Ενότητα :Ριτζούλης Γιώργος |
Τίτλος : ΓΙΩΡΓΟΣ Β. ΡΙΤΖΟΥΛΗΣ, ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
|
Αρχή κειμένου
Το
φθινόπωρο τησ Θεσσαλονίκης
ΓΙΩΡΓΟΣ Β. ΡΙΤΖΟΥΛΗΣ
I Έχει ξεπέσει λοιπόν η
Θεσσαλονίκη, το ομολογούν πολλοί, ανάμεσά τους υπάρχουν δυστυχώς και αξιόπιστοι
παρατηρητές. Γερνάει άσχημα και επικίνδυνα, έγινε συνώνυμο των πιο
συντηρητικών αντανακλαστικών ενώ μόλις πριν λίγα χρόνια έσφυζε από ενέργεια, ζει
καπελωμένη από τα ζεϊμπέκικα, το εθνικιστικό παραλήρημα και τον ασυγκράτητο
τοπικισμό των δημοκρατικά εκλεγμένων της ή όσων θα έπρεπε κανονικά να είναι οι
κήρυκες του «αγαπάτε αλλήλους» (βλ. έρευνα της Καθημερινής, 19
Φεβρουαρίου 2006, επιμέλεια Δ. Ρηγόπουλου). Και με ποιό θάρρος ν’
αντιλέγει κανείς, όταν διαπιστώσεις όπως αυτές, δεν έχουν μείνει προνόμια για
οπαδούς της κοινωνικής ανατροπής ή για ριζοσπάστες κριτικούς του πολιτισμικού
γίγνεσθαι, αλλά διατυπώνονται σε περίοπτη θέση εφημερίδων που εκπροσωπούν έγκυρα
συντηρητικές πολιτικές και κοινωνικές κατευθύνσεις; Δεν είναι απαραίτητη
κάποια ειδική ικανότητα παρατήρησης και κρίσης, αρκεί η όραση, η ακοή και η
κοινή λογική για το σαφές συμπέρασμα. Είναι όμως τα πράγματα όπως
φαίνονται; Πρόκειται για φαινόμενο ιδιαίτερο και αξιοπερίεργο, μοναδικό στη
χώρα; Συνέβη άραγε, απλά και μόνον επειδή κάποιοι νίκησαν και καπελώνουν
τους ηττημένους; Μήπως πάλι, για τη συμφορά αυτή φταίνε μόνον οι τοπικές ή άλλες
ειδικές συνθήκες (ανεργία, αποβιομηχάνιση, Βαλκανικές αναστατώσεις, αχόρταγοι
Αθηναίοι); Στο γραπτό αυτό διατυπώνονται, με τον έμμεσο τρόπο της τεθλασμένης,
δύο πράγματα: Πρώτον, ότι το τοπικό είναι το εθνικό σε έντονη έξαρση παροξυσμού,
τόση ώστε να φαίνεται γελοιογραφικό. Δεύτερον, ότι εκτός των άλλων, η σημερινή
κατάσταση, για όσους δεν αισθάνονται μέσα της ευτυχείς, είναι ένα θλιβερό
αυτογκόλ και είναι αδιανόητη χωρίς αυτή τη λεπτομέρεια. Άς αρχίσω με
κάτι που θα φαίνεται σκάνδαλο στα μάτια των αθηναιομάχων, αν το διακρίνουν: Ο
μεγάλος εραστής και υμνητής της σημερινής Θεσσαλονίκης είναι κατά
ειρωνικό τρόπο ένας καλλιτέχνης από τη Νότια Ελλάδα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.
Φροντίζει να την έχει σε όλες σχεδόν τις ταινίες του, και όχι ως απλό σκηνικό,
τη βρίσκει όμορφη, πολύ όμορφη, και αν αυτή είναι η κρίση του, ίσως είναι
πράγματι όμορφη. Αλλά την ομορφιά και το νόημα τα βρίσκει αλλού, όχι σε
αλαζονικές φαντασιώσεις και σε μεγάλες ιδέες, μόνο με επιφύλαξη και πολύ
προσεκτικά σε ότι έρχεται από το παρελθόν, αλλά ούτε και τόσο πολύ στα
θρυλούμενα περί ερωτισμού της πόλης του Θερμαϊκού. Για τον σκηνοθέτη η ομορφιά
της και το εσωτερικό της νόημα συντίθεται κυρίως από ομίχλη, νερό και χιόνι, από
το λιμάνι και τα βρεγμένα πλακόστρωτα, από ταπεινές συνοικίες παλιές και νέες,
αλλά προπάντων από τη ζωή των ανθρώπων στο πέρασμά τους από αυτό τον τόπο.
Συντίθεται από όσα μένουν άφθαρτα, λάμπουν και ιριδίζουν μέσα στον σωρό των
ερειπίων που συσσωρεύει αδιάκοπα η Ιστορία και αυτό που αποκαλείται πρόοδος.
Καθώς έρχονται οι νεώτερες ταινίες, ο σκηνοθέτης ψάχνει για ομορφιά και νόημα
στο ρημαγμένο βιομηχανικό τοπίο, στην μαραζωμένη αγορά, στους παλιούς και νέους
πλάνητες, φυγάδες ή πολίτες του κόσμου, κυνηγημένους ή νοσταλγούς που
επιστρέφουν, σε παιδιά των φαναριών, σε μεσήλικες που έζησαν και γνώρισαν την
πόλη και μετά χάνονται στις πέντε ηπείρους, σε γέροντες που δεν θέλουν να
πεθάνουν αλλού, σε τελετές χαράς ή πένθους, εδώ στη Θεσσαλονίκη του 21ου
αιώνα. Η άποψη που
ενυπάρχει στις ταινίες αυτές δεν δείχνει καμιά αφασία και ξεπεσμό της
Θεσσαλονίκης, αλλά με τον τρόπο του Walter Benjamin,
υποδηλώνει μόνον ποιητικά αυτή την καταστροφή που συνεπάγεται η Ιστορία, όπως
για κάθε πόλη και κάθε τόπο. Η αφασία και ο ξεπεσμός έρχονται όταν μια τοπική
κοινωνία, και κυρίως οι εξέχουσες μερίδες της, με εξασθενημένη μέσα τους τη
συλλογική αυτογνωσία και τη φιλοτιμία, ερμηνεύουν αυτή την καταστροφή με θεωρίες
συνωμοσίας (η κακιά Αθήνα, οι κακοί Σκοπιανοί, οι κακοί Αμερικάνοι, και πάει
λέγοντας). Η συνταγή είναι παλιά: Προκειμένου να περνάς για άρχοντας στους
μίζερους καιρούς, βολική είναι και η παρακμή, αν φωνάζεις ότι φταίνε γι’ αυτήν
οι «έξω από εδώ». Η πρώτη
συνέπεια και σύμπτωμα για μια πόλη σε κατάσταση εθελούσιας αφασίας είναι να
λησμονεί το φυσικό και κοινωνικό σώμα της, να ζεί μόνο με τα νοσηρά όνειρά της.
