Ενότητα :Κουρουζίδης Σάκης |
Τίτλος : Σάκης Κουρουζίδης, Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ «ΣΕΙΣΜΟΣ»
|
Αρχή κειμένου
24ο Συνέδριο
Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σωματείων
Εργαζομένων ΥΠΕΧΩΔΕ
Καλαμάτα, 12 Μαΐου 2006
Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ
«ΣΕΙΣΜΟΣ»
Σάκης Κουρουζίδης
Διδάκτορας σεισμολογίας
Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Η αντιμετώπιση του σεισμικού κινδύνου είναι ένα
θέμα ιδιαιτέρως σύνθετο και πολύπλευρο. Απαιτεί την εμπλοκή πολλών υπηρεσιών,
ειδικοτήτων, και προσεγγίσεων. Είναι πρόβλημα γνωστικό, οργανωτικό, κοινωνικό
και εκπαιδευτικό. Απαιτεί ένα ελάχιστο επίπεδο γνώσεων για το φυσικό φαινόμενο
που λέγεται σεισμός, προϋποθέτει μια στοιχειώδη οργάνωση και προεργασία πριν από
την εκδήλωση του σεισμού, χρειάζεται μια συγκεκριμένη εκπαιδευτική μεθοδολογία
και πρακτική για τον χειρισμό του πιθανού φόβου και πανικού, ενώ κρίσιμο θέμα
αποτελεί η προβολή των σχετικών με τον σεισμό ειδήσεων από τα Μέσα Μαζικής
Επικοινωνίας. Όλα αυτά πρέπει να λειτουργούν ταυτόχρονα και συμπληρωματικά για
να είναι αποτελεσματικά, αλλά και να προσφέρουν στις κοινότητες (σχολικές,
εργασιακές, γειτονιές) θεωρητικά και πρακτικά εφόδια για τον χειρισμό δύσκολων
προβλημάτων που αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων μιας μονάδας.
Είναι απαραίτητη η συμμετοχή επιστημόνων από ένα
ευρύ φάσμα ειδικοτήτων -και όχι μόνον σεισμολόγων- στην προσπάθεια να
προσεγγιστεί το -κοινωνικό- πρόβλημα "σεισμός", να χειρισθούν το πρόβλημα της
αντιμετώπισης του σεισμικού κινδύνου, σωστά, ολοκληρωμένα και νηφάλια. Θα πρέπει
να γίνει σύνδεση του σεισμικού προβλήματος με τον χειρισμό του "φόβου" που
προκαλεί, να αναδειχθεί η σημασία και η ευθύνη των ΜΜΕ στην σωστή ενημέρωση και
βοήθεια προς όσους αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, αλλά και η ευθύνη των ίδιων των
σεισμολόγων που χειρίζονται εξαιρετικά δύσκολα και λεπτά θέματα που ξεπερνούν
την επιστημονική τους ειδικότητα και αναφέρονται στην κοινωνική τους ευθύνη και
αποστολή. Μέσω διαφορετικών προσεγγίσεων στο κοινό πρόβλημα "σεισμικός
κίνδυνος", θα πρέπει να κατανοηθούν οι πραγματικές του διαστάσεις του, τα όρια
της επιστήμης και της τεχνικής απέναντι στα φυσικά φαινόμενα και στη "φύση"
γενικά, η ανάγκη συνεργασίας και αλληλεγγύης μεταξύ υπηρεσιών, ειδικοτήτων και
θεσμών.
Η βασική ιδέα πάνω στην οποία στηρίζεται η
παρούσα προσέγγιση είναι ότι για την σωστή συμπεριφορά κατά την διάρκεια του
σεισμού, δεν αρκεί η καλή γνώση τού τι είναι σεισμός. Απαιτείται μια προεργασία
και μια ετοιμότητα της κάθε κοινότητας ή ομάδας, που ξεπερνά την τεχνική
προετοιμασία και αφορά την ψυχο-κοινωνική και εκπαιδευτική διάσταση της
λειτουργίας των ομάδων. Όχι μόνον να ξέρουν από πριν τι πρέπει να κάνουν, αλλά
και να μπορούν να λειτουργήσουν με συνοχή, χωρίς πανικό και αποσυνθετικές
τάσεις, ως "ομάδα" την ώρα που θα χρειαστεί. Τα όρια της σεισμολογίας
Κάθε φορά που γίνεται ένας
σεισμός σε μια περιοχή μη αναμενόμενη ή ο σεισμός είχε μεγαλύτερο μέγεθος από το
αναμενόμενο ή, ακόμα, έγινε νωρίτερα από τότε που ο «μέσος χρόνος επανάληψης»
προσδιόριζε, η έκπληξη των πρώτων ωρών μετατρέπεται σε κριτική προς τους
σεισμολόγους για την …προφανή αδυναμία τους να προβλέψουν τις διεργασίες στο
εσωτερικό της γης!
