Αρχή κειμένου
Οι αριστεροί δεν είναι απλοί παρατηρητές και ερμηνευτές φαινομένων…
Δαμιανός Παπαδημητρόπουλος,
Η τοποθέτησή μου θα περιστραφεί αποκλειστικά γύρω από τα γεγονότα του περασμένου Δεκέμβρη, που ήταν και η αφορμή γι’ αυτήν την εκδήλωση. Όλοι συμφωνούμε ότι αυτό που ζήσαμε, ιδιαίτερα την πρώτη βδομάδα των κινητοποιήσεων, ήταν ένα φαινόμενο, ένα νεολαιίστικο κοινωνικό φαινόμενο. Μετά τις πρώτες μέρες, μετά το πρώτο βίαιο και αυθόρμητο ξέσπασμα οργής, γυρίσαμε σε πιο παραδοσιακές και πιο οργανωμένες μορφές κινητοποίησης, σε ένα σκηνικό λιγότερο αναρχικό και πιο πολύ «μαγιάτικα αντιεξουσιαστικό», χωρίς βέβαια να υπονοώ ότι υπάρχει κάποιο χάσμα ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη περίοδο και τους πρωταγωνιστές τους. Όσα πάντως θα πούμε στη συνέχεια αλλά και γενικά η συζήτηση και οι διαφωνίες που έχουν προκύψει, αφορούν κυρίως, ή και αποκλειστικά, αυτή τη πρώτη περίοδο έκρηξης της νεολαιίστικης οργής, την περίοδο που, όπως εύστοχα περιέγραφε ένας υπότιτλος στην Αυγή των ημερών εκείνων, «ο χώρος της αναρχίας έγινε χώρος υποδοχής της νεολαιίστικης δυσαρέσκειας».
Συμφωνούμε επίσης, ότι ένα κοινωνικό φαινόμενο δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να το καταδικάζεις, και μάλιστα μέσω κομματικών ανακοινώσεων, και ότι αυτό που καταρχάς απαιτείται είναι η αξιολόγηση και η ερμηνεία του. Όπως για παράδειγμα αυτή που επιχείρησε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, η οποία τόσο ως περιεχόμενο, αλλά πολύ περισσότερο ως διάβημα, συνάντησε την αποδοχή ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας.
Εδώ όμως ελλοχεύει ένας κίνδυνος, να νομίσουμε δηλαδή ότι με την ερμηνεία, την όσο το δυνατόν πιο εμπεριστατωμένη και επιστημονική εξήγηση του τι και γιατί συνέβη, τελείωσαν και τα καθήκοντά μας απέναντι στο φαινόμενο. Αλλά κάτι τέτοιο θα εξέτρεπε τους αριστερούς καθιστώντας τους απλούς παρατηρητές και ερμηνευτές φαινομένων. Για να φέρω ένα κραυγαλέο παράδειγμα, χωρίς να θέλω κατά κανένα τρόπο να κάνω παραλληλισμό με τα σημερινά, και τα φασιστικά κινήματα του μεσοπολέμου φαινόμενο ήταν, κανένας όμως αριστερός δεν διανοήθηκε τότε να πει ότι πρέπει απλώς να αφουγκραστούμε ή να στοχαστούμε τις εξελίξεις.. Στην προτροπή αυτή, να αφουγκραστούμε και να ερμηνεύσουμε, ελλοχεύει –αθέλητα ίσως- μια λαθροχειρία Οι Γάλλοι λένε ότι το να ερμηνεύεις, να αιτιολογείς, σημαίνει να δικαιολογείς. Και νομίζω ότι πολλοί από όσους στέκονται αποκλειστικά στο θέμα της κατανόησης και της ερμηνείας υπονοούν ακριβώς αυτό. Θέλουν δηλαδή πλαγίως να αποφύγουν ή να αποκρούσουν την κριτική στάση απέναντι στο φαινόμενο, προφανώς γιατί οι ίδιοι έχουν άλλη άποψη και άλλη στάση.