Όμως, πάντοτε και τώρα, όπως το βλέμμα της που διαπερνά τον ορίζοντα του Νότου
είναι ο Θερμαϊκός, έτσι και το φυσικό σώμα της Θεσσαλονίκης, ό,τι αλλοιώς
λέγεται ενδοχώρα, είναι φτιαγμένο προπάντων από γλυκό νερό, είναι υγρά
βουνά και δάση, ποτισμένες πεδιάδες, ποτάμια, λίμνες, ομίχλη, χιόνια, θερμά νερά
που αναβλύζουν αχνίζοντας μέσα σε κατάφυτες χαράδρες και πέφτουν σε ποτάμια
μισοπαγωμένα. Νερά που τρέχουν, υγρασία και ομίχλες, όπως στις ταινίες του
Αγγελόπουλου. Ή όπως στην παιδική ζωή, σε τόσο μακρυνές δεκαετίες, όπως εκείνες
του 1950 και του 1960. Βλέποντας κάποιες από τις ταινίες αυτές, εύκολα
συλλογίζεσαι εκείνα τα μικτά φυσικά πράγματα που ενώνουν τη γη και το υγρό
στοιχείο, τα ποτάμια, τα υγρά δασωμένα βουνά, τις λίμνες, προπάντων τις λίμνες,
και πιο πολύ τώρα στον καιρό του κινδύνου ή της απώλειάς τους.
Νερά που τρέχουν από τον Χορτιάτη, πάγοι συσσωρευμένοι ανάμεσα σε
οξιές
και
καστανιές,
και
λίγο-πολύ
κοντά
στην
πόλη,
η
Δοϊράνη,
η
Βεγορίτιδα,
η
Βόλβη,
η
Κορώνεια (από
το
γειτονικό
άλλοτε
ψαροχώρι
τη
λένε
και
λίμνη
του
Αγίου
Βασιλείου),
αυτή προπάντων,
που
κινδυνεύει
πιο πολύ και είναι
η πρώτη
που χάνεται.
Η Ίος,
η
Σίκινος,
η
Σέριφος,
η
Μήλος... Σα να βγαίνει
μέσα από βαθύ πηγάδι όπου είναι φυλακισμένη, έρχεται στο μυαλό η ιδέα ότι
υπάρχει κάπου ξεχασμένη μια μυθολογία της ενδοχώρας, μια μαγική γεωγραφία του
Βορρά. Περιμένει να την αφήσουν να έλθει και αυτή δειλά-δειλά, με χαμηλωμένα
μάτια, να ζητήσει μια ταπεινή θέση, κοντά αλλά λίγο πιο πίσω από τον ένδοξο μύθο
του Αιγαίου. Και το θέμα δεν είναι ποιό απόσταγμα μένει από τους μύθους, τις
ιστορίες ή την ποίηση. Ούτε είναι ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη απ’ όση πρέπει
σημασία σε κάποιες σαρκαστικές αντιστροφές που θ' άρεζαν σε μερικούς φανατικούς
Σαλονικιούς: Aς πούμε, ιστορίες για ζωντανές λεκάνες
νερού ανάμεσα σε βουνά, αντί για ξερά νησιά-βουνά μέσα στη θάλασσα, διηγήσεις
για ομίχλες περίπου κεντροευρωπαϊκές αντί για ηλιοφάνεια περίπου
βορειοαφρικανική, για τον παγερό χειμωνιάτικο Βαρδάρη που αρχίζει ήδη να
ετοιμάζει ζουμερά φρούτα αντί για το δροσερό καλοκαιρινό μελτέμι πού φέρνει
μυρμήγκια τους τουρίστες. Άχαρο να μεταφερθεί η διαμάχη Βορρά
- Νότου στο πεδίο των μύθων, άλλωστε όλοι οι μύθοι είναι συμπληρωματικοί
όπως τα πάζλ, όμως η αλήθεια για την κάποια υπεροψία που πότε-πότε
συνόδευε τους μύθους του Νότου, είναι ότι δεν εγγυάται πάντοτε την χάρη. Αλλά
πάλι, αξίζει να αναρωτηθεί κανείς, αν άραγε η εξαφάνιση μιας ολόκληρης λίμνης
από τον χάρτη είναι γεγονός λιγότερο συνταρακτικό από την καταβύθιση ενός
νησιού, και μάλιστα όταν για την πρώτη θα ήταν σίγουρα υπεύθυνη η ανθρώπινη
βλακεία, ενώ για τη δεύτερη, μάλλον θα έφταιγε κάποιο ηφαίστειο. Μια πόλη σε
κατάσταση αφασίας, εκτός από το φυσικό, λησμονεί και το κοινωνικό της σώμα,
πράγμα που χρεώνει στην πνευματικά καλλιεργημένη μερίδα του πληθυσμού της
έλλειμμα αυτογνωσίας με την κυριολεκτική έννοια (αν και θα ήταν καλύτερο να
αποφεύγαμε εντελώς τα πομπώδη). Στο σημείο
αυτό, το γραπτό θα εγκαταλείψει τον τρόπο της τεθλασμένης για να
ισχυρισθεί ευθέως το εξής: Ό,τι θεωρείται σήμερα ξεπεσμός ή αφασία της
Θεσσαλονίκης (είπαμε, πρόκειται για ακραία κορύφωση
καταστάσεων εθνικής
κλίμακας),
στην πραγματικότητα
δηλώνει ανεπάρκειες
των σημερινών πενηντάρηδων,
των ανθρώπων που ήμασταν μικρά παιδιά το 1960, έφηβοι ή μετέφηβοι το
1970, της
αποκαλούμενης με
τον εδώ
και πολύ καιρό
όχι και
τόσο αθώο
τίτλο, γενιά
του Πολυτεχνείου. Η Δικτατορία ήταν ιστορική τομή,
αλλά τόσο αυτή, όσο και οι καθυστερημένες
συνέπειες του περιβόητου 1968, μαζί με τα λοιπά πολιτικά που αναφέρονται
συνήθως, επηρέασαν μόνο μια μειοψηφία της γενιάς αυτής. Εκτός από αυτό, η
