Ενότητα :Ριτζούλης Γιώργος

Τίτλος : Γιώργος Ριτζούλης, Μετά την Εποχή της Χρυσοθηρίας: Λογαριασμοί στο Θερμοκήπιο

Διαβάστηκε: 1059 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Μετά την Εποχή της Χρυσοθηρίας: Λογαριασμοί στο Θερμοκήπιο

 

 

Γιώργος Ριτζούλης

 

Well I dreamed I saw the knights in armour comingε

Saying something about a queen

There were peasants singing and drummers drumming

And the archer split the tree

There was a fanfare blowing to the sun

That was floating on the breeze

Look at Mother Nature on the run

To the Nineteen Seventies

…………………………………………………

Well I dreamed I saw the silver spaceships lying

In the yellow haze of the sun

There were children crying and colors flying

All around the chosen ones

All in a dream, all in a dream

The loading had begun

Flying Mother Nature's silver seed

To a new home in the sun.

 

Neil Young, After the Gold Rush, 1970 [1]

I

 

Ενώ οι εκ των έξω επικριτές του αμερικανικού τρόπου ζωής, συχνά τον αντιμετωπίζουν ως πολιτισμική απόκλιση από τον Ευρωπαϊκό δρόμο και οι γνωστότεροι εκ των έσω πολέμιοι αρέσκον­ται σε ερμηνείες υπερπολιτικοποιημένες που μόνον τα επιφανειακά ερμη­νεύουν, ο Κρίστοφερ Λας (Christopher Lasch), ιδιόμορφος στοχαστής με σύντομη ζωή, μελέτησε τις βάσεις της μεταπολεμικής κοινωνίας των ΗΠΑ και συνέλαβε την ιστορική στιγμή από τη σκοπιά της μακράς διάρκειας.

Στις ΗΠΑ του 1970 τo έργo του έμοιαζε φαινομενικά να έρχεται από το πουθενά. Ήταν ένας κλασικός κοινωνιολόγος, όμως δύσκολα μπορεί να καταταχθεί σε κάποιο ρεύμα, ελιτιστής για τα ευρωπαϊκά μέτρα, αλλά ποπουλι­στής για τα αμερικανικά. Αν και επίμονος χρήστης του Φροϋδικού αναλυτικού οπλοστασίου σε κοινωνικά θέματα και παρά την εμφανή επίδραση που είχε δεχθεί από τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού (και γενικά από το πρότερο έργο της Σχολής της Φραγκφούρτης), ο Lasch άσκησε σκληρή κριτική στην αναγωγή των πολιτικών ζητημάτων σε ψυχολογικές βάσεις που εισήγαγαν αργότερα οι Αντόρνο (Adorno) και Χόρκχάιμερ (Horkheimer).[2] Ήταν ένας αριστερός που έβλεπε πολύ καχύποπτα ό,τι αποκαλείται πρόοδος· μερικές φορές φαινόταν να συνηχεί με στοχαστές όπως ο Ντάνιελ Μπελ (Daniel Bell), ο κατά δήλωσή του σοσιαλιστής στην οικονομία, φιλελεύθερος στην πολιτική και συντηρητικός στην κουλτούρα.[3] Ο Lasch έμεινε όσο πιο μακριά μπορούσε από τα νέα Ευρωπαικά ήθη του στοχασμού της εποχής, ενοχλούμενος από όσα διέβλεπε πίσω από τις αντι-μεταφυσικές προθέσεις τους· για πολλούς ήταν ένας ηθικολόγος. Ακόμη όμως και αν υποθέσουμε ότι η μομφή αυτή έχει κάποια βάση, το γεγονός είναι ότι ηθικολογώντας, κατανόησε την τροχιά του συμβαίνοντος όσο δεν κατάφερε κανείς νεοπραγματιστής ή φιλελεύθερος του mainstream και κανείς από τους πιο «ορθόδοξους αριστερούς» επικριτές της αμερικανικής κοινωνίας. Εν τέλει, ο Lasch, μακρινός απόγονος των Έμερσον (Emerson), Θόρω (Thoreau) και των λοιπών κριτικών υπερβατιστών που έζησαν τον 19ο αιώνα στις ΗΠΑ, ήταν ο κατεξοχήν εκ των έσω Αμερικανός κριτικός, αλλά θα έλεγε κανείς, και πιο Ευρωπαίος από πολλούς Ευρωπαίους συγχρόνους του.

Ευεργετημένος με την θέα της μακράς διάρκειας και με ισχυρή κοινωνιολογική φαντασία, ο Lasch ισχυρίσθηκε ότι έπειτα από την εποχή των παχειών αγελάδων, με τις εγωιστικές φαντασιώσεις και το ναρκισσιστικό πνεύμα, έρχεται αθόρυβα, με σταθερό βη­ματισμό η παρακμή.[4] Μέτρησε έγκαιρα, υπερβολικά έγκαιρα, πόση εύφλεκτη ύλη συσσωρεύ­τηκε κατά τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, καυσόξυλα για τη μεγάλη κατα­ναλωτική πυρά της αγοράς. Διέκρινε ότι η πανουργία της ιστορίας μετέτρεψε τη λεγόμενη Νέα Αριστερά της αμφισβήτησης και το επικρατούν ρεύμα της νεανικής κουλτούρας σε πολιτισμικό πρωταθλητή αυτού του έργου. Μια πορεία χωρίς πηδάλιο στην ατάραχη λίμνη του προφανούς, ώσπου όλα όσα αναγνωρίζει η καθημερινότητα, μάταιες κατακτήσεις και κούφιοι άνθρωποι, χωρίς να το συνειδητοποιούν πηγαίνουν να τελειώσουν, «όχι μ’ ένα βρόντο, αλλά μ’ ένα λυγμό», με τον τρόπο που έβλεπε παλιότερα ο συμπατριώτης του T.S. Eliot, γράφοντας από τη βυθισμένη Ευρώπη του Μεσοπολέμου.