Είναι λοιπόν άλλο πράγμα η ερμηνεία ενός φαινομένου, μιας εξέλιξης, και άλλο πράγμα η στάση μας απέναντι σ’ αυτή. Η στάση μας, εφόσον είμαστε πολιτικά άτομα, προκύπτει από τη σύγκριση, την πολιτική σύγκριση, των όσων συμβαίνουν με τις πρότυπες πολιτικές εξελίξεις, τις ιδεατές και επιδιωκόμενες, που έχουμε εμείς στο μυαλό μας και που είναι αυτές που θα μας έφερναν πιο κοντά στον τελικό ή τον ενδιάμεσο στόχο μας. Μετράμε λοιπόν κάθε φορά τα γεγονότα, τα φαινόμενα, με το μέτρο της πολιτικής μας συγκρότησης, και μετράμε σ’ αυτά κατά πόσο μας φέρνουν πιο κοντά ή μας απομακρύνουν από τους πολιτικούς μας στόχους. Και ανάλογα με αυτούς τους στόχους προκύπτει και η διαφορετική μας στάση. Η στάση μας είναι επομένως πολιτική και όντας πολιτική είναι, ή οφείλει να είναι έλλογη, και όχι συναισθηματική. Το λέω αυτό γιατί ξέρω πολλούς στους οποίους τα γεγονότα του Δεκέμβρη προκάλεσαν ένα σκίρτημα του αναρχικού τους κυττάρου.
Μπορούμε επομένως να συμφωνούμε μεταξύ μας απόλυτα στην ερμηνεία των γεγονότων αλλά η στάση μας να διαφέρει, απλώς και μόνο γιατί διαφωνούμε πολιτικά. Επειδή όμως τα φαινόμενα ποτέ δεν είναι μονοσήμαντα αλλ’ είναι πάντα αντιφατικά, πολλές φορές κατά την ερμηνεία των γεγονότων στεκόμαστε και αναδεικνύουμε εκείνες τις πλευρές τους που διαφωτίζουν, αιτιολογούν και τελικά βολεύουν τη στάση μας. Έτσι άλλοι βλέπουν στα γεγονότα του Δεκέμβρη ένα αυθόρμητο ξέσπασμα αγανάκτησης και αντίστασης στη γενικευμένη κρίση που μας περιβάλλει, κρίση πολιτική, οικονομική, ηθική, εκπαιδευτική και πάει λέγοντας και βεβαίως καλωσορίζουν τα γεγονότα, άλλοι πάλι βλέπουν στα γεγονότα το έσχατο σύμπτωμα αυτής της κρίσης και άλλοι βλέπουν και τα δύο, μιαν αντίφαση δηλαδή, η οποία είναι ακριβώς αυτή που τροφοδοτεί τη διαφωνία μας.
Αν το παραπάνω σκεπτικό είναι σωστό θα πρέπει, ακολουθώντας το, να επιχειρήσουμε να δούμε πρώτα κάποιες όψεις των γεγονότων του Δεκέμβρη που θεωρούμε σημαντικές και ύστερα να δοκιμάσουμε να τις μετρήσουμε με βάση την πρότυπη πολιτική μας συγκρότηση.
Πρώτη διαπίστωση είναι ότι τα γεγονότα, ιδίως στην αρχική τους φάση, δεν είναι παρά ένας τρόπος. Εννοώ ότι δεν υπάρχει άλλο περιεχόμενο, αιτήματα, ή γενικότερα στόχευση στις κινητοποιήσεις αυτές, ότι το μέσο, ο άγριος, βίαιος, οργισμένος τρόπος έκφρασης της διαμαρτυρίας, ήταν και το μήνυμά τους. Ήταν ένα ξέσπασμα κοινωνικής και συνάμα αντικοινωνικής οργής παρόμοιο με αυτά που έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής με πρωταγωνιστές μετανάστες και άλλες μειονότητες και με αφορμή συνήθως περιστατικά αδικοπραγίας εκ μέρους της πλειοψηφίας, εκ μέρους της οργανωμένης κοινωνίας. Η διαφορά .είναι ότι στη δική μας περίπτωση οι πρωταγωνιστές δεν είναι κάποιοι που καταστατικά βρίσκονται εκτός κοινωνίας και την εκδικούνται, αλλά είναι η ίδια η ελληνική νεολαία, ή ένα μεγάλο κομμάτι της, που συμπεριφέρεται όπως αυτοί που βρίσκονται απόβλητοι εκτός κοινωνίας, εκτός δημοκρατίας και εκτός θεσμών.
