Ενότητα :Τεύχος 89. Ιανουάριος 2009 |
Τίτλος : Ζιάκα Γιολάντα: Πώς το εθιμικό δίκαιο μπορεί να σώσει το παρθένο δάσος: δράση των χωρικών στην επαρχία Toro, στην Ινδονησία
|
Αρχή κειμένου Πώς το εθιμικό δίκαιο μπορεί να σώσει το παρθένο δάσος: δράση των χωρικών στην επαρχία Toro, στην Ινδονησία Γιολάντα Ζιάκα Σ’ ολόκληρο τον κόσμο, τα παρθένα δάση αποψιλώνονται με ταχύτατους ρυθμούς. Παρθένα είναι τα «ανέπαφα» δάση, αυτά που δεν έχουν υποστεί ανθρώπινη εκμετάλλευση σε βαθμό που να αλλοιωθούν. Οι τρεις μεγάλες ζώνες τροπικών παρθένων δασών βρίσκονται στη Βραζιλία (στην Αμαζονία), στο Κογκό και στην Ινδονησία. Αυτές οι περιοχές περικλείουν πάνω από τα δύο τρίτα των παρθένων δασών του πλανήτη. Η Ινδονησία έχανε 1,8 εκατομμύρια εκτάρια δάση κάθε χρόνο, ανάμεσα στο 2000 και το 2005. Πέρα από την ανεπανόρθωτη βλάβη για το περιβάλλον (καταστροφή της βιοποικιλότητας, αυξημένες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου), η αποδάσωση αυτή, που γίνεται συνήθως προς υπό την πίεση μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, δεν αποφέρει κανένα οικονομικό όφελος στους αυτόχθονες πληθυσμούς, που πολύ συχνά αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να ψάξουν για δουλειά αλλού για να επιζήσουν. Στα βουνά του κεντρικού τμήματος του νησιού Celebes της Ινδονησίας (Sulawesi στα Ινδονησιακά, ένα από τα τέσσερα μεγαλύτερα από τα νησιά Sunda, ανατολικά του Βόρνεο και νότια από τις Φιλιππίνες), βρίσκεται η επαρχία Toro, περιοχή με εκτεταμένο πρόβλημα αποδάσωσης. Στην επαρχία αυτή οι αγρότες κατάφεραν, το 2000, να πάρουν ξανά στα χέρια τους τη διαχείριση της γης τους που είχε περιέλθει στη δικαιοδοσία του κράτους. Ξεκίνησαν και πάλι να τη διαχειρίζονται με τους πατροπαράδοτους τρόπους. Μετά από έξι χρόνια ο απολογισμός ήταν ιδιαίτερα θετικός: η δράση τους είχε θεαματικά αποτελέσματα για την προστασία του περιβάλλοντος και την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και για την κοινωνική ζωή του τόπου. Τον Οκτώβριο του 1991, η κυβέρνηση της Ινδονησίας αποφάσισε να επιτάξει 18.360 από τα συνολικά 22.950 εκτάρια που αποτελούσαν την παραδοσιακή γη του Toro, για να τα εντάξει στο Εθνικό Πάρκο Lore Lindu, συνολικής έκτασης 229.000 εκταρίων. Απώτερος στόχος της κυβέρνησης ήταν να δημιουργήσει στην περιοχή αυτή έναν από τους «πνεύμονες της βιόσφαιρας». Η περιοχή θα προστατευόταν από ειδικό νομοθετικό πλαίσιο, καθώς και από Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών και της ΟΥΝΕΣΚΟ, που ήδη από το 1977, την είχε ορίσει ως προστατευμένη περιοχή. Όμως, οι γεμάτες καλές προθέσεις κυβερνητικές εξαγγελίες δεν ακολουθήθηκαν από ανάλογες