«Όπου έσεισε θα σείσει, αλλά και όπου δεν έσεισε πάλι μπορεί να
σείσει» έγραφε ο Πλίνιος, δίνοντας μέσα σε μία φράση τη λογική αλλά και τα όρια
των γνώσεών μας για τους σεισμούς. Ο σεισμός είναι ένα περιοδικό φαινόμενο, γι΄
αυτό και όπου έγινε σεισμός θα ξαναγίνει, αλλά και όπου δεν έγινε –ή δεν ξέρουμε
ότι έγινε- και εκεί μπορεί να γίνει, αφού η γη είναι ένας ζωντανός πλανήτης και
πολλές διεργασίες στο εσωτερικό της βρίσκονται σε εξέλιξη.
Σήμερα γνωρίζουμε περισσότερα για τις διεργασίες
αυτές και ειδικότερα για τους σεισμούς; Ποιοτικά, επιβεβαιώσαμε τα παραπάνω,
αλλά μάθαμε πολλές επιπλέον «λεπτομέρειες», κυρίως από τότε που έχουμε ενόργανες
καταγραφές των σεισμικών δονήσεων. Στην Ελλάδα αυτό άρχισε να γίνεται στα τέλη
του 19ου αιώνα (το παλαιότερο σεισμόγραμμα που έχει διασωθεί είναι
του Ιανουαρίου του 1900), κάπως πιο συστηματικά αυτό αρχίζει να γίνεται 10-15
χρόνια αργότερα, για δίκτυο σεισμογράφων γίνεται λόγος μετά το 1964 και για
τηλεμετρικούς σταθμούς περίπου πριν από 25 χρόνια. Βεβαίως, στην Ελλάδα έχουμε
το προνόμιο να διαθέτουμε μια μακρά καταγεγραμμένη ιστορία που μας επιτρέπει να
ξέρουμε το τι έγινε και στον τομέα των σεισμών με ικανοποιητική συνέχεια για
περισσότερο από 2.500 χρόνια (τον πληρέστερο κατάλογο όλων των ιστορικών σεισμών
για το εν λόγω διάστημα έκαναν ο Β. Παπαζάχος και η Κ. Παπαζάχου στο βιβλίο τους
«Οι σεισμοί της Ελλάδας»).
Το ερώτημα που τίθεται, όμως, δεν είναι αν η επιστήμη της
σεισμολογίας και οι Έλληνες σεισμολόγοι, βρίσκονται πίσω από την γενικότερη
πρόοδο των επιστημών, αλλά αν υπάρχουν όρια στην προσπάθεια των ανθρώπων να
γνωρίσουν το εσωτερικό της γης και τις διεργασίες που συντελούνται εντός της και
μάλιστα με μεγάλη ακρίβεια. Φαίνεται πως είμαστε πολύ κοντά στα όρια των γνώσεών
μας, κυρίως σε ότι αφορά την ακρίβεια εκείνη που θα καθιστά τη γνώση αυτή άμεσα
αξιοποιήσιμη. Ακούγεται κάπως απόλυτο αυτό, αλλά υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει
μεγαλύτερος βαθμός επαναληψιμότητας των φαινομένων για να τα εντοπίσουμε από
πριν. Δεν επαναλαμβάνονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ακόμη και στην ίδια
περιοχή, τα ίδια γεγονότα. Όλες οι προγνωστικές προσεγγίσεις, όλες οι
μεθοδολογίες ανάλυσης των συμπεριφορών της γης, όλα τα πρόδρομα φαινόμενα που
έχουν παρατηρηθεί πριν από σεισμούς, θα σταματούν σ’ αυτήν την «ιδιαιτερότητα»
της φύσης.
Τις παραδοχές αυτές, πολλές φορές αναγκαστήκαμε να τις αποδεχθούμε
de facto μετά από κάποιους σεισμούς στο παρελθόν ή μετά από μια «αφύσικη»
μετασεισμική ακολουθία. Τι μπορούμε να "προβλέψουμε", λοιπόν, σε σχέση με τους
σεισμούς; Τους κύκλους επανάληψης των μεγάλων σεισμών κατά περιοχή, μόνο!
Πρόγνωση που στηρίζεται στη στατιστική επεξεργασία των σεισμών, σε συνδυασμό με
την γνώση της γεωλογίας και της τεκτονικής της κάθε περιοχής. Σε άλλες
περιπτώσεις οι πληροφορίες μας για τους ιστορικούς σεισμούς βοηθάνε σημαντικά,
ενώ η έλλειψή τους αποβαίνει καθοριστική και εξανεμίζει τις όποιες πιθανότητες
να εντοπίσουμε αυτούς τους κύκλους επανάληψης. Αυτή η μακράς διάρκειας πρόγνωση
φτάνει να «προβλέψει» έναν σεισμό με προσέγγιση 10-15 χρόνων και πάνω. Κάποιες
προσπάθειες που γίνονται για μεσοπρόθεσμη πρόγνωση, θα μπορούσαν να μικρύνουν
στα 3-5 χρόνια αυτό το παράθυρο χρόνου. Οι προγνώσεις αυτές είναι απολύτως
αξιοποιήσιμες και άκρως επωφελείς για την θωράκιση των κατασκευών και για την
προετοιμασία των σχετικών υπηρεσιών. Αυτή είναι και η καλύτερη μέθοδος
αντιμετώπισης των σεισμών. Σπίτια γερά κι ας είμαστε μέσα την ώρα του σεισμού.