θρυλική εκείνη αριστερίζουσα πολιτική στάση ήταν μια στάση της βραχείας
διάρκειας. Είχε σχηματικότητα αλλά όχι σαφήνεια, ήταν εγκεφαλική αλλά με λίγη
καρδιά, συχνά υπερφίαλη, επιδειξιομανής. Η γενιά αυτή, και αναφερόμαστε
ειδικά σ’ εκείνη τη μερίδα της, στον κύκλο ανθρώπων με την επιφανειακή
αριστερίζουσα πολιτικοποίηση, απώθησε ό,τι δεν μπορούσε να εξηγηθεί με το πνεύμα
του καιρού εκείνου, δηλαδή του Ψυχρού Πολέμου και των κλειστών συνόρων. Απώθησε,
ας πούμε, την ιστορική διαπίστωση ότι μερικά από τα εξέχοντα παιδιά της πόλης
στη νεωτερική της φάση είχαν παράξενα ονόματα, όπως Αβραάμ Μπεναρόγιας, Μουσταφά
Κεμάλ, Ναζίμ Χικμέτ. Απώθησε, όταν δεν αγνοούσε τα γεγονότα, ότι ακόμη
και πρόσωπα που είχαν γίνει τραγούδια και μύθοι ως συνέπεια ιστορικών δραμάτων
της πόλης, δεν ήταν γεννήματα του σκληρού αστικού πυρήνα της, αλλά είχαν
εισβάλει από ταπεινά προάστεια της ενδοχώρας, όπως λόγου χάριν ο Τάσος Τούσης
των ημερών του 1936, ο απεργός νεκρός που ενέπνευσε τον «Επιτάφιο»
του Γιάννη
Ρίτσου. Το
μεσοπολεμικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης, όταν αστυνομικοί διοικητές,
προαγωγοί και συμμορίες κάθε είδους συμβίωναν σαν σφιχτοτυλιγμένο κουβάρι, εμείς
το αντικρύζαμε ως
προέκταση του
τοπικού φολκλόρ της "ερωτικής" και
ολίγον αμαρτωλής πόλης και όχι ως
αυτό που πραγματικά υπήρξε, σκληρότητα που συνέτριβε σώματα και ψυχές, παρόλο
που η ευαισθησία της παλιότερης γενιάς, με ανάμεικτη την ηδονική φαντασίωση και
τον φόβο, είχε προειδοποιήσει ότι εκείνης της πόλης, που κοιμόταν κάτω από
φώτα κόκκινα, μοναχά της έπρεπε το καράβι και ήταν καλύτερα να μή
τολμήσεις να τη δεις ποτέ απ' τη στεριά. Στην
πραγματικότητα, παρά τις συνθηματολογίες, απωθούσαμε και όσα σημαντικά είχαν
συμβεί μόλις μια-δυo
δεκαετίες προηγουμένως, τα χαρακτηριστικά τοπικά γεγονότα της Κατοχής και του
Εμφυλίου, ιστορικά συμβάντα ιδιόμορφα όπως η υπόθεση Πολκ, ή πηγαίνοντας λίγο
πιο πίσω, γεγονότα όπως το πογκρόμ στον συνοικισμό του Κάμπελ.
Προπάντων όμως, δεν θελήσαμε να
χωνέψουμε τη διαπίστωση ότι η μεταπολεμική μορφή της πόλης πλάσθηκε μέσα στους
φούρνους του Άουσβιτς. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η γενιά αυτή έζησε τη νεότητά της
χάνοντας την αίσθηση αυτού που δια-δραματίζεται στον χώρο της πόλης, δεν
δοκίμασε τη γεύση της πραγματικής ιστορίας της. Ακόμη και το είδος τοπικής
κοινωνίας που αχνοφαινόταν πίσω από αμφιλεγόμενα γεγονότα
των παιδικών μας χρόνων, με σκοτεινούς ή τραγικούς ήρωες, όπως το
ανεξιχνίαστο δίδυμο Δράκος του δάσους Σέιχ-Σού/Αριστείδης Παγκρατίδης, η γενιά
μας δεν ήθελε να το αντικρύσει καταπρόσωπο. Τα εξωθεσμικά μακρυά χέρια του
μετεμφυλιακού Κράτους, πού τόσο πρόσφατη ήταν η δράση τους (η Συμμορία
της Καρφίτσας στην υπόθεση Λαμπράκη ήταν το πιο γκροτέσκο δείγμα), λογαριάζονταν
μόνον ως εξωγενή εμφυτεύματα του κράτους της Δεξιάς, σύμφωνα με την προσφιλή
ερμηνευτική γραμμή της Αριστεράς. Κανείς από τη
γενιά μας δεν υποπτευόταν τότε, σε πόσο αδύναμη θέση, ιστορικά και
πληθυσμικά, είχε καταλήξει στη μεταπολεμική, μονοεθνική πλέον Θεσσαλονίκη, ό,τι
συνήθως αποκαλείται φιλελεύθερος δημοκρατικός κόσμος (όσοι προτιμούν, ας βάλουν
άφοβα τη λέξη «αστικός» στη θέση της λέξης «φιλελεύθερος»). Υπήρχε μόνο μια
προφανής σταθερά, ομολογημένη ή ανομολόγητη: Το ψυχροπολεμικό, μετεμφυλιακό
οχυρό. Αλλά όταν ξαφνικά έπεσε το σιδερένιο τείχος, γιγαντώθηκε η υποψία ότι τα
πράγματα δεν ήταν τόσο παγωμένα όσο υπέθεταν. Για όσους βολεύονταν με την
ασφάλεια ενός οχυρού, ολόκληρη η Θεσσαλονίκη, και μαζί της το σύνολο του
Βορειοελλαδικού χώρου, φάνταζε τότε για λίγο με κενό, με τρύπα στον χάρτη, που
