που τις προκαλούν, με στόχο να περιοριστεί το ενδεχόμενο χάσμα που κάνει ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες να μειονεκτούν έναντι των υπολοίπων. Ο καθηγητής Βασίλης Κουλαϊδής ως επικεφαλής στη Μονάδα Ανάλυσης και Ανάπτυξης Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων και Υλικού του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου επισημαίνει το μέγεθος του χάσματος στο συγκεκριμένο θέμα ιδιαίτερα μεταξύ μεσογειακών και σκανδιναβικών χωρών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ενώ η Φιλανδία καταγράφει 160 ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές επιστήμης και τεχνολογίας η Ελλάδα να διαθέτει μόλις πέντε. Οι δύο χώρες διαφέρουν επίσης και στην ακροαματικότητα των εκπομπών αυτών, με τους Φιλανδούς να επιζητούν προγράμματα εκπαιδευτικού χαρακτήρα, καθιστώντας τα συγκεκριμένα προγράμματα ιδιαιτέρως δημοφιλή. Την ίδια ώρα, ενώ η χώρα μας συμμετέχει επισήμως στα ευρωπαϊκά εθνικά δίκτυα για την προώθηση της επιστήμης και της τεχνολογίας, ουδείς εκπρόσωπος μας εμφανίζεται στις συναντήσεις των δικτύων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να δημιουργήσει ένα ευρύτερα ευνοϊκό κλίμα για την προαγωγή των επιστημών, προσβλέποντας στη δημιουργία μεγαλύτερου αριθμού στελεχών που θα δώσουν ώθηση στην επιστημονική παραγωγή στην Ευρώπη. Γι αυτό επιδιώκει να αναπτύξει μια επικοινωνιακή πολιτική που θα ενθαρρύνει την εξειδικευμένη δημοσιογραφία προκειμένου να διευκολυνθεί η γενικότερη παιδεία και η εξοικείωση του ευρύτερου κοινού σε θέματα επιστήμης. Στο πλαίσιο αυτό έχει αξία να αναφέρουμε τη σημασία που θα πρέπει να δώσουμε στην χώρα μας στην προβολή της οικολογίας μέσω των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, καθώς τα κρίσιμα θέματα του περιβάλλοντος και της διαχείρισης των φυσικών πόρων εξακολουθούν να υποεκτιμούνται από την κεντρική πολιτική σκηνή, την ώρα που η περιβαλλοντική παιδεία εναπόκειται στον πατριωτισμό των εκπαιδευτικών και στις εκστρατείες συγκεκριμένων ΜΚΟ. Δυστυχώς η ελληνική πολιτεία συνεχίζει να εμφανίζεται αμήχανη και αναβλητική στο χειρισμό των οικολογικών προβλημάτων. Επιμένει πεισματικά να μη διαθέτει ξεχωριστό Υπουργείο Περιβάλλοντος, ενώ αναφορικά με την επιστημονική έρευνα να διαθέτει σε αυτήν μόλις το 0,2% του ΑΕΠ. Δύο πραγματικότητες που από μόνες τους συνιστούν αξιόπιστο δείκτη για τις προτεραιότητες και τη νοοτροπία που μας καταδικάζουν στο να σωρρεύουμε ως χώρα εξακολουθητικά αρνητικά ρεκόρ σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 88, 12/08 |
                     |