Ενότητα :Κουρουζίδης Σάκης

Τίτλος : Σάκης Κουρουζίδης, Κτίρια για έναν πράσινο κόσμο

Διαβάστηκε: 960 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου
New Page 1

 

Κτίρια για έναν πράσινο κόσμο

 

Σάκης Κουρουζίδης

 

 

Από τότε που υπάρχει η ανθρώπινη κοινωνία, η κατοικία του έγινε κυρίαρχο στοιχείο της ζωής του. Όχι μόνο ως ατομικό πρόβλημα, αλλά ως οικογενειακό, συλλογικό και κοινωνικό θέμα. Απασχόλησαν τους ανθρώπους και η επιλογή των υλικών που θα χρησιμοποιούσαν, αλλά, περισσότερο κι από αυτό, η θέση της κατοικίας. Η κατοικία έπρεπε να εξασφαλίζει ασφάλεια -από "εχθρούς" και φυσικά φαινόμενα-, να αξιοποιεί τις φυσικές δυνατότητες της περιοχής και να βρίσκεται κοντά στα βασικά φυσικά αγαθά -νερό, εδάφη για καλλιέργεια ή κτηνοτροφία, υλικά για τις ανάγκες τους. 

 

            Οι Αθηναίοι, για παράδειγμα, επέλεξαν τη θεά Αθηνά ως προστάτιδα της πόλης τους, παρ' όλο που ο Ποσειδώνας τους έταξε άφθονο νερό για την άνυδρη -από τότε- περιοχή τους. Όμως, είχαν την οξύνοια να θεσπίσουν ειδικό νόμο για το νερό που εξασφάλιζε ένα λεπτομερές σύστημα καθημερινής συμπεριφοράς ανάλογο του προβλήματος και της προαναφερθείσας λογικής. Σύμφωνα με το νόμο αυτό του Σόλωνα, κάθε Αθηναίος είχε δικαίωμα να αντλεί νερό από δημόσιο φρέαρ, εφόσον κατοικούσε σε μια ορισμένη απόσταση από το φρέαρ ("εντός ιππικού"). Αν κατοικούσε σε μεγαλύτερη απόσταση, ήταν υποχρεωμένος "ζητείν ίδιον ύδωρ". Αν όμως έσκαβε σε βάθος δέκα οργιών και δεν έβρισκε νερό, τότε μπορούσε να αντλεί νερό από το "ιδιωτικό" πηγάδι του γείτονα, δυο φορές τη μέρα από "εξ χόες" (περίπου 15 λίτρα συνολικά). Η κυρίαρχη λογική που προκύπτει από τις ρυθμίσεις αυτές είναι ότι για να καλυφθούν οι ανάγκες των ανθρώπων σε νερό, πηγαίνουν οι άνθρωποι εκεί  που υπάρχει νερό και όχι το αντίστροφο. Φτιάχνουμε τους οικισμούς και τις μεμονωμένες κατοικίες οπουδήποτε και στη συνέχεια κατασκευάζουμε "σήραγγες εκτροπής", τεχνητές λίμνες, αγωγούς μεταφοράς, κλπ. Το νερό που πίνει η Αθήνα έρχεται από τα πέρατα της χώρας. Το νερό της βροχής που πέφτει στην Ευρυτανία, τη Φωκίδα, τη Βοιωτία ή τη Φθιώτιδα, καταλήγει μέσω αγωγών να ξεδιψάει τους Αθηναίους. Για να χτιστούν τα σπίτια και τα κάθε είδους έργα της Αττικής, τα αδρανή και άλλα υλικά που απαιτούνται, "ξηλώνονται" από  λόφους, βουνά, αγροτικές εκτάσεις, κοίτες ποταμών και λιμνών απ' όλη την Ελλάδα. Η πρωτεύουσα δεν έχει χώρους για να θάψει τους νεκρούς της, νησίδες -έστω- πρασίνου για να πάρει τις ανάσες της, χώμα για να επικοινωνήσει με την ιστορία της.

