Ενότητα :Ριτζούλης Γιώργος |
Τίτλος : ΓΙΩΡΓΟΣ Β. ΡΙΤΖΟΥΛΗΣ, Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΗΣ (+2008), ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΠΟΛΙΤΗΣ» ΚΑΙ Ο ΔΟΚΙΜΙΑΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
|
Αρχή κειμένου
Ο αγγελοΣ ελεφαντηΣ
(+2008), ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΠΟΛΙΤΗΣ» ΚΑΙ Ο ΔΟΚΙΜΙΑΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ Β. ΡΙΤΖΟΥΛΗΣ
Άν και χρειάζεται χρονική
απόσταση για τέτοιες κρίσεις, υπάρχουν πολλά επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι
ο Πολίτης είναι η μείζων πολιτική-πολιτισμική εκδοτική προσπάθεια
που παρήγαγε ο κόσμος της Ελληνικής αριστεράς στην περίοδο μετά τη
Μεταπολίτευση. Και παρά την εξαιρετική σημασία άλλων, όπως λόγου χάρη οι
μακρόβιες πια Σημειώσεις ή η παλιά Κριτική του Μανόλη Αναγνωστάκη,
ακόμη και αν μιλήσουμε για ολόκληρη τη μεταπολεμική εποχή, μόνον η Επιθεώρηση
Τέχνης θα μπορούσε να είναι επάξια ανταγωνίστριά του για τα πρωτεία. Όμως σε
άλλο διαγωνιστικό πλαίσιο, με άλλες προϋποθέσεις και με διαφορετικά ζητούμενα.
Αυτή η κρίση χρειάζεται βέβαια στέρεη αιτιολόγηση. Η πολιτική
είναι τέχνη της βραχείας διάρκειας και μπορεί να πετύχει μόνον πράγματα που της
αρμόζουν. Κάποια άλλα, φαίνεται, ποτέ δεν θα μπορέσει. Μπορεί να κάνει
διαχείριση, βελτιώσεις, μικρές ή μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις, σε μερικές
περιπτώσεις ανατροπές ή επαναστάσεις, αλλά πιθανότατα, δεν μπορεί αυτή, με τις
δικές της δυνάμεις, να φτιάξει διαφορετικούς ανθρώπους, άλλες κοινωνίες, νέους
πολιτισμούς. Η πείρα που έρχεται από την ιστορία είναι μόνον ενδεικτική, όχι
αποδεικτική· αλλά αν μας λέει κάτι, λέει ότι ακόμη και η πιο επαναστατική
πολιτική είναι υπόθεση της συγκυρίας, καμιά πολιτική χειραφέτησης ως
απελευθερωτικό όργανο δεν είναι πανάκεια. Όσοι βλέπουν πόσο μάταιο είναι να
χτίζονται πύργοι στην άμμο, βλέπουν και την ανάγκη να στηθούν στο πλευρό της
πολιτικής άλλα στηρίγματα, με βαθύτερα θεμέλια. Οι αποτυχίες της αριστεράς
σχετίζονται, εκτός των άλλων, με αυταπάτες πελώριες που υπερεκτίμησαν ριζικά την
ισχύ του πολιτικού στοιχείου. Υποπτευόμαστε πια, ότι η μακρά διάρκεια
επηρεάζεται ελάχιστα από την πολιτική δράση. Όποιος ενδιαφέρεται για το βάθος
του χρόνου, πρέπει να προσέχει πρώτα - πρώτα τι και πως παράγεται και
καταναλώνεται, πώς φερόμαστε στους ανθρώπους και στα ζώα, στα φυτά και στη γη·
όσο για αναμορφωτικά σχέδια μακράς πνοής, είναι καλύτερο για τους εμπνευστές
τους να ξοδέψουν τον πιο πολύ ενθουσιασμό τους στην επιστήμη, στην τέχνη, στη
λογοτεχνία ή στη θεολογία. Προπάντων όμως, να στρέψουν την προσοχή τους προς την
παιδεία και την εκπαίδευση, με την ευρεία, αλλά πιο επίμονα και στοχαστικά, προς
την εκπαίδευση με την στενή έννοια. Και όχι κυρίως προς την πανεπιστημιακή, παρά
τις συνήθειες που συσκοτίζουν, αλλά προς τα μικρά χρόνια. «The Child is
father of the Man»· έτσι ακριβώς το έγραψε, ανεπανάληπτα και ακριβοδίκαια, o
ποιητής Ουίλλιαμ Ουέρντσγουερθ, γύρω στο 1800. Το ταξίδι του
