Ενότητα :Τεύχος 92. Απρίλιος 2009 |
Τίτλος : Τούλης Γεώργιος, Συμφέρει το χιονοδρομικό στν Όλυμπο;
|
Αρχή κειμένου Συμφέρει το χιονοδρομικό στον Όλυμπο; Γιώργος Τούλης geotool@gmail.com γενικός γραμματέας των «Φίλων του Περιβάλλοντος - Πιερία 2008» Εδώ και χρόνια έρχεται κατά διαστήματα στην επικαιρότητα η πρόταση της κατασκευής ενός χιονοδρομικού κέντρου στον Όλυμπο. Κάποιοι την προβάλλουν ως τη μοναδική διέξοδο για ανάπτυξη των οικισμών που βρίσκονται στην περιφέρεια του ορεινού όγκου. «Θα τρώμε με χρυσά κουτάλια» γράφει ένας Λιτοχωρινός στο Facebook σε ένα σχετικό γκρουπ. Επειδή το επιχείρημα αυτό και γενικά η παραδοσιακή λογική της ανάπτυξης που επιτυγχάνεται με μεγάλα και πολυδάπανα έργα, φαίνονται ιδιαίτερα ελκυστικά στους παρολύμπιους πληθυσμούς και όχι μόνο, θα προσπαθήσουμε να το εξετάσουμε μέσα στο ίδιο πλαίσιο που θέτουν οι υποστηρικτές του. Θα εστιάσουμε δηλαδή κυρίως στους οικονομικούς όρους και όχι στις -σημαντικότερες προφανώς- περιβαλλοντικές επιπτώσεις. «Θα τρώνε λοιπόν με χρυσά κουτάλια» οι παρολύμπιοι πληθυσμοί… Είναι όμως έτσι; Ας δεχθούμε καταρχήν, ως υπόθεση εργασίας, ότι το επιχείρημα πως ένα χιονοδρομικό κέντρο θα δώσει ζωή στον τόπο είναι λογικό. Στο παρελθόν έχουμε γίνει μάρτυρες σε περιπτώσεις που τα χιονοδρομικά κέντρα αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους λάτρεις των χειμερινών σπορ και όχι μόνο. Ισχύει όμως αυτό και για τον Όλυμπο; Αν γίνει στις ψηλές κορυφές όπου υπάρχει χιόνι για αρκετές εβδομάδες, θα υποθέσει κάποιος ότι η επιτυχία του είναι εξασφαλισμένη. Όμως πρέπει να αναλογιστεί κανείς ποιες καιρικές συνθήκες επικρατούν εκεί – οι θερμοκρασίες είναι πολύ χαμηλές και οι άνεμοι πολύ ισχυροί. Ίσως τελικά συμφέρει να γίνει χαμηλότερα… Αλλά εκεί, θα υπάρχει άφθονο χιόνι; Είναι ένα ερώτημα που βασανίζει τα τελευταία χρόνια όλους αυτούς που ασχολούνται με τέτοιες δραστηριότητες. Oι αλλαγές που έχουν επέλθει στο κλίμα του πλανήτη μας τα τελευταία χρόνια δεν ευνοούν τη λειτουργία των χιονοδρομικών και για αυτό κάθε πρόταση για κατασκευή νέου κέντρου αντιμετωπίζεται διεθνώς με περίσκεψη. Προφανώς αυτός είναι ο λόγος που, ακόμη και στο προτεινόμενο Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. -σχέδιο που έχει δεχτεί έντονη κριτική από όλες τις περιβαλλοντικές οργανώσεις- «δεν προβλέπεται η ανάπτυξη νέων χιονοδρομικών κέντρων» (άρθρο 6, παράγραφος Ε.1.2). Ας υποθέσουμε όμως ότι όλα πάνε καλά και υπάρχει άφθονο χιόνι. Νέο και σύγχρονο καθώς θα είναι, θα προσελκύει αρκετούς επισκέπτες. Για να κατασκευαστεί όμως θα πρέπει να γίνουν αρκετές παρεμβάσεις στο βουνό. Η υποβάθμιση της χλωρίδας και της πανίδας, καθώς και η αλλοίωση του τοπίου είναι αναπόφευκτη. Η συσσώρευση πολλών εκδρομέων σε μια σχετικά μικρή έκταση, θα επιβαρύνει οικολογικά την ευρύτερη περιοχή. Σιγά σιγά θα επέλθει συνολικά μια σοβαρή βλάβη στο σώμα του βουνού, τέτοια που θα είναι δύσκολο να γιατρευτεί. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές έναν πληγωμένο Όλυμπο, έναν Όλυμπο που τα φυσικά του αποθέματα θα έχουν μειωθεί αισθητά. Και τι θα συμβεί αν τότε δε χιονίσει για κάποιες χρονιές; Που θα βασιστούν οι μελλοντικές γενιές για να εισπράξουν αυτά που τους αναλογούν από το βουνό; Ο εύκολος πλουτισμός που ονειρεύονται κάποιοι, μοιραία θα αποβεί εις βάρος των μελλοντικών γενεών. Αλλά αν οι σημερινοί κάτοικοι της περιοχής δεν είμαστε ικανοί να εκμεταλλευτούμε το παγκοσμίως γνωστό «brand name» που ακούει στο όνομα Όλυμπος, ίσως οι επόμενες γενιές αποδειχθούν πιο ικανές. Αν όμως έχουμε προλάβει μέχρι τότε να καταστρέψουμε το φυσικό απόθεμα, τους στερούμε αυτή τη δυνατότητα. Η δημιουργία, λοιπόν, χιονοδρομικού κέντρου στον Όλυμπο, έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης. Και βέβαια προσωπική εκτίμηση είναι ότι ο Όλυμπος δεν έχει ανάγκη χιονοδρομικών προκειμένου να προσελκύσει επισκέπτες. Οι ντόπιοι δεν χρειάζεται να ξεπουλήσουν το βουνό, μπορούν να «πουλάνε» μόνο το όνομα του. Ας δούμε ένα παράδειγμα: Η συνήθης τακτική των αρμόδιων φορέων του Λιτοχώρου είναι να προωθούν όλους τους τουρίστες που θέλουν να επισκεφτούν τον Όλυμπο στις ψηλές κορυφές. Παρέχουν μάλιστα και ευκολία στην πρόσβαση έχοντας ανοιχτό για κάθε ΙΧ αυτοκίνητο το δρόμο Λιτόχωρο – Πριόνια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μεγάλος αριθμός πεζοπόρων, να ανεβαίνουν κάνοντας μόνο μια διανυκτέρευση σε καταφύγιο. Θεωρώ ότι έτσι χάνεται μια μεγάλη ευκαιρία για να αυξηθούν οι διανυκτερεύσεις στα χωριά που βρίσκονται εκεί γύρω. Αν για παράδειγμα, την μια μέρα κάποιος επισκέπτονταν την Γκόλνα, την επόμενη τους καταρράκτες του Ορλιά και τη μεθεπόμενη το Ξερολάκκι (τόποι με χαμηλό σχετικά υψόμετρο) θα προγραμμάτιζε να διανυκτερεύσει στους γύρω οικισμούς και παράλληλα θα προστατεύονταν το ευαίσθητο οικοσύστημα των ψηλών κορυφών. Είναι αναγκαίο λοιπόν να αλλάξει το μοντέλο επίσκεψης που ισχύει αυτή τη στιγμή. Στόχος ίσως πρέπει να είναι η διάνοιξη κάποιων μονοπατιών κοντά σε οικισμούς με σκοπό να κατευθύνεται εκεί ο κύριος όγκος επισκεπτών του βουνού. Όλυμπος δεν είναι μόνο το Στεφάνι και ο Μύτικας και αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουν πρώτα οι ίδιοι οι κάτοικοι της περιοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι γνωστός οδηγός του Ολύμπου, δε γνώριζε την ύπαρξη πολλών πανέμορφων καταρρακτών που βρίσκονται στα όρια του Δήμου Δίου, μέχρι που εκδόθηκε ένα σχετικό βιβλίο! Προσωπικά