Φωνές όπως του Lasch, ακόμη και όταν απευθύνονται στα αυτιά που είναι πολιτογραφημένα ως αρι­στερά, ακούγονται εδώ και δεκαετίες όπως οι φωνές βοώντων εν τη ερήμω. Η πειστική ικανότητα του καπιταλισμού, εκτός από τη σχετική επιτυχία του ως διανομέα υλικών αγαθών και την ορμή του κινητήρα του, καταδικασμένου να επιταχύνει διαρκώς χωρίς ανάπαυλα, τρέφεται και από πολλές υπό­γειες, δαιδαλώδεις ρίζες. Οι χαρτογραφικές εξερευνήσεις αυτών των ριζών δεν λείπουν: Ας θυμη­θούμε την αντιμετώπιση της ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης από ποικίλα ρεύματα του κριτικού μαρξισμού, το Καστοριαδικό φαντασιακό ως οργανωτικό και συνεκτικό σκελετό των κοινω­νιών, τις Φροϋδικές απωθήσεις, ψευδείς αναπληρώσεις και παιχνίδια του ασυνείδητου, τη διαλεκτική της νεωτερικότητας ως ιστορία της πραγμοποίησης (Horkheimer - Adorno) ή την επιλεκτική καθοδή­γηση της γνώσης από το κοινωνικά προσδιορισμένο ενδιαφέρον (του πρώιμου Habermas, αλλά και παλαιό­τερων, μέχρι τους Hegel και Kant). Όμως οι ρίζες αυτής της συναίνεσης πάνε πέρα από τη φαντασία των ικανότερων χαρτογράφων, βρήκαν τρόπους για να αντλούν ακόμη και από εδάφη της ερήμου.

Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, το σκληρό υπόστρωμα του κοσμικού υλισμού, από το οποίο είναι δομημένος ο βιοτικός κόσμος εκεί όπως και εδώ, συναντά ακόμη και τώρα ποικίλες, μεγάλων διαστάσεων και επιρροών θρησκευτικές αναβιώσεις (ιδεολογικές, φαντασιακές κατασκευές αναπλήρωσης) στο αρχιμήδειο σημείο του τεχνικο-οικονομικού ουτοπισμού και της αισιόδοξης Αποκάλυψης: Ο εγκόσμιος δρόμος της οικονομίας υποτίθεται ότι θα συνεχίσει επ’ άπειρον, μέχρι την διαρκή ευη­μερία, ως το «Μοναδικό πραγματικό Παράδεισο». Ή όπως σχηματικά και απλοϊκά έφτασε να διατυπωθεί στις πιο ακραίες διαλέκτους της άλλης γλώσσας, θα έχει και την υπερβατική του συνέ­χεια, ώσπου να οικοδομηθεί το χιλιετές «Θείο Κράτος» του Μillennium.

Όταν μάλιστα ο λεγόμενος δυτικός κόσμος νίκησε τους ανταγωνιστές του, ο κεφαλαιοκρα­τικός ουτοπισμός φάνηκε να κερδίζει ακόμη μεγαλύτερη πειστικότητα. Κατά παράδοξο τρόπο, εμφανί­σθηκε και ως κληρονόμος των τεχνικο-οικονομι­κών ουτοπισμών του άτεκνου μαρξισμολενινισμού. Στον κόσμο της άλλης μεγάλης αφήγησης, από τα Βιβλικά διφορούμενα επιλεγόταν ο άνθρωπος - κορωνίδα που θα κερδίσει με την πίστη του αιώνια ζωή στο απαστράπτον Βασίλειο της Νομοτέλειας (ουράνιο για τους πολλούς πιστούς, επίγειο για τους εξτρεμιστές μιας αποκαλυψιακής επίγειας θεοκρατίας), όχι ο ταπεινός ηθικός φύλακας και κηπουρός σ’ αυτήν εδώ τη Δημιουργία, κάτω από ένα φιλικό ουρανό,

“a part of labor and a part of pain,

 and next in glory to enduring love,

 not this dividing and indifferent blue”,

όπως ζητούσε μάταια ο Γουώλας Στήβενς (Wallace Stevens) στο ποίημα Sunday Morning.[5]

Έτσι, οι δύο μεγάλες αφηγήσεις, the American way of Business και ο πολυποίκιλος αστερισμός που κατά τον Χάρολντ Μπλούμ (Harold Bloom) πάει να γίνει The American Religion,[6] παρέμεναν συμβατές και αλληλοϋποστηριζόμενες στο πεδίο που αποκαλείται πρόοδος. Οι προειδοποιήσεις της οικολογίας, κάποιων «ηθικολογούντων» κοινωνιολόγων και φιλοσόφων και μερικών καλλιτεχνών, θεωρήθηκαν μετά Χριστόν προφητείες και αντιμετωπίσθηκαν επί δεκαετίες όπως συνιστούσε η παλαιά Γερμανική παροιμία: «Αφήστε τα σκυλιά να γαυγίζουν, το καραβάνι συνεχίζει το δρόμο του».