 

            Είναι θέμα μεγέθους; Αν ναι, πιο είναι το ιδανικό μέγεθος μιας πόλης; Ο Πλάτωνας αναφερόμενος στην "τελέα πόλι ή την υγιή τρυφώσα πόλι", θεωρεί ως άριστο μέγεθος για μια πόλη τους 5.040 κατοίκους! Οι υπολογισμοί του ακούγονται αυστηροί και γενικής ισχύος. Αντίθετα ο Ιππόδαμος, ο διάσημος Μιλήσιος Αρχιτέκτονας, που σχεδίασε την πόλη του Πειραιά, είχε επινοήσει ένα σύστημα ρυμοτομίας, την "Ιπποδάμειο νέμεσι", δείγμα της οποίας είναι η "Ιπποδάμειος αγορά" –ελάχιστη σχέση με την πλατεία Ιπποδαμείας που φιλοξενεί το γιουσουρούμ του σημερινού Πειραιά. Οι υπολογισμοί του Ιππόδαμου οδηγούσαν σε ένα βέλτιστο πληθυσμιακό μέγεθος μιας πόλης, στους 10.000 κατοίκους. Ο "μη ειδικός" Αριστοτέλης δεν πέφτει στην παγίδα των αριθμών και ορίζει ως μέτρο για το άριστο μέγεθος της πόλης, την αυτάρκειά της: "γιγνομένη μεν ουν του ζην ένεκεν, ούσα δε του εύ ζην". Η "αυτάρκεια" επηρεάζεται και προσδιορίζεται από πληθώρα παραγόντων και φυσικών δεδομένων της κάθε περιοχής και δεν είναι θέμα τεχνικού υπολογισμού και διακανονισμού.

 

            Η ίδια η έννοια της κατοικίας, του «οίκου», δεν έχει –δεν είχε!- μονοδιάστατα τεχνική σημασία. Η λέξη «οίκος» παρέπεμπε σε ένα ευρύτερο λειτουργικό, οργανωτικό, αισθητικό, κοινωνικό –και τεχνικό- πλαίσιο.

            Οίκος = σπίτι, κάμαρα, ναός, φωληά, καλύβα, κατοικία, πόλις, πατρίς, γένος, οικογένεια, περιουσία, εστεγασμένος χώρος εις τον οποίον κατοικεί τις, οικία, μεγάλη εμπορική επιχείρησις, φίρμα, είδος τροπαρίου, στρατιωτικός οίκος ηγεμόνος, οίκος ανοχής (ο καταπληκτικότερος ίσως ορισμός από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα του κόσμου, του «πορνείου», χώρος που κυριαρχεί η «ανοχή», σε αυτό που γίνεται, σε αυτούς που το κάνουν, στο χώρο, ενδεχομένως!), γυναικωνίτης, άσυλον, σταύλος, έπαυλις, κλωβίον, όλη η οικιακή περιοχή και οικονομία, τα εντός και εκτός της οικίας, παν ότι ανήκει τω οικοδεσπότι, κτλ., κτλ. (ανατρέχοντας πρόχειρα σε 7-8 εγκυκλοπαίδειες και λεξικά).

            Ο κατασκευαστής του «οίκου», ο αρχιτέκτονας (= αρχιμάστορας, από το τέκτων, δηλαδή ξυλουργός), είναι ταυτισμένος με την έννοια του «τεκταίνομαι», που θα πει «καταστρώνω ενδιαθέτως», δηλαδή κατά νουν, εν σκέψει ευρισκόμενος. 

