Ενότητα :Τεύχος 92. Απρίλιος 2009

Τίτλος : Κορρέ Κατέρίνα, Εν αρχή ήν…

Διαβάστηκε: 756 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Εν αρχή ήν…

 

Κατερίνα Κορρέ 

 

Στην αρχή ήταν το ωραίο τοπίο. Κάποιοι φυσιολάτρες το ανακάλυψαν. Σταμάτησαν στο καφενείο του χωριού και το παινέσαν, είπαν και δυο καλές κουβέντες στον καφετζή για τη μυζήθρα που τους πρόσφερε. Το καλοκαίρι εκείνο ήρθαν και άλλοι, πολλοί φυσιολάτρες και στήθηκε μια πρόχειρη καντίνα στην άκρη του μονοπατιού.

Με την αρχή της νέας χρονιάς, ο κοινοτάρχης έφερε μηχανήματα κι έκανε δρόμο αμαξωτό το μονοπάτι. Ήταν και του παπά απαίτηση να γίνεται μεγάλο πανηγύρι στο ξωκκλήσι πλάι στο ποτάμι και να πηγαίνουν όλοι, ασθενείς και οδοιπόροι, με τ’ αυτοκίνητά τους. Γι’ αυτό και τσιμεντώθηκε ο περίβολος του ξωκκλησιού και φτιάχτηκε υπόστεγο να προστατεύει τους πιστούς.

Οικογένειες ολόκληρες κατέφθαναν κάθε Σαββατοκύριακο να προσκυνήσουν, να φάνε και να πιούν, να πάρουν σε κανίστρες νερό από την πηγή και να μαζέψουν -ανάλογα την εποχή- άγρια χόρτα, ρίγανη, δίκταμο, φασκόμηλο, χοχλιούς.

Και παίζαν στη διαπασών τα κασετόφωνα. Γέλια, ξεφωνητά, οχλοβοή. «Ζωντάνεψε ο τόπος» λέγαν στο χωριό.

Ως το Φθινόπωρο, η καντίνα επεκτάθηκε. Έγινε ταβέρνα παραδοσιακή με ψησταριά και πλαστικά θερμοκηπίου στην αυλή, να μη κρυώνουν οι πελάτες.

Την επόμενη χρονιά, ο γαμπρός του κοινοτάρχη άνοιξε και αυτός ταβέρνα στην ακροποταμιά, με μπετονένια εξέδρα να κάθονται οι πελάτες νά ‘χουν στα πόδια το νερό. Ο πρώτος ταβερνιάρης, τότε, έβαλε προβολέα και λαμπιόνια. Βούϊζε η τεράστια γεννήτρια κι η νύχτα έγινε μέρα. «Για δες πολιτισμός» θαύμαζαν στο χωριό.

Οι φυσιολάτρες δεν ξανάρθαν. Όμως, οι Αθηναίοι και οι ντόπιοι που λαχταρούσαν  λίγη φύση και χοιρινό χωριάτικο γέμιζαν τις ταβέρνες. Κι επειδή έρχονταν πολλοί να παντρευτούν στο γραφικό ξωκκλήσι, φτιάχτηκε, παραδίπλα, μια γαμοταβέρνα που χωρούσε χίλια άτομα, χώρια η μεγάλη πίστα.

 

Τον άλλο χρόνο, ο ταβερνιάρης δίπλα στο ποτάμι έκανε συμφωνία με τουριστικό γραφείο. Καθημερινά, έρχονταν τρία πούλμαν με τουρίστες. Κι ο εργολάβος του χωριού έχτισε δίπλα στο ποτάμι τουριστική μονάδα. Έμοιαζε με κοτέτσι στην αρχή όμως κάλυψε τους τσιμεντόλιθους με πέτρα και φύτεψε γκαζόν, αροκάριες και φοίνικες.

Η αξία της γης ανέβηκε πολύ. Μεσίτες πηγαινοέρχονταν, μηχανικοί μετρούσαν.

Μια εταιρία αγόρασε ογδόντα στρέμματα χαλέπα και φύτεψε παντού ταμπέλες με τις φωτογραφίες πολύχρωμων σπιτιών.

Στο καφενείο μιλούσαν πλέον για αξιοποίηση, επιχειρήσεις, επενδύσεις. Πουλούσαν ένα κομμάτι γης να γίνουν ενοικιαζόμενα και βίλες και με τα χρήματα που έπαιρναν άνοιγαν παραδίπλα τη δική τους επιχείρηση: Σιδηρουργείο, ξυλουργείο, μάντρα οικοδομών, ταβέρνα, ξενυχτάδικο, κοτοπουλάδικο, ζωοτροφές. Όπου τα κατάφερνε καλύτερα ο καθένας. Επιχειρήσεις άνοιξαν και μέσα στο χωριό που γέμισε μαγαζιά τουριστικά, καφετέριες και μπαρ.

Ακόμα και οι πολιτιστικοί σύλλογοι των γύρω χωριών επέκτειναν την δραστηριότητά τους κι αντί για την μοναδική εκδήλωση κάθε χρονιάς, το πανηγύρι του χωριού τους, συναγωνίζονταν ποιος θ’ αναδείξει την παράδοση. Οργάνωναν, λοιπόν, σε κάθε ευκαιρία «εκδηλώσεις πολιτιστικές» με λυρομπάντουρα. Τα καλοκαίρια, ακόμα και των δέντρων οι κορμοί γέμιζαν πολύχρωμες αφίσες με οργανοπαίχτες τροφαντούς που ξέβαφαν στον ήλιο. Ολονυχτίς, λύρες ηλεκτρικές και ηλεκτρικά λαούτα τσίριζαν, η υποχθόνια βοή των μπάσων διαπερνούσε τα βουνά, ορμούσαν παληκαρίσια προς τους ουρανούς οι μπαλωθιές και τα βεγγαλικά.  

 

Με λίγα λόγια, οι δουλειές μέσα και γύρω απ’ το χωριό πηγαίναν μια χαρά και χτίζαμε το ίδιο ελεύθερα όπως πυροβολούσαμε. Ανενόχλητοι. Ανοίγαμε δρόμους και κατεβάζαμε πλαγιές, κόβαμε δέντρα αρχαία το ίδιο όπως χτίζαμε. Ανενόχλητοι.

 

Κι αυτό, χάρη στη δύναμη της ψήφου μας. Δύναμη μαγική που, κάποια χρόνια πριν, έκανε τον διαβήτη του Νομάρχη να γράψει ένα κύκλο με ακτίνα οκτακοσίων μέτρων από το κέντρο του χωριού. Έτσι το χωριουδάκι μας με τα τριάντα σπίτια μεγάλωσε με μιας. Σαν πολιτεία έγινε, με διάμετρο σχεδόν δυο χιλιομέτρων.

Κι αν οι διαβήτες (κι οι νομάρχες) δεν νομοθετούν, κι αν επιβάλλει ο νόμος να γίνεται η επέκταση των οικισμών με πολεοδόμηση και μόνο, κανείς δεν ήθελε να ξέρει. Είμαστε όλοι ευτυχείς που επιτέλους απόκτησαν αξία οικοδομήσιμου οικόπεδου οι ελαιώνες κι οι χαλέπες.

Κάθε γιορτή, σε κάθε πανηγύρι, κατέφθαναν οι αρχές του τόπου, νομάρχης, βουλευτές και δήμαρχος. Καμάρωναν το συνοθύλευμα από τουριστικές, αγροτικές και κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, σκυλάδικα, ταβέρνες, βιοτεχνίες, μπάζα και χωματερές και δήλωναν ικανοποίηση από την αλματώδη ανάπτυξη του τόπου, αποτέλεσμα βεβαίως της εμπνευσμένης κυβερνητικής πολιτικής.

 

Πέρασαν μόνο εφτά χρόνια από όταν ήρθαν οι φυσιολάτρες στο καφενείο του χωριού μας.

Το ωραίο τοπίο δεν υπάρχει πια. Μόνο ξενοδοχεία μισοάδεια, ταβέρνες απωθητικές, δρόμοι γεμάτοι αυτοκίνητα που αχνίζουν μες στον ήλιο. Και φασαρία, που γίνεται αφόρητη τις νύχτες: μηχανές, βεγγαλικά, μεγάφωνα με μουσικές κάθε λογής. Οι λιγοστοί τουρίστες μεθυσμένοι, καυγαδίζουν, ξερνούν και τραγουδούν με κραυγές βαρβαρικές. Και το ποτάμι έχει στερέψει από καιρό. Στην ρεματιά, που έχει γεμίσει μπάζα και σκουπίδια, κυλάνε πλέον τα λύματα.

Μείναμε εμείς κι εμείς. Συνεχίζουμε, φυσικά, να κτίζουμε ελπίζοντας πως θα ανακάμψει ο τουρισμός. Όπου δεν κτίζουμε, ανοίγουμε νταμάρια. Μέρα και νύχτα, δεν σταματάει το κροτάλισμα της σφύρας. Βγάζουμε πέτρες για τα τουριστικά χωριά, τα villages.

Όμως, οι συνταξιούχοι του βορρά δεν λένε να ‘ρθουν ν’ αγοράσουν. Έπεσε μαρασμός κι αναδουλειά.

Αναρωτιόμαστε τι φταίει που ρήμαξε έτσι ο τόπος. Όλοι, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και τρέχουμε στους βουλευτές ζητώντας τους να βρουν μια λύση ώστε να παρακάμψουμε το νόμο που επιβάλλει χωροταξικά και αηδίες.

Άλλωστε, είμαστε πολλοί κι όποιος της τσέπης μας το δίκιο τολμήσει να αμφισβητήσει, σε μας, θα πρέπει να λογοδοτήσει. Ζητάμε, λοιπόν, να συνεχίσουμε όπως πριν. Η ζώνη των οκτακοσίων μέτρων, όπως ορίστηκε με τον διαβήτη, να θεωρείται νόμος, γιατί έτσι θ’ ανοίξουν, επιτέλους, οι δουλειές. Όταν χτίσουμε το μπαζωμένο το ποτάμι και όση γης απόμεινε...

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 92, 4/09

 

Επιστροφή