Ας μην αυταπατώμαστε: Έχουν περάσει όλα αυτά, είναι σχήματα σκέψης ετοιμοθάνατα. Ήδη αργοπεθαίνουν μέσα σε κρίση κατατονίας, ξεσπώντας πότε πότε με βίαιους σπασμούς, σ’ έναν κόσμο όπου η ανασφάλεια κινείται όπως η τιμή του αργού πετρελαίου, με τις διαθέσεις ν’ αλλάζουν συνεχώς πορεία όπως οι τυφώνες της Καραϊβικής. Οι παλαιοί βάρδοι, όσοι ήδη από τα χρόνια του 1970 είχαν αναγγείλει το τέλος της Εποχής της Χρυσοθηρίας, τώρα τραγουδούν «Let’s Impeach the President».[7] Με το στρατηγικό καρκίνωμα της Μέσης Ανατολής, όπου κατέληξε ο πυρετός του Μαύρου Χρυσού, με τον οικονομικό τρόμο που αισθάνεται μόνος στην κορυφή ο Αμερικανός καταναλωτής, αφού όλοι οι δρόμοι γύρω του φαίνονται να οδηγούν κατηφορικά, αλλά προπάντων μπροστά στο φάσμα του πλανητικού Θερμοκηπίου, ο Μεγάλος Ασθενής της εποχής βρίσκεται πέρα από τον Ατλαντικό. Αν μπορούσαν να σταθούν προφητείες σήμερα, ο μανδύας του αυθεντικού προφήτη θα ταίριαζε μάλλον στον Αλ Γκορ (Al Gore).

Στην άλλη όχθη, οι νεοσυντηρητικοί ακραίοι υλιστές και οι βαθειά θρησκευόμενοι μιλλεννιαλιστές συνοδοιπόροι τους, φαίνονται πλέον όλο και περισσότερο συνήθεις κομπιναδόροι.

Ο αισιόδοξος τεχνικο-οικονομικός ουτοπισμός φαίνεται να έχει μεταναστεύσει στους Ασιατικούς ολιγαρχικούς γίγαντες της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, μονοκομματικούς ή πολυκομματικούς, με τα Κόκκινα Βιβλία ή τις Ιερές Αγελάδες τους, με ελάχιστη αντίσταση της Ανατολικής πνευματικότητας, και εκ πρώτης όψεως, δείχνει να έχει μπροστά του εκεί μακρύ δρόμο.   

Κι εμείς από την εδώ πλευρά του Ατλαντικού, στην ήπειρο με την παμπάλαιη πείρα, που πρώτοι πάθαμε και μάθαμε, στο νέο αιώνα μας, τι λέμε;

Καταρχήν, ας αναρωτηθούμε πόσο δίκαιο είναι να είμαστε ανελέητα απαιτητικοί απέναντι στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με την Αμερική, ζούμε σε μια ήπειρο κουρασμένη ακόμη από δύο πολέμους τερατωδών διαστάσεων και αγριότητας, φθαρμένη από τυραννικά καθεστώτα σκληρότητας πρωτο­φανούς στην ανθρώπινη ιστορία. Όταν γκρινιάζουμε για την πολιτική βραδυπορία της Ευρώπης, καλό είναι να σκεφτόμαστε ότι χρειάζεται πολύς περισσότερος χρόνος για να εκκαθαρισθούν τα πολιτικά ερείπια, σε αντίθεση με τα άλλα, των κτιρίων, των πόλεων και της οικονομίας. Ενώ η εκκαθάριση των οικονομικών ερειπίων χρειάστηκε μια - δυο δεκαετίες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν εξαιρέσει κανείς την Γαλλο - Γερμανική φιλία που εξουδετέρωσε με μοναδικά ταχύ τρόπο μια άσπονδη εχθρότητα αιώνων, τα χαλάσματα της πολιτικής άρχισαν να απομακρύνονται μόνον μετά το 1989 και η δουλειά αυτή έχει πολύ μέλλον μπροστά της.

Όσοι παραπονούνται ότι οι νέες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το ανατολικό τμήμα της ηπείρου μας, διακρίνονται για φιλοαμερικανισμό και για δήθεν μειωμένη Ευρωπαϊκή πίστη, ας σκεφτούν μόνον ότι η Πολωνία λόγου χάρη, ιστορικά έπεσε αρκετές φορές θύμα διαμελισμού από Γερμανούς ή Ρώσους, και μάλιστα τρεις-τέσσερις φορές από συμμαχία των δυο αυτών εκατέρωθεν γειτόνων (τον τελευταίο διαμελισμό, ως γνωστόν, τον εξασφάλισε το Σύμφωνο Ribbentropp - Μολότωφ), ενώ οι μεγάλες Δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης μετέτρεψαν το 1938 την Τσεχοσλοβακία σε σφάγιο της θυσίας για να εξευμενισθεί ο Ναζισμός. 

 

IΙ

 

Η Ευρωπαϊκή πολιτική μπορεί να λύσει αυτά τα προβλήματα μόνον με τρόπους και ταχύτητες που αρμόζουν στο πολιτικό πεδίο. Όμως μετά από αυτή την αναγκαία παραδοχή, οφείλουμε να αναρω­τηθούμε για τα χρόνια μετά το 1970, πόσο καλύτερα τα κατάφερε η ήπειρός μας στο πνευματικό πεδίο, εκεί όπου διακρίνεται στις απαρχές του το ιστορικά νέο και σκιαγραφούνται οι βασικοί προ­σανατολισμοί καθεμιάς εποχής; Αν μάλιστα οι καταναγκασμοί που έχει να υπερνικήσει στα δικά της εδάφη η σκέψη δεν είναι τόσο σκληροί όπως εκείνοι που παραμονεύουν στο βασίλειο της αναγκαιότητας, τότε, ως προς τα πεπραγμένα του στοχασμού οφείλουμε να είμαστε απαιτητικοί και η αυστηρότητα επιβάλλεται.  