Στο σημείο αυτό χρειάζεται προσοχή γιατί πολύ εύκολα μπορεί να γλιστρήσουμε στο συμπέρασμα ότι το συνεχές της σημερινής νεολαίας βρίσκεται, ή αισθάνεται ότι βρίσκεται, ή απειλείται να βρεθεί εκτός κοινωνίας και γι’ αυτό εκδικείται υιοθετώντας αντικοινωνικές συμπεριφορές.. Τέτοιου είδους ερμηνείες έχουν υιοθετήσει για παράδειγμα με βάση τις δικές τους εμπειρίες πολλά ξένα μέσα ενημέρωσης, που έχουν φθάσει να θεωρούν την ελληνική νεολαία τον πιο ευαίσθητο παγκοσμίως δείκτη της οικονομικής κρίσης που μόλις τώρα έρχεται και του αντίστοιχου φόβου των μεσαίων στρωμάτων ότι θα περιθωριοποιηθούν, ότι θα βρεθούν εκτός κοινωνίας. Κατά τη γνώμη μου ωστόσο οι αιτίες του δεκεμβριανού φαινομένου είναι πολύ πιο γηγενείς, όχι τόσο η κάθε μία ξεχωριστά, αλλά στον τρόπο που διαπλέκονται ιστορικά όλες μαζί για να συγκροτήσουν μια νεοελληνική ιδιαιτερότητα. Ένας λόγος είναι η εγχώρια κρίση του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής γενικότερα, η περιφρόνηση, για να μην πούμε ο χλευασμός, της πολιτικής ιδιαίτερα από τη νεολαία, πράγμα που συντελεί ώστε γι αυτή τη νεολαία η πολιτική διέξοδος, η διέξοδος της έλλογης πολιτικής να είναι έξω από τις αναζητήσεις της. Αλλά με την έλλογη διέξοδο φραγμένη ο μόνος πρόσφορος, εύκολος –διότι είναι και σωματικός- τρόπος να κάνουν πολιτική αυτά τα παιδιά, να προκαλέσουν πολιτικά γεγονότα και να αποκτήσουν πολιτική συμμετοχή (γιατί όλοι έχουμε ανάγκη να κάνουμε πολιτική –ακόμα και αυτοί που την περιφρονούν) είναι μέσα από πράξεις άναρθρης βίας και καταστροφής.
Αυτή λοιπόν η άναρθρη καταστροφή που αλλού, σε άλλες κοινωνίες, δεν είναι παρά πράξη αντεκδίκησης από εκείνους που βρίσκονται εκτός κοινωνίας, σε μας έχει σταδιακά καταλήξει να είναι ένας τρόπος, σχεδόν αποδεκτός θα έλεγα, πρόκλησης πολιτικών γεγονότων, ένας τρόπος εξωπολιτικής συμμετοχής στην πολιτική, ένας τρόπος που τείνει σχεδόν να ενσωματωθεί στο πάσχον πολιτικό σύστημα. Ο δεύτερος λοιπόν λόγος που μέσα σε ένα σκηνικό ελλείμματος πολιτικής παγιώνονται τέτοιου είδους συμπεριφορές έχει να κάνει με ένα ιστορικό. Ένα ιστορικό που ξεκινάει πριν μία-δύο δεκαετίες με τον αντιεξουσιαστικό χώρο να βρίσκεται απομονωμένος στο περιθώριο και μάλιστα να ονομάζεται έτσι, δηλαδή «πολιτικό περιθώριο», από μιαν Αριστερά που ακόμα έχει συγκεκριμένες στοχεύσεις και διατηρεί την παραδοσιακή της ταυτότητα. Μεσολαβεί ένα ενδιάμεσο στάδιο, ας πούμε της τελευταίας πενταετίας, όπου ο χώρος αυτός βγαίνει από την απομόνωση και ανάγεται σταδιακά σε εταίρο κάποιων κινητοποιήσεων, ιδίως των νεολαιίστικων που έχουν ως επίκεντρο τα εκπαιδευτικά. Για να φθάσουμε πια σήμερα, βοηθούσης και της φύσης του δολοφονικού περιστατικού που ήταν η αφορμή για το ξέσπασμα, όπου ο αντιεξουσιαστικός χώρος ανάγεται πια, έστω και για μια βδομάδα, σε πρωταγωνιστή των γεγονότων με την έννοια ότι επιβάλλει τις συμπεριφορές του, τον τρόπο του.