Με βάση αυτή την γνώση μπορούμε να αποφύγουμε την πολεοδόμηση
περιοχών, όχι μόνον εξ αιτίας της σεισμικότητάς τους, αλλά και λόγω των
συγκεκριμένων εδαφικών συνθηκών που επικρατούν σε κάθε περιοχή. Κοινό
χαρακτηριστικό των επιπτώσεων πολλών σεισμών (της Αθήνας, της Καλαμάτας,
Αλκυονίδων, Αιγίου κλπ) ήταν οι καταστροφές σε περιοχές ακατάλληλες για
πολεοδόμηση, σε κτίρια πρόχειρα κτισμένα, σε σπίτια αυθαίρετα ή χωρίς επίβλεψη.
Στη βάση αυτών των «παραλείψεων» υπάρχει η υποτίμηση του κινδύνου ή καλύτερα η
υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της τεχνικής και της κατασκευαστικής. Η τεχνολογική
αμετροέπεια απέναντι στη φύση.
Υπάρχει όμως και η επιστημονική αμετροέπεια απέναντι στην κοινωνία.
Η έλλειψη ενός κώδικα δεοντολογίας, ψηφισμένου από την Βουλή, που να καθορίζει
τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να αξιολογούνται και, κυρίως, να δημοσιοποιούνται
θέματα που σχετίζονται με την πρόγνωση των σεισμών, επιτρέπει σε «ειδικούς» και
μη να περιφέρονται στα ΜΜΕ και να διαλαλούν την «πρόγνωσή» τους. Αλλά, ακόμα και
γνωστοί επιστήμονες επιδίδονται στο επικίνδυνο αυτό φαινόμενο της δημόσιας
πρόγνωσης. Παράδειγμα κραυγαλέο, ο Ιάπων σεισμολόγος που μας επισκέπτονταν
συχνά, ο οποίος αν κάνει στη χώρα του το ίδιο που έκανε στην Ελλάδα πριν λίγα
χρόνια, θα είχε να κάνει με την ιαπωνική δικαιοσύνη. Εδώ βέβαια, περιφέρονταν
από «παράθυρο» σε παράθυρο για να εξηγεί γιατί θα έρθει ο σεισμός που «πρόγνωσε»
η τέως ομάδα ΒΑΝ (με τρομάζει και η σκέψη ακόμα ότι είναι δυνατόν να επανέλθει
στο προσκήνιο η ίδια υπόθεση με τους όρους τους παρελθόντος). Δεν πρόκειται για
επιστημονική διαμάχη μεταξύ σεισμολόγων, αλλά για βαθύτατα κοινωνικό και
πολιτικό θέμα. Δεν συζητούμε για την αξιοπιστία μιας μεθόδου, αλλά για την
ευθύνη του επιστήμονα απέναντι στην κοινωνία. Για το πως διαχειρίζεται μια τόσο
ευαίσθητη πληροφορία, όπως είναι η πρόγνωση ενός σεισμού. Όταν μάλιστα η κοινή
γνώμη έχει εθιστεί στην ιδέα ότι οι σεισμοί μπορούν να προβλεφθούν, είναι και
πολύ ευάλωτη στις φήμες και στις διαδόσεις. Οι επιστημονικές διαφορές δεν
λύνονται με νόμους ή με πλειοψηφίες, οι πιθανές επιπτώσεις, όμως, των
επιστημονικών ανακαλύψεων πρέπει να διέπονται από κανόνες που θα δεσμεύουν
ερευνητές και ΜΜΕ.
Τι ξέρει ο σεισμολόγος;
Αν θέλουμε να συνοψίσουμε
τη σημερινή δημόσια εικόνα που εμφανίζει η ελληνική σεισμολογική κοινότητα,
πρέπει να τονίσουμε ότι οι «διαμάχες» μεταξύ σεισμολόγων δεν έχουν κάτι το
ιδιαίτερο σε σχέση με όσα συμβαίνουν σε όλους τους επιστημονικούς χώρους, εκτός
της μεγάλης δημοσιότητας που απολαμβάνουν. Είναι γνωστή η έκφραση: «σεισμός =
σωσμός», με την έννοια ότι μέσα από μια καταστροφή μπορεί να προκύψουν και οφέλη
για κάποιους. Κατ’ αναλογία, η μεγάλη δημοσιότητα που συνοδεύει έναν μεγάλο
σεισμό μπορεί να προσπορίσει διάφορα «οφέλη» στους εμπλεκόμενους. Ένας
σεισμολογικός φορέας που περιμένει για καιρό κάποια οικονομική ενίσχυση για
κάλυψη αναγκών είτε σε προσωπικό είτε σε εξοπλισμό, «αξιοποιεί» τη δημοσιότητα
που παίρνει το θέμα μετά από έναν μεγάλο σεισμό και προβάλει ξανά από οθόνης το
αίτημά του και συχνά βρίσκει ανταπόκριση (όλα τα μεγάλα βήματα ενίσχυσης του
Γεωδυναμικού Ινστιτούτου συνδέονται -χρονικά- με μεγάλους σεισμούς, εδώ και ένα
χρόνο καλύπτει την 24ωρη βάρδια χάρις στην πρόσληψη 20 ατόμων, σε ανάλογες
συνθήκες). Ένας σεισμολόγος, σε
ανάλογες επίσης συνθήκες, προβάλει καλύτερα τις προτάσεις του. Αν σε όλα αυτά
προσθέσουμε και την χωρίς κριτήρια και χωρίς αίσθηση των παρενεργειών, επιλογή
από τα ΜΜΕ συνεντευξιαζομένων και θεμάτων που θίγονται την ώρα του σεισμού, τότε
εύκολα μπορεί να εξηγηθεί το σκηνικό που παρακολουθούμε μετά από κάθε μεγάλο
σεισμό. Όλα αυτά ακούγονται αθώα και φυσιολογικά αλλά έχουν πολλές
παρενέργειες.