απειλούσαν να καλύψουν οι μικροί γείτονες με τις σημαίες τους. Ήταν βέβαια μια
μαγική εικόνα, μια φαντασμαγορία που κάποιοι επιτήδειοι φρόντισαν να εκπέμψουν
με όλες τις κεραίες και όλα τα μεγάφωνα, αλλά η αυταπάτη αυτή προκάλεσε μεγάλο
πανικό και πολλή ζημιά. Ένας διορατικός και ανοιχτός στο μέλλον αντίλογος θα
μπορούσε να είναι ότι η Θεσσαλονίκη έγινε επιτέλους μια από τις απολήξεις της
Κεντρικής Ευρώπης στη Μεσόγειο, μια Τεργέστη του Αιγαίου. Ασφαλώς Βυζαντινή,
όπως Αψβούργεια η άλλη, πόλη του μεταιχμίου, έστω και όχι τόσο ακραία όπως το
Ιταλικό λιμάνι της Αδριατικής, όπου οι λόφοι οι αντίστοιχοι με τους δικούς μας
του δάσους Σέιχ-Σου βρίσκονται στην επικράτεια της Σλοβενίας. Όμως μαζί με την
απώλεια της ιστορικής αίσθησης, είχε χαθεί η απλή αλήθεια ότι ο κόσμος του
Ψυχρού Πολέμου και των κλειστών συνόρων ήταν μόνο μια βραχύβια ιστορική
παρένθεση και τώρα πάει, επανερχόμαστε στα συνήθη. Μια άλλη προοπτική, εκτός από
το οχυρό, ήταν το 1993 αδιανόητη και δυστυχώς, ακόμη και εμβληματικές
προσωπικότητες αντέδρασαν με τραγική μυωπία. Είχε χαθεί επίσης η αλήθεια ότι
ήταν μόνον βραχύβιες ιστορικές παρενθέσεις η μονοεθνική σύνθεση του πληθυσμού
και η λειτουργία της πόλης ως πεδίου εξωθεσμικού ελέγχου, που αντιστοιχεί σε
Κράτη εκτάκτου ανάγκης. Αν
αυτό ήταν
μόνον ένα
σοκ και
πέρασε (που
δεν περνά
τόσο απλά),
υπάρχουν άλλα
πιο ανθεκτικά κατάλοιπα
από κάποιους
τρόπους σκέψης
των ψυχροπολεμικών
χρόνων, όταν
η πολιτικοποιημένη, λόγια
και με τα κοινά ασχολούμενη
μερίδα της
γενιάς μας διαμορφωνόταν:
Ήταν και
τότε, όπως
και τώρα,
πολύ δημοφιλής
εκείνη η
συμβατική σοφία που
ισχυρίζεται ότι
«όλα είναι σκατά» γύρω μας.
Όποιος έχει
τέτοια γνώμη
για τον ευρύτερο κύκλο όπου
ανήκει, συχνά
παραχωρεί στον
εαυτό του την
ελευθερία να
πράττει όχι
κατά συνείδηση,
αλλά ακολουθώντας
μια άλλη
συμβατική σοφία, που απαντά στην
πρώτη με την ευδαιμονιστική κραυγή μάχης: «Ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε...». Ένας
μελλοντικός παρατηρητής μάλλον δεν θα προσέξει τις ιστορικές και κοινωνιολογικές
πτυχές της περιπέτειας αυτής της γενιάς, όμως αν ψάξει, θα βρει πολλά σημάδια
στη λογοτεχνία που παρήγαγε η λόγια μερίδα της. Συνήθης η επίδειξη, η απόλαυση
του βραχύβιου και η πρόθυμη υπακοή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μια κοσμική
λατρεία του Zeitgeist με υπέρτατη εντολή την
political correctness, σπάνια η ταπεινότητα και
κάποιος μετριοπαθής ασκητισμός, δυσεύρετη η προσωπική, αυτεξούσια στάση, η
συνείδηση ότι η πάλη με το εκάστοτε πνεύμα της εποχής είναι μια από τις
προϋποθέσεις του νεωτερικού ήθους. Καλή ή λιγότερο καλή η πεζογραφική και
ποιητική παραγωγή αυτής της γενιάς, και παρά τις αξιοσημείωτες εξαιρέσεις
(αυτές, ως συνήθως, επιβεβαιώνουν τον κανόνα), μοιάζει συχνά ν’ αρχίζει από το
μηδέν κι από λευκή σελίδα, να λέει αυτό που θέλουν ν’ ακούσουν οι συνομήλικοι
ακροατές, να μιλά μόνον για ό,τι εκλαμβάνεται ως προφανές και όπως επιτάσσει το
προφανές. Aς
μη
μας
διαφύγει
όμως,
ότι
τούτη
η
πολιτική
ορθότητα
δεν
είναι
«δυτικοφιλελεύθερης»
κοπής,
είναι
αλά
Ελληνικά·
σκλαβώνει
με
τα δικά της
αντιθετικά
αξιώματα και είναι
βαρειές οι αλυσίδες. Δεν είναι ώρα
να εξαντλήσουμε αυτό το θέμα. Ωστόσο αξίζει να αναρωτηθούμε μήπως οι πιο πολλοί
λογοτεχνικοί εκπρόσωποι αυτής της γενιάς, καθώς παραδίδονταν σε κάποια φάση της
εξέλιξής τους στη στάση που σκιαγραφήθηκε πριν, διέκοπταν και κάθε εσωτερική
σχέση, συνθετική ή αντιθετική, με την προηγούμενη συγγραφική
γενιά της πόλης (ή μάλλον με τις
προηγούμενες), με
όλη την
ποικιλομορφία των κατευθύνσεών
της, από αυτές που
ταξινομήθηκαν ως «συμβολιστική
ποίηση» και «εσωτερικός μονόλογος», μέχρι την κοινωνική ευαισθησία
της λεγόμενης «ποίησης της ήττας».