Θεωρώ λοιπόν ότι αν δεν είχε προηγηθεί το ενδιάμεσο στάδιο της σύμπραξης, που ουσιαστικά νομιμοποίησε, για να μην πω καθιέρωσε, στα μάτια της νεολαίας κάποιους τρόπους άσκησης πολιτικής, δεν θα είχαμε φθάσει στο τελευταίο, στο τρίτο στάδιο, όπου οι τρόποι αυτοί τείνουν να γίνουν κυρίαρχοι.. Και θεωρώ επίσης ότι η συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτό το ενδιάμεσο στάδιο ήταν καθοριστική καθώς ήταν ο πολιτικός χώρος που έστω και μη διαχωριζόμενος επαρκώς εντός του διαδηλωτικού συνεχούς από αυτές τις συμπεριφορές, στην ουσία υποδέχθηκε και αποδέχθηκε τους αντιεξουσιαστές ως εταίρους. Δεν λέω κάτι καινούργιο εδώ, στην Εποχή του περασμένου μήνα υπάρχουν άρθρα του Νίκου Γιαννόπουλου που στηρίζουν αυτή τη συμμαχία.
Η αποδοχή αυτής της σύμπραξης έχει ως προϋπόθεση κάποιες ιδεολογικές διεργασίες, οι οποίες προηγήθηκαν. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η πλήρης επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, το θεωρητικό-ιδεολογικό ξεθώριασμα του σοσιαλιστικού προτύπου και το πολιτικό ξεθώριασμα της σοσιαλιστικής προοπτικής, με άλλα λόγια η υποχώρηση του εδάφους στο οποίο όλοι στεκόμασταν, συνετέλεσαν μεταξύ των άλλων και σε μια αναπροσαρμογή, μια μετάλλαξη θα λέγαμε, του Συνασπισμού από κόμμα θέσεων σε χώρο αρνήσεων. Πρωταρχικό ρόλο απέκτησε λοιπόν η άρνηση, η άρνηση του καπιταλισμού, του νεοφιλελευθερισμού, όλων όσων μας περιβάλλουν και εντός των οποίων ζούμε, είτε είναι η υπαρκτή Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, η παγκοσμιοποίηση κ.ό.κ. Η υποχώρηση των θέσεων προς χάριν των αρνήσεων έφερε σε δεύτερο πλάνο το ρόλο του κόμματος ως οργανωτή και διαμορφωτή πολιτικής και σε πρώτο πλάνο το ρόλο του κινήματος, ή μάλλον των κινημάτων διαμαρτυρίας προς ό,τι μας περιβάλλει, των κινημάτων άρνησης αυτού που μας περιβάλλει..
Αυτή η μετάλλαξη καθρεφτίστηκε στη μετατροπή του Συνασπισμού σε ΣΥΡΙΖΑ, στη συνάντηση δηλαδή και με άλλες συνιστώσες της Αριστεράς που ενώ μέχρι τότε διαχωρίζονταν μεταξύ τους με βάση τις αποκλίνουσες θέσεις τους για το αύριο, τώρα συναντώνται στη βάση των κοινών αρνήσεων του σήμερα. Σε αυτή τη βάση τέθηκε και το θέμα της σύμπραξης με το ΚΚΕ αφού κι αυτός είναι ένας χώρος που αρνείται το σήμερα και τον καπιταλισμό –άσχετα βέβαια αν το ΚΚΕ λέει όχι, καθώς εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κόμμα σοσιαλιστικής θέσης, όσο αποκρουστική κι αν είναι για μας αυτή η θέση. Σε αυτή λοιπόν την ιδεολογική βάση της κοινής άρνησης, της κινηματικά κοινής άρνησης, δεν μπορεί να αποκλειστεί και η σύμπραξη στο δρόμο, η συνύπαρξη στο δρόμο, και με τον αντιεξουσιαστικό χώρο αφού κι αυτός είναι ένας χώρος άρνησης του σήμερα. Μόνο που όπως απέδειξαν και οι εξελίξεις η σύμπραξη αυτή είναι μια λεόντια σύμπραξη που φέρνει το παιγνίδι στο γήπεδο της άλλης, της αντιεξουσιαστικής πλευράς.
