Ενότητα :Προτεινόμενα άρθρα |
Τίτλος : Μάρω Ευαγγελίδου, Η «τακτοποίηση» των ημιυπαίθριων χώρων ως πρόβλημα πολεοδομικού σχεδιασμού και εφαρμογής του
|
Αρχή κειμένου
Η «τακτοποίηση» των ημιυπαίθριων χώρων ως πρόβλημα
πολεοδομικού
σχεδιασμού και εφαρμογής του1
Μάρω Ευαγγελίδου,
Αρχιτέκτων Πολεοδόμος2
Στον διάλογο πριν και μετά την πρόσφατη «τακτοποίηση»
(και όχι νομιμοποίηση!) των ημιυπαίθριων χώρων (ΗΥΧ) ενεπλάκησαν ποικίλοι
…«αρμόδιοι» κλάδοι όπως οι κτηματομεσίτες, εργολάβοι και «ιδιοκτήτες ακινήτων»
για να αναδείξουν το «κοινωνικό πρόβλημα», οι συμβολαιογράφοι και φοροτεχνικοί
για να εξηγήσουν πως «τακτοποιείται», οι μηχανικοί μέσω του ΤΕΕ για να
υποδείξουν τις ευθύνες του κράτους (και λιγότερο των ίδιων!) και να τονίσουν ότι
κάθε νομιμοποίηση οδηγεί σε νέα γενιά αυθαιρέτων, οι νομικοί μέσω του ΔΣΑ για να
καταθέσουν τη συνταγματική διάσταση και οι αρχιτέκτονες που υπενθύμισαν τη
σημασία του «ημιυπαίθριου βίου» στη Ελλάδα.
Ελάχιστα τοποθετήθηκε ο κλάδος των πολεοδόμων παρόλο
που το όλο θέμα είναι κυρίως ζήτημα πολεοδομικού σχεδιασμού και εφαρμογής του,
και μόνο οι μηχανικοί του Δημοσίου κάλεσαν -μέσω της Ομοσπονδίας τους- τα μέλη
τους να μη συμπράττουν έμμεσα ή άμεσα στην παρανομία.
Η απουσία αυτή των πολεοδόμων αναδεικνύει αφενός ότι η
κοινωνία δεν τους έχει σε μεγάλη υπόληψη για να ζητήσει τη γνώμη τους, αφετέρου
όμως ότι και ο ίδιος ο κλάδος, κάποτε ιδιαίτερα ενεργός και παρεμβατικός στο
κοινωνικό γίγνεσθαι, έχει περιορίσει την αυτοεκτίμησή του, υπό το βάρος
αναμφίβολα μιας συσσωρευμένης απογοήτευσης για την αναποτελεσματικότητα της
επαγγελματικής ή κοινωνικής προσφοράς του, στο βαθμό που το έργο του αναιρείται
«από τα μέσα», δηλαδή από την ίδια τη διαδικασία (μη) εφαρμογής ή/και (ελλιπούς)
θεσμοθέτησης.
Έτσι όμως τροφοδοτείται ένας φαύλος κύκλος: όσο
ο κλάδος δεν παρεμβαίνει, τόσο η κοινή γνώμη (μέσω των ΜΜΕ) δικαιούται να τον
αγνοεί και, όσο δεν αναδεικνύεται η «επιστημονική» διάσταση του πολεοδομικού
ζητήματος, τόσο «νομιμοποιείται» η εμπειρική προσέγγιση των επιλογών της
εξουσίας και η ανάπτυξη του λαϊκίστικου πολιτικού λόγου που υποβιβάζει τον
σχεδιασμό σε επικυρωτή των παρανόμως διαμορφωμένων καταστάσεων, εν είδει
αναγνώρισης του «κοινωνικού προβλήματος», και τέλος, όσο εμπεδώνεται στην
κοινωνία η άποψη ότι ρόλος της «πολεοδομίας» είναι η εξυπηρέτηση των ποικίλων
πελατειακών πιέσεων και ιδιωτικών συμφερόντων, τόσο απομακρύνεται το ενδεχόμενο
να γίνει ο σχεδιασμός κοινωνικό αίτημα, για τη δημιουργία και υλοποίηση ενός
συλλογικού οράματος για την πόλη.
Από τα παραλειπόμενα του πολιτικού διαλόγου: οι
λιγότερο εμφανείς επιπτώσεις
της «τακτοποίησης».
Η πρόσφατη ρύθμιση για τους ΗΥΧ και τα υπόγεια,
υποκρύπτει μια ηθική επίθεση του κράτους προς τον νόμιμο πολίτη, τους θεσμούς
και το κύρος του σχεδιασμού, αλλά και μια υλική επίθεση προς το περιβάλλον και
τα οικονομικά της Αυτοδιοίκησης, θέματα που συγκαλύφτηκαν από την λαϊκίστικη,
κακομοίρικη και θρασύτατη επιχειρηματολογία περί «κοινωνικού προβλήματος» που
ενορχηστρώθηκε συστηματικά από τους διαπράττοντες την απάτη εργολάβους και
εγκλωβίζοντες ως συνεργό τον εξαπατώμενο πελάτη, μετέπειτα «οικιστή».