Αντί για έντονες σχέσεις που διαρκούν, με χειραγωγήσεις και με
παραναγνώσεις, αντί για την αγωνία της επίδρασης και την πάλη του εφήβου -
επιγόνου με τον νεκρό ή ζώντα πρόγονο, δηλαδή όσα κατά τον
Harold Bloom αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της δημιουργικής
λογοτεχνίας, φαίνεται ότι στην περίπτωσή
μας, παρά
τις συμβατικές χειρονομίες
σεβασμού, η σχέση περιγράφεται καλά άν την
αποκαλέσουμε ούτε ζεστή ούτε κρύα. Όσο
και να
επικαλείται κανείς
ως ερμηνεία
το περιβόητο
χάσμα των
γενεών, αξίζει
να σκεφθεί
μήπως τυχόν
έχουμε μπροστά
μας και
πάλι απώθηση,
καταφυγή στον
γενναίο κόσμο
του εφήμερου, ίσως
και μια
δόση αδιαφορίας
για ό,τι
δεν ταιριάζει
με την άμεση και
εύκολα αφομοιώσιμη εμπειρία του
επιγόνου.
Ασφαλώς
όμως, η
διακοπή της
συνθετικής ή
αντιθετικής λογοτεχνικής
συνέχειας είναι
ισχυρή ένδειξη
ότι υπάρχει
πράγματι έλλειμμα
αυτογνωσίας, ότι
τα δρώμενα
της πόλης
στην πρόσφατη ιστορία
της περιμένουν
ακόμη τη συνειδητή
πρόσληψη και τη
φαντασιακή επεξεργασία τους. Είπαμε στην
αρχή, ότι σε τελευταία ανάλυση, το τοπικό δεν είναι ξένο προς το εθνικό. Ίσως
δεν είναι αβάσιμη η αίσθηση που έχουν ορισμένοι κριτικοί, ότι ένα μεγάλο μέρος
της Ελληνικής λογοτεχνίας γενικά, αυτής που παρήγαγε η λεγόμενη γενιά του
Πολυτεχνείου, και κυρίως το πεζογραφικό σκέλος της, έχει ως χαρακτηριστικό την
«πλήρη κυριαρχία του εγώ, του πρώτου προσώπου, του ιδιωτικού βιώματος, που όχι
σπάνια προσπαθεί να φανεί πολιτική ή ιδεολογική επιλογή».
Και φθάνοντας στις νεώτερες ηλικίες, σε συγγραφείς που άρχισαν να γράφουν
μετά το 1980, παρά τις εξαιρέσεις και διαφορές ύφους, δεν διακρίνεται πια
χρονικό ή γεωγραφικό στίγμα, ακόμη λιγότερο διακρίνονται διαφορές χαρακτήρων,
κοινωνικές, ηλικίας, τρόπου ζωής, ήθους
(βλ.
Δημοσθένης
Κούρτοβικ,
Ημεδαπή
Εξορία
1991,
ιδιαίτερα το
άρθρο
Ελληνική πεζογραφία
1974-1988).
Από τις παλαιές λογοτεχνικές γενικεύσεις και ομοιομορφίες της
«ελληνικότητας» και των «αγώνων της Αριστεράς», φτάσαμε στη νέα
ισοπέδωση: Τώρα η λογοτεχνία σχεδιάζει
ομαδικά πορτρέτα
που δείχνουν
μόνον το
περίγραμμα των απεικονιζόμενων
ανθρώπων ή κλείνεται στην κρεβατοκάμαρα και απεικονίζει τους ήρωες σε συνθήκες
χαμηλού φωτισμού.
II
Aς τελειώσει εδώ η παρέκβαση περί λογοτεχνίας, για να
επιστρέψουμε στην περιπέτεια των ιδεών και των νοοτροπιών. Δίπλα στο «ανήσυχο»
τμήμα της γενιάς μου, ο κόσμος που θα αποκαλούσαμε πολιτικά συντηρητικός
παρήγαγε μια άλλη μερίδα των σημερινών πενηντάρηδων, ακόμη πιο πεζή και
ωφελιμιστική, η οποία, αν και η δραστηριότητά της άρχισε αθόρυβα, εκτός από
άλλες αυτονόητες ικανότητές της, αποδείχθηκε κατά παράδοξο τρόπο πραγματική
μανιακή της πολιτικής, της επικοινωνίας και της «κοινωνικής δράσης». Πολύ
σύντομα είχε τη δύναμη να θέσει τους όρους του παιχνιδιού και να καθιερώσει τους
κώδικες επικοινωνίας. Φυσικά οι ασυγκράτητοι υπερκινητικοί αριστερίζοντες
δήλωσαν γρήγορα αποδοχή των όρων για να μείνουν στο παιχνίδι. Άλλωστε δεν υπήρχε
και καμιά αγεφύρωτη αντίθεση στο πεδίο των αξιών. Ποιός όμως τους χρειάζεται
εκείνους τώρα, στην εποχή των «κουμπάρων»; Έλλειμμα στην
αυτογνωσία ακόμη και των πιο προβληματισμένων μερίδων της γενιάς αυτής, σημαίνει
και άλλες παρανοήσεις: Αν και άλλα υποδηλώνουν τα νοσταλγικά στερεότυπα, ο
κόσμος εκείνος, όσοι ήταν παιδιά το ‘60, έφηβοι ή μετέφηβοι το ‘70, δεν ήταν
μονολιθικός. Μέσα του αντιπροσωπεύονταν πολλές ψυχές της πόλης: Υπήρχαν τα
παιδιά των προ του πολέμου αυτοχθόνων Θεσσαλονικιών, από το Κέντρο ή τις
Ανατολικές συνοικίες, λιγότερο ή περισσότερο ευημερούντων. Όμως μέσα σ’ αυτή την
ευημερία ήταν καλά κρυμμένη και μια
κληρονομένη σκιά ιστορικής
ανεπάρκειας, το ελλειμματικό αυτεξούσιο που λέγαμε,
ερχόμενη ίσως από την
παλιά τριμερή πολυεθνική διάρθρωση
της πόλης, στην οποία το Ελληνικό στοιχείο μειονεκτούσε. Υπήρχαν οι γόνοι των
παλαιών προσφύγων από τις αρχές του αιώνα, τώρα πια λίγο ή πολύ ενσωματωμένων
ώστε να μη ξεχωρίζουν πολύ από την πρώτη ομάδα, πολυπληθείς και ερχόμενοι από
την περίμετρο ή από το κέντρο της πόλης. Υπήρχαν οι περίοικες φυλές της Δύσης,
αναπτυσσόμενες στο ταπεινό περιθώριο, γέννημα της μετεμφυλιακής μεγάλης
εσωτερικής μετανάστευσης των λαών, δηλαδή μιας προσφυγιάς πιο πρόσφατης. Κόσμος
ξεριζωμένος, που έψαχνε να βρει χώμα να ριζώσει. Κοντά τους ήταν και οι πιο
ταπεινοί εισβολείς της στιγμής από τα προάστεια και τη γειτονική ή μακρυνή
ενδοχώρα, για τη δουλειά ή το σχολείο, όσοι πέρασαν πολλές φορές κάτω από τη
μυλόπετρα για να γίνουν πραγματικοί Θεσσαλονικείς, ώσπου στο τέλος τίποτε δεν
απόμεινε απ’ αυτούς ως ιδιαίτερη στάση. Οι μετανάστες και οι «αλλοδαποί» ήταν
πάντοτε πολλοί και ταιριαστοί σ’ ολόκληρη την πόλη, σαν ψάρια μέσα στο νερό.
