Ενότητα :Τεύχος 95. Ιούλιος-Αύγουστος 2009 |
Τίτλος : Αφιέρωμα ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗΣ. Picasso
|
Αρχή κειμένου του Conrad Farner Απόδοση: Μιχάλη Παπαγιαννάκη (Πανσπουδαστική, αρ. 33, 15 Δεκεμβρίου 1961, αποσπάσματα) Τέλη του Μάη του 1901. Ο Πικάσσο πηγαίνει στο Παρίσι για δεύτερη φορά. Είναι σχεδόν είκοσι χρονών. Έχει ένα ασυγκράτητο ενθουσιασμό για το επάγγελμα του, για το έργο του. «Αυτά σκεφτόταν διαρκώς με απορροφημένο ύφος. Το στόμα του με τα λεπτά χείλη χαμογελούσε κάπου - κάπου, τα μάτια του ποτέ. Μάτια παράξενα, μαύρα, υπερβολικά μεγάλα σε σχέση, με το πρόσωπο, ενοχλητικά εξ αιτίας της παρατηρητικότητας του. Η σιλουέττα του, τα λυτά του μαλλιά, όλα πάνω του μαρτυρούσαν τον Ισπανό». Έτσι τον περιγράφει ο Ρολάν Ντορζελέ πού τον είχε γνωρίσει, όταν πρωτόρθε στο Παρίσι. [...]. Παράξενο σπίτι αυτό το ερείπιο, όπου μετακόμισε ο Ισπανός! Ετοιμόρροπο, σκοτεινό, γεμάτο θορύβους, όλο σκάλες, διαδρόμους, παράξενα χτισμένο ανάμεσα σε δυο δρόμους, έτσι που μπορούσες να κατοικείς στο ισόγειο ή στη σοφίτα, ανάλογα με την θέση που θάπερνες [...]. Όταν σηκωνόταν αργά, ήταν γιατί ζωγράφιζε όλη τη νύχτα, για να μη τον ενοχλούν. Μόνος, με τα φαντάσματα του, στο φως μιας χοντρής λάμπας, που το πετρέλαιό της αντικαθιστούσε το λάδι στις θήκες των χρωμάτων του. Η νύχτα ήταν μπλε πάνω στο πλατύ παράθυρο, μπλε ήταν το λινό του κοστούμι και ένας κόσμος μπλε γεννιόταν κάτω από το πινέλλο του, ένας κόσμος απελπισμένος, μητέρες με σβησμένα στήθια, λιπόσαρκα παιδιά, ζητιάνοι. Οι τεχνοκρίτες δεν εξήγησαν ποτέ γιατί τα πρόσωπα της «Μπλε Περιόδου» ήταν τόσο αδύνατα: ήταν η εποχή που η Μονμάρτη πέθαινε της πείνας. [...] Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1901, ο Αμπρουάζ Βολλάρ ανοίγει την πρώτη έκθεση του Πικάσσο στο Παρίσι, και ο Φελισιάν Φαγκύ που κάνει την κριτική τους στην «Λευκή Επιθεώρηση», μιλάει για πολυάριθμες επιρροές. «Κι αυτό –γράφει- γιατί ο ενθουσιασμός του δεν του άφησε τον καιρό να δημιουργήσει το δικό του στυλ. Η προσωπικότητά του αναπαύεται πάνω σ' αυτόν τον ενθουσιασμό, πάνω σ' αυτόν τον νεανικό και φευγαλέο αυθορμητισμό...». Μα ακριβώς αυτός ο αυθορμητισμός παρά την εντατική δουλειά- εμποδίζει τον Πικάσσο να τραβήξει μπρος. Είναι καιρός να αποφασίσει, να διαλέξει. Ο εμπρεσιονισμός Δεν υπάρχει περίπτωση να διαλέξει την επίσημη τέχνη των ακαδημιών και των σαλονιών, γιατί η βαθειά εξέγερσή ου ενάντια στον αστικό πολιτισμό, ενάντια στην ευτέλεια και την έλλειψη προοπτικών, μεγάλωσε περισσότερο μετά την Βαρκελώνη. Πρέπει να ασπαστεί τον εμπρεσιονισμό που, αφού γαλούχησε μια ολόκληρη γενιά, αντιπροσωπεύει το μεγάλο ρεύμα, πού εναντιώνεται στην ακαδημία και αρχίζει να μπαίνει στην ιστορία. Ο αυθορμητισμός, ουσιώδες στοιχείο του εμπρεσιονισμού θα του ταίριαζε. [...] Έτσι η αντίθεση αυτή δεν είναι αντιαστική, αντίθετα μάλιστα είναι μια έκφραση της ίδιας της αστικής ευαισθησίας. Ο εμπρεσιονισμός είναι μονάχα μια ακόμα καλλιτεχνική δυνατότητα για μια πλατύτερη αστική θεώρηση του κόσμου. Ο Πικάσσο δε θα διαλέξει αυτό το δρόμο. Ο συμβολισμός Αλλά το σταυροδρόμι ανοίγεται και σ’ άλλους δρόμους. Γιατί η αντίθεση της αρχής του αιώνα ξεπερνάει πια τον εμπρεσιονισμό, θα λέγαμε μάλιστα ότι κατευθύνεται εναντίον του. Ο πραγματικός στόχος αυτής της αντίθεσης είναι: να αισθάνεται την ηθική αγωνία της εποχής της, να βλέπει την κοινωνική καταστροφή, να βρίσκει τους δεσμούς ανάμεσα στους ανθρώπους, να εκτιμά με καινούργια δεδομένα το μυστήριο της ζωής, και μ' αυτά να δημιουργεί τις δυνατότητες για να δει κανείς καθαρότερα το μέλλον. Τέτοιο είναι το νόημα της ζωγραφικής που θα περάσει στην ιστορία με το όνομα του «συμβολισμού». [...] Η κοινωνική κρίση εξακολουθεί να μένει αξεπέραστη, η καταστροφή πλησιάζει και τα προβλήματα θέτονται: τέλος ή ανανέωση, μηδενισμός ή θρησκεία, είναι πλαστά προβλήματα. Ο φωβισμός Παρά την ρωμαλεότητα των πιο σημαντικών έργων, ένας συναισθηματικός πέπλος καλύπτει συχνά τα πάντα και ο Πικάσσο θα πει αργότερα πολύ σωστά στον Ανρί Μαό: «Όλα αυτά είναι συναίσθημα!». Από την «μπλε περίοδο» δεν μένουν παρά μερικά έργα, όχι και τόσο πρωτότυπα. Ο Πικάσσο περνάει τώρα τον Αχέροντα. Ετοιμάζεται να κατέβει ο ίδιος στα Τάρταρα. Ανατρέπει βίαια τους μέχρι τώρα ισχύοντες κανόνες. [...] Ο καλλιτέχνης δεν έχει πια για αποστολή (και εκεί ο συμβιβασμός του περιεχομένου και ο συμβολισμός του χρώματος ενώνονται) να βάλει σε πρώτο πλάνο την παρούσα ζωή, αλλά το άπειρο μέσα στο χρόνο και το διάστημα. Η σχολή των «φωβ» πάει πιο μακριά: δεν υπάρχουν πια καθήκοντα απέναντι στην ιστορία, αντίθετα, προσπαθούν να ξαναδώσουν ζωή στην προϊστορία, και μάλιστα να πάνε πιο πέρα, να βυθιστούν στις ρίζες του πολιτισμού. Αρνούνται την χρησιμότητα του έναρθρου λόγου, καταριούνται την χρησιμότητα της γνώσης, ελεεινολογούν τον πολιτισμό. [...] Ό κυβισμός Ο Πικάσσο ζητάει ένα καινούριο δρόμο. Τον βρίσκει τώρα στην κίνηση που διαδέχθηκε τον Σεζάν: στον κυβισμό. Εκεί δεν είναι απομονωμένος. Συμμετέχει σε μια κίνηση και όπως στα 1906, στον δρόμο του φωβισμού, είχε βρη τον Ματίς, έτσι στα 1908, στον δρόμο του κυβσιμού, βρίσκει τον Μπρακ. [...] Δύο τάσεις χαρακτηρίζουν την τέχνη που ανέρχεται. Απλοποιώντας, μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε σαν τάση άλογη, ενορατική και φιλολογική και τάση έλλογη, διανοούμενη και σχηματική. Αντίθετα με τους συμβολιστές και τους φωβ ο Πικάσσο διαλέγει την δεύτερη. Το πρότυπό του δεν είναι πλέον ο Γκωγκέν, ούτε ο Βαν Γκογκ αλλά ο Σεζάν, ο Σεζάν που χαρακτηρίζει τον Γκωγκέν γελοίο και την τέχνη του Βαν Γκόγκ «ζωγραφική ψυχοπαθούς». [...] Ο Πικάσσο πάντως δεν είναι πλατωνικός και πολύ λιγώτερο οπαδός του Πλωτίνου. Αντιθέτως είναι και παραμένει, παρ' όλες τις χαοτικές του όψεις, ρεαλιστής, θα πούμε μάλιστα πώς γίνεται ο ρεαλιστής του χάους, ο πιο τολμηρός ρεαλιστής που υπάρχει. Τους τέσσερις πρώτους «ισμούς» που συνάντησε στον δρόμο του, κινήσεις τυπικές και χαρακτηριστικές της αποσύνθεσης και της παρακμής, τους άφησε πίσω του. Αυτός συνεχίζει το δρόμο του. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 95, 7-8/09 |
                     |