Η ιδεολογική μετάλλαξη που μόλις περιγράψαμε αποτελεί την αναγκαία αλλ’ όχι ίσως ικανή συνθήκη για μια τέτοια σύμπραξη, καθώς την επιτρέπει μεν, δεν την επιβάλλει όμως. Υπάρχει λοιπόν και μια δεύτερη συνθήκη, αρκετά πιο κυνική, που κάνει τη σύμπραξη αυτή να «κουμπώνει»..
Πρόκειται για το εξής: εδώ και κάμποσα χρόνια οι οργανωτές κινητοποιήσεων, συνδικαλιστικών ή πολιτικών, έχουν έστω και εμπειρικά συνειδητοποιήσει ότι μια ορισμένη δόση άσκησης έμμεσης ή και λιγότερο έμμεσης βίας και μια ορισμένη δόση του αντίστοιχου θεάματος της βίας, συντελεί σε ένα μεγαλύτερο αντίκτυπο και ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για την κινητοποίηση. Ειδικότερα μάλιστα η βία ως θέαμα σιγουρεύει για την κινητοποίηση μια σίγουρη θέση στα τηλεοπτικά δελτία των οκτώ, πολλές φορές και πρώτο τραπέζι πίστα. Τα δελτία αυτά κρίνουν ότι μόνον το θέαμα της βίας ή ο εκβιασμός που αυτή ασκεί, μπορεί να προκαλέσει, να κεντρίσει, το ενδιαφέρον σε ένα κοινό που είναι κατά πλειοψηφία βυθισμένο σε μια θάλασσα εγωιστικής κοινωνικοπολιτικής αδιαφορίας. Με άλλα λόγια η βία και το θέαμά της συμβάλλουν στην επιτυχία μιας κινητοποίησης καθιστώντας την υπολογίσιμο γεγονός.
Αυτό έγινε φανερό και στις διαδηλώσεις για τα εκπαιδευτικά των δύο-τριών τελευταίων χρόνων. Ήταν απολύτως σαφές, ότι μια φωτιά στον Άγνωστο Στρατιώτη, ένα θεαματικό σπάσιμο πεζοδρομίων με λοστάρια, λίγο πλιάτσικο, με λίγα λόγια ότι το θέαμα της βίας γινόταν πρώτο και αποκλειστικό θέμα στα δελτία της τηλεοπτικής μας δημοκρατίας, προσδίδοντας στη διαδήλωση μια δραστικότητα που παρόμοιά της, σε άλλες εποχές, θα απαιτούσε να μαζευτούν 500.000 άτομα στη διαδήλωση.
Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι ορισμένοι πολιτικοί χώροι αλλά και ορισμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν αντιληφθεί αυτή τη δραστικότητα και ότι άρρητα έχουν αποδεχθεί τη δράση του πάλαι ποτέ περιθωρίου προκειμένου να επωφεληθούν από τα αποτελέσματά της. Δεν συμμετέχουν βέβαια οι ίδιοι σε αυτού του είδους τη δράση, η οποία απλώς εξελίσσεται παράλληλα, αλλά και δεν κάνουν και κάτι ώστε να την εμποδίσουν, να την περιχαρακώσουν, έστω να την διαχωρίσουν από τη δική τους κινητοποίηση. Κινούνται όλοι εντός του συνεχούς, που λέει κι ο Μπαλτάς. Αλλά αυτό σημαίνει ότι το εν λόγω δεκεμβριανό συνεχές δεν είναι ένα τόσο αυτόνομο και αυθύπαρκτο κοινωνικό φαινόμενο, αλλά έχει πίσω του μια ιστορία, μια ιστορία την οποία αν κάποιοι σκύψουν για να την αφουγκραστούν μπορεί να βρουν και τον εαυτό τους μέσα.