            Τέλος αν αναζητήσουμε τον ορισμό της αρχιτεκτονικής, όσο πιο παλιά πάμε τόσο ευρύτερο περιεχόμενο της αποδίδεται και τόσο μεγαλύτερες είναι οι προσδοκίες από αυτήν. «Αρχιτεκτονικήν λέγοντες εννοούμεν την τέχνην ενταυτώ και την επιστήμην του κτίζειν οικοδομήματα σενενόνοντα εν αυτοίς την προς τον προορισμόν των καταλληλότητα, την καλλονήν, την πρόσφορον διάταξιν των μερών του, και την στερεότητα».  (Λεξικόν Εγκυκλοπαιδείας Π. Γερακάκη, Σμύρνη, 1861). Λίγο παρακάτω ορίζει τα προσόντα του αρχιτέκτονα ο οποίος «πρόδηλον γίνεται ότι πρέπει να ήναι ου μόνον φύσει ευφυής και εφευρετικού νοός, αλλά και κάτοχος πολλών γνώσεων (σσ. στην  αρχαιότητα το επάγγελμα του αρχιτέκτονα το βρίσκουμε σε συνδυασμό με του μηχανικού και του θαλασσοπόρου (Δαίδαλος ο Αθηναίος -πριν από το 10ο π.χ. αιώνα), του ανδριαντοποιού και του ποιητή (Γιτιάδης ο Λάκων) του μεταλοχόου (Ροίκος και Θεόδωρος οι Σάμιοι), ο Αγάθαργος αναφέρεται ως σκηνικός αρχιτέκτων, ενώ ο Ευπαλίνος και ο Ιππόδαμος σημειώνονται μόνον ως αρχιτέκτονες) Ο αρχιτέκτων ο άξιος του ονόματός τούτου, πρέπει να ήναι όχι μόνον της γραμμικής ιχνογραφίας και της κοσμηματογραφίας ειδήμων, αλλά και μαθηματικός βαθύς, αι δε μαθηματικαί επιστήμαι πρέπει να χρησιμεύουσιν εις αυτόν ως όριον κατά των παρεκτροπών της φαντασίας του. Πρέπει προσέτι να έχη γνώσεις ακριβείς της σκηνογραφικής, της οπτικής, της ακουστικής, των μερών της φυσικής ιστορίας των πραγματευομένων περί λίθων, μαρμάρων, γρανίτου, σιδήρου, χαλκού, μολύβδου, ξυλικής, και πάσης εν γένει ύλης ευχρήστου εις οικοδομήν, όπως γιγνώσκη τας διαφόρους εκάστου ιδιότητας, εκτιμά ασφαλώς την δύναμιν και διάρκειαν και μεταχειρήζεται αυτά καταλλήλως, κλπ". Σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα, δίπλα στην αρχιτεκτονική στα λεξικά βρίσκουμε το επίθετο «σύγχρονος», η οποία «αποβλέπει εις την στέγασιν όσον το δυνατόν περισσοτέρων ανθρώπων εις μικρότερον χώρον(!!)… δημιουργήσασα νέον ρυθμόν με απλάς γραμμάς και έλλειψιν πάσης περιττής διακοσμήσεως» (Εγκυκλοπαίδεια Ήλιος, αρχές δεκαετίας ’50).

 

            Ο αρχιτέκτων έπαψε σταδιακά να είναι «τεκτόναρχος» -όπως ήταν κατά μία αντιστροφή  των δύο συνθετικών του, παλιότερα. Τώρα, εκτός από τις παραπάνω ιδιότητες και επιδεξιότητες ο αρχιτέκτονας, που είναι ταυτόχρονα και εργολάβος, πολεοδόμος, διοικητικό στέλεχος ιδιωτικής εταιρείας ή δημόσιας υπηρεσίας, εκτίθεται στο παιχνίδι της αγοράς. Η οικονομική  παράμετρος ενίοτε ακυρώνει ή υπονομεύει το αρχιτεκτονικό έργο.