Από την άλλη, η δουλειά του σεισμολόγου είναι ιδιότυπη και πολύ
αμφιλεγόμενη. Ο σεισμολόγος δημιουργεί περισσότερες προσδοκίες από αυτές που
μπορεί να αντιμετωπίσει. "Αποστείλατε γεωλόγον ίνα καταστείλει τους σεισμούς",
είχε τηλεγραφήσει κάποιος κοινοτάρχης προς την πολιτεία πριν από αρκετές
δεκαετίες. Βεβαίως, οι πιο συνηθισμένες προσδοκίες αφορούν πλέον την πρόγνωση
των σεισμών. Του ζητούν είτε να προσδιορίσει τις βασικές παραμέτρους ενός
επικείμενου σεισμού, είτε να προαναγγείλει την εξέλιξη της σεισμικής
δραστηριότητας μετά από έναν μεγάλο ή και οποιοδήποτε σεισμό. Η όποια "ασάφεια"
ή "αβεβαιότητα" σε αυτά που δηλώνει εκλαμβάνεται ως υποκειμενική αδυναμία του
συγκεκριμένου επιστήμονα ή ως προϊόν σκοπιμοτήτων. Εξ ου και η αγωνία των
σεισμολόγων να λένε συχνά κάτι πιο συγκεκριμένο από αυτό που τα στοιχεία τους
μπορούν να τους επιτρέψουν.
Βεβαίως, όλες οι επιστήμες δημιουργούν προσδοκίες και οι
επιστήμονες, ενίοτε, ακόμα περισσότερες. Οι τεχνικές επιστήμες πιο πολλές από
ότι οι θεωρητικές - κοινωνικές. Οι μεν υπόσχονται σωτηρία των ζωών, οι δε των
ψυχών. Η σεισμολογία ως τεχνική επιστήμη, έχει το μερίδιο των "ευθυνών" της στη
δημιουργία αυτού του γενικού κ, 955;ίματος των μεγάλων προσδοκιών, που ήδη έχει όλα
τα χαρακτηριστικά μιας αλαζονικής συμπεριφοράς απέναντι στη φύση και στα όριά
που αυτή "θέτει". Ενώ δεν μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, παρά να σώσει ζωές
-και όχι ψυχές-, εν τούτοις μπορεί να διαταράξει την ψυχική ηρεμία χιλιάδων
ανθρώπων κάθε φορά που προγνωσιολογεί ή ακόμα κι όταν δηλώνει ότι αδυνατεί να το
πράξει.
Μέχρις εδώ καλά αλλά ο σεισμολόγος αισθάνεται ότι την ώρα του
σεισμού πρέπει να αναδείξει τον παιδευτικό του χαρακτήρα ως κυρίαρχο στην άσκηση
του λειτουργήματός του, γι' αυτό και σπεύδει να διδάξει όλα τα μυστικά της
σεισμολογίας στους καταπλακωμένους, στους σκηνίτες και στους ξεσπιτωμένους -για
την πιθανή "μετανάστευση των επικέντρων" και τη θεωρία του «ντόμινο» ή αν φταίνε
τα ρήγματα της Τουρκίας ή της ΝΑ Ασίας για τα δικά μας ρήγματα και πολλά άλλα
ακριβώς μετά από κάποιο μεγάλο σεισμό, εσχάτως δε αν επίκειται και τσουνάμι.
Ενημερώνει τους πολίτες για όλα τα προγράμματα που δουλεύει και τα πρωτοποριακά
του επιτεύγματα. Διαβεβαιώνει τους κατοίκους ορισμένων πολυκατοικιών ότι δεν
περνάει το εν λόγω ρήγμα κάτω από το κελάρι της πολυκατοικίας τους, ότι δεν
συνδέεται η κεφαλαλγία ή η οσφυαλγία που αισθάνονται κάποιοι συμπολίτες μας πριν
από κάθε σεισμό, με τον σεισμό που ακολουθεί και αντί να επισκεφθούν το
Αστεροσκοπείο για να κατοχυρώσουν την μέθοδο πρόγνωσης που ανακάλυψαν, καλύτερα
να επισκεφτούν ένα γιατρό για να βρουν τη γιατρειά τους, κ.ο.κ.