Γιατί σήμερα έχει μεγαλώσει μια γενιά παιδιών, αυτά που είναι μέχρι 20-22 χρονών και διαπαιδαγωγείται και η αμέσως επόμενη, τα παιδιά που μόλις πριν ένα μήνα πρωτοβγήκαν στους δρόμους, η οποία έχει εξοικειωθεί πλέον με την ιδέα ότι έτσι γίνονται οι κινητοποιήσεις, αυτός είναι ο τρόπος πολιτικής ύπαρξης των νεολαιίστικων μαζών, έτσι προκαλούνται πολιτικά γεγονότα, άρα και έτσι ασκούμε πολιτική. Ο αντιεξουσιαστικός τρόπος άσκησης πολιτικής –ή να πούμε μη πολιτικής;- διαδίδεται σε όλη τη νεολαία, κάθε χρόνο όλο και περισσότερο, με βίαια γεγονότα που θα πρέπει να γίνονται ολοένα και θεαματικότερα, όλο και εκρηκτικότερα, να ξεπερνούν τον εαυτό τους, σε έναν ιδιότυπο διάλογο κουφών με μια κοινωνία που με τη σειρά της βυθίζεται όλο και πιο πολύ στον δικό της εγωιστικό ατομικισμό. Σαν το ναρκομανή που πρέπει κάθε τόσο να αυξάνει τη δόση του μήπως και ανταποκριθεί όπως παλιά ο εθισμένος οργανισμός του.
Ας επανέλθουμε όμως στους καταρχάς γηγενείς λόγους για τη γενίκευση της αντιεξουσιαστικής συμπεριφοράς στην Ελλάδα. Η κρίση της πολιτικής, που είχαμε αναφέρει, δεν έχει βέβαια μόνο την εγχώριά της διάσταση. Είναι απόρροια της γενικότερης κρίσης της πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο, με την έννοια ότι η παραδοσιακή πολιτική που έχει για σκοπό την κατάληψη της εξουσίας του εθνικού κράτους έχει χάσει τη δραστικότητά της στο βαθμό που το ίδιο το εθνικό κράτος αποδυναμώνεται σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Με άλλα λόγια η πολιτική, η πολιτική που ξέρουμε, δεν αλλάζει πια τα πράγματα –αυτό το διαπιστώνουμε καθημερινά- δεν είναι επομένως διέξοδος στα μάτια των νέων. Αλλά είναι η πολιτική αυτή που κοινωνικοποιεί στη συγχρονία τους ανθρώπους και άρα έλλειμμα πολιτικής σημαίνει έλλειμμα συγχρονικής κοινωνικοποίησης. Και απ’ την άλλη μεριά είναι η παιδεία αυτή που κυρίως συντελεί στη διαχρονικού χαρακτήρα κοινωνικοποίηση των νέων, δεδομένου ότι σκοπός της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι η μετάδοση του μέχρι τώρα ιστορικά παραχθέντος πολιτισμού στη γενιά που έρχεται.. Η κρίση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και η μετατροπή του σε σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης α λα καρτ, έχει λοιπόν ως αποτέλεσμα ένα αντίστοιχο έλλειμμα διαχρονικής, δηλαδή ιστορικής κοινωνικοποίησης. Και τα δύο μαζί, δηλαδή η κρίση στην παιδεία και η κρίση της πολιτικής, συντελούν σε ένα διπλό έλλειμμα κοινωνικοποίησης. Είναι ίσως αδύνατο να φανταστούμε πώς είναι να γεννιέσαι και να μεγαλώνεις μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, σε μια κοινωνία άκρατου ατομικισμού που αδυνατεί να σου προσφέρει διόδους ένταξης σε ένα συνανήκειν, την τραγικότητα του να είσαι εκ γενετής έγκλειστος σε ένα περιβάλλον όπου ο καθένας ενεργεί για τον εαυτό του και ο θεός εναντίον όλων.