Δείγματα της ανθηρότητας του κριτικού Ευρωπαϊκού μαρξισμού στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, μέχρι μια-δυο δεκαετίες μετά, ήταν οι μείζονες συμβολές του Αντόνιο Γκράμσι (Antonio Gramsci), του νεαρού Γκέοργκ Λούκατς (Georg Lukacs) και των Theodor W. Adorno - Max Horkheimer, αλλά και ό,τι σημαίνουν ονόματα όπως του Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin), του αυστρομαρξιστή Όττο Μπάουερ (Otto Bauer), του πρώιμου Έρνστ Μπλόχ (Ernst Bloch), έως των Έντουαρντ Τόμσον (Εduard Τhompson) και Έρικ Χόμπσ­μπάουμ (Eric Hobs­bawm). Μετά την απώλεια της ικανότητας αυτού του ιστορικού ρεύματος να αναστοχάζεται (κατά ειρωνικό τρόπο, λίγο πριν ή λίγο μετά τη θρυλική χρονολογία 1968), τα ακμαία πνεύματα που απέ­μειναν να πλανώνται πάνω από την ήπειρό μας ήταν κυρίως οι πολυποίκιλοι μεταστρουκτου­ραλισμοί ή «φιλοσοφίες της διαφοράς» (απόγονοι των οποίων ήταν τα λεγόμενα μεταμοντέρνα ρεύματα), σε μια πτήση άλλοτε μαζί και άλλοτε χώρια με το ισχυρό, επτάψυχο πνεύμα του Χάιντεγκερ (Heidegger) και τις κληρονομιές του.[8]

Οι πρώτοι, δεκαετίες μετά το Νιτσεϊκό θάνατο του Θεού, σε μια κίνηση, συνειδητή ή μη, να απομυθοποιήσουν και όσα είχαν συντελεσθεί στα Ευρωπαϊκά εδάφη, ανήγγειλαν το θάνατο του Υποκειμένου. Ακούστηκε ο ισχυρισμός, ότι τα πνευματικά δώρα της νεωτερικότητας δεν ήταν όσο πολύτιμα νομίζαμε· ήρθε ο καιρός να αποχαιρετήσουμε και την ίδια. Ως ισχυρές έννοιες αναγορεύτηκαν οι δομές και αποδομήσεις, οι μηχανές και οι μηχανισμοί, η θέληση και οι επιθυμίες (πολλοί μεταστρουκτουρα­λιστές δοκίμασαν να ενσωματώσουν στο δικό τους οικοδόμημα όσα είχε χτίσει η ψυχανάλυση, πετώντας όμως ό,τι δεν τους ταίριαζε από το έργο του Freud), τα συμπτώματα και οι διαδικασίες, οι αφηγήσεις και τα παίγνια. Στη θέση του διαλεκτικού δίπολου Κατάφαση - Άρνηση τοποθετήθηκε το στατικό δίπολο Ομοιότητα - Διαφορά,[9] πράγμα που αποτελεί κομβικό πνευματικό εγχείρημα των ρευμάτων αυτών, με ευνόητες συνέπειες. Όμως, όπως εύστοχα επισημάνθηκε, μαζί με τη φιλοσοφία της συνείδησης, που έχει ως κεντρικό κρίκο το Καρτεσιανό cogito, εξαφανίζουν και τα προβλήματα πάνω στα οποία αυτή ναυάγησε.[10] Και σε αντίθεση με το αρνητικό φορτίο των Στοχασμών μέσα από τη Φθαρμένη Ζωή (ο υπότιτλος των Minima Moralia του Theodor W. Adorno),[11] όπου το σκεπτόμενο υποκείμενο κρίνει χωρίς φόβο αλλά με πάθος τη ζοφερή εποχή του, φαίνεται ότι είχε έλθει το πλήρωμα του χρόνου να γραφούν οι στοχασμοί από την απολιθωμένη ζωή, εθισμένοι στον παγωμένο, ακλόνητο διπολισμό του ψυχροπολεμικού κόσμου.

Από την πλευρά του, ο Heidegger είχε ήδη απορρίψει όλη τη μεταφυσική της Δυτικής παράδοσης και για να του αποδώσουμε τα δίκαια, είχε παραγγείλει φιλοσοφικό φέρετρο για το Υποκείμενο πολύ πριν εμφανιστούν στη σκηνή στρουκτουραλιστές και μεταστρουκτουρα­λιστές. Αναγνωρίζοντας όμως την απόλυτη προτεραιότητα του Είναι έναντι του Όντος, υποδείκνυε πάλι, όπως πάμπολλοι από τους μεταφυσικούς αλλά με διαφορετική φρασεολογία, ότι το κατ’ αυτόν Γενικό είναι το σημαντικό, το άφθαρτο (και μακάριες οι αυθεντικές εκδηλώσεις του), ενώ το «Ειδικό», το ανθρώπινο και το φυσικό, είναι το ασήμαντο, το εφήμερο και αναλώσιμο.

Αυτός «ο μέγιστος των στοχαστών και ελάχιστος των ανθρώπων», όπως αποκαλεί τον Martin Heidegger ο φιλόσοφος Χανς Γκάνταμερ (Hans Gadamer) κατά τη μαρτυρία του Τζωρτζ Στάινερ (George Steiner),[12] «από τις πρώτες στιγμές, μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, είπε πως η πλανητική τεχνολογία θα καταστρέψει τη ζωή. Όλο το οικολογικό λεξιλόγιό μας θα μπορούσε να προέρχεται απ΄ αυτά τα πρώτα του γραπτά, που είναι βουτηγμένα στην πραγματικότητα, δηλαδή μέσα στο φόβο για έναν ανώνυμο, κτηνώδη, καταστροφικό εκμηχανισμό της ανθρώπινης κυριαρχίας στον πλανήτη... Ο Heidegger ουδέποτε εγκατέλειψε την πραγματικότητα. Την είδε που ερχόταν... Το 1950, αφήνει αυτή την κραυγή συναγερμού, ότι η Σοβιετική Ένωση και οι ΗΠΑ είναι δύο γιγάντιες ορθολογικές οργανώσεις της βιομηχανικής θέλησης..., ότι ο μαρξισμός συναντά τον καπιταλισμό στο πεδίο της ορθολογικής εκμετάλλευσης του πλανήτη... Από την άλλη πλευρά, δέχομαι αυτό που λέτε για την απουσία του ανθρώπινου όντος στη σκέψη του...Ορισμένες φορές έχει κανείς την εντύπωση ότι το ιδανικό για τον Heidegger θα ήταν ένας έρημος πλανήτης στο αρχαιοελληνικό πρωινό φως. Και είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, όπως επικίνδυνο είναι και το μεγάλο βιβλίο του Πλάτωνα, οι Νόμοι, ένα από τα σκληρότερα βιβλία για την καταστολή της ανθρώπινης ελευθερίας στην ιδανική πόλη, όπως επικίνδυνη είναι κατά τη γνώμη μου και η γενική βούληση του Rousseau, όπως και πολλά άλλα μεγάλα παραδείγματα, ακόμα και το τέλος της ιστορίας στον Hegel».[13]

