Ενότητα :Τεύχος 95. Ιούλιος-Αύγουστος 2009

Τίτλος : Λουλούδης Λεωνίδας. Αφιέρωμα ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, η Αριστερά του Συγκεκριμένου

Διαβάστηκε: 846 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Μιχάλης Παπαγιαννάκης, η Αριστερά του Συγκεκριμένου

 

Λεωνίδας Λουλούδης

 

Πέρυσι, αρχές του καλοκαιριού χάσαμε τον Άγγελο Ελεφάντη. Μετά από λίγους μήνες τον ακολούθησε ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης και, εν τέλει, ένα χρόνο μετά τον Άγγελο, έσβησε και ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης. Μοιάζει σαν ένα αόρατο χέρι, ο δικός τους θεός, να θέλησε να τους πάρει από ένα κόσμο, τον κόσμο της αριστεράς στον οποίο, ενώ ανήκαν ψυχή τε και σώματι, τους γινόταν μέρα με τη μέρα αφιλόξενος, για να μην πω εχθρικός. Αν έτσι παρηγορούνται όσοι τους αγαπούσαν και τους θαύμαζαν, συγχρόνως είναι αναγκασμένοι να παραδεχθούν ότι, χωρίς αυτούς, ο δρόμος της αριστεράς και, ειδικότερα, της ανανεωτικής αριστεράς απότομα στένεψε και σκοτείνιασε. Όσο και να μας υπενθυμίζει ένας προοδευτικός οπτιμισμός ότι «κανείς δεν είναι αναντικατάστατος», ελάχιστοι αγνοούν πως, στον προβλέψιμο χρόνο, υπάρχουν και κενά δυσαναπλήρωτα. 