Ωστόσο υπήρχε ένα χάσμα πιο βαθύ από τα πολλά μικρότερα, αυτό που χώριζε τότε,
όπως και τώρα, την πόλη σε Ανατολική και Δυτική Όχθη, στη γη των
πατρίκιων και στη γη των πληβείων. Μια που
μιλήσαμε για την εσωτερική ανθρωπολογία και τις «φυλές» μέσα στο χαρμάνι της
μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης, ας μην αποφύγουμε μια ματιά μέσα στο πιθάρι όπου
συνεχίζεται η ζύμωση κι ας μου συγχωρηθεί μια κάποια συναισθηματική τοπογραφία. Αν κάθε πόλη εκτός από την
επίσημη κεντρική πλατεία της, έχει και ένα ανεπίσημο, κρυφό κέντρο, πιο
ανθεκτικό απέναντι στην καταστροφική δύναμη του χρόνου, για τη μεταπολεμική
Θεσσαλονίκη η πλατεία Αριστοτέλους είναι προφανώς το επίσημο, αλλά το
Βαρδάρι είναι το κρυφό κέντρο. Βαρδάρι, όχι αποκλειστικά και μόνον η
πλατεία, αλλά ολόκληρη η γύρω περιοχή στα όρια της ιστορικής Θεσσαλονίκης, εντός
- εκτός των τειχών, εκεί που έρχονται σε επαφή η Ανατολική και Δυτική Όχθη της
πόλης του 20ου αιώνα, αρχή των οδών Εγνατίας, Λαγκαδά και
Μοναστηρίου, κεντρικές - απόκεντρες γειτονιές, από τους Αγίους Αποστόλους και τη
Ληταία Πύλη ως τη Ραμόνα, τον Σταθμό, την εμπορική περιοχή των Φράγκων και το
λιμάνι. Η περιοχή και
οι δρόμοι της ήταν τότε όπως και τώρα χώρος δύσκολος, σε πρώτη όψη φανέρωνε το
μίζερο ως και απωθητικό πρόσωπό της. Σκιές του απωθημένου παρελθόντος,
φαντάσματα ανθρώπων και καταστάσεων που πέρασαν και χάθηκαν, βάραιναν το αστικό
τοπίο όσο πουθενά αλλού στην πόλη αυτή. Από την ευάλωτη δυτική πλευρά των
περιτειχισμάτων της πόλης και τους παλαιοχριστιανικούς και μουσουλμανικούς
τόπους τελευταίας ανάπαυσης, μέχρι τα παλαιά νοσογόνα έλη της Μπάρας και ό,τι
κακόφημο ορθώθηκε στη συνέχεια πάνω στο σαπρό έδαφός τους, τόπος εμπορίου
πραγμάτων, κορμιών και ψυχών, αλλά και τα καταφύγια μετά την πυρκαγιά του ’17
για τους φτωχούς Εβραίους εργάτες (για τους «ευκατάστατους» αλλοθρήσκους και
ομοθρήσκους, στη συνοικία της Ραμόνας ζούσαν οι προς αποφυγήν «κομμουνιστές», κι
αυτό το καταφύγιό τους έμελλε να είναι για τους πιο πολλούς το τελευταίο, πριν
φορέσουν στο πέτο το κίτρινο αστέρι του θανάτου). Αλλά τώρα, εύκολα διακρινόταν
μέσα στο γκρίζο σκηνικό που άφησε η Ιστορία, το ελκυστικό πρόσωπο της νέας ζωής,
σαν μια μικρή επανόρθωση για το μεγάλο ανεπανόρθωτο που είχε συμβεί στην πόλη
αυτή. Το έβλεπες πριν απ’ όλα σε πολλά νέα παιδιά, κορίτσια και αγόρια που
μεγάλωναν εκεί γύρω, μπορούσες εύκολα να διακρίνεις στα πρόσωπά τους ό,τι καλό
πρόσφερε η πόλη για να συναντήσεις την εποχή εκείνη. Ήταν τόπος όπου ανάμεσα σε
μάντρες παλιών ανταλλακτικών, συνεργεία αυτοκινήτων, χωματόδρομους και
σκονισμένα ξύλινα χαμόσπιτα, άνθιζε μια εφηβεία συνήθως συγκρατημένη και γεμάτη
προσμονή, μερικές φορές φιλόδοξη, σε λίγες περιπτώσεις οργισμένη ως και
αυτοκαταστροφική. Στο Κέντρο και στις Ανατολικές Συνοικίες έπρεπε τότε να ψάξεις
πολύ προσεκτικά κάτω από την επιφάνεια, πρίν μπορέσεις να ανακαλύψεις τα
διαμάντια μέσα στις σκόνες της αργόσυρτης μετεμφυλιακής εποχής που δεν έλεγε να
τελειώσει, ενώ αντίθετα, στα Βορειοδυτικά εύκολα ξεχώριζες ποιός είναι ποιός και
τι κουβαλά στο σακί του.