Μεταστρουκτουραλιστικά ρεύματα, μεταμοντέρνοι και Χαιντεγκεριανοί, παρ’ όλες τις διαφορές τους, ενώνονται εκεί όπου για μια φορά ακόμη πρέπει να υποταγεί το θεωρούμενο ως Ειδικό στο υποτιθέμενο Γενικό, το «Μέρος» στο «Όλον» και επιτέλους, το Υποκείμενο να εκλείψει πραγματικά, μαζί με όλες του τις συνέπειες, και όχι μόνον κατ’ όνομα. Μ’ αυτή την υπόκρουση, επιχείρησαν να λύσουν το φιλοσοφικό - ηθικό πρόβλημα που προκύπτει από τις συγχύσεις μεταξύ διαπίστωσης (ισχύει το Α ή δεν ισχύει το Α, πρόκειται για γνωστική κρίση) και έγκρισης (διαπιστώνω ότι ισχύει το Α, μπορώ όμως να το κρίνω αξιολογικά και να το εγκρίνω ή να το επικρίνω, πρόκειται για αξιολογική κρίση). Τα παραδοσιακά μεταφυσικά συστήματα συνήθιζαν να εμπλέκουν γενικευτικά και αξεδιάλυτα γνώση και αξιολόγηση, με τα γνωστά αποτελέσματα. Τα ρεύματα του θετικισμού και επιστημονισμού, καθώς απαίτησαν (εύλογα) αξιολογική ουδετερότητα της γνώσης, επιχείρησαν τον ριζικό και απόλυτο διαχωρισμό των δύο πεδίων, με αποτέλεσμα να απωλεσθεί ακόμη και η δυνατότητα αξιολόγησης των τεχνολογικών, υλικών παραγώγων της γνώσης, δηλαδή πέταξαν το μωρό μαζί με τα απόνερα της μπανιέρας, παρέδωσαν τη σκέψη ως υπηρέτη στον Μολώχ του χρήματος. Παράλληλα προς τους θετικιστές, ο ευρωπαϊκός αστερισμός των «μετά -» και των Χαιντεγκεριανών, μαζί με τους ντεσιζιονιστές (κυρίως η «ολοκληρωτική» παραλλαγή τους - Carl Schmitt, αλλά σ’ ένα βαθμό και η δημοκρατική - Max Weber), έτεινε εξαρχής προς μια άλλη ριζική λύση, προκειμένου να απαλλαγούμε από τα ενοχλητικά σήματα κινδύνου που εκπέμπει το όλο και πιο ανήσυχα συγκρουσιακό ζεύγος γνωστικής και αξιολογικής κρίσης: Όλα τα μηνύματα που ερχόταν από τον αστερισμό, με επιλεκτική αξιοποίηση στοιχείων από την κριτική που είχε ασκήσει στα ηθικά φιλοσοφικά συστήματα ο Φρίντριχ Νίτσε (Friedrich Nietzsche), έτειναν να αφαιρέσουν κάθε νομιμοποίηση από τον δεύτερο πόλο του ζεύγους, να υπονομεύσουν κάθε δυνατότητα για θεμελίωση αξιολογικών κρίσεων με κύρος, αφήνοντας μάλιστα και υποσχέσεις ότι ένα ευρύ πεδίο θα έμενε ελεύθερο. Τραβώντας όμως τις συνέπειες των συλλογισμών αυτών μέχρι τα άκρα, θα μπορούσε κανείς, απλουστευτικά, να παρατηρήσει ότι η πολιτική συμπεριφορά του Heidegger ήταν συνεπής με το έργο του και με την προερχόμενη από το Γνωστικισμό αδιαφορία στην πράξη για τη ζωή, το θεωρούμενο ως Μερικό, τα εγκόσμια, που κρύ­βεται στον πυρήνα του. Υπέθετε ότι δεν του έπεφτε λόγος για τα εγκλήματα του Hitler και του καθεστώτος του εναντίον του Όντος, δεν ετίθετο θέμα να τα αξιολογήσει, ώστε να τα εγκρίνει ή να τα απορρίψει. Αυτός όφειλε μόνον να αναγνωρίσει, να διαπιστώσει και να ακολουθήσει το Είναι και τους Γενικούς Νόμους του. Και σ’ εκείνη τη φάση, αυθεντική εκδήλωση του Είναι ήταν (ή έστω, ο Heidegger νόμιζε ότι ήταν, ένα «απλό λάθος» έκανε), ο Führer. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα, και αυτό το γνωρίζουν όσοι αποδέχονται ρητορικά, μέσα στα πλαίσια των αφηγήσεών τους, παρό­μοιες επιχειρηματολογίες: Η παραίτηση του στοχαστή από τις αξίες και την αξιολογική κρίση δεν είναι ένα λάθος, πάντοτε ήταν και είναι διορισμός του στην υπηρεσία της ανεξέλεγκτης εξουσίας.