Αλλ’ είναι πάντως βέβαιο ότι οι κινητοποιήσεις της νεολαίας, είτε φέτος το Δεκέμβρη είτε παλιότερα με τις καταλήψεις, αποτελούν μια προσπάθεια νεανικής αντίδρασης σ’ αυτό το διπλό έλλειμμα κοινωνικοποίησης, μια ενστικτώδη προσπάθεια να βρουν εξωθεσμικά τη χαμένη τους κοινωνικοποίηση στο επίπεδο της γενιάς τους. Τι άλλο άραγε μας δείχνει η αυθόρμητη κινητοποίηση όλων των παιδιών μόλις μαθεύτηκε η είδηση της δολοφονίας ενός απ’ αυτούς, του Αλέξη, παρά ότι ακριβώς υπάρχει ένα υπόβαθρο, αν όχι ένα περίσσευμα, αλληλεγγύης και άρα κοινωνικότητας που αγωνιά να εκφραστεί, να αρθρωθεί; Αλλ’ αν αυτός, η αναζήτηση της χαμένης κοινωνικότητας, είναι ο υπόρρητος στόχος των γεγονότων του Δεκέμβρη, τότε μπορούμε, νομίζω, να κρίνουμε, να μετρήσουμε τα γεγονότα αυτά όχι μόνον με το μέτρο της δικής μας πολιτικής συγκρότησης, που λέγαμε προηγουμένως, αλλά ακόμα και με το μέτρο των ίδιων των υπόρρητων στόχων της νεολαίας. Νομίζω άλλωστε ότι αυτά τα δύο, οι στόχοι δηλαδή των ίδιων των νέων και οι στόχοι μιας ιδεατής Αριστεράς στην πραγματικότητα συμπίπτουν ακριβώς πάνω στην έννοια της κοινωνικοποίησης. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι τα παιδιά που βγήκαν στους δρόμους είναι δικά μας παιδιά, παιδιά που μπαίνουν στην κοινωνία από την αριστερή πόρτα της αμφισβήτησης, παιδιά που σε άλλες εποχές θα εντάσσονταν στην και θα στελέχωναν την Αριστερά.
Μπαίνουμε έτσι σε ένα μεγάλο κεφάλαιο, να κρίνουμε δηλαδή τα γεγονότα του Δεκέμβρη ανάλογα με τους στόχους τους και τους στόχους τους δικούς μας ως αριστερών. Ένα σημείο θέλω να θίξω μόνον, το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου, για να τελειώσω.
Αν τα παιδιά αυτά, η νέα γενιά –κι εμείς μαζί- αποζητά και αναζητά την κοινωνικοποίησή της, η υιοθέτηση του αναρχικού τρόπου διαλύει αυτή την κοινωνικοποίηση εν τη γενέσει της. Αυτή είναι η βασική αντίφαση του φετεινού Δεκέμβρη και η τραγική μοίρα των πρωταγωνιστών του. Όλο αυτό το σκηνικό που στήνουν κάθε φορά οι αναρχικοί και εσχάτως υιοθετούν και άλλοι με φωτιές, πέτρες, μολότοφ και κλέφτες κι αστυνόμους έχει για στόχο όχι μόνο το υπαρκτό κράτος και την υπαρκτή κοινωνία, αλλά τη διάλυση των ίδιων των συγκροτητικών διαδικασιών που δημιουργούν την κοινωνία από την πιο στοιχειώδη κοινωνικότητα μέχρι το επίσημο κράτος. Στόχος λοιπόν δεν είναι απλά η κοινωνία αλλ’ αυτή καθεαυτή η κοινωνικότητα. Όμως ακριβώς αυτό, η κοινωνικότητα και η μέχρις έσχατης συνέπειας καλλιέργειά της είναι το πεδίο ορισμού της Αριστεράς.. Η Αριστερά που βέβαια δεν βολεύεται με την υπάρχουσα κοινωνία και θέλει να την αλλάξει είναι καταδικασμένη να ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στην ανάγκη αλλαγής της κοινωνίας και της διαφύλαξης, για να μην πούμε προαγωγής, της κοινωνικότητας, αν τουλάχιστον θέλει η κοινωνία στην οποία κατατείνουμε να διακρίνεται από μεγαλύτερη κοινωνικότητα από την υπάρχουσα.