Ο Μιχάλης στη γενιά μου έγινε γνωστός πρώτα ως πανεπιστημιακός δάσκαλος και αρθρογράφος. Από τον ορυμαγδό των εντύπων τα οποία φιλοδόξησαν, στη Μεταπολίτευση, να ξαναχτίσουν από τα ερείπια της επταετίας και της διάσπασης της αριστεράς τον λόγο και τη δράση της, ένα ξεχώρισε για την τολμηρή θεματολογία και το γλωσσικό του ήθος. Μιλάω για τη μηνιαία επιθεώρηση «ο Πολίτης», την οποία διεύθυνε, με σιδηρά πυγμή, μεταδιδόμενο πάθος και ηγεμονική αδιαλλαξία  ο Άγγελος Ελεφάντης. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το εγχείρημα, δεν προέκυψε από το πουθενά, είχε τη μακρά ιστορία της αναμόχλευσης και ανασύνθεσης της ελληνικής αριστεράς, κυρίως στο Παρίσι της δεκαετίας του 1960.  Από εκεί ξεκίνησε ό,τι αργότερα αποκρυσταλλώθηκε ως «ανανεωτική αριστερά», παρ’ όλες τις υπαρκτές ή ανύπαρκτες διαφορές των συνιστωσών της στο άνυσμα σοσιαλισμός-κομμουνισμός. Όσοι απεχθανόταν την «ξύλινη γλώσσα» της αριστεράς και τα στερεότυπα του πολιτικού της λόγου εύρισκαν στον «Πολίτη», έστω και αν διαφωνούσαν με την ιδεολογική στράτευση του διευθυντή του, ένα χώρο συζήτησης θεμάτων πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας, λογοτεχνικής κριτικής και πολιτιστικής παιδείας αγνώστων, μέχρι τότε, στην εγχώρια αριστερά. Βεβαίως είχαν προϋπάρξει η στρατευμένη «Επιθεώρηση Τέχνης» και οι φιλελεύθερες «Εποχές». Αλλά τα περιοδικά, ακόμη και τα σοβαρότερα, είναι εφήμερα εγχειρήματα. Ανατέλλουν, δίνοντας τον λόγο στους εκφραστές μιας εποχής και, συνήθως, συνηθέστατα, δύουν μαζί τους. «Ο Πολίτης» ήταν, μαζί με το «Αντί», του Χρήστου Παπουτσάκη (άλλη μεγάλη απώλεια των ημερών) οι δύο «μεγάλες του Γένους Σχολές», κατά τη φράση του ιστορικού της τέχνης καθηγητή Ν. Χατζηνικολάου, για τα αντίστοιχης σημασίας περιοδικά της αντιδικτατορικής παροικίας του Παρισιού, των αριστερών της Μεταπολίτευσης. Υπήρχαν, ωστόσο, όπως σε κάθε περιοδικό, και ελλείψεις στη θεματολογία του «Πολίτη», και όχι μόνο. Μια από αυτές ήταν η παραγνώριση ή, για να το πω ελαφρότερα, το μειωμένο ενδιαφέρον για την ποσοτική διάσταση των οικονομικών και κοινωνιολογικών φαινομένων στις, κατά τα λοιπά, εμβριθείς και στοχαστικές αναλύσεις του. Δεν αντέχω στον πειρασμό να γενικεύσω λέγοντας ότι αυτή την αναλυτική αδυναμία, εν μέρει δικαιολογημένη, ως συνειδητή επιλογή αποστασιοποίησης από τις αγκυλώσεις του οικονομισμού και του αφελούς θετικισμού της γραφειοκρατικής αριστεράς, πλήρωσε και πληρώνει ακόμη και σήμερα η ανανεωτική αριστερά. Γι΄ αυτό, εξαιτίας της παραπάνω αιτίας και, σίγουρα, της επιστημονικής μου παιδείας, αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη η ανάγνωση, ενός άρθρου, των άγνωστών μου, τότε, Λευτέρη και Μιχάλη Παπαγιαννάκη για την οικονομία των νοτιοευρωπαϊκών χωρών το 1977.  Είναι χαρακτηριστικό ότι του πλούσιου, σε ποσοτικούς πίνακες και στατιστικές επεξεργασίες του συγκεκριμένου κειμένου, προηγείται το εξής σχόλιο ενδεικτικό της δυσεύρετης, στην καθ’ ημάς αριστερά, ακόμη και σήμερα, οπτικής γωνίας των συγγραφέων του: «Στα παρακάτω κείμενα δίνεται κάτι λιγότερο από μια θεωρητική τοποθέτηση και κάτι περισσότερο από μια στατιστική ανάλυση της διάρθρωσης και της ανάπτυξης τω οικονομιών της Νότιας Ευρώπης». Νομίζω ότι, αυτήν την οπτική γωνία του, «κάτι λιγότερο….κάτι περισσότερο…», κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα είτε της ιπτάμενης θεωρητικολογίας είτε του αβαθούς εμπειρισμού της ελληνικής αριστεράς, υπηρέτησαν, ανοίγοντας την, όσο τους ήταν δυνατό αλλά με συνέπεια και πρωτοτυπία, σε όλη την υπόλοιπη δημόσια παρουσία τους, τα δύο αδέλφια. Ο Λευτέρης σε θέματα βιομηχανικής και ενεργειακής οικονομίας, περιφερειακής ανάπτυξης και πολιτικής της ανώτατης εκπαίδευσης, ο Μιχάλης σε θέματα οικονομίας, προστασίας του περιβάλλοντος, ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Από εκεί ξεκινώντας, ο Μιχάλης, αναδείχθηκε αργά αλλά σταθερά, όπως, άλλωστε, αρμόζει σε αυτοδημιούργητους πολιτικούς και όχι σε τυχάρπαστες περσόνες επικοινωνιακών τεχνασμάτων, σε ηγετική προσωπικότητα της ανανεωτικής αριστεράς ή, με τον δικό του ορισμό, «της ευρωπαϊκής, ριζοσπαστικής και οικολογικής αριστεράς», ευρύτερης απήχησης και αποδοχής. Πώς το κατάφερε αυτό ο Μιχάλης μόνο η μελέτη της πολιτικής βιογραφίας και του έργου του μπορεί να απαντήσει. Εδώ, απλώς υπαινίσσομαι ότι ήταν ο ιδανικός και μοναδικός, πιστεύω, σε αυτό το επίπεδο δημόσιας «αναγνωρισιμότητας», εκφραστής αυτής της αριστεράς του μέλλοντος που ο Λατινοαμερικάνος συγγραφέας Κάρλος Φουέντες, σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, όρισε, αφού απαξίωσε, ως νέο Μουσολίνι, τον αγαπημένο της σημερινής ηγετικής ομάδας του Συνασπισμού, Τσάβες, ως Αριστερά του Συγκεκριμένου. Αυτός ο απολογισμός, όταν γίνει, ίσως επιβεβαιώσει ότι η πολιτική δεν είναι αφηρημένη θεωρία ή θετική επιστήμη αλλά πρόταξη οράματος, υπηρετούμενου «μεροδούλι-μεροφάι» και ανατροφοδοτημένου από το μεγαλύτερο δυνατό εύρος θεωρητικής παιδείας, ώστε να  συλλαμβάνεται, κατά το δυνατόν, το αενάως διαφεύγον «πραγματικό». Μόνο δι’ αυτής της εξαντλητικής μεθόδου εργασίας, αυτή η ψυχολογική διαθεσιμότητα, η οποία τροφοδοτεί την αδιάπτωτη βούληση παρέμβασης στο «πραγματικό», δεν παγιδεύεται είτε στο θεωρητικό υποκειμενισμό είτε στον τυφλό αντικειμενισμό. Χωρίς αυτή τη συστηματική μελέτη αλλά παρακολουθώντας χρόνια την εξέλιξή του, τολμώ να ισχυρισθώ ότι η πολιτική βούληση του Μιχάλη Παπαγιαννάκη κινιόταν συνεχώς μεταξύ αυτών των άκρων, υποστηρίζοντας, ακριβώς  αυτό το «κάτι λιγότερο …κάτι περισσότερο» της πρώιμης αρθρογραφίας του, καταθέτοντας απόψεις και επιχειρήματα θεωρητικώς ενήμερα και εμπειρικώς τεκμηριωμένα.