Τα ίδια τα αντιμεταφυσικά και μετανεωτερικά εγχειρήματα της σκέψης δεν έπαυσαν να αξιολο­γούνται, όπως άλλωστε και όσα προηγήθηκαν. Το παρόν κρίνει το παρελθόν, αλλά και αντίστροφα, όσοι ακρογωνιαίοι λίθοι της κλασικής νεωτερικής σκέψης και του Διαφωτισμού μπορούν να στέκονται ακόμη όρθιοι, γίνονται δοκιμαστήρια που ελέγχουν το σθένος των νεότερων προτάσεων. Η Καντιανή κατηγορική προσταγή δεν υπακούει σε κανένα Είναι, ούτε ενδιαφέρεται για την αυθεντικότητα ή μη αυθεντικότητα, αλλά μόνον για το εγκόσμιο - ενδοκοινωνικό πράττειν και τις βαθειές προθέσεις του πράττοντος. Και μπροστά στο αίτημα του Φρίντριχ Σίλλερ (Friedrich Schiller), «τώρα ο πολιτισμός μας πρέπει και πάλι να μας ξαναφέρει στη φύση από το δρόμο του Λόγου και της ελευθερίας»,[14] την παλαιά εκείνη ουτοπική λαχτάρα να βρεθεί ένας άλλος δρόμος επιστροφής στον Κήπο του Παραδείσου, αλλά μετά λόγου γνώσεως, σήμερα, καθώς βρισκόμαστε ήδη στην είσοδο του Μεγάλου Θερμοκηπίου, κάθε μετανεωτερική ανατροπή φαίνεται απαρχαιωμένη και κάθε διεκδίκηση αυθεντικότητας κυνική. Θ’ αρχίσουμε σιγά-σιγά να το συνειδητοποι­ούμε: Αν ο ανθρώπινος πολιτισμός κατάφερε και φτιάχνει πάνω στη γη τον τεχνητό αντιθάλαμο του ουτοπικού Κήπου, αυτό έγινε με προσπάθεια τιτάνεια· η λεωφόρος που αποκαλείται πρόοδος ήταν στρωμένη με πάμπολλες και ετερόκλητες καλές προθέσεις. Δυνάμεις πολλές, όμοιες και διάφορες, ήταν και είναι συνεργοί σ’ αυτό το έργο, καθεμιά με το δικό της βάρος, και ίσως ήλθε ο καιρός να γίνει λόγος απολογιστικός γι’ αυτή τη διαλεκτική σύνθεση προς την καταστροφή.

Όσο για τα παίγνια με το Μερικό και το Ολικό ή με τα αντεστραμμένα είδωλά τους, έγιναν τώρα πλέον υπερβολικά σοβαρά, η σύγκρουση αποκαλύπτεται. Το να μένει κανείς Μέρος του Όλου απαξιώθηκε και παρακμάζει, αφότου έγινε φανερό ότι στις ιδεολογικές ιεραρχικές αλυσίδες, δεν προβλέπεται θέση για τη ζωή, όπως αυτή υπάρχει πραγματικά:

«And though one says that one is part of everything,

There is a conflict, there is a resistance involved;

And being part is an exertion that declines:

One feels the life of that which gives life as it is».

(Wallace Stevens, The Course of a Particular).[15]

 

Αξίζει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε, ότι στα πεδίο της αντιπαράθεσης περί Ολικού και Μερικού (ή κατά την παράλληλη διατύπωση, περί Γενικού και Ειδικού), κομβική θέση κατέχει πάλι η προβληματική του Theodor Wiesengrund Adorno, κορυφωμένη στο περίφημο «αντιεγε­λιανό» απόφθεγμα των Minima Moralia: Das Ganze ist das Unwahre (το Όλον είναι το Αναληθές). Ο Adorno πάντοτε επέμενε «στο μη αναγώγιμο της διαφοράς ανάμεσα στο πραγματικό και στην έννοια, ή στην ασύμπτωτη κίνηση του πράγματος έξω από την ίδια την έννοιά του»,[16] υποπτευόμενος τον αυταρχισμό που κρύβεται πίσω από τις ολοποιήσεις.

 

IΙΙ

 

Το ισχυρό μηδενιστικό φορτίο που φέρει ο πολυδαίδαλος και με ευρεία επίδραση ιδεολογικός αστερισμός, όταν διαπιστώνεται μεν η καταστροφή που υφίσταται αυτό που αποκαλούν Μερικό, αλλά προτείνεται η παγερή αδιαφο­ρία, όταν η καταστροφή δεν αξιολογείται (εφόσον δεχόμαστε ότι το σκεπτόμενο Υποκείμενο δεν υπάρχει, δεν τίθεται θέμα αξίας και κρίσης), δεν θα μπορούσε να μην αφήσει βαρειά ίχνη με πολυεπίπεδο τρόπο και σε ευρύτατα εξαπλωμένες πνευματικές στάσεις.[17] Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, όλο το «μούδιασμα» της σκέψης και του λόγου εδώ και δυο-τρεις δεκαετίες, κάθε φορά που αναδύονται κρίσιμα διακυβεύματα, ενεργοποιείται, εκτός των άλλων υλικότερων και πολύ ισχυρότερων δυνάμεων, και από αυτό το μηδενιστικό ιδεολογικό φορτίο: Αυτό συνέβη όταν εμφανίσθηκαν τα πρώτα οικολογικά σήματα κινδύνου, τα οποία δυστυχώς δικαιώθηκαν. Χρειάσθηκε όμως πολύς χρόνος, από την εποχή της Λέσχης της Ρώμης και των Ορίων της Ανάπτυξης (1972) μέχρι σήμερα, για να παύσουν, αν έπαυσαν, να υποτιμώνται ως «μερικά αιτήματα». Και παρόλο που είναι τα κατ’ εξοχήν Γενικά, η εξορία τους στη χώρα του Μερικού ήταν βολική και για τους Αθηναίους και για τους Λακεδαι­μόνιους του διπολικού ιδεολογικού κόσμου. Το ίδιο συμβαίνει με τη σύγχυση και αμηχανία μπροστά σε ακραία φαινόμενα ανισότητας και εκμετάλλευσης. Ίδια σφραγίδα φέρουν οι κάθε χρώματος επιλεκτικές ιδιοτελείς στάσεις απέναντι σε φονικά ιδεολογήματα που εκπορεύονται από μεγάλα ή μικρά συστήματα εξουσίας και τις εθνικές πολιτικές τους, από πολιτικές δυνάμεις, κοινότητες συμφερόντων και ισχυρά καταστροφικά πνεύματα.

