Ενότητα :Τέύχος 88, Δεκέμβριος 2008 |
Τίτλος : Κωστόπουλος Δημήτρης. ΟΙΚΟΪΣΤΟΡΙΑ: Η Ευρώπη στους Τροπικούς
|
Αρχή κειμένου «Όταν τα πολιτισμένα κράτη έρχονται σε επαφή με βαρβάρους η πάλη είναι σύντομη, εκτός αν κάποιο πολύ άσχημο κλίμα βοηθήσει τους ιθαγενείς» Δαρβίνος Το μεγάλο αποικιακό ευρωπαϊκό ρεύμα αναπόφευκτα κατευθύνθηκε και προς τους τροπικούς που έμοιαζαν να είναι γη που εύκολα θα μπορούσε να κατακτηθεί, αλλά οι ιδιαιτερότητες του οικοσυστήματος γρήγορα όρθωσαν εμπόδια που ζεμάτισαν το χέρι που είχε απλωθεί πάνω τους . Μπορούμε συνοπτικά να ταξινομήσουμε τους τροπικούς σε τρεις ζώνες. Στην πρώτη ανήκαν οι ερημικές περιοχές που άφηναν αδιάφορους τους Ευρωπαίους, εκτός και εάν αυτές είχαν πλούσιο υπέδαφος αλλά και τότε η παρουσία ήταν περιορισμένη. Το κλίμα των σχετικά υγρών και ψυχρών ορεινών περιοχών της δεύτερης τροπικής ζώνης που ήταν φιλικό για τους λευκούς, είχε και την προτίμηση των αυτοχθόνων πληθυσμών που είχαν εγκατασταθεί εκεί σε τέτοιους αριθμούς, έτσι ώστε να μην είναι εύκολο να εξοντωθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα οροπέδια του Μεξικού, όπου η αριθμητικά ισχυρή παρουσία των Ισπανών, δεν κατάφερε να εκτοπίσει τους αυτόχθονες Ατζέκους και αναμείχθηκαν μαζί τους. Σήμερα το Μεξικό είναι μια χώρα μιγάδων. Μοναδική εξαίρεση ίσως είναι τα οροπέδια της Κοσταρίκα όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει ευρωπαϊκή καταγωγή. Οι ζεστές και πλούσιες σε νερά περιοχές της τρίτης ζώνης, ήταν αυτές που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Οι τροπικοί της Αφρικής και της Αμερικής για τα προϊόντα τους όπως το πιπέρι και η ζάχαρη, αλλά και τους σκλάβους τους, ενώ η Νότια Ασία γιατί είχε μεγάλες εκτάσεις εύφορων εδαφών με εκατομμύρια παραγωγικά αποδοτικών ανθρώπων, συνηθισμένων να υπηρετούν τις ελίτ. Αλλά και εκεί, αν και τις λεηλάτησαν δεν κατάφεραν ποτέ να δημιουργήσουν μεγάλες ευρωπαϊκές κοινότητες. Το πολύ ζεστό και υγρό κλίμα της τροπικής Ασίας και ο ιδρώτας ήταν το ένα πρόβλημα, αλλά το σημαντικότερο ήταν το πλήθος των μικροοργανισμών με το οποίο είχαν μάθει να συμβιώνουν οι τοπικοί πληθυσμοί. Οι Ευρωπαίοι όπως παρατηρεί ο Alfred Crosby έμοιαζαν με απροστάτευτα μωρά στα δάση της Ινδοκίνας. Επίσης το κλίμα, οι ασθένειες και τα ελεύθερα ήθη των αποικιών αποθάρρυναν τις Ευρωπαίες από το να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και με τους Σταυροφόρους στους Αγίους Τόπους. Αλλά χωρίς την παρουσία δυτικών γυναικών ήταν αδύνατον οι Ευρωπαίοι να ανταγωνιστούν δημογραφικά τους πυκνούς αυτόχθονες με μεγάλη σωματική αντοχή, δυναμικούς πολιτισμούς. Χαρακτηριστική εξαίρεση αποτελεί και εδώ η Σιγκαπούρη που είχε δημιουργηθεί από τους λευκούς αλλά δεν ήταν παρά ένας μεγάλος σημειακός διαμετακομιστικός σταθμός με το σε επίπεδο πόλης, ευρωπαϊκό περιβάλλον. Τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά στην ζεστή και υγρή Αφρική. Εκεί δεν υπήρχε το εμπόδιο των πυκνών και δυναμικών πολιτισμών αλλά ένα τελείως εχθρικό οικοσύστημα τόσον προς τους ευρωπαίους, όσον και απέναντι στις δυτικού τύπου γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Οι καχεκτικές σοδειές από την αποσύνθεση λόγω υπερβολικής υγρασίας και λεηλασίας από την πολύμορφη πανίδα και η εξόντωση των κατοικίδιων από τα παράσιτα όπως αυτό της τρυπανοσωμίασης, εμπόδισαν την μονίμου τύπου, εδαφικής κυριαρχίας, εγκατάσταση. Οι σκληρά δοκιμαζόμενοι από τις τροπικές ασθένειες, όπως ο κίτρινος και ο ελώδης πυρετός αλλά και μια ολόκληρη συλλογή από παρασιτικές έλμινθες, Ευρωπαίοι δεν είχαν άλλη δυνατότητα παρουσίας από αυτήν του τυχοδιώκτη, έμπορου τοπικών προϊόντων και σκλάβων. Όταν κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα το φιλελεύθερο ρεύμα που είχε αναπτυχθεί στην Αγγλία και τις ΗΠΑ, έκανε τις πρώτες προσπάθειες χειραφέτησης των σκλάβων, αποφασίστηκε οι απελευθερωμένοι δούλοι και για να αποφευχθούν οι φυλετικές διαμάχες, να μεταφερθούν στις αποικίες της Δυτικής Αφρικής, στην Λιβερία και την Σιέρα Λεόνε. Μεταξύ του 1820 και του 1843 το 21 % των μεταναστών που ήταν όλοι μαύροι ή μιγάδες πέθαναν κατά τον πρώτο χρόνο παραμονής τους. Ακόμα και τα αφρικανικά γονίδια δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν στην δύσκολη Αφρική. Οι δυτικοί άποικοι δεν κατόρθωσαν να επιβληθούν μέχρι τον 19ον αιώνα την εποχή του άφθονου φτηνού κινίνου και της επαναληπτικής καραμπίνας, όταν επανήλθαν επιστημονικά και τεχνολογικά εξειδικευμένοι από τις εμπειρίες της αρχικής παρουσίας, ώστε να καταφέρουν τελικά κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα να έχουν μόνιμη ισχυρή και βιώσιμη παρουσία. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 88, 12/08 |
                     |