Ενότητα :Τεύχος 91. Μάρτιος2009 |
Τίτλος : Βιβλιοπαρουσίαση: Μιχάλη Μοδινού: Επιστροφή
|
Αρχή κειμένου ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Του Μιχάλη Μοδινού Προδημοσίευση από το υπό έκδοση μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού που τοποθετείται εν πολλοίς στο Βόλο και το Πήλιο και έρχεται να ολοκληρώσει την τριλογία του της «φυγής» (τα άλλα δύο είναι η ΧΡΥΣΗ ΑΚΤΗ και Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΜΠΑΪ, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ). Στα βιβλιοπωλεία στις 9 Μαρτίου 2009. Αυτά μέχρι το ’73, όταν, λίγο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον ξαναείδαμε στο χωριό. Ήταν πια κοντά στα εξήντα αλλά η γοητεία του παρέμενε ανέπαφη. Ο ίδιος το γνώριζε, όπως γνώριζε ότι δεν επρόκειτο τόσο για την φυσική του γοητεία όσο για το βερνίκι μιας ζωής περιπετειώδους και ταυτόχρονα πλούσιας σ’ ανταμοιβές, μιας ζωής ισορροπημένης ανάμεσα σε πνευματικές και σαρκικές απολαύσεις - όπως ο ίδιος το έθετε. Ήταν περήφανος, ήταν απόλυτος και ήταν ξεκάθαρος. Ήταν ευγενικός και απόμακρος και αρκετά σνομπ ώστε να εκτιμά ό,τι απέμενε απ’ τα προϊόντα και τις παραδόσεις του χωριού, τόσο ώστε να μπορεί και να τα απορρίπτει, όποτε εκείνος έκρινε. Μισούσε την οπισθοδρομικότητα, με την έννοια ότι πίστευε πως ορισμένα πράγματα είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά ως εκεί. Γιατί, δεν εντυπωσιαζόταν διόλου από τα καινούργια μαραφέτια που πλημμύριζαν την αγορά κατά κύματα –τα ονόμαζε τεχνολογικά σκουπίδια- που εμάς τους ιθαγενείς μάς θάμπωναν και μας έκαναν να νοιώθουμε μικροί, φτωχοί και αποκλεισμένοι. Ούτε θεωρούσε αναγκαστικά υποδεέστερη τη ζωή στο χωριό. Όπως μας εξηγούσε τις σπάνιες φορές που καθόταν μαζί μας κάτω απ’ τα πλατάνια, στην πλακοστρωμένη πλατεία –πάντα στο καφενείο του Μαγγιώρη που δεν το ΄παιζε παραδοσιακός αλλά ούτε και ψευτομοντέρνος–, η ζωή στην Αθήνα είχε γίνει αφόρητη, οι μεγαλουπόλεις είχαν φτάσει στα όριά τους και πολλοί Ευρωπαίοι επανέρχονταν στην ζωή της υπαίθρου. Πίστευε ότι οι σύγχρονες μεταφορές σού επιτρέπουν να ζεις κοντά στη φύση χωρίς να στερείσαι τα όσα συναρπαστικά συμβαίνουν στις πόλεις. Μπορείς να μετέχεις στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης παραμένοντας ακίνητος, έλεγε. Θεωρούσε ότι η ίδια η Αθήνα δεν ήταν παρά έκφραση του κακού γούστου –της εξαφάνισης της αισθητικής, ήταν τα λόγια του– μιας ολόκληρης κοινωνίας και διατύπωνε τους φόβους του μήπως το αθηναϊκό πρότυπο εξαπλωθεί σαν γάγγραινα στις μεσαίες επαρχιακές πόλεις και στις τουριστικές περιοχές. Ώρες ώρες η φωνή του υψωνόταν και αντέκρουε τις ενστάσεις μας, ισχυριζόμενος με πάθος ότι δεν ήταν οικονομικοί οι λόγοι που μάς έκαναν επί δυο γενιές τώρα να εγκαταλείπουμε τα χωριά μας. Επεκαλείτο τους φυσικούς πόρους της περιοχής, την ομορφιά της και την ίδια την ιστορία της –κάποτε ήσασταν προνομιούχοι, μας έλεγε, κοιτάξτε γύρω σας τι έκτισαν οι πρόγονοί σας– και η βαθιά φωνή του έπαιρνε μια καταγγελτική χροιά. Λέτε ψέματα στους εαυτούς σας, έλεγε. Προτιμάτε να βρεθείτε σ’ ένα ημιυπόγειο στην Αχαρνών αφήνοντας πίσω σας αυτή την πλατεία, τα λιθόκτιστα σπίτια σας, τα οπωροφόρα και τα κοπάδια σας, το ψάρεμα και το κυνήγι και, γιατί όχι, τις τουριστικές σας δραστηριότητες. Προτιμάτε τον εξευτελισμό των πολιτικών γραφείων μήπως και βρεθείτε υπενωμοτάρχες στην Κάνιγγος ή κλητήρες στο Υπουργείο Πολιτισμού. Γκρινιάζετε για το κράτος που σας εγκατέλειψε και ξεχνάτε πόσα μπορείτε να κάνετε με τα ίδια σας τα χέρια. Γίνατε μοιρολάτρες, γίνατε επιλήσμονες. Παθιαζόταν αν και άκουγε με προσοχή τις επιφυλάξεις και τα επιχειρήματά μας. Έμοιαζε, τέτοιες ώρες, να τον συνεπαίρνει ο ίδιος ο ήχος της φωνής του. Αν το πρότυπό σας είναι ο αστικός τρόπος ζωής, υλοποιείστε το επί τόπου, έλεγε συχνά. Δεν καταλαβαίναμε καλά τι εννοούσε και καχύποπτοι τον ακούγαμε να αγορεύει με κοφτές, απόλυτες φράσεις. Νοιώθαμε σαν δαρμένα σκυλιά ώρες ώρες, κυρίως όταν σάρκαζε στο άκουσμα λέξεων όπως πρόοδος και ανάπτυξη, έννοιες που συχνά επικαλούνταν πρόεδροι της κοινότητας και κομματάρχες - χωρίς όμως να εξηγεί και το γιατί. Προοδεύστε λοιπόν, μας έλεγε, αναπτυχθείτε. Ξεριζώστε δένδρα, αφήστε τα φιρίκια και τα καρύδια να σαπίζουν στα δένδρα, ρίξτε άφθονο μπετόν, αντικαταστήστε τα ξύλινα πατζούρια με κουφώματα αλουμινίου. Φτιάξτε δρόμους προς όλες τις μοναχικές παραλίες. Γιατί όχι; Ξεπουλήστε τις ελιές σας και στείλτε τα παιδιά σας σε βοϊδοσχολές για να καταλήξουν δυστυχείς άνεργοι. Ξεριζώστε τις στέγες και ρίξτε τσιμεντόπλακες με αναμονές. Αναπτυχθείτε. Έπειτα μαλάκωνε και μας άκουγε και, λίγο πατερναλιστικά, μάς επέτρεπε να διαβάσουμε τις προθέσεις του μέσα στον σκληρό πυρήνα του κρανίου του. Αλλά κι αν δεν το κάναμε, δεν μπορούσαμε παρά να του αναγνωρίσουμε την προσοχή και την επιμέλεια με την οποία ανακαίνιζε το σπίτι, την επίμονη αναζήτηση ντόπιων υλικών και τεχνιτών, τον τρόπο που συστηματικά, αν και άθελά του, μας υποδείκνυε πώς να παντρέψουμε την απεχθή σε πολλούς από μας παράδοση με τις σύγχρονες ανέσεις. Ασχολήθηκε παθιασμένα με την ανακατασκευή των Καστανιών σαν να επρόκειτο για υπόθεση ζωής, για ένα στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του ν’ αποδείξει πως ήταν ακόμη δυνατόν να επανεποικισθεί το παρελθόν – αυτά τουλάχιστον ήταν τα δικά του λόγια σε μια συζήτηση με τον ανιψιό του όπου έτυχε να παρευρίσκεται η Ασημίνα. Με τον καιρό πολλοί τον μιμήθηκαν αν και –το γνωρίζουμε πλέον καλά– συχνά οι απομιμήσεις δεν είναι παρά κακέκτυπα των επιθυμιών μας. Είχαμε ξεχάσει να πελεκάμε την πέτρα, να εξορύσσουμε τον σχιστόλιθο, να φτιάχνουμε σιδεριές, να καλλιεργούμε ντόπιες ποικιλίες. Είχαμε παρακάμψει τις παραδοσιακές συνταγές και τις παλιές διασκεδάσεις. Ακόμα κι έτσι όμως κάτι περισώθηκε. Παρά την σταδιακή φυγή των παιδιών μας, παρά τις μαζικές προσλήψεις στο Δημόσιο και τη γενίκευση της εκπαίδευσης, έφτασαν οι επενδυτές και τα κοινοτικά πακέτα, ξεφύτρωσαν παραδοσιακοί ξενώνες και σοφιστικέ μπαρ που σερβίρουν καϊπιρίνια και μοχίτο, αναγνωρίσθηκε η εθνική αντίσταση και γίναμε όλοι συνταξιούχοι ήρωες, δημοσιεύθηκαν προεδρικά διατάγματα που προστάτευαν τους οικισμούς μας και εντέλει, μετά την «Αλλαγή» έφτασαν οι Βολιώτες, οι Θεσσαλονικιοί και κυρίως οι Αθηναίοι, για να κατασκευάσουν ογκώδεις, ενίοτε καλόγουστες βίλες και ν’ αναστηλώσουν πύργους κι αρχοντικά. Το χειμώνα γινόμασταν ένα τεράστιο ΚΑΠΗ και το καλοκαίρι ένα αχανές τουριστικό πρακτορείο. Το χρήμα έρεε άκοπα, σε σημείο που για πρώτη φορά στην ιστορία αποκτήσαμε δουλοπάροικους – τα κύματα των μεταναστών που κατέφθαναν για να καλλιεργήσουν τα χωράφια μας και να δουλέψουν στις οικοδομές. Αλβανοί και Πολωνοί, Ρουμάνες και Μολδαβές μπόλιασαν με νέο αίμα την περιοχή. Τους καλοδεχθήκαμε καθώς μας έδωσαν την πρώτη ύλη της δικής τους ιστορίας. Αλλά, έστω και για τους λάθος λόγους, η περηφάνια μας είχε αναστηλωθεί, παράλληλα με τα μουχλιασμένα πέτρινα ντουβάρια των σπιτιών μας. Επί ένα τέταρτο του αιώνα και μέχρι τον θάνατό του, ο Γέρος πηγαινοερχόταν, συνοδευόμενος πάντα από την τελευταία του σύζυγο, τη Μίνα. Το σπίτι αναβίωνε για έξη μήνες – από τον Μάιο ως αργά τον Οκτώβριο. Ζούσαν μοναχικά, έμοιαζαν ερωτευμένοι. Οι Καστανιές ζωντάνευαν κάθε τόσο με επιλεγμένους φιλοξενούμενους – συνήθως ξένους. Για ένα διάστημα κατέφθαναν κάθε καλοκαίρι τα παιδιά του Γέρου με τις οικογένειές τους απ’ τη Γερμανία, μετά έπαψε κι αυτό. Τα πρώτα χρόνια τον επισκεπτόταν συχνά ο Νομάρχης, ένας – δύο βουλευτές του Νομού με τις γυναίκες τους, ο Πρόεδρος του ΤΕΕ / Παράρτημα Μαγνησίας … τέτοιοι. Ο Γέρος τούς ξεναγούσε περήφανος στο κτήμα, με το δειλινό. Τούς έδειχνε την γούρνα όπου παλιά ποτίζονταν τα ζώα και κάποια στιγμή είχε μετατραπεί σε οιονεί πισίνα, τροφοδοτούμενη απ’ το νερό μιας πηγής ψηλά στο λόφο του Αι Μηνά. Τους έδειχνε περήφανος το μποστάνι όπου είχε εγκαταστήσει αυτό που ο ίδιος ονόμαζε Μουσείο Μεσογειακής Βιοποικιλότητας με ποικιλίες μελιτζάνας απ’ τα βουνά του Άτλαντα, ντοματιές απ’ την Προβηγκία και πεπόνια απ’ το Δέλτα του Νείλου. Περπατούσαν στον κήπο με τα οπωροφόρα και στο άλλο κομμάτι του κτήματος όπου θέριευε η άγρια βλάστηση. Κατά πάγια τακτική, εκεί τους πρόφταινε ο κηπουρός, ο κυρ- Βασίλης, συγχωριανός μας και χήρος, και τους πρόσφερε σ’ ένα δίσκο ρουμάνικη ρακή από μύρτιλα σε μικρά ποτηράκια με μια σκληρή πράσινη ελιά μέσα – το αγαπημένο στρέιτ ποτό του Γέρου. Μετά ανηφόριζαν προς το σπίτι, ενώ ο ήλιος έλουζε τις τελευταίες στιγμές της μέρας με χρυσοκόκκινα και μαβιά χρώματα και οι φιγούρες τους έμοιαζαν για μια στιγμή ακινητοποιημένες στο χρόνο. Για τις βραδιές αυτές δεν διαθέταμε παρά σκόρπιες και αντιφατικές πληροφορίες, καθώς η Ασημίνα ήταν πάντοτε διακριτική, ενώ όσοι από μας διάβαιναν το κατώφλι του σπιτιού για διαφορετικούς λόγους, κατά περίεργο τρόπο έβλεπαν διαφορετικά πράγματα. Έτσι, απορρίψαμε τον μεγάλο όγκο των πληροφοριών ως αναξιόπιστες – κυρίως όταν συνοδεύονταν από αντιφατικά και όχι πάντοτε καλόγνωμα σχόλια. Το μόνο βέβαιο: το δείπνο ήταν κατά κανόνα λιτό, βασισμένο σε προϊόντα του κήπου και του χωριού. Οι συνδαιτημόνες έπιναν πολύ ενώ οι οικοδεσπότες φρόντιζαν να συντηρούν την συζήτηση χωρίς να καταφεύγουν αναγκαστικά σε κουτσομπολιά και κακόβουλα σχόλια. Υπήρχαν βραδιές με ζωντανή κλασσική μουσική – ένα κουαρτέτο εγχόρδων ή κάποιος πιανίστας φερμένος κανείς δεν ήξερε από πού. Και σπανιότερα, κυρίως όταν στο σπίτι φιλοξενούνταν τα παιδιά, γινόντουσαν και χορευτικά πάρτυ, στα οποία αναμειγνύονταν όλες οι ηλικίες. Κατά τα άλλα ο Γέρος και οι καλεσμένοι του περνούσαν πολλές ώρες διαβάζοντας, έκαναν μακρείς περιπάτους με το δειλινό ή κατέβαιναν στη Μηλίνα, αλλά και σε μακρινότερες παραλίες για μπάνιο – σπανιότερα για ψάρεμα με το καΐκι που είχε μετασκευάσει ο Γέρος στα πρώτα του χρόνια εδώ. Συχνά έτρωγαν για βράδυ στην πλατεία κάποιου άλλου χωριού –Ξορίχτι, Μούρεσι, ακόμη και Ανήλιο– σαν να μην ήθελαν να εκτεθούν ιδιαίτερα στα μάτια των συγχωριανών ή σαν να μην τους επιτρεπόταν ν’ αποκαλύψουν όσα τους διαφοροποιούσαν απ’ τους άλλους αθηναίους παραθεριστές και τους ξένους τουρίστες που σιγά σιγά πλημμύριζαν το Πήλιο, αν και μόνο για ένα δίμηνο. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 91, 3/09 |
                     |