Και βέβαια η ίδια αντιφατική σχέση, η ίδια ακροβασία ισχύει και για τη θεσμισμένη κοινωνία, για το κράτος. Το κράτος μπορεί να είναι ένας θεσμός σύνθετος που αποτυπώνει έναν υπό κυριαρχία συσχετισμό της πάλης των τάξεων, ταυτόχρονα όμως είναι και το όπλο της Αριστεράς για να μεταβληθεί αυτός ο συσχετισμός, για να αλλάξει η κυριαρχία.. Για να θυμηθούμε την Κασσιανή το κράτος είναι για την Αριστερά και η αμαρτία αλλά κυρίως και η σωτηρία. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος δεν είναι απλά ένας κατασταλτικός μηχανισμός, το απόλυτο εργαλείο καταπίεσης που υπάρχει μόνο δια των μπάτσων του, ιδεολογία διάχυτη πλέον σήμερα εντός του νεολαιίστικου συνεχούς, ακόμα και συριζιακής κοπής. Γιατί αν το κράτος ήταν μόνον αυτό τι νόημα έχει να ζητάει ο Αλαβάνος την κρατικοποίηση κάποιων τραπεζών, την παραμονή του ΟΤΕ ή της Ολυμπιακής στο δημόσιο, το κράτος πρόνοιας, τη δημόσια δωρεάν παιδεία κ.ο.κ.;
Σε μια εποχή λοιπόν όπου ο ιδιωτικός χώρος αναπτύσσεται άνευ αντιστάσεων σε βάρος του δημόσιου, σε μια χώρα με ασθενικές συλλογικές δομές και έναν διάχυτο επελαύνοντα ατομικισμό, όποιος επικροτεί την διάλυση της υπαρκτής κοινωνικότητας, «και μετά βλέπουμε», θα πρέπει να εξηγήσει -αν τουλάχιστον επιμένει να δηλώνει αριστερός- πώς και γιατί η διάλυση αυτή θα μας φέρει ιστορικά πιο κοντά σε μια κοινωνία αναπτυγμένης κοινωνικότητας –αν βέβαια εξακολουθούμε να έχουμε μια τέτοια επιδίωξη. Θα πρέπει να εξηγήσει ποιος και με ποιο τρόπο θα μπορέσει να αντλήσει τη θάλασσα του ατομικισμού που εισβάλλει ανεμπόδιστη στα κενά που δημιουργούνται, καθώς αποσυντίθενται τα υπολείμματα υπαρκτής κοινωνικότητας βαλλόμενα ένθεν κακείθεν από τη θρησκεία του ιδιωτικού και την αίρεση του αντιεξουσιασμού. Να εξηγήσει, γιατί πρέπει κι εμείς με τη σειρά μας μαζί με τους αντιεξουσιαστές να δώσουμε μια κλωτσιά, ή να βάλουμε μια φωτιά, στο εθνικό κράτος που μας κληροδότησε η γαλλική επανάσταση, σε μια εποχή που το κράτος αυτό ούτως ή άλλως δέχεται αλλεπάλληλες κλωτσιές και υποχωρεί αποδυναμωμένο από την επέλαση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Να εξηγήσει ποιο άλλο εργαλείο προστασίας, ανάπτυξης και κοινωνικής απελευθέρωσης διαθέτουμε εμείς οι αριστεροί, ώστε να προσχωρούμε αβασάνιστα στην ιδεολογία του διάχυτου αντικρατισμού-αντιεξουσιασμού, που τόσο εντυπωσιακά ξεδιπλώθηκε μπροστά μας τούτο τον Δεκέμβρη, όταν ο αντιεξουσιαστικού χαρακτήρα αντικρατισμός συνταυτίστηκε τόσο ταιριαστά με τον νεοελληνικό ραγιάδικο αντικρατισμό που εξακολουθεί να βλέπει το κράτος σαν ξεχωριστή οντότητα, έξω και πάνω απ’ το λαό του, δηλαδή σα δυνάστη του λαού του που πρέπει να καταστραφεί. Να εξηγήσει τέλος πώς μια Αριστερά και κυρίως πώς οι αριστεροί, όταν εγκλωβίζουν τον ιδεολογικό τους ορίζοντα σε έναν αυτοαναφερόμενο κύκλο με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα να είναι το πεζοδρόμιο, το κίνημα, οι κάμερες και οι μπάτσοι –γιατί τέτοιοι αριστεροί παράγονται μαζικά τον τελευταίο καιρό- πώς λοιπόν μια τέτοια Αριστερά θα μπορέσει να αλλάξει τον κόσμο;
Εκτός κι αν το πάρουμε απόφαση ότι η καθ’ ημάς Αριστερά δεν είναι δύναμη αλλαγής, αλλά σύμπτωμα των καιρών, φαινόμενο των καιρών. Ένα φαινόμενο που πρέπει κι αυτό να το αφουγκραστούμε και να το ερμηνεύσουμε.
Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΗΣ ΠΤΕΡΥΓΑΣ
28/01/2009
|