            Με δεδομένη την κατάσταση της σημερινής ελληνικής αριστεράς είναι απογοητευτικό αλλά όχι παράδοξο ότι, αυτή η μέθοδος Παπαγιαννάκη, όπως και η τάση του να μην μασάει τα λόγια του, του απέφεραν μεγαλύτερη αντιπαλότητα εντός παρά εκτός των τειχών. Κορυφαίο παράδειγμα αυτής της αντιπαλότητας ήταν η ακατανόητη, εκ πρώτη όψεως, κομματική εκπαραθύρωσή του από την υποψηφιότητα στις δημοτικές εκλογές πριν τρία, μόλις χρόνια. Την οποία άντεξε με την, για μένα εξίσου ακατανόητη, σιωπηλή υποχώρηση, στο όνομα της κομματικής πειθαρχίας και του καθοδηγητικού δικαιώματος της πλειοψηφίας. Η μόνη δυνατή εξήγηση, επειδή δεν ήταν πολιτικός που δίσταζε, όπως ήδη ανέφερα, να εκθέτει τα επιχειρήματά του σε σειρά αντιδημοφιλών θεμάτων, είναι η ενδεχόμενη ταύτιση της υπόθεσης με την προσωπική του τύχη, στάση εντελώς απαράδεκτη για έναν άνθρωπο απεχθανόμενο την «πάλη χωρίς αρχές» και τις σκοτεινές μεθοδεύσεις του κομματικού μηχανισμού. Επιπλέον, μπορεί να προαισθάνθηκε ότι αυτό που αποτελούσε τη βαθύτερη ουσία του ανανεωτικού εγχειρήματος της αριστεράς, στο οποίο είχε ενταχθεί ως επίλεκτο στέλεχος από δεκαετίες, δηλαδή ότι «ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα», είχε εξαντλήσει την όποια δυναμική του και δεν είχε το κουράγιο ή την παλιά διαθεσιμότητα να επιμείνει ρίχνοντας και άλλο λάδι στη φωτιά. Άλλωστε, το τέλος, όπως και να το εκλάβει κανείς ή όπως, ίσως, το είχε προαισθανθεί ο ίδιος, πλησίαζε…

Βέβαια, δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που ο Μιχάλης αποφάσιζε ότι «το κόμμα ξέρει καλύτερα». Υπενθυμίζω ότι διέκοψε τη συνεργασία του με τον κομμουνιστικό (σχηματικά μιλώντας γιατί η πραγματικότητα ήταν πιο σύνθετη) κύκλο του «Πολίτη», το 1986, πρωταγωνίστησε στην ίδρυση της «Ελληνικής Αριστεράς» αλλά, λίγο αργότερα, έστω και χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό, αποδέχθηκε την προσωπική συμφωνία Φλωράκη-Κύρκου για την ίδρυση του Συνασπισμού, αναδεικνυόμενος, χωρίς αμφιβολία, σε έναν από τους επιτυχέστερους πλέον επιφανείς ευρωβουλευτές της αριστεράς. Το λέω αυτό γιατί και ο ίδιος, στην τελευταία, πριν επέλθει το μοιραίο, συνέντευξή του, αποστασιοποιήθηκε εκείνης της επιλογής του.  Δεν υποστηρίζω ότι τα διλήμματα, ειδικότερα στην εξόχως ταραγμένη συγκυρία του τέλους της δεκαετίας του 1980, ήταν απλά ούτε ότι μπορεί, από όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα, να υπάρξει αριστερά χωρίς κόμμα, αλλά επειδή στην πολιτική όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος αυτή είναι ακόμη μια ενδιαφέρουσα πτυχή της σκέψης ενός πεπαιδευμένου, οραματιστή και πραγματιστή, διακεκριμένου πολιτικού που αξίζει να μελετηθεί προσεκτικότερα. Πόσο μάλλον που ο Μιχάλης, ομιλητικότατος και φιλικός προς γνωστούς και αγνώστους, αλλά αυστηρός στις αρχές του, όπως καίρια επισήμανε ο ιστορικός και φίλος του Βασίλης Παναγιωτόπουλος, αρνιόταν σχεδόν πεισματικά να μιλήσει για τα βιώματα τα οποία τον διαμόρφωσαν ως πολιτικό, ιδιαίτερα στη συγκλονιστική περίοδο της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τη Μεταπολίτευση (στέλεχος του φοιτητικού κινήματος, Όμιλος Παπαναστασίου, Δημοκρατική Άμυνα κ.ά.).

Κλείνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ σε εκείνη τη διάσταση του, την οποία, εν τέλει, επισκίασε η πολιτική του λάμψη. Ο Μιχάλης υπήρξε ένας εκπληκτικός δάσκαλος. Αρκετοί συνάδελφοι μου στις γεωπονικές και οικονομικές σχολές της χώρας δεν ξεχνούν τα μεταπτυχιακά τους στο Μονπελιέ, όταν ο Παπαγιαννάκης τους δίδασκε  αγροτική οικονομία και ανάπτυξη μεταδίδοντάς τους αυτή την αίσθηση της ιστορίας και της πολιτικής η οποία, όταν αρδεύεται από τη δική του γενναιόδωρη χωνευμένη ευρυμάθεια και τον κοσμοπολιτισμό καθιστά τις πανεπιστημιακές σπουδές αυτό που θα έπρεπε να είναι, μια ανεπανάληπτη μύηση στα μεγάλα ερωτήματα των σκεπτομένων ανθρώπων. Ας μην ξεχνάμε ότι, όπως και ένας άλλος ύποπτος «δεξιών αποκλίσεων», από την κατεστημένη αριστερά, ο Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος, ο Μιχάλης ανήκει στην εξαίρεση των οικονομολόγων οι οποίοι δεν πασπάλιζαν την επιστήμη τους με «ολίγην οικολογία» αλλά επιχειρούσαν επίμονα να καταδείξουν ότι τα εγχειρήματα της «βιώσιμης» ή της λεγόμενης σήμερα «πράσινης οικονομίας» αφενός δεν είναι αυτονόητα, αφετέρου είναι αλληλένδετα με την πορεία της ενωμένης Ευρώπης. Οι δικοί μου προπτυχιακοί φοιτητές είχαν τη σπάνια τύχη να προσκληθούν -και να φιλοξενηθούν- από τον ευρωβουλευτή Παπαγιαννάκη, για μια εβδομάδα στις Βρυξέλλες. Εκεί, άκουσαν από τον ίδιο και συζήτησαν μαζί του, επί ώρες, για τη διεθνή, την οικονομική, την περιβαλλοντική πολιτική και τη γενικότερη πορεία προς την ομοσπονδιακή ένωση της «πράσινης» Ευρώπης, στην οποία τόσο πίστευε και για την οποία τόσο μόχθησε, τρέχοντας -κυριολεκτικά- όπου τον καλούσαν να μιλήσει ή ακριβέστερα, να συνομιλήσει. Για λίγες μέρες μπροστά στα έκπληκτα μάτια των φοιτητών μας ξεδιπλώθηκε ένας άλλος κόσμος απαλλαγμένος από τον κοντόφθαλμο επαρχιωτισμό του δυναστευμένου από τον μικροκομματισμό και την αυτοαναφορικότητα ελληνικού δημόσιου πανεπιστήμιου. Γι’ αυτό, ο αποχαιρετισμός στο αεροδρόμιο υπήρξε, ένθεν και ένθεν, ιδιαίτερα συγκινητικός.

Όμως, ο Μιχάλης, όπως και ο Άγγελος και ο Λευτέρης δεν είναι πια μαζί μας. Όπως και οι αυταπάτες της δικής μας πολιτικής νεότητας. Ο κύκλος των αγαπημένων φίλων και εμπνευσμένων συνεργατών, στους οποίους μπορούσες να απευθύνεις, κάποτε, χωρίς αυτό-σαρκαστική διάθεση, την ακριβή προσαγόρευση, λιγοστεύει επικίνδυνα. Σύντροφοι, αντίο για πάντα.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 95, 7-8/09

 

    

 

 

 

 

Επιστροφή