Πολίτη ως αριστερού θεσμού, εκτός των άλλων έτεινε να είναι διαδρομή παιδείας με
την ευρύτερή της έννοια· άλλοτε από συνειδητή πρόθεση, άλλοτε επειδή αυτή η
πορεία του σκάφους προέκυπτε από εσωτερικές κλίσεις του πληρώματος και ιδιαίτερα
του πλοιάρχου. Και στο δρόμο, αναγκαστικά ανοιγόταν προς πελάγη απαιτητικά σε
δεξιότητες πλοήγησης, όπου βοηθούν μόνον ικανότητες που σχετίζονται με ό,τι
αποκαλείται πολιτιστική ηγεμονία. Πρόκειται για παράδοξες ικανότητες: Πώς ένα
περιοδικό τόσο φορτισμένο με πολιτική και ιδεολογία, μπορεί να λειτουργεί ως
πεδίο συνύπαρξης, αντιπαράθεσης και σύνθεσης, στεγάζοντας διαφορετικές
ευαισθησίες και είδη λόγου; Δεν ξέρω πόσοι
θυμούνται τη Συνέχεια, αλλά σε ορισμένους απ’ όσοι είχαμε αποκτήσει τις
πρώτες στέρεες βάσεις της πολιτικής μας συνείδησης στα τελευταία χρόνια της
Δικτατορίας (ανεξάρτητα από το τί έγινε μετά), ο Πολίτης για μεγάλο διάστημα της
πορείας του, εκτός των άλλων αρετών του, υποκειμενικά, φαινόταν κάπως σα να τη
συνεχίζει. Να ανανεώνει και να μεγεθύνει ό,τι εκείνη επιχείρησε στην πολύ
βραχύβια διαδρομή της, που εκτός από προφανές αντιδικτατορικό εγχείρημα ήταν
(και έτσι την είχαμε δει) ένα πεδίο διακριτής συνύπαρξης, συμπτώσεων και
αντιθέσεων: Ασκούμενη σ’ ένα στίβο μεικτού αγώνα, πολιτικού, αισθητικού και
επιστημονικού, η αριστερή σκέψη διαλεγόταν με ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει
τότε, αυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλεί «δημοκρατική αστική διανόηση»
υψηλού επιπέδου. Λόγου χάρη, ο δικός μας Μανόλης Αναγνωστάκης της Θεσσαλονίκης,
με τον Γ. Π. Σαββίδη της παλιάς καλής εποχής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου,
για να περιορισθούμε σ’ αυτούς που έχουν φύγει, αλλά τους αισθανόμαστε πάντοτε
κοντά μας. Αυτό, για μάς, τους «εφήβους» της εποχής εκείνης, ήταν παιδεία κι
εκπαίδευση. Ο Πολίτης, στον καιρό του και
επιτέλους σε συνθήκες ελεύθερης πολιτικής αντιπαράθεσης, με το δικό του τρόπο,
έδινε ένα διαφορετικό στίγμα, όχι κομματικό αλλά σαφώς παραταξιακό αριστερό.
Ωστόσο διακρίθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ανάλογες ασκήσεις μεικτού
πρακτικού Λόγου, σε ανοιχτό γήπεδο και όχι μέσα σε περίκλειστα κάστρα, προς
χάριν του πολίτη και του πολιτισμού· με εξίσου παιδευτική επίδραση σε μας και σε
πολλούς νεότερους, αριστερούς και όχι μόνον. Στις σελίδες του, άς πούμε, στη
δύσκολη για την αριστερά εποχή της εργατικής «Αλληλεγγύης» και των γεγονότων
στην Πολωνία, δεξιώθηκε η Ελληνική γλώσσα τον αιχμηρό, άμεσα πολιτικό λόγο
«αντιπολιτικών» συγγραφέων, όπως ο Μίλαν Κούντερα, για την Άνοιξη της Πράγας,
για την υφαρπαγμένη από το σταλινισμό Κεντρική Ευρώπη και για τον αγώνα της
μνήμης ενάντια στη λήθη. Στο ίδιο περιοδικό διατυπώθηκε ο αντίλογος του
αριστοτελικού πολιτικού ανθρώπου Άγγελου Ελεφάντη προς το Χαμένο Κέντρο
ενός άλλου μείζονος, αν και εντελώς διαφορετικού, δοκιμιογράφου μας, του Ζήσιμου
Λορεντζάτου· δηλαδή λόγος για ένα «Υψηλό» ζήτημα που ανήκει στο σκληρό πυρήνα
της Φιλοσοφίας της Ιστορίας και στην καρδιά του προβληματισμού περί Αισθητικής.