Aς μη μας μαγεύει όμως η γοητεία του τέλους των
sixties και της αρχής των seventies: Ήταν εποχή
σκληρού διπολισμού, κοινωνικού και πολιτικού, εσωτερικού και διεθνούς, ήλθε ως
επιστέγασμα και η Δικτατορία. Οι έφηβοι και μετέφηβοι της Δυτικής ή της
Ανατολικής Όχθης σταθήκαμε πολύ τυχεροί σε σύγκριση με τους γονείς μας, επειδή
μεγαλώσαμε στη γωνιά μιας Ευρώπης
απαλλαγμένης πλέον
από μεγάλους
πολέμους, ήμασταν όμως πάντοτε
στριμωγμένοι ασφυκτικά σ’ έναν ανοίκειο, αφιλόξενο ιστορικό χρόνο και χώρο. Με
την πρώτη ευκαιρία ξεφεύγαμε τρέχοντας από όποια πόρτα άνοιγε μπροστά μας. Που
θα μας οδηγούσε, σε ποιές εξορίες, δεν είχαμε τότε τον καιρό να αναρωτηθούμε.
Φυσικά όσοι είχαμε γεννηθεί στη λάθος όχθη της πόλης ή στα περίχωρα των
πληβείων, επιθυμούσαμε διακαώς ν’ αλλάξουμε όχθη (και αρκετοί θα το πετυχαίναμε
αργότερα, για να πάρουν άλλοι τη θέση μας). Ήδη όμως είχε φθάσει και μας είχε
πιάσει από το μανίκι αυτό που ονομάσθηκε πολιτικοποίηση, όπως τη γνωρίσαμε λίγοι
ή πολλοί της γενιάς μας: Πολυτεχνείο και Μεταπολίτευση. Όλα όσα ξέραμε και
είχαμε καταλάβει προηγουμένως, όποιοι είχαμε τυχόν καταλάβει, οι παλιές
αλήθειες, φαίνονταν ν’ αλλάζουν εδώ κάτω με ορμή, όπως είπε κάποιος που
δραπέτευσε με φορτηγό από τη σωστή Όχθη, την Ανατολική, έχοντας όμως τότε ακόμη
πάνω του και λίγο από το άρωμα των ταπεινών προαστείων. Αρκετοί της Ανατολικής
Όχθης, αλλά όχι μόνον αυτοί, έπεσαν με τα μούτρα νεοφώτιστοι και ορμητικοί, είτε
στην πολιτική του εφήμερου και του βραχύβιου, που μοιραίο ήταν να καταλήξει
πέντε - δέκα χρόνια μετά στην απάθεια του βιοπορισμού, είτε στην λεγόμενη
προσωπική απελευθέρωση και σε κυνήγια των ποικιλόμορφων «ευκαιριών» που
προσφέρονται στη ζωή, δηλαδή πιο γρήγορα στην απάθεια. Ήταν η ώρα, που μαζί με
την πολιτικοποιημένη ευφορία έφθαναν στο απόγειο οι μεγάλες ατομικές και
συλλογικές προσδοκίες. Τελικά τα
πράγματα πήγαν στραβά για πολλούς, είτε προέρχονταν από την Ανατολική, είτε από
τη Δυτική Όχθη του χάσματος, όσο και αν υπερέβαλλαν εαυτούς, όσο και αν έριχναν
μαύρη πέτρα πίσω στις Αρκαδίες τους, γελώντας ή κλαίγοντας. Ήταν εύκολο να πάνε
στραβά, αφού οι πιο πολλοί και πολλές αυτής της γενιάς, παιδιά του ‘60 και
έφηβοι ή μετέφηβοι του ‘70, μετά από τη χρονολογία αυτή δεν είχαμε από πουθενά
να πιαστούμε, εκτός από τον βιοπορισμό και από ψευδαισθήσεις. Φυσικά η πτώση
άρχισε από το ύψος της κορυφής. Πολλοί όμως μπόρεσαν να τη συνειδητοποιήσουν
μόνον όταν η ζημιά είχε προ πολλού ολοκληρωθεί και το χώνεμα μιας
καθημερινότητας χωρίς αναπληρώσεις άρχισε να ενοχλεί και τα πιο γερά στομάχια.
Μπορούσαν να αναζητήσουν φάρμακα, ή μάλλον παυσίπονα, πίσω στη μαγική χρονολογία
1970, σύνορο ανάμεσα στην εποχή του παραδείσου και στην εποχή της εξορίας,
επειδή τα χρόνια και οι δεκαετίες περνούσαν, αλλά παρόλο που είχαμε υπερπηδήσει
το χάσμα και είχαμε γίνει καλοί καταναλωτές με αξιοπρεπή καριέρα, όμορφο σπίτι,
εξοχικό και αυτοκίνητο, κατά βάθος δεν είχε βρεθεί κάτι άλλο να μας στηρίζει,
εκτός από τον παράδεισο που είχε χαθεί. Γυρίζοντας πάλι
στη συζήτηση εκείνη του 2004, που πυροδοτήθηκε από το ερώτημα «Έχουν οι
αριστεροί πατρίδα;» (Νίκος Ξυδάκης στην Καθημερινή), η υπερβατική
έξοδος από το αδιέξοδο βρίσκεται εκεί που γράφει ότι πατρίδα είναι έννοια που
έχει να κάνει πιο πολύ με
τον χρόνο παρά με τον τόπο,
πραγματική πατρίδα είναι μόνον τα παιδικά κι εφηβικά μας χρόνια.
