Ενότητα :Τεύχος 90. Φεβρουάριος 2009

Τίτλος : Μοιρασγεντής Σεβαστιανός, Κλιματική Αλλαγή, Εξοικονήση ενέργειας και μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στον τομέα των κτιρίων

Διαβάστηκε: 566 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

Εξοικονήση ενέργειας και μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στον τομέα των κτιρίων

 

Σεβαστιανός Μοιρασγεντής

Κύριος Ερευνητής ΕΑΑ

seba@meteo.noa.gr

 

Αναφέρθηκε σε προηγούμενα σημειώματά μας ότι ο περιορισμός της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας στα επίπεδα των 2 οC, απαιτεί οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου να έχουν φθάσει το ανώτατο όριο μέχρι το 2015, το 2030 να έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του 2000, και το 2050 να έχουν μειωθεί κατά  50-85% σε σχέση με το 2000.

Ένας τομέας κλειδί για την επίτευξη των παραπάνω φιλόδοξων στόχων είναι ο τομέας των κτιρίων, ο οποίος σε παγκόσμιο επίπεδο ευθύνεται περίπου για το 33% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αν κανείς συνυπολογίσει και τις εκπομπές από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας η οποία καταναλώνεται σε αυτά. Η εφαρμογή λοιπόν πολιτικών και μέτρων για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια είναι πρωταρχικής σημασίας για τη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής αντιμετώπισης του φαινομένου του θερμοκηπίου.

Πληθώρα τεχνολογιών είναι σήμερα διαθέσιμες σε εμπορικό επίπεδο, οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν στα υφιστάμενα κτίρια και να μειώσουν σημαντικά την ενέργεια που καταναλώνεται σε αυτά. Ενδεικτικά αναφέρονται οι μονώσεις του κελύφους και των ανοιγμάτων ενός κτιρίου, η συστηματική συντήρηση των λεβήτων, η χρήση λαμπτήρων εξοικονόμησης ενέργειας, η προώθηση συσκευών χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης, η αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας, κλπ. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι σε πολλές περιπτώσεις η εφαρμογή των μέτρων αυτών συνεπάγεται και οικονομικό όφελος για τους χρήστες των κτιρίων. Ειδικά, όσον αφορά τα καινούρια κτίρια, η μέριμνα εφαρμογής τεχνικών εξοικονόμησης ενέργειας από την αρχική φάση σχεδιασμού τους, μπορεί να οδηγήσει σε εξοικονόμηση ενέργειας έως και 80% σε σχέση με τα συμβατικά κτίρια, με πολύ μικρές ή μηδενικές αυξήσεις του κόστους κατασκευής. Συνολικά, σχετικά πρόσφατες μελέτες απέδειξαν ότι εφαρμόζοντας στον τομέα των κτιρίων μόνο μέτρα που παρουσιάζουν οικονομικό όφελος, είναι δυνατόν να μειώσουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τον τομέα αυτό στο χρονικό ορίζοντα του 2020 κατά 22-44% στις ανεπτυγμένες χώρες, 24-37% στις πρώην ανατολικές χώρες, και 38-52% στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Και όμως, παρά τα ιδιαίτερα ευνοϊκά αυτά δεδομένα, η σύγχρονη πραγματικότητα σε όλο το πλανήτη δείχει ότι εξακολουθούμε σε μεγάλο βαθμό να σπαταλάμε ενέργεια στα κτίρια μας. Η άνοδος δε του βιοτικού επιπέδου και η απόκτηση πρόσβασης στα δίκτυα ηλεκτρισμού δισεκατομμυρίων ανθρώπων στις αναπτυσσόμενες χώρες (εξέλιξη καθόλα επιθυμητή και επιβεβλημένη) αναμένεται από περιβαλλοντικής σκοπιάς να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την εικόνα αυτή. Οι ενεργειακά αποδοτικές τεχνολογίες και πρακτικές αποτυγχάνουν να διεισδύσουν σε σημαντικό βαθμό στην καθημερινότητα του νοικοκυριού και της μικρομεσαίας επιχείρησης του τριτογενή τομέα, εξαιτίας πληθώρας εμποδίων. Τα εμπόδια αυτά σχετίζονται με τη δομή της αγοράς των κτιρίων (π.χ. οι κατασκευαστές θέλουν να διατηρήσουν το κόστος κατασκευής χαμηλό ενώ οι ενοικιαστές σε πολλές περιπτώσεις δεν προχωρούν σε μέτρα εξοικονόμησης καθώς τα όποια οφέλη προκύψουν μακροπρόθεσμα δεν θα τα καρπωθούν οι ίδιοι), την αποσπασματικότητα στη διαδικασία σχεδιασμού και κατασκευής ενός κτιρίου (συνήθως ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός – αν υφίσταται τέτοιος – γίνεται ανεξάρτητα του ηλεκτρομηχανολογικού σχεδιασμού), την περιορισμένη διαθεσιμότα κεφαλαίων των νοικοκυριών για τη χρηματοδότηση του αρχικού κόστους επένδυσης μέτρων εξοικονόμησης (ακόμη και αν τα μέτρα αυτά είναι τελικά οικονομικά επωφελή), τη μη ορθολογική τιμολόγηση των ενεργειακών πόρων (στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα επιδοτούνται σε σχέση με τις καθαρές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), την απελευθέρωση των αγορών ενέργειας (όπου πλέον η μεγιστοποίηση των κερδών των εταιρειών ηλεκτροπαραγωγής επιτυγχάνεται μέσω της αύξησης των πωλήσεων ενέργειας, και επομένως ελλείπουν τα κίνητρα για προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας και διαχείρισης της ζήτησης), κλπ.