Δεκάδες άλλα παραδείγματα από τα τεύχη του Πολίτη θα μπορούσαν να σταθούν επάξια
δίπλα σ’ αυτά τα δύο ενδεικτικά. Κι έτσι, όταν κανείς τα θυμάται, ελαφρύνει για
λίγο αυτό το βαρύ σύμπλεγμα κατωτερότητας που πάντα αισθανόμαστε στην επαρχιακή
μας γωνιά της Ευρώπης. Και αρχίζει κανείς, να βλέπει επιτέλους, ότι φαίνεται μέν
πολύ σπουδαίο αλλά είναι απολύτως φυσικό, παράδοξο μεν, αλλά τελικά μια
δραστηριότητα στα μέτρα του πολιτικού ανθρώπου της δικής μας εποχής
και του δικού μας τόπου, να αναπτύσσει ο φυλακισμένος Αντόνιο Γκράμσι τις
σκέψεις του σε δημιουργική αντιπαράθεση με τη φιλοσοφία του Μπενεντέτο Κρότσε,
να μιλά ο Γκέοργκ Λούκατς για θέματα όπως η «Ψυχή και οι Μορφές» και η «Θεωρία
του Μυθιστορήματος» (η μετέπειτα περιπέτειά του είναι μεγάλη ιστορία) ή να
γράφει ό,τι έγραψε ο Τέοντορ Αντόρνο στα Minima Moralia. Αλλοίμονο όμως,
υπήρχαν και υπάρχουν πολλών ειδών Ελληνικά στεγανά, ακόμη και μια διαφορετική
από τη συνήθως ομολογούμενη ακαδημαϊκή περιχαράκωση. Όσο και αν μένει
ανομολόγητο, στο κλίμα μας, σε όσα έντυπα κυκλοφορούν στην Ελληνική γλώσσα, οι
κοινωνικές επιστήμες και ο πιο άμεσος πολιτικός λόγος είναι πολύ μακρυνά
ξαδέρφια που πρέπει σπάνια να βλέπονται. Αν πάλι κάποιος μιλήσει για τη σχέση
των επιστημών αυτών με τα κείμενα της λογοτεχνίας, θα του πουν ότι είναι δυο
κόσμοι ασύμπτωτοι. Ένα παράδειγμα: Το μεικτό δοκίμιο, δηλαδή το κατεξοχήν
δοκίμιο ως είδος (Αντόρνο), που κατά τη λουκατσιανή (και όχι μόνον) άποψη
βρίσκεται πιο κοντά στην ποίηση παρά στον πεζό λόγο, στα καθ’ ημάς, όπως συνέβη
και αλλού άλλοτε, θεωρήθηκε είδος γραπτού λόγου νόθο και ανυπόληπτο. Κατ’
ακολουθία, στη μεταπολεμική περίοδο, με τις γνωστές αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, το
είδος ήταν σχεδόν απόν. Και υπήρξαν στην περίοδο αυτή πολλά λογοτεχνικά
περιοδικά και αρκετά πολιτικά, όπως και επιστημονικά· όμως, αν εξαιρέσουμε
δεκτικότητες σε έντυπα σαν αυτά που ήδη αναφέρθηκαν, καθώς και στις Εποχές,
ελάχιστα ευδοκίμησε το μεικτό είδος περιοδικής έκδοσης που κατ΄ εξοχήν προσφέρει
στέγη στα μεικτά είδη, δοκίμιο και αρθρογραφία, κατά τα πρότυπα του
Temps Modernes ή του Γερμανικού
Kursbuch. Αξίζει λοιπόν να θυμηθούμε, σε τι αντίθεση με το καθεστώς αυτό
των στεγανών ήρθε ο Πολίτης και πώς έφερε σε γειτονία, αλληλεπίδραση και σύνθεση
τον πολιτικό και τον επιστημονικό λόγο, αλλά και τους δυο με τη λογοτεχνία. Τόσο
χάρη στο Λογοτεχνικό Πολίτη, έργο κατά πρώτο λόγο της Μαριάννας Δήτσα,
αλλά και επειδή σε πάρα πολλές, στις πιο πολλές σελίδες του όλου Πολίτη,
αυτό ακριβώς το πνεύμα αναδείκνυε ο αρθρογραφικός και δοκιμιακός λόγος του
Άγγελου Ελεφάντη. Ενός αριστερού σκεπτόμενου ανθρώπου, που μέσα στο παρακμάζον,
κατηφορικό πνευματικό κλίμα αυτού του τόπου κι αυτών των χρόνων, έδειχνε μάλλον
παράδοξα γοητευτικός, ίσως και ερχόμενος από άλλο καλύτερο κόσμο, κάτι σαν
δενδρογαλιά ή σαν μελίσσι μέσα στο τσιμέντο και τη βουή της μεγαλούπολης, για να
χρησιμοποιήσουμε δικά του λόγια. Αβίαστα έρχεται δυστυχώς να πω, ένα είδος
ανθρώπου που απειλείται με εξαφάνιση Αν έλθουμε στο βαθύτερο, στο
πολιτικό κέντρο της εκδοτικής προσπάθειας, οι λέξεις-κλειδιά είναι αναζήτηση,
έρευνα, θεωρία, αποφυγή του εμπειρισμού και του στερεότυπου· βέβαια, για να
υπάρξουν αυτά, είναι απαραίτητη και η διαλογική συζήτηση, η διαφωνία, η
αντιπαράθεση, με προϋπόθεση όμως ότι δεν εκφυλίζεται σε κοκκορομαχίες. Το
ευτυχές με τον Πολίτη είναι ότι όλα αυτά τα προσπάθησε με όση δύναμη γινόταν.