«Οι Εφέσιοι έχουσι δια τας δημοσίας οικοδομάς νόμον φρονιμώτατον. Ο Αρχιτέκτων του οποίου το σχέδιον εκλέγεται, υπόκειται εις πληρωμήν και εγχειρίζει προς ασφάλειαν όλα του τα υποστατικά. Αν εκπληρώσει ακριβώς όλα της συμφωνίας τα κεφάλαια, λαμβάνει μεγάλας τιμάς. Ει μεν  η δαπάνη υπερβεί την υποθήκην εν τεταρτημόριον, ο θησαυρός της πολιτείας προσφέρει το περιττόν, ει δε αναβή υπεράνω του τεταρτημορίου, το υπερβάλλον τούτο λαμβάνεται από τας περιουσίας του τεχνίτου (από την περιήγησιν του νεαρού Αναχάρσιδος στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Βιέννη, 1819) 

 

Ο Le Corbusier (που σχεδίαζε σε ένα γραφείο 2,68 Χ 2,68 Χ 2,68 μ.) έλεγε ότι όποιος φιλοδοξεί να πολεοδομήσει δημόσιο χώρο δεν πρέπει να έχει στην ιδιοκτησία του ούτε ένα κομμάτι γης.

 

Βεβαίως όλα τα επαγγέλματα έχουν τη διάσταση του λειτουργήματος. Ορισμένα όμως ασκούν τέτοια και τόση επιρροή στη ζωή μιας κοινωνίας, έτσι που η οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτό κοστίζει ακριβά.

Η αναβίωση κάποιων αυτοδεσμεύσεων και ορισμένων ρητών υποχρεώσεων, ούτε περιορίζει την έμπνευση, τη δημιουργικότητα και την αυτονομία του επιστήμονα, ούτε όμως αφήνει εκτεθειμένους πολίτες και κοινωνία σε αυθαιρεσίες, εκπτώσεις και υπονομεύσεις βασικών λειτουργιών συμβίωσης και συνύπαρξης.

 

Η επαναφορά του θέματος «οικοδομώ» πάνω στις στέρεες αφετηριακές βάσεις της αρχιτεκτονικής τέχνης, δηλαδή, της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, αποτελεί τη μεγαλύτερη συνεισφορά του πονήματος που ακολουθεί. Επαναφέρει όλη τη λογική, τις αρχές και τη μεθοδολογία της παραδοσιακής τέχνης του «οικοδομείν», χωρίς όμως να μένει εκεί. Αυτή η προσέγγιση έρχεται να συναντήσει όλες τις σύγχρονες τεχνικές, τεχνολογίες και υλικά για να αναδείξει τις μεγάλες νέες δυνατότητες που η οικολογική δόμηση μας προτείνει.

Αυτή η συνεχής εναλλαγή του παλιού, του παραδοσιακού, του κλασικού, με το νέο, το σύγχρονο, το καινοτόμο, έχει ένα κοινό ενιαίο νήμα που τα ομογενοποιεί: το φυσικό, το οποίο ούτε παλιώνει, ούτε ξεπερνιέται, ούτε όμως είναι ασύμβατο με το σύγχρονο. Αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο χωράει το επιστημονικά ορθό και ανοικτό στο μέλλον, το ιστορικά στέρεο και διαχρονικά ανθεκτικό, το ποιοτικά αξιοπρεπές και το οικολογικά αποδεκτό.

Δεν είναι επιστροφή στο παρελθόν, ούτε φυγή σε ένα ανύπαρκτο μέλλον. Είναι ο ασφαλέστερος, αποτελεσματικότερος και σε «ομορφότερος» δρόμος για το μέλλον.

Το μικρό ήταν όμορφο και αποτελεσματικό στην κλασσική Ελλάδα. Μετά ήρθε ο αυταρχικός γιγαντισμός της δύσης και στη συνέχεια ο οικουμενικός μεγαλο-βιομηχανικός πολιτισμός. Η νοσταλγία του «μικρού» άρχισε να φαίνεται πάλι πριν από 20 – 25 χρόνια, με το βιβλίο «Το μικρό είναι όμορφο» του Σουμάχερ και την υιοθέτησή του από το οικολογικό κίνημα. Τώρα το «όμορφο μικρό» πρέπει να πείσει ότι θα είναι και πάλι αποτελεσματικό.

 

 

 

 

Πρόλογος στο βιβλίο: Μαργαρίτα Καραβασίλη, Κτίρια για έναν πράσινο κόσμο, εκδ. Π-Σύστεμς & Ευώνυμος, 1999.

 

Επιστροφή