Ο σεισμολόγος, βεβαίως, έχει έναν διπλό ρόλο,
πρώτον να ενημερώσει ψυχρά και αντικειμενικά (στηριζόμενος αποκλειστικά στα
στοιχεία που οι ενόργανες καταγραφές τον τροφοδοτούν και στα όποια γεωτεκτονικά
και ιστορικά στοιχεία για τη σεισμικότητα της περιοχής έχει στη διάθεσή του) και
δεύτερον, σοβαρότερον και χρησιμότερον, να «εκτιμήσει» την πιθανή εξέλιξη μιας
σεισμικής ακολουθίας ή έξαρσης σε μια πληγείσα περιοχή, πράγμα που έχει μεγάλη
πρακτική σημασία. Η «εκτίμηση» αυτή, από τη μια –οφείλει να- στηρίζεται σε
ορισμένα κοινώς αποδεκτά δεδομένα της επιστημονικής κοινότητας και από τη άλλη
να παίρνει υπ’ όψη της τις «αβεβαιότητες» που έχουν τα φυσικά αυτά φαινόμενα, τα
οποία δεν είναι δυνατόν να «τυποποιηθούν» και να «κατηγοριοποιηθούν» με τρόπο
άμεσα αξιοποιήσιμο στο ζητούμενο της στιγμής: τι θα γίνει στη συνέχεια ενός
«μεγάλου» σεισμού;
Επίσης ο σεισμολόγος οφείλει, εκτός από την
κοινοποίησή αυτής της ειδικής πληροφορίας στους πολίτες με τρόπο σαφή, λιτό και
νηφάλιο, να διαχειριστεί –θέλει δεν θέλει- το πρόβλημα του φόβου, του πανικού,
των φημών και της προφανούς αβεβαιότητας για την εξέλιξη της μετασεισμικής
περιόδου. Η γνώση δεν οδηγεί πάντα σε μια ανάλογη συμπεριφορά, μεσολαβεί ο φόβος
και ο πανικός. Ποιο είδος ενημέρωσης διευκολύνει τον κατατρομαγμένο άνθρωπο να
ανακαλέσει τις γνώσεις και τις οδηγίες που έχει λάβει σε ανύποπτο χρόνο, ώστε
την ώρα του σεισμού να συμπεριφερθεί ανάλογα; Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να
αντιμετωπιστούν οι ανεύθυνες φήμες που πάντα κυκλοφορούν σε περιπτώσεις σεισμών;
Τι –δεν- ξέρει ο
σεισμολόγος;
Παρά τα αλλεπάλληλα μαθήματα σεισμολογίας και
μάλιστα προσγνωσιολογίας, καλό είναι να πούμε τι ξέρει και τι όχι ο σεισμολόγος
ή καλύτερα η σεισμολογία. Δεν ξέρει πότε ακριβώς θα γίνει ένας σεισμός, μικρός ή
μεγάλος. Αυτό που αποκαλούμε πρόγνωση «βραχείας διάρκειας» είναι ένα ζητούμενο
για την επιστήμη και όποιος ισχυρίζεται ότι το έλυσε απλώς εξαπατά. Το πρόβλημα
αυτό, κατά τον υπογράφοντα, δεν πρόκειται να λυθεί ποτέ! Και αυτό όχι από κάποια
απαισιόδοξη θεώρηση για την πρόοδο της επιστήμης αλλά εξ αιτίας του ίδιου του
–χαοτικού- φαινομένου που καλείται να εξετάσει, δηλαδή του πολύπλοκου συστήματος
που είναι η φύση και οι λειτουργίες της. Μεμονωμένες επιτυχείς προγνώσεις μπορεί
να γίνουν –κάποιες λίγες έγιναν ήδη- «ασφαλής» μέθοδος δεν θα υπάρξει!
Ο σεισμολόγος ξέρει πολύ καλά τους μεγαλύτερους
κύκλους επανάληψης των μεγάλων σεισμών και αυτή την γνώση την έχει ενσωματώσει
στον ισχύοντα αντισεισμικό κανονισμό και όποιος τον ακολουθεί πιστά δεν θα έχει
πρόβλημα σοβαρό. Αυτή η «μακράς διάρκειας πρόγνωση» είναι μια κατάκτηση και για
τη χώρα μας. Είναι πολύ χρήσιμη, αφού μας οδηγεί στην ασφαλέστερη προστασία από
τους σεισμούς που είναι οι καλές, για κάθε περιοχή, κατασκευές. Η πρώτη μέθοδος
στηρίζεται στα λεγόμενα «πρόδρομα φαινόμενα» ενώ η δεύτερη σε σεισμολογικά και
γεωτεκτονικά δεδομένα.