Ένα παράδειγμα είναι ο διάλογος
για τη σχέση «κόκκινου» - «πράσινου», αριστεράς και οικολογίας. Η επίγνωση πόσο
αναγκαία αλλά και πόσο δύσκολη είναι η σύγκλιση τους, είναι εμφανής από τη
σχετική αρθρογραφία του Ελεφάντη και την όλη συζήτηση στο περιοδικό, ήδη σε
χρόνο ανύποπτο και πολύ πρώιμο για τα Ελληνικά μέτρα, από το έτος 1989. Συζήτηση
αντιθετική σε πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά είναι φανερό ότι από την αρχή ο Ελεφάντης
καταλάβαινε ποιο είναι το βάθος της οικολογικής κρίσης, τι διακυβεύεται, όπως
και τι συγκρουσιακό δυναμικό κρύβει το υποψήφιο αλλά αταίριαστο ζευγάρι
«ανάπτυξη - πρόοδος» αφενός, «αυτοπεριορισμός - αναπροσανατολισμός» αφετέρου.
Γι’ αυτό άλλωστε ήταν τόσο ανοιχτός και πρέπει να πω, επιδίωξε επίμονα τη χωρίς
φραγμούς διατύπωση θέσεων και αντιθέσεων, με την ελπίδα μιας σύνθεσης. Άλλωστε,
το αδιάκοπο στη συνθετική του επιδίωξη, με υπέρβαση των ορίων και των
στερεότυπων, καταγράφεται στην τελευταία αρθρογραφία που μας άφησε. Φαίνεται ότι
ακόμη και για το κρίσιμο διακύβευμα του καιρού μας, πολύ υποτιμημένο στο γνώριμο
νεοελληνικό κλίμα, είναι καλό να μη ξεχνάμε τα διαλεκτικά σχήματα αλλά και τον
Αριστοτελικό πρακτικό λόγο, ίσως και ό,τι κάποιοι παλαιοί χριστιανοί σοφοί
αποκαλούσαν Coincidentia oppositorum, σύμπτωση των
αντιθέτων. Έτσι, φθάνοντας στο τέλος, μένει
μόνον να ομολογήσω, αν και έχω επίγνωση πόσο κινδυνεύει εδώ να μοιάζει αυτό με
παράταιρη εξομολόγηση, ποιοι στίχοι μου ήρθαν πρώτοι στη μνήμη εκείνες τις
τελευταίες ημέρες του Μάη, όταν έμαθα ότι ο Άγγελος δεν βρίσκεται πια τον κόσμο
αυτό. Είναι ενός ποιητή που κάποτε φιλοξενήθηκε κι αυτός στο Λογοτεχνικό
Πολίτη, του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ. Θυμήθηκα όμως άλλους στίχους του, από τον
Επίλογο του Asolando, γραμμένους λίγες μέρες πριν το
θάνατο του ποιητή. Φαίνεται ότι τον προαισθάνονταν, κι έτσι προέκυψε ένας
απολογισμός ζωής και άφοβος αποχαιρετισμός· μάλλον ηχεί και η μεταφυσική ελπίδα
του για μια συνέχεια. Αλλά τι παράδοξο, οι στίχοι απευθύνονται στον καθένα,
γράφτηκαν και για δική μας ενδυνάμωση. Η ευχή για το «εκεί» είναι και για μας,
όσους συνεχίζουμε εδώ. Fight on,
fare ever, there as
here. |
                     |