Η διαμόρφωση λοιπόν μιας αποτελεσματικής πολιτικής εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια απαιτεί πρωτίστως τη μελέτη και εφαρμογή κατάλληλα σχεδιασμένων υποστηρικτικών πολιτικών (για την ακρίβεια συνδυασμών πολιτικών) που θα καθιστά εφικτή την άρση όλων των παραπάνω εμποδίων. Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτείται:

§            Ισχυροποίηση του θεσμικού πλαισίου (κανονισμοί θερμομόνωσης, πρότυπα ενεργειακής κατανάλωσης συσκευών, κλπ.) τόσο ως προς αυτά καθ’αυτά τα πρότυπα που υιοθετούνται (τα οποία και θα πρέπει τακτικά να επικαιροποιούνται με βάση τις τεχνολογικές εξελίξεις), όσο και ως προς την αυστηρή παρακολούθηση της εφαρμογής τους.

§            Κατάλληλα σχεδιασμένα οικονομικά εργαλεία, συμπεριλαμβανομένων ενεργειακών φόρων, φοροαπαλλαγών, επιδοτήσεων και αντικινήτρων για στοχευμένα μέτρα εξοικονόμησης και τμήματα του πληθυσμού.

§            Ενεργοποίηση των μηχανισμών της αγοράς μέσω της υιοθέτησης πιστοποιητικών ενεργειακής αποδοτικότητας, της ενεργοποιήσης εταιρειών παροχής ενεργειακών υπηρεσιών, των μηχανισμών του Πρωτοκόλλου του Κιότο, κλπ.

§          Δράσεις ευαισθητοποίησης, εκπαίδευσης και πληροφόρησης του κοινού για τις δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας, που θα πρέπει να φθάνουν μέχρι στο επίπεδο της παροχής συμβουλών σε προσωπικό επίπεδο.   

Τέλος, πέρα από τις τεχνολογίες και τις πολιτικές, ιδιαίτερα κρίσιμο είναι να κατανοήσουμε ότι η καθημερινή ενεργειακή μας συμπεριφορά σε ένα κτίριο έχει ανάλογες επιπτώσεις με το επίπεδο της ενεργειακής τεχνολογίας που αυτό ενσωματώνει. Έτσι, τεράστια ποσά ενέργειας είναι δυνατόν να εξοικονομηθούν με μηδενικό κόστος, αν δεν αφήνουμε τις συσκευές σε κατάσταση αναμονής, αξιοποιούμε το φυσικό φωτισμό και σβήνουμε τα φώτα όπου αυτό είναι δυνατό, κάνουμε σωστό προγραμματισμό των οικιακών εργασιών, αερίζουμε σωστά τα δωμάτια, αποδεχτούμε υψηλότερες εσωτερικές θερμοκρασίες το καλοκαίρι και χαμηλότερες το χειμώνα χωρίς να υποβαθμίζεται το επίπεδο διαβίωσής μας, κλπ. 

 

Δαίμων της  Οικολογίας,

τ. 90, 2/09

 

Επιστροφή