Τα νερά έρχεται να ανακατέψει μια τρίτη
προσέγγιση στο θέμα της πρόγνωσης, η «μέσης διάρκειας πρόγνωση», αυτή που
συνδέθηκε με τον καθηγητή Β. Παπαζάχο. Αυτή λέει, περίπου, ότι πέρα από τη
σεισμικότητα της κάθε περιοχής, αν ξέρουμε τους πιθανούς στόχους του Εγκέλαδου
στα επόμενα 3-5 χρόνια, αυτή η γνώση, της οποίας η αξία δεν κρίνεται στην
ακρίβεια που απαιτεί η βραχείας διάρκειας πρόγνωση, είναι πάρα πολύ χρήσιμη,
αφού μας βοηθά να εστιάσουμε την προσοχή μας και τις προτεραιότητές μας στις
συγκεκριμένες περιοχές προκειμένου να γίνει ο απαραίτητος προσεισμικός έλεγχος
των κτιρίων σε αυτές τις περιοχές, να γίνουν όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες
σε πολιτεία, ΤΑ, πολίτες και κάθε μικρή ή μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα ή εργασιακή
μονάδα. Προφανής η χρησιμότητα της γνώσης αυτής, η οποία προκύπτει με μια νέα
μεθοδολογική προσέγγιση. Το πιο εύλογο θα ήταν –και είναι- να γίνει μια νηφάλια
συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων του χώρου, εντός των σεισμολογικών φορέων, σε
συνέδρια, περιοδικά και αλλού. Η πολιτεία δια θεσμοθετημένων οργάνων και
διαδικασιών –που δεν υπάρχουν- και μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων περιφρούρησης της
όλης διαδικασίας –που επίσης δεν υπάρχει-, να καταλήξει και να αξιοποιήσει τη
γνώση αυτή. Η συζήτηση αυτών των «δύσκολων» θεμάτων σε συνθήκες «παραθύρων»
αδικεί κατάφωρα την αξία αυτών των γνώσεων και δεν προστατεύει τους –πέρα από
κάθε αμφισβήτηση- σοβαρούς επιστήμονες που την προτείνουν από την αδηφάγο μανία
των κινδυνολογικών εντυπώσεων των ΜΜΕ.
Η γενική εικόνα που εκπέμπει ο χώρος της
σεισμολογίας στον τομέα της ενημέρωσης, με λίγες τιμητικές εξαιρέσεις, είναι μια
εικόνα εμπειρισμού, χωρίς ένα σαφές πλαίσιο που να διέπεται από κανόνες
δεοντολογίας. Σαν να μην υπάρχει η αίσθηση των μεγάλων κινδύνων και παρενεργειών
από την καταχρηστική προβολή και δημοσιοποίηση θεμάτων πέρα και έξω από κάθε
συναίσθηση του τι είναι αναγκαίο, χρήσιμο και αξιοποιήσιμο από ανθρώπους σε
ειδικές συνθήκες φόβου ή και πανικού.
Συχνά συγχέεται η ενημέρωση με την εκτίμηση, η
«επίσημη» ενημέρωση με την «προσωπική» εκτίμηση του όποιου επιστήμονα. Τι θα πει
«εκτίμηση» και τι «πρόγνωση», ποιος δικαιούται να «προγνωσιολογεί» δημοσίως και
ποια είναι η ενδεδειγμένη πρακτική, με βάση την οποία η όποια «εκτίμηση» ή
«πρόγνωση» -που δημοσιοποιούμενη επηρεάζει την κοινωνική ζωή- θα φτάνει με
υπεύθυνο τρόπο στη δημοσιότητα και από ποιον; Η ελευθερία έκφρασης της γνώμης
του επιστήμονα είναι ένα επιπόλαιο και ενίοτε επικίνδυνο άλλοθι για την έλλειψη
κανόνων και ενός «Κώδικα Δεοντολογίας» που θα αφορά επιστήμονες, πολιτεία και
ΜΜΕ.
Το πλαίσιο ενημέρωσης που διαμορφώνουν τα ΜΜΕ
δεν επιτρέπει μια νηφάλια, χρήσιμη και ακριβή παράθεση των πραγματικών δεδομένων
την ώρα του σεισμού και τις αμέσως επόμενες μέρες. Δεν «προστατεύουν» και δεν
επιτρέπουν την «αυτοπροστασία» σοβαρών επιστημόνων που επιθυμούν να επιτελέσουν
το καθήκον τους. Επιβραβεύουν και προβάλλουν τους φορείς της «σεισμοφοβίας».
Οι μικρές κοινότητες των
σχολείων και των παιδικών σταθμών, του εργασικαού χώρου, της πολυκατοικίας, της
γειτονιάς, προσφέρονται για μια μεγάλη προσπάθεια αλλαγής της παθητικής
συμπεριφοράς της κοινωνίας απέναντι στο πρόβλημα της υψηλής σεισμικότητας της
χώρας.
Βεβαίως, η μία πλευρά του σεισμικού μας προβλήματος είναι η
ενημέρωση για τις ενέργειες που θα πρέπει να γίνουν κατά την ώρα του σεισμού και
αμέσως μετά από αυτόν και ορισμένες προμήθειες που πρέπει να προηγηθούν του
σεισμού. Το σημαντικότερο, όμως, θέμα που καλείται να επιλύσει μια κοινότητα
ανθρώπων –παιδιών, παιδαγωγών και διεύθυνσης- είναι η λειτουργία της ως ομάδας
κατά την ώρα του σεισμού. Όλα αυτά που σε ένα «μάθημα» ή σε μία άσκηση μαθαίνουν
τα παιδιά, οι παιδαγωγοί, οι εργαζόμενοι σε έναν χώρο ή οι κάτοικοι μιας
πολυκατοικίας, δεν είναι αυτονόητο ότι θα καταφέρουν, ξεπερνώντας τον φόβο και
τον πανικό, να τα εφαρμόσουν με επιτυχία στην πράξη.