Αν είναι έτσι, για όσες και όσους ζήσαμε στη
Θεσσαλονίκη παιδιά
το 1960,
έφηβοι ή
μετέφηβοι το
1970, σήμερα
στον 21ο
αιώνα στην
πόλη αυτή,
στη χώρα
τούτη, πατρίδα είναι δύσκολο,
μάλλον αδύνατο να υπάρξει, και όποιος ρωτά γιατί, αν ψάξει, θα βρει την
απάντηση, πλανάται στον αέρα. Προέκυψε λοιπόν
στη γενιά μας πολλή νοσταλγία, δυστυχώς και νοσταλγία πραγμάτων που δεν υπήρξαν:
Μιας συνεκτικής και αλληλέγγυας κοινωνίας που ποτέ δεν είδαμε, μιας εποχής
εθνικά υπερήφανης, που ασφαλώς δεν ήταν, μιας καθολικής δημοκρατικής αντίθεσης
στη δικτατορία, που είναι βολικό άλλοθι, μιας αξιοπρεπούς φτώχειας που είναι
παραμύθι, μιας νεότητας που υποτίθεται ότι πάσχιζε να απελευθερωθεί
(γενεαλογικά, οικονομικά, πολιτικά, σύμφωνα με ορισμένους ακόμη και ερωτικά ή
σεξουαλικά), θέμα που σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση και εγκυμονεί απρόβλεπτα
συμπεράσματα. Λες και όσο λιγότερη ήταν η νοσταλγία για τις ιδιωτικές στιγμές
ευδαιμονίας και πλήρωσης, που πράγματι είχαμε ζήσει, τόσο περισσότερη ήταν η
νοσταλγία για κάποια φαντασιακά κοινωνικά και δημόσια αγαθά του παρελθόντος,
αυτά που ποτέ δεν βιώσαμε, αφού ήταν και είναι ανύπαρκτα. Ο κύκλος των εννοιών
που διεκδικούν (με τον τρόπο του ερασιτέχνη) ψυχαναλυτική εγκυρότητα, από την
απώθηση έφθασε στο στερητικό τραύμα και κλείνει με την ψευδή αναπλήρωση. Σ’ έναν
παράδεισο της πολιτικής όπως η χώρα τούτη, δεν ήταν δυνατό να λείψει και μια
διαστροφική νοσταλγία του τακτοποιημένου διπολικού κόσμου της ψυχροπολεμικής
περιόδου, που ήταν τόσο τακτοποιημένος, ώστε τα τανκς χόρευαν στη Βουδαπέστη και
οι βόμβες ναπάλμ θέρμαιναν τους βάλτους του Βιετνάμ. Η αποτυχία και
οι μακροχρόνια ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες όταν δεν ομολογούνται, φέρνουν
πρώτα παρανόηση του παρελθόντος, μετά περιχαράκωση και επιθετικότητα προς τους
άλλους, πρός όσους είναι ή θεωρούνται οι απ’ έξω. Συμβαίνει και στις
καλύτερες πόλεις, αλλά συνήθως δεν τις αποκαλούν συμπρωτεύουσες και λίγες έχουν
ονειρευτεί ρόλους μητρόπολης των Βαλκανίων για να ξυπνήσουν τόσο επαρχιακές όσο
ποτέ. Όσο πιο βαρειά η απογοήτευση, τόσο πιο βαρειές οι σκέψεις. Ο λαϊκοφασισμός
δεν χρειάζεται τόσο τους πιστούς οπαδούς, όσο τις συνένοχες σκέψεις
ανθρώπων κατά τα άλλα τοποθετημένων τυπικά σε όλο το πολιτικό φάσμα. Υπάρχει και
η επιτήδεια πολιτική που ενδιαφέρεται μόνον για τη βραχεία διάρκεια, γνωρίζει
πολύ καλά αυτό το ψυχολογικό σύνδρομο και προσπαθεί να το αξιοποιεί προς όφελός
της. Παλιά τέχνη, πολύ εξελιγμένη, πολύ μυωπική. Με
τη σειρά της,
η περιχαράκωση
χειροτερεύει τον
εσωτερικό μαρασμό
και μέσα
σε φαύλο κύκλο, ο ξεπεσμός αντί να
περιορισθεί θα εντείνεται. Μετά θα έλθει η
ώρα να γίνει η σύγκρουση εσωτερική, να αναδυθούν και εκδηλωθούν τα φανερά και
κρυμμένα ανταγωνιστικά κέντρα και ίσως το δράμα να κορυφωθεί, με τους θεατές να
στρέφονται από την αποστασιοποίηση στη μέθεξη. Μπορεί, για μια φορά ακόμη,
ν’ αλλάξουν όλα εδώ κάτω με ορμή, ή αν το προτιμούν οι νοσταλγοί της ρόκ της
γενιάς μου, να πέσει πολύ δυνατή βροχή, μια εξαγνιστική νεροποντή. Μερικοί
βιαστικοί παραπονούμαστε ότι τότε, όταν φθάσει εκείνη η ώρα, η γενιά μας, τα
παιδιά του ‘60 και οι έφηβοι ή μετέφηβοι του ’70, θα είμαστε ήδη πολύ γέροι. Ή
δεν θα ζούμε. Αλλά, μήπως και αυτή η βραδυπορία της επανόρθωσης, συχνά τόσο
υπερβολική σαν να έρχεται καβάλα στο σάλιαγκα, πάντα αδιάφορη για τις ζωές και
επιθυμίες των ανθρώπων, εκείνο που είπαμε στην αρχή δεν υπενθυμίζει και
επιβεβαιώνει, τη διαρκή καταστροφή και ερήμωση που φέρνει η Ιστορία και αυτό που
αποκαλείται πρόοδος; Κι έτσι,
τι απομένει;
Wer spricht von Siegen?
überstehn
ist alles.
Ποιός μιλάει για νίκη;
Ν’ αντέχεις είναι το πάν.
Rainer Maria Rilke, Requiem für Wolf
Graf von Kalckreuth
Περιοδικό Σημειώσεις (εκδόσεις Έρασμος),
τεύχος 66, Δεκέμβριος 2007 |
                     |