Ακολουθώντας όσα συνέβησαν στις ΗΠΑ, η πνευματική και πολιτική κουλτούρα των οποίων εύλογα θεωρείται από πολλούς Ευρωπαίους ανώριμη και ίσως «πρω­τόγονη»,[18] όπου όμως τα πράγ­ματα, εξ αιτίας της πορείας ενός συστήματος απερίσκεπτα επιθετικής καπιταλιστικής οικονομίας, κινούνται σε τροχιά εσωτερικής κοινωνικής σύγκρουσης, η κατάσταση πνευμάτων σε μεγάλες περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου είναι ακόμη σήμερα παγιδευμένη σε δεσμά κομφορμισμού, αδιαφανής από συσσωρευμένη υποκρισία (όσο για τη χώρα μας, θα πρέπει μάλλον να επαυξήσουμε).

Όσοι Γάλλοι ή Ολλανδοί σκιάζονταν από τον «Πολωνό υδραυλικό», σκέφτηκαν ποτέ πόση δυστυχία στοίχισε στους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, προπάντων όμως στοιχίζει στους λαούς της Αφρικής και της Ασίας, ο Δυτικοευρωπαϊκός εμπορικός προστατευτισμός, αφού δύσκολα μπορούν να μας πουλήσουν τα προϊόντα τους, ενώ είναι αναγκασμένοι να αγοράζουν τα δικά μας; Όσοι φοβούνται τους Άραβες ή άλλους μελαψούς μετανάστες, αναρωτήθηκαν πόσο έχουν φοβηθεί οι Άραβες από τους επί αιώνες εκστρατεύοντες γηγενείς Ευρωπαίους; Όσοι καταγγέλλουν το Ισραήλ για την πολιτική του απέναντι στους Παλαιστίνιους, σκέφτονται ότι η Ευρώπη έδιωξε τους Ευρωπαίους Εβραίους από τη γη τους; Γεννούν μέσα τους οι τύψεις την ιδέα ότι ο τρώσας και ιάσεται;[19] Όλοι αυτοί οι τόσο αντιαμερικανοί Έλληνες, γιατί άραγε είναι τόσο γοητευμένοι από το αμερικανικό lifestyle; Τέτοιες απορίες και άλλες πιο σημαντικές, είναι ενδεικτικές εκδηλώσεις καταστάσεων πνευματικής αδιαφάνειας και αδρανούς αυταρέσκειας στην καρδιά των Ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Όμως το μεγαλύτερο εμπόδιο για την κοινωνική συνοχή, το πνευματικό σθένος και την πολι­τική δραστικότητα, σχετίζεται με τις διακριτές Ευρωπαϊκές «ψυχές», από τη σύγκλιση ή απόκλιση των οποίων (και όχι τόσο των οικονομικών δεικτών) θα κριθούν πολλά, πέρα από την τύχη της δικής μας ηπείρου. Οι αντίθετοι πόλοι θα μπορούσαν να αναζητηθούν αφενός στη βορειοευρωπαϊκή «ψυχή» (κυρίως σκανδιναβική και γερμανική), με το κορεσμένο παρα­γωγιστικό ήθος του ισχυρού δευτερο­γενούς τομέα, αλλά με αναπτυγμένο το αίτημα της κοινωνικής συνοχής και οικολογικής βιωσιμότητας σε υπολογίσιμα τμήματα αυτών των κοινωνιών, και αφετέρου στη νοτιευρωπαϊκή - μεσογειακή, κοι­νωνικά κινητικότερη και θεσμικά χαλαρότερη, αλλά σκληρά εγω­ιστική και οικολογικά ανεύθυνη. Ενδιάμεσες δυναμικές αναπτύσσονται όπου το ήθος του τριτογενούς τομέα υπερισχύει σήμερα του δευτερογενούς (στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, λόγου χάριν) ή ο παραγω­γός επισκιάζεται από τον κατα­ναλωτή. Στις χώρες του πρώην ανατολικού στρατοπέδου υπάρχει ένα πολύμορφο, υπό εξέλιξη χάος που ίσως εγκυμονεί ενδιαφέρουσες συμβολές, όσο ενδιαφέρουσα ήταν η συμβολή τους πριν κατα­ψυ­χθούν επί μισόν αιώνα. Ας μην υποτιμήσουμε και την λανθάνουσα Ρωσική «ψυχή»,[20] η οποία, σε αντί­θε­ση με τα θρυ­λούμενα, στηρίζει ό,τι αποκαλείται δυτικός πολιτισμός όσο η Γαλλική, η Αγγλική και η Ιταλική (όποιοι αμφιβάλλουν, αρκεί ν' ανα­λογισθούν τη νεωτερική συμβολή των Ρώσων στη λογοτε­χνία, στο θέατρο, στα μαθηματικά, φυσική και χημεία, μουσική, ζωγραφική ή στον κινηματογράφο).