Πρώτη προτεραιότητα αποτελεί, λοιπόν, η μετατροπή αυτού του συνόλου
των «μονάδων» σε «ομάδα». Να μπορέσουν, δηλαδή, κατά την κρίσιμη ώρα να
επιδείξουν συνοχή, αλληλεγγύη, αυτοπειθαρχία, να «θυμηθούν» και να εφαρμόσουν
όλα αυτά που έχουν μάθει σε ανύποπτο χρόνο. Είναι αρκετά απλό να «διδαχθούν» τα
παιδιά και οι μεγάλοι και να ενημερωθεί το προσωπικό της σχολικής κοινότητας ή
του εργασιακού χώρου, για τις ενδεικνυόμενες ενέργειες και τα άλλα, τεχνικού
χαρακτήρα, μέτρα που πρέπει να προηγηθούν ή να ακολουθήσουν έναν ισχυρό σεισμό.
Χωρίς να υποτιμηθεί καθόλου αυτή η πλευρά του προβλήματος, προέχει η καλλιέργεια
δεσμών μεταξύ εργαζομένων στον ίδιο χώρο, παιδαγωγών και παιδιών και μεταξύ των
ίδιων των παιδιών σε μια σχολική κοινότητα, τέτοιων που να αναδεικνύουν την
έννοια και την αίσθηση της ομάδας και να καταστήσουν αποτελεσματική την εφαρμογή
δύσκολων μέτρων σε αντίξοες συνθήκες.
Επίσης, το είδος της ενημέρωσης αποτελεί μια δύσκολη επιλογή. Είναι
καταλληλότερες οι εικόνες καταστροφών, θυμάτων και οδύνης ή, αντίθετα,
προσφέρονται καλύτερα οι θετικές ενέργειες που πρέπει να γίνουν, με σκοπό την
ευαισθητοποίηση των παιδιών, ιδιαίτερα, και το κέντρισμα της προσοχής τους;
Το σύνθημα που αβασάνιστα επαναλαμβάνεται όταν έχουμε πολύ πρόσφατη
κάποια σεισμική δόνηση, «να μάθουμε να ζούμε με τους σεισμούς», παραπέμπει σε
μια παθητική ή και μοιρολατρική στάση απέναντι στον σεισμικό κίνδυνο. Όπως και
στο παρελθόν έχει αποδειχθεί, έτσι και στον σεισμό της Αθήνας είναι πολύ πιθανόν
να επιβεβαιωθεί ότι ορισμένοι από τους διασωθέντες, πέραν των τυχαίων
παραγόντων, ευνοήθηκαν και από την κατάλληλη θέση που είχαν πάρει κατά την
διάρκεια της δόνησης και λίγο πριν την κατάρρευση του κτιρίου. Κώδικας Δεοντολογίας
Όλα τα παραπάνω επηρεάζονται καθοριστικά από τη
δημόσια διαχείριση του θέματος «σεισμός», κυρίως από τους εμπλεκόμενους
επιστήμονες, την πολιτεία και τα ΜΜΕ.
Οι αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις των επιστημόνων
δεν προσφέρουν σε γνώση αφού δεν πρόκειται για ιδέες αλλά για «επιστημονικές
αλήθειες» που πρόκειται να επηρεάσουν συμπεριφορές. Η δημόσια διαφωνία για
θέματα που αφορούν στην πληροφόρηση (ακρίβεια παραμέτρων σεισμού) ή στην
εκτίμηση για την εξέλιξη μιας σεισμικής δραστηριότητας σε μια περιοχή (αν ήταν ο
κύριος σεισμός, αν αναμένεται μεγαλύτερος μετασεισμός κλπ.) και μάλιστα την ώρα
του σεισμού, δεν προσφέρουν στην πληρέστερη ενημέρωση, αλλά στη σύγχυση και την
αμηχανία όσων ακούν και δεν μπορούν να κρίνουν και δεν ξέρουν πώς να
συμπεριφερθούν.
Το «δημόσιο σεμινάριο» σεισμολογίας την ώρα που
βρίσκεται σε εξέλιξη η σεισμική δραστηριότητα αποτελεί μια ατυχή επιλογή. Η
δημόσια παράθεση, κρίση, αξιολόγηση μεθόδων και προγνώσεων, την ίδια ώρα, είναι
άστοχη, αποπροσανατολιστική και επικίνδυνη.
Την ώρα του σεισμού, δημόσια, οι επιστήμονες
σεισμολόγοι –θα πρέπει να- περιορίζονται στην παράθεση των στοιχείων που έχουν
στη διάθεσή τους και τις συλλογικές απόψεις του φορέα που έχει την ευθύνη της
δημόσιας ενημέρωσης. Στοιχείων που θα βοηθήσουν τους σεισμόπληκτους να πάρουν
κάποιες αποφάσεις για το πώς θα συμπεριφερθούν και όχι για πλουτίσουν τις
γνώσεις τους για τη σεισμολογία, την γεωτεκτονική και τη σεισμομηχανική.
Είναι αδιανόητο να γίνεται δημόσια πρόγνωση, με
οποιοδήποτε τρόπο, άμεσο, έμμεσο ή «πλάγιο». Οι εκτιμήσεις – προγνώσεις
απευθύνονται πρώτα στην επιστημονική κοινότητα του φορέα που εργάζεται ο
ερευνητής. Στη συνέχεια, κοινοποιούνται στην ειδική, θεσμοθετημένη από την
πολιτεία, επιτροπή για την αξιολόγηση των προγνώσεων, η οποία ενημερώνει την
πολιτική ηγεσία, η οποία και έχει την ευθύνη της δημοσιοποίησής της –ή όχι.