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις ανάγονται στην έμμεση
αύξηση των Συντελεστών Δόμησης (ΣΔ) μιας περιοχής, δηλαδή της πυκνότητας
κατοίκησης: σε αντίθεση με την θέση ότι «ο παράνομος ΗΥΧ είναι απλά το
δωματιάκι που κλείνει κάθε οικογένεια για να στεγάσει τις ανάγκες των παιδιών
της, χωρίς να βλάπτει κανέναν επειδή δεν αλλοιώνει τον όγκο της δόμησης»,
στην πραγματικότητα η επίπτωση στη γειτονιά είναι μεγάλη, επειδή το δωματιάκι
δεν το κλείνει η οικογένεια αλλά έχει προγραμματιστεί για να κλείσει ήδη από το
σχεδιασμό της πολυκατοικίας. Αυτό σημαίνει ότι σε οικόπεδα που θα χωρούσαν πχ 5
διαμερίσματα των 100τμ κτίζεται 20% περισσότερο άρα προστίθεται περίπου ένα
διαμέρισμα, δηλαδή σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο περίπου 10-20 και σε κάθε
γειτονιά από 100-200, άρα και ανάλογος αριθμός οικογενειών. Πρόκειται για μια
συνέπεια μη αναστρέψιμη, που πιέζει σε ανάγκες κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων
οι οποίοι είναι ήδη πενιχροί στις ελληνικές πόλεις, όπως και σε χώρους
κυκλοφορίας και στάθμευσης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο ωραία είναι η Αθήνα τον
Αύγουστο που λείπει μεγάλο μέρος των κατοίκων (με τα αυτοκίνητά τους!) για να
συνειδητοποιήσει τι σημαίνει έλεγχος πυκνότητας κατοίκησης. Η διεστραμμένη αυτή
αύξηση της πυκνότητας οδηγεί και σε ένταση των κοινωνικών διαφορών στη πόλη,
επειδή η αύξηση των ΣΔ είναι γεωμετρικού τύπου: στις γειτονιές με ΣΔ 1,0
είναι 20%, ενώ σε αυτές με ΣΔ 3,0, ήδη πυκνοδομημένες και προβληματικές η αύξηση
είναι 60% (3,0Χ20%)!
Μια σοβαρή δευτερογενής επίπτωση είναι η επιβάρυνση
της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με αυξημένες υποχρεώσεις για την απαλλοτρίωση
κοινόχρηστων χώρων (ΚΧ) πρασίνου και κοινωνικών υποδομών (πχ παιδικοί σταθμοί),
μάλιστα σε μια συγκυρία όπου -μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 που
διευκόλυνε τη σχετική διαδικασία- έχουμε συνεχείς «άρσεις απαλλοτριώσεων» λόγω
καθυστερήσεων στην εξόφληση. Σε περίοδο οικολογικής κρίσης του πλανήτη, που τα
σοβαρά δημοσιονομικά συστήματα αναζητούν τρόπους προσανατολισμού των δημόσιων
πόρων σε περιβαλλοντικές πολιτικές, με τη λεγόμενη πράσινη φορολογία, η
ευρηματική αυτή «τακτοποίηση» αφαιρεί πόρους του ισχνού ΕΤΕΡΠΣ (Εθνικό Ταμείο
Εφαρμογής Πολεοδομικών και Ρυμοτομικών Σχεδίων), που ιδρύθηκε για τη
χρηματοδότηση των απαλλοτριώσεων και τροφοδοτείται από τα πρόστιμα των
πολεοδομικών παραβάσεων, μάλιστα μετά από ένα ανάλογο πλήγμα στα οικονομικά της
Αυτοδιοίκησης με την κατάργηση του τέλους παρεπιδημούντων…
Έχει λόγο η αριστερά στα πολεοδομικά αδιέξοδα των
επιλογών της εξουσίας;
Το μέλλον της, αμφιβόλου συνταγματικής νομιμότητας,
«τακτοποίησης» αναμένεται να κριθεί στα δικαστήρια γεγονός που ανησυχεί τους
σπεύδοντες να «τακτοποιηθούν». Το μέλλον των πόλεών μας όμως πού θα κριθεί;
Πριν οριστικοποιηθεί η ρύθμιση είχαν κατατεθεί προτάσεις (κυρίως μέσω του
δελτίου του ΤΕΕ) στην κατεύθυνση μεταφοράς ή εξαγοράς ΣΔ, προτάσεις δύσκολα
αποδεκτές ως εμπεριέχουσες την –εκ των υστέρων- πολιτική αποδοχή της παρανομίας.
Σήμερα που η ρύθμιση είναι γεγονός, μπορεί να επανέλθει ανάλογος προβληματισμός
υπό μορφήν όμως «πολιτικής απείθειας» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δηλαδή μη
απόδοση στο ΥΠΟΙΟ των εισπραττομένων «τελών τακτοποίησης» και διάθεσή τους
αποκλειστικά για απαλλοτρίωση ΚΧ στις γειτονιές από όπου προέρχονται; Έχω
τη γνώμη ότι τέτοιες προτάσεις μπορεί να εμπνεύσουν την μαχόμενη σε τοπικό
επίπεδο αριστερά η οποία εκτιμώ ότι έχει συμπαρασυρθεί από την προαναφερθείσα
υποβάθμιση του πολιτικοεπιστημονικού διαλόγου στα πολεοδομικά ζητήματα και
συνηθίζει πλέον είτε να επικεντρώνεται σε αντιστάσεις είτε να (αυτο)περιορίζει
τον δικό της πολιτικό λόγο σε ιδεολογική αντιπαράθεση με το καπιταλισμό ή
νεοφιλελευθερισμό. Χωρίς να υποτιμώ την αναγκαιότητα πολιτικής υπενθύμισης του
στρατηγικού λόγου της αριστεράς, ως αντιδιαστολή αναπτυξιακών αντιλήψεων,
πιστεύω ότι οφείλει παράλληλα να ενσκήψει στο πεδίο επεξεργασίας εναλλακτικών
πολιτικών διαχείρισης των πολεοδομικών θεμάτων, από κοινού με δημοτικές,
περιβαλλοντικές κινήσεις ή τοπικά κινήματα, με στόχους μεταρρύθμισης άμεσα
εφαρμόσιμους ώστε να επηρεάσει τα τεκταινόμενα. Έτσι ο πολεοδομικός σχεδιασμός,
μια δημόσια πολιτική που υφίσταται όπως και άλλες τις συνέπειες της υπαναχώρησης
του κράτους πρόνοιας, μπορεί να ανακτήσει τους φυσικούς του συμμάχους από τον
χώρο «της αριστεράς, της οικολογίας και των κινημάτων», όταν από τον πολιτικό
χώρο της εξουσίας, υποβιβάζεται ασύστολα στην εξυπηρέτηση συμφερόντων παντός
τύπου: μικρά/μεγάλα, πολιτικά/οικονομικά, τοπικά/κεντρικά …
Επανερχόμενοι στους ημιυπαίθριους οδηγούμεθα στον
ΓΟΚ/87 που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου σε κάθε λογής παρανομίες στο όνομα της
ογκοπλαστικής ποικιλίας, θέμα που αξίζει περεταίρω εμβάθυνσης. Για την ώρα ας
ομολογήσουμε ότι πρέπει να «σφίξουν τα χαλινάρια» σε μια κοινωνία που απεδείχθη
ανώριμη να διαχειριστεί την «αρχιτεκτονική της ελευθερία» και ας αναδείξουμε ότι
ο ΓΟΚ/87 χωλαίνει στη σύνδεση αρχιτεκτονικής / πολεοδομίας, αδυναμία εμφανής
ακριβώς στο πεδίο των ΗΥΧ: η αντίληψή του για τον ΗΥΧ αντανακλά μια στενή
θεώρηση ιδιωτικού χώρου και αγνοεί ότι ο ημιυπαίθριος βίος μπορεί να
εξυπηρετηθεί πολύ καλύτερα από ένα συνδυασμό μικρών ιδιωτικών ημιυπαίθριων και
πλούσιων ευκαιριών δημόσιας (ημι)υπαίθριας ζωής στα κοινόχρηστα πράσινα της
πόλης. Μ’ αυτή την έννοια δεν θα συμμεριστώ την ρήση του προέδρου του ΤΕΕ ότι
«επτωχεύσαμε» επειδή περιορίστηκε το ποσοστό ΗΥΧ αλλά αντίθετα θα
υπερθεμάτιζα για περεταίρω μείωση αλλά και αναμόρφωση του ορισμού του ώστε να
προσιδιάζει περισσότερο με το στεγασμένο λιακωτό της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής
παρά με μπετονένιο δωμάτιο, πρόσφορο για καταστρατηγήσεις. Τέλος θα υπενθύμιζα
την ξεχασμένη δυνατότητα θέσπισης Ειδικών Πολεοδομικών Κανονισμών (έναντι του
Γενικού ΓΟΚ) που επιτρέπει μια ουσιαστικότερη θέσπιση όρων δόμησης ανάλογα με τα
χαρακτηριστικά της περιοχής (πχ μείωση των υψών σε περιοχές με κλίσεις ή
διαμορφωμένα μέτωπα), όπως και ότι πλήθος Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (πχ
Αθήνας, Πειραιά) προβλέπουν μείωση ΣΔ αλλά δεν εφαρμόζεται γιατί δεν διαθέτει
πολιτικό επισπεύδοντα!
1 Μια πρώτη μορφή του άρθρου είναι
υπό δημοσίευση στο περιοδικό Αρμός της ΠΟ.ΕΜΔΥΔΑΣ
2 Μέλος του Τμήματος Οικολογίας ΣΥΝ,
της Ανοικτής Πόλης και της Μόνιμης Επιτροπής Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ΤΕΕ
Δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της
Κυριακάτικης Αυγής στις 26.7.09
|
                     |