Εν τέλει, η πραγματική ατυχία και το βραχυκύκλωμα δεν συνίστανται στη διαφοροποίηση του Ευρωπαϊκού κόσμου, αλλά στην έλλειψη αυτογνωσίας των Ευρωπαίων για το τι είναι Ευρώπη σήμερα, από που έρχεται, που μπορεί να οδεύσει, που είναι επιθυμητό να οδεύσει.

Στην εποχή της οικολογικής κρίσης, ζει ακόμη μια αμυδρή ελπίδα: Αντί να παραδοθούμε στην επερ­χό­μενη βαρβαρότητα με τους αγώνες όλων εναντίον όλων κατά το πρότυπο του Hobbes (την οποία έβλεπε να έρχεται μετά την εποχή του ναρκισσισμού ο Chr. Lasch), ίσως είναι εφικτό να οδεύσουμε διαμέσου πολυεπίπεδων καταστροφών προς μια νέα ηγεμονία με τη Γκραμσιανή έννοια, ώστε ν' αντιμετωπισθεί η οικολογική κρίση όχι μόνον ως προς την τεχνολογική της διάσταση, αλλά κυρίως ως προς την ουσία της: Δηλαδή ως ιστορική αποτυχία ενός τρόπου παραγωγής και ενός τύπου κοινωνικής οργά­νωσης, εν τέλει ως αδιέξοδο μιας ολόκληρης πολιτισμικής εξέλιξης. Και οι σωσίβιες λέμβοι να απο­κολ­ληθούν έγκαιρα από το βυθιζόμενο πετρελαιοφόρο. Στο Ευρωπαϊκό πολιτι­σμικό περιβάλλον, χάρις κυρίως σε όσες από τις φωτεινές πλευρές του Διαφωτισμού και της νεωτερι­κότητας αποδεί­χθη­καν βιώ­σιμες και τρέφουν την αναστοχαστική λειτουργία μέσα στις κοινωνίες, υπάρχουν νησίδες με κατάλ­ληλο κλίμα για να βλαστήσουν σπέρματα αυτής της ελπί­δας. Όπως φάνηκε, πρώτα από τον αντίκτυπο της πρω­τοβουλίας του Al Gore και στη συνέχεια από το ισχυρό πολιτικό δυναμικό αυτοσυντήρησης που εκδηλώθηκε από την αμερικανική κοινωνία,  ίσως έλθει όπως άλλοτε και μια κρίσιμη βοήθεια από την ήπειρο πέρα από τον Ατλαντικό. Αλλά όσο η επικοινωνιακή αδιαφάνεια και οι βολικές αυταπάτες διευκολύνουν τον πολιτι­σμικό κατακερματισμό στις βάσεις των Ευρωπαϊκών κοινωνιών, η ελπίδα αυτή θα απομακρύνεται συνεχώς. 

Μπροστά στο ομιχλώδες πνευματικό και κοινωνικό τοπίο, ακόμη και ο τρόπος που διαχειρίσθηκαν μέχρι τώρα, καθεμιά κατά δύναμιν, οι πολιτικές ελίτ ορισμένων μεγάλων Ευρωπαϊκών χωρών τη διεύ­ρυν­ση και ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν φαίνεται εντελώς αποτυχημένος. Φιλότιμος φαίνεται επίσης, ο έστω και πολύ καθυστερημένος Ευρωπαϊκός ηγετικός ρόλος για μια πλανητική συνεργασία αποτροπής της κλιματικής καταστροφής.

Έχοντας όμως αυτή την ανάμεικτη ή μελαγχολική εικόνα από την ήπειρό μας, παρά την πλήρη επίγνωση για το πολύ κακό και την ελάχιστη, μηδενική σοφία που εκπορεύτηκαν τα τελευταία χρόνια από το πέραν του Ατλαντικού ισχυρό σύστημα εξουσίας, ίσως θα ήταν εντιμότερο, εμείς να είμαστε όχι μόνον πιο δίκαιοι με τον «Πολωνό Υδραυλικό», αλλά και πιο επιεικείς προς τον «Αμερικανό φίλο». Δηλαδή προς ό,τι θα μπορούσε ίσως να αποβεί στο μέλλον ένα αντίβαρο σ’ αυτή την «άσχημη και κακοήθη Αμερική», που μετά το τέλος της εποχής του Φραγκλίνου Ρούσβελτ και του New Deal, επικράτησε με μικρά διαλείμματα, ως πολιτική και κοινωνική κατεύθυνση των ΗΠΑ.

 


 

[1]    Neil Young, After the Gold Rush (Μετά την Εποχή της Χρυσοθηρίας). Ανήκει στον ομώνυμο δίσκο μακράς διάρκειας του Καναδού την καταγωγή μουσικού που κυκλοφόρησε το 1970. Μια πρόχειρη μεταγραφή στα Ελληνικά:

 

Είδα λοιπόν σε όνειρο τους πάνοπλους ιππότες

Να 'ρχονται λέγοντας για μια βασίλισσα

Χωρικοί τραγουδούσαν, τύμπανα έπαιζαν

Ένας τοξότης έσχισε στα δυο το δέντρο

Και ένα σάλπισμα καταπρόσωπο του ήλιου

Που τό' παιρνε ο άνεμος

Δείτε τη Μητέρα Φύση, παίρνει το δρόμο της φυγής

Προς τη Δεκαετία του Εβδομήντα.

 

Είδα λοιπόν σε όνειρο διαστημόπλοια

Ακίνητα, στο κίτρινο θάμπος της ημέρας

Άστραφταν, τα χρώματα ιρίδιζαν