Κανείς άλλος δεν έχει το δικαίωμα να το κάνει, άμεσα ή έμμεσα, απευθείας ή μέσω
δημοσιεύματος σε έντυπο άλλης χώρας.
Η επεξεργασία και η επιβεβαίωση μιας μεθόδου
πρόγνωσης δεν έχει νόημα να δημοσιοποιείται με τη μορφή πρόγνωσης ενός
μελλοντικού σεισμού για να μπορεί να κριθεί από τους άλλους επιστήμονες, αλλά με
την «πρόγνωση» σεισμών που έχουν γίνει. Δηλαδή, αν εφαρμόζαμε τη συγκεκριμένη
μέθοδο πριν από έναν σεισμό του παρελθόντος, η μέθοδος θα μπορούσε να τον
προγνώσει; Έτσι κατοχυρώνεται μία μέθοδος και όχι αναμένοντας τον «προβλεπόμενο»
σεισμό. Διαφορετικά, μία μέθοδος πρόγνωσης μακράς διάρκειας που προβλέπει
σεισμούς για μετά από 20, 30, 40, χρόνια, θα έπρεπε να περιμένει 20-40 χρόνια
για να επιβεβαιωθεί!
Οι προγνώσεις για συγκεκριμένους μελλοντικούς
σεισμούς δεν πρέπει να παίρνουν το χαρακτήρα μιας δημοσιευμένης εργασίας, αλλά
να υπόκεινται στους κανόνες της μη δημοσιότητας που ένας κώδικας δεοντολογίας θα
προέβλεπε.
Οι προγνώσεις που στηρίζονται σε πρόδρομα
φαινόμενα –και όχι σε μεθοδολογίες που παρακολουθούν τη σεισμικότητα- και για τα
οποία, φυσικά, δεν υπάρχουν στοιχεία από το παρελθόν, η επιβεβαίωσή τους είναι
ακόμη πιο δύσκολη και απαιτεί πολύ χρόνο και πολλές «επιβεβαιώσεις» πριν από την
«κατοχύρωση» της όποιας μεθόδου από την επιστημονική κοινότητα. Επομένως, ούτε
αυτή η μεθοδολογία μπορεί να κατοχυρωθεί με τη δημοσιοποίηση πρόγνωσης για
μελλοντικό σεισμό.
Η δημιουργία του Εθνικού Δικτύου Σεισμογράφων
μπορεί να βοηθήσει στην έκδοση ενός και μόνον ανακοινωθέντος (φυσικά πουθενά
στον κόσμο δεν εκδίδονται περισσότερα του ενός ανακοινωθέντα!). Δεν αρκεί, όμως,
για να λυθεί το πρόβλημα που προανέφερα.
Χρειάζεται ένας Κώδικας Δεοντολογίας που θα
αφορά επιστήμονες, πολιτεία και ΜΜΕ, τα οποία ΜΜΕ έχουν μεγάλη εμπλοκή στην
μεγέθυνση του προβλήματος, αλλά με την καθοριστική εμπλοκή επιστημόνων. Θέσπιση
διαδικασιών και θεσμών για την αξιολόγηση, κατοχύρωση και αξιοποίηση μιας
πρόγνωσης.
Το δικαίωμα στην υπεύθυνη ενημέρωση, ως δημόσιο
δικαίωμα και αγαθό, βρίσκεται ψηλότερα στην κλίμακα των δικαιωμάτων, από την
επιθυμία και την αγωνία του επιστήμονα να προβάλει δημόσια τις ανακαλύψεις του.
Επομένως, όταν συγκρούονται στην πράξη τα δύο αυτά αγαθά – δικαιώματα,
υπερισχύει το πρώτο.
Οι σεισμολογικοί φορείς της χώρας, οι
επιστήμονες και η πολιτεία έχουν τεράστια ευθύνη για την έλλειψη αυτή. Είναι ένα
κενό στην «υπεύθυνη δημοκρατία» και την «ελευθερία διακίνησης ιδεών».
Ανάλογους κώδικες για αξιοποίηση έχουν πολλές
ανεπτυγμένες χώρες και δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε πάλι την Αμερική.
Η σεισμολογία δεν είναι …κλάδος της οικολογίας.
Έχει όμως την ίδια αίσθηση του "όλου", και της αλληλεξάρτησης των φαινομένων που
συντελούνται πάνω -και κυρίως κάτω από- τη γη-γαία. Οι σεισμοί είναι ένδειξη της
ζωντάνιας της γης και όπως η θεωρία της Γαίας λέει «η Γη δεν είναι ένας πλανήτης
που απλώς φιλοξενεί ζωή, αλλά ένας πλανήτης ζωντανός που δεν συνδέεται μόνο με
τη ζωή που φιλοξενεί αλλά έχει μια αυθύπαρκτη υπόσταση». Οι σεισμοί, λοιπόν,
είναι και ένα καμπανάκι για τις "ύβρεις" εναντίον της. Είναι κίνδυνος και
ευκαιρία, ταυτόχρονα.
|
                     |