πρακτικές. Μετά την κυβερνητική απόφαση, πολύ σύντομα ξεκίνησε μια άναρχη υλοτόμηση των πανάρχαιων δασών του Toro. Μεγάλες επιχειρήσεις εξασφάλισαν επίσημες κυβερνητικές επίσημες άδειες για να εκμεταλλευτούν την ξυλεία με τον τρόπο που ήθελαν. Πολλοί χωρικοί, ελπίζοντας σε έναν καλό μισθό, έγιναν δασικοί εργάτες για λογαριασμό των επιχειρήσεων αυτών, κερδίζοντας 4,30 ευρώ για κάθε κυβικό μέτρο δάσους που ξεχέρσωναν. Η κοινότητα των Toro πενθούσε. Παραδοσιακά, για τους κατοίκους του Toro, το δάσος αποτελεί πηγή κάθε ζωής. Η καταστροφή του ισοδυναμεί με πράξη αυτοκτονίας. Η αποδάσωση είχε ήδη πάρει μεγάλες διαστάσεις, ενώ η διοίκηση του εθνικού πάρκου αδιαφορούσε για τη συνεχιζόμενη καταστροφή, όταν κάποιοι αγρότες του Toro επιχείρησαν να ξαναδώσουν ζωή στο εθιμικό δίκαιο και να εφαρμόσουν και πάλι την προγονική γνώση στη διαχείριση του δάσους. Έδωσαν και πάλι ζωή στο Lobo, το παραδοσιακό Συμβούλιο του εθιμικού δικαίου toro, οργάνωση που αποτελεί το κεντρικό σύμβολο της πολιτιστικής τους ταυτότητας και που είχε μείνει ανενεργή για πολλές δεκαετίες. Στη συνέχεια, μέσα από συζητήσεις με τους γεροντότερους ξεκίνησαν να ερευνούν και να καταγράφουν τους προγονικούς κανόνες και οικολογικές γνώσεις σχετικά με τη διαχείριση των φυσικών πόρων. Ανακάλυψαν ότι η ισορροπία ανάμεσα στην εκμετάλλευση και την προστασία της φύσης παλιότερα βασιζόταν σε μια διαίρεση του χώρου σε έξη ζώνες, που η μια γενιά μεταβίβαζε στην άλλη. Η πρώτη ζώνη, που ονομάζεται wana ngiki, αποτελείται από το δάσος στην κορυφή του βουνού και καλύπτεται κυρίως από άγρια χόρτα, βρύα και θάμνους. Θεωρείται απόθεμα καθαρού αέρα και απαγορεύεται αυστηρά στους ανθρώπους να την αγγίζουν. Η δεύτερη ζώνη ονομάζεται wanna και αποτελείται από το παρθένο δάσος που στεγάζει τα σπάνια ζώα και φυτά και όπου γίνεται η κατακράτηση του νερού. Στην περιοχή αυτή οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να συλλέγουν μόνο αρωματικά φυτά, ιατρικά βότανα και μπαμπού. Η τρίτη ζώνη, που ονομάζεται pangale, αποτελείται από το «δευτερεύον» δάσος, το οποίο παλιότερα εκμεταλλευόταν η κοινότητα, είχε παραμείνει χωρίς ανθρώπινες επεμβάσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα και σήμερα έχει αναγεννηθεί. Οι περιορισμοί που παραδοσιακά ίσχυαν στη ζώνη αυτή είναι οι ίδιοι όπως και στη ζώνη wanna. Η τέταρτη ζώνη ονομάζεται pahawa pongko και αποτελείται από δευτερεύοντα δάση. Αν κάποιος έκοβε ένα δέντρο στη ζώνη αυτή, όφειλε να αφήσει ένα κλαδί για να μπορέσει να ξαναφυτρώσει. Ο αριθμός των δέντρων που επιτρεπόταν να κοπούν οριζόταν από το εθιμικό δίκαιο. Γενικά μπορούσε κανείς να κόψει μόνο τα δέντρα που του χρειαζόταν για να κατασκευάσει ένα σπίτι. Η πέμπτη ζώνη, που ονομάζεται orna, είναι δάσος από θάμνους και από παλιά καλλιεργημένα χωράφια που έχουν αφεθεί χέρσα έτσι ώστε η γη να ξαναγίνει γόνιμη. Μόνο από αυτή τη ζώνη και πέρα αναγνωριζόταν το δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας. Η έκτη ζώνη, ή balinglsea, αποτελείται από χωράφια και ορυζώνες των κατοίκων. Σε οικολογικό επίπεδο, έχει αποδειχθεί ότι αυτή η κατανομή του χώρου σε έξη ζώνες εξασφαλίζει την ανανέωση του δάσους. Το νέο Συμβούλιο εθιμικού δικαίου μετέφερε αυτή την πανάρχαια σοφία σε μια σειρά από κανόνες, με την ονομασία totua ngata, που από δω και στο εξής θα καθόριζαν την ορθή χρήση των φυσικών πόρων. Η εφαρμογή τους ξεκίνησε άμεσα και η παραβίαση τους οδηγεί πλέον σε μια σειρά από κυρώσεις. Έτσι αν κάποιος βάζει παγίδες για να πιάσει σπάνια ζώα, θα πρέπει να πληρώσει πρόστιμο τρεις αγελάδες, συν τριάντα μπρούτζινες πιατέλες, συν τρία κομμάτια ύφασμα. Πιο βαριές ποινές επιβάλλονται σε αυτούς που πιάνουν ψάρια δηλητηριάζοντας τα, ή σε αυτούς που κυνηγούν με πυροβόλα όπλα. Το Συμβούλιο εθιμικού δικαίου δημιούργησε μια παραδοσιακή αστυνομία που επιβλέπει την τήρηση των κανόνων. Οι λαθροθήρες φοβούνται πολύ περισσότερο αυτή την πολιτοφυλακή παρά τους δασικούς φρουρούς ή την εθνική αστυνομία. Οι κάτοικοι του Toro χρειάστηκαν έξη χρόνια για να ετοιμάσουν έναν καλά τεκμηριωμένο διοικητικό φάκελο και το 1999 ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τη δημόσια διοίκηση για να ξαναπάρουν στα χέρια τους τη διαχείριση της γης τους. Τα κατάφεραν και στις 18 Ιουλίου 2000, οι αρχές του Εθνικού Πάρκου δημοσίευσαν ένα διάταγμα που καθόριζε ότι από το εξής η διαχείριση της παραδοσιακής γης ngata toro στην περιοχή του εθνικού πάρκου, επιφάνειας 18.360 εκταρίων, θα γινόταν σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο ngata toro. Παράλληλα με την εφαρμογή του εθιμικού δικαίου στη διαχείριση του δάσους, ξεκίνησε η συστηματική εφαρμογή πρακτικών βιολογικής γεωργίας. Οι κάτοικοι του Toro είναι πεπεισμένοι ότι η γη τους είναι γόνιμη. Λένε ότι το νερό που προέρχεται από τα βουνά που είναι καλυμμένα με παρθένο δάσος παίζει το ρόλο λιπάσματος γιατί περιέχει όλα τα θρεπτικά συστατικά που η γη έχει ανάγκη. Για να καταπολεμήσουν θηρευτές, όπως είναι οι ακρίδες, οι κάτοικοι του Toro καίνε ένα είδος μικρές αντζούγιες και ξερές φλούδες από κάποιο είδος μικρά όξινα φρούτα, προφέροντας προσευχές. Ο καπνός και η μυρωδιά αυτής της φωτιάς διώχνουν τις ακρίδες και τους άλλους θηρευτές και, φαίνεται, ότι τους διώχνουν μια για πάντα. Κατά τη δεκαετία 1990 αρκετοί χωρικοί υπέκυψαν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν φυτοφάρμακα. Την εποχή εκείνη, η κυβέρνηση σε συνεργασία με κάποια ιδιωτική εταιρεία, μοίραζε δωρεάν χημικά λιπάσματα στους χωρικούς. Όπως δε γνώριζαν τη χρήση τους, οι περισσότεροι χωρικοί ξαναπούλησαν τα φυτοφάρμακα σε εμπόρους ή σε κατοίκους άλλων χωριών. Κάποιοι άλλοι όμως τα χρησιμοποίησαν για πολλά χρόνια. Αυτοί που διατήρησαν τον προγονικό τρόπο καλλιεργειών θεωρούν ότι αυτές οι δωρεάν διανομές φυτοφαρμάκων αποτελούσαν πολιτική της εταιρείας λιπασμάτων που στόχο είχε να οδηγήσει τους χωρικούς σε πλήρη εξάρτηση από τα προϊόντα αυτά. Από τότε που ξεκίνησε το πρόγραμμα της βιολογικής γεωργίας, η κοινότητα toro υιοθέτησε δύο μεθόδους εντατικοποίησης των καλλιεργειών. Η πρώτη είναι η χρήση του κομπόστ. Η δεύτερη είναι ένας νέος τρόπος φύτευσης του ρυζιού. Οι χωρικοί υιοθέτησαν αμέσως τη μέθοδο του κομπόστ, καθώς όλα τα απαραίτητα για την παραγωγή του υλικά υπήρχαν ήδη και ήταν εύκολο να χρησιμοποιηθούν: φύλλα, άχυρα, φλούδες από φυτά ρυζιού και κακάο, κοπριές αγελάδων, όλα αυτά αλέθονται και αναμιγνύονται με τους μικρο-οργανισμούς του εδάφους που επιταχύνουν τη διαδικασία αποσύνθεσης. Σε δεκατέσσερις μέρες, το κομπόστ είναι έτοιμο προς χρήση. Όσον αφορά το φύτεμα του ρυζιού, οι χωρικοί πλημμυρίζουν τους ορυζώνες και σκορπίζουν αυτό το φυσικό λίπασμα. Μετά από πέντε μέρες, το χωράφι έχει στεγνώσει και αρχίζει το φύτεμα. Παλιότερα, οι χωρικοί toro φύτευαν πέντε έως δέκα φύτρες ρυζιού σε μια τρύπα, ενώ με τη νέα μέθοδο φυτεύουν μόνο μια. Μετά από τέσσερις μήνες, μπορεί να γίνει ο θερισμός. Η περιοδικότητα της συγκομιδής είναι η ίδια με αυτή των καλλιεργειών που χρησιμοποιούν χημικά λιπάσματα, όμως η σοδειά είναι πολύ πιο άφθονη. Οι χωρικοί έχουν υπολογίσει ότι ένα εκτάριο που καλλιεργείται με χημικά λιπάσματα δεν παράγει, γενικά, πάνω από 2,5 τόνους ρύζι, ενώ με τη χρήση κομπόστ παράγει 7 έως 10 τόνους. Από την άλλη, ένα κιλό βιολογικό ρύζι πουλιέται προς 5.000 ρούπιες (0,43 ευρώ), ενώ το ρύζι των συμβατικών καλλιεργειών πουλιέται 4.000 ρούπιες το κιλό. Συμβαίνει μάλιστα συχνά οι έμποροι να προτείνουν τιμή ακόμη πιο ψηλή και είναι αυτοί που ταξιδεύουν μέχρι το Toro για να κλείσουν συμφωνίες. Από τη στιγμή που εφαρμόστηκε ξανά, η τοπική παραδοσιακή σοφία toro απέδειξε ότι αποτελεί μια βιώσιμη μέθοδο διαχείρισης των φυσικών πόρων. Αεροφωτογραφίες της περιοχής του Toro δείχνουν ότι σήμερα δεν υπάρχει πλέον ούτε μια τρύπα στο δάσος που καλύπτει τα βουνά από τους πρόποδες ως τις κορυφές, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλα σημεία της περιοχής των Celebes, αλλά και στην υπόλοιπη Ινδονησία. Η εφαρμογή του εθιμικού δικαίου είχε ακόμη μια αναπάντεχη συνέπεια, καθώς οδήγησε στον επαναπροσδιορισμό του ρόλου της γυναίκας στην κοινότητα toro. Παλιότερα, οι γυναίκες toro έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και οικονομική ζωή: αυτές όριζαν τις ημερομηνίες των αγροτικών εργασιών, διευθετούσαν τις διαμάχες ανάμεσα στους χωρικούς, αποτελούσαν δικαιωματικά μέλη του Συμβουλίου εθιμικού δικαίου. Κάποτε το βασίλειο Toro κυβερνούσε μια γυναίκα που είχε αντισταθεί στην εισβολή των Ολλανδών στην περιοχή. Οι «σοφοί» του χωριού δέχτηκαν να αποκαταστήσουν τα προγονικά δικαιώματα των γυναικών και να τους παραχωρήσουν θέσεις στο Συμβούλιο, όπου σήμερα ανάμεσα στα 16 μέλη υπάρχουν 5 γυναίκες. Το 2001, ογδόντα γυναίκες ίδρυσαν την Οργάνωση των γυναικών για το εθιμικό δίκαιο, η οποία – πέρα από δράσεις για τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο – προωθεί ενεργά τη χρήση των φυσικών λιπασμάτων στην παραδοσιακή γεωργία. Σήμερα, περισσότερο από το 80% των νέων του Toro ζουν και δουλεύουν στο χωριό. Οι υπόλοιποι παρακολουθούν το σχολείο ή δουλεύουν στην πιο κοντινή πόλη. «Για ποιο λόγο να πάω να δουλέψω στην πόλη; Για να κερδίσω το πολύ 300.000 ή 500.000 ρούπιες το μήνα και να τις ξοδεύω αμέσως για το διαμέρισμα, το φαγητό και τις μετακινήσεις; Να ψοφάω στη δουλειά και να μην μπορώ να εξοικονομήσω τίποτα; Όχι, ευχαριστώ!» λέει ένας νέος χωρικός, ο Umar Said. Σε ένα χρόνο ο Umar έχει συγκομιδή κακάο που φτάνει τον ένα τόνο, από τα χωράφια που κληρονόμησε από τους γονείς του. Στην αγορά η σοδειά του τού αποδίδει από 10 μέχρι 13 εκατομμύρια ρούπιες. Το 2003, μπόρεσε έτσι να αγοράσει ένα μεταχειρισμένο μηχανάκι. Λίγο μετά παντρεύτηκε μια συγχωριανή του και μετά από δύο χρόνια μπόρεσε να χτίσει ένα καινούριο σπίτι. Ο Umar είναι το παράδειγμα της νέας γενιάς, που δεν νοιώθει καμιά επιθυμία να φύγει από το χωριό και να δουλέψει στην πόλη. Έχοντας συνείδηση ότι η κοινότητα toro θα συνεχίσει να μεγαλώνει, το Συμβούλιο εθιμικού δικαίου πήρε την απόφαση ότι η κοινότητα θα πρέπει να ξεκινήσει από σήμερα να προετοιμάζει τα χωράφια «του μέλλοντος», τόσο μεγάλα που να μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες των τριών ή τεσσάρων επόμενων γενεών. Μπροστά στην ταχύτατη καταστροφή των παρθένων δασών σε παγκόσμιο επίπεδο, η εμπειρία του Toro αποτελεί ίσως σταγόνα στον ωκεανό. Αποτελεί όμως σημαντικότατο παράδειγμα τοπικής δράσης με απτά, θετικά αποτελέσματα για το περιβάλλον, που αξίζει να γίνει ευρύτατα γνωστό και να βρει μιμητές. Πηγή: άρθρο του Reinhardt Nainggolan με τίτλο Δαίμων της Οικολογίας, τ. 89, 1/2009 |
                     |