έχω αντικρύσει ανθρώπους να νιώθουν δέος αντικρίζοντας το βουνό από την περιοχή των Μύλων (τοποθεσία στα όρια του Λιτοχώρου). Όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό, είναι υπεύθυνοι για να προετοιμάσουν κατάλληλα τον επισκέπτη ώστε να ζήσει το δικό του μύθο. Αν έχει δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα, εύκολα ο επισκέπτης θα γίνει κοινωνός της μυθικής διάστασης του βουνού. Οι σύγχρονες τεχνικές μάρκετινγκ μπορούν, αν χρησιμοποιηθούν σωστά, να αποδώσουν καρπούς καθώς το «προϊόν» είναι πολύ ελκυστικό. Εμείς όμως σήμερα κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να απομυθοποιήσουμε τον Όλυμπο. Έτσι επιτρέπουμε στον καθένα να προσεγγίσει τις κορυφές, ακόμα κι αν … περπατάει με παντόφλες (είμαι σίγουρος ότι όσοι έχετε ανέβει θα έχετε αντικρύσει τέτοιες εικόνες). Αδιαφορούμε για τον αριθμό των επισκεπτών αν και οι επιστήμονες μιλάνε για ειδικές συνθήκες που επικρατούν στις κορυφές (Έχετε αναρωτηθεί γιατί άραγε υπάρχουν 21 είδη ενδημικών φυτών; Μήπως λόγω αυτών των ειδικών συνθηκών;). Η λεγόμενη «φέρουσα ικανότητα» των αλπικών οικοσυστημάτων δεν έχει απασχολήσει ακόμη, σε πρακτικό επίπεδο, ούτε καν τις ειδικές μελέτες προστασίας… Η εύκολη πρόσβαση που θα προσφέρει το κάθε χιονοδρομικό θα επιφέρει λοιπόν και ένα ακόμα, πιο σοβαρό ίσως και από την περιβαλλοντική καταστροφή, πλήγμα: Την απομυθοποίηση του βουνού. Ως «καλοί επιχειρηματίες» που θα θέλαμε να είμαστε, πρέπει να συντηρήσουμε το μύθο που συνοδεύει το βουνό – η μαζική προώθηση τουριστών στις κορυφές δυστυχώς τον καταστρέφει. Γιατί λοιπόν κάποιοι επιμένουν στη δημιουργία χιονοδρομικού; Το ερώτημα αυτό έχει δυο απαντήσεις: Η ελλιπής ενημέρωση των ντόπιων πληθυσμών είναι η μία. Η άλλη είναι λιγότερο αθώα καθώς έχει να κάνει με αυτούς που όντως θα έχουν όφελος από την δημιουργία του χιονοδρομικού κέντρου. Εννοώ βέβαια τις κατασκευαστικές εταιρίες. Το μέγεθος του εγχειρήματος είναι μεγάλο (βλέπε πυλώνες, δρόμοι για τους πυλώνες, δρόμοι πρόσβασης, σαλέ, πίστες, τελεφερίκ κλπ.), οπότε και τα κέρδη που θα αποκομίσουν τεράστια – μόνο που θα είναι εις βάρος των φυσικών κεφαλαίων που διαθέτει ο τόπος. Γιατί όπως απλοϊκά θα μεταφράζαμε την αρχή της αειφορίας, πρέπει να κρατήσουμε το κεφάλαιο ανέγγιχτο και να ζούμε από τους τόκους. Κρατάμε το μύθο και επενδύουμε περιφερειακά θα έλεγα εγώ. Ποιος όμως είναι υπεύθυνος να περιφρουρήσει κάθε παρέμβαση που γίνεται στο βουνό; Είναι λυπηρό να γινόμαστε μάρτυρες καταστροφών και λεηλασιών απλώς και μόνο επειδή η φύλαξη του βουνού είναι ανύπαρκτη. Όσο παράλογο κι αν ακούγεται για τον πιο φημισμένο Εθνικό Δρυμό της χώρας, ο κάθε κακόβουλος εισβολέας, έχει τη δυνατότητα να εισέλθει από όποια είσοδο επιθυμεί χωρίς να υποστεί κανέναν έλεγχο σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης του! Αυτή τη στιγμή ο Όλυμπος, στην κυριολεξία είναι ξέφραγο αμπέλι. Έτσι ανοίγουν οι ορέξεις σε άλλους να σκέφτονται την κατασκευή τελεφερίκ στην Λεπτοκαρυά, σε άλλους να ονειρεύονται χιονοδρομικό στο Λιβαδάκι (πρόταση που βέβαια απορρίφθηκε) και σε άλλους επέκταση της υπάρχουσας πίστας του στρατού ως τον Άγιο Αντώνιο. Ας υποθέσουμε ότι κάποια από αυτές τις προτάσεις είναι σωστή και τεκμηριωμένη επιστημονικά. Ποιος είναι αυτός που θα κρίνει και θα υποδείξει τι πρέπει να γίνει στο βουνό και τι όχι; Η κεντρική διαχείριση είναι απαραίτητη, αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι διοικητικά ο Όλυμπος ανήκει όχι μόνο σε διαφορετικούς νομούς (Πιερίας και Λάρισας) αλλά και σε διαφορετικές περιφέρειες (Κεντρικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας). Το ρόλο αυτό πρέπει να τον έχει μια ενιαία Διοικητική Αρχή, π.χ. ο Φορέας Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού. Και σε κάποιο βαθμό τον έχει, αλλά μόνο στα χαρτιά, καθώς δεν έχει υπογραφεί το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο για να ασκήσει όλες τις αρμοδιότητές του και δεν έχει και το απαραίτητο προσωπικό. Είναι καιρός να στελεχωθεί με το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό ώστε να προσφέρει κάποιο έργο στον τομέα της προστασίας και της αειφόρου ανάπτυξης της περιοχής. Διαφορετικά και όσο μάλιστα δεν επεκτείνονται τα όρια του Εθνικού Δρυμού (όσο δηλαδή δεν εγκρίνεται η Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) οι κίνδυνοι παραμονεύουν. Τελειώνοντας θα αναφέρω την άποψη μιας μαθήτριας της περιβαλλοντικής ομάδας του σχολείου όπου εργάζομαι και η οποία όταν κλήθηκε να υπερασπιστεί τη δημιουργία του χιονοδρομικού στα πλαίσια μιας διαλογικής αντιπαράθεσης, είπε: «Αν γίνει το χιονοδρομικό, το περιβάλλον σίγουρα θα καταστραφεί αλλά θα κερδίσουν οι άνθρωποι». Η πρόταση της μαθήτριας συμπυκνώνει παραστατικά τη σκέψη των ανθρώπων της περιοχής που δε διαθέτουν στη μνήμη τους εικόνες και εμπειρίες περιπτώσεων βιώσιμης ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό πιστεύω ότι πρέπει να αναδείξουμε τη σημασία της πρότασης που χρησιμοποίησε ως σύνθημα ο Σάκης Κουρουζίδης, στην εισήγηση που έκανε σε ημερίδα που διοργάνωσαν οι «Φίλοι του Περιβάλλοντος - Πιερία 2008» για τον Όλυμπο: «Η προστασία του περιβάλλοντος συμφέρει οικονομικά». Αν αυτό το μήνυμα δεν καταφέρουμε εμείς, που υποτίθεται ότι το γνωρίζουμε, να το περάσουμε στους κατοίκους της Ελληνικής υπαίθρου, τότε φοβάμαι πως μας περιμένουν τα χειρότερα… Δαίμων της Οικολογίας, τ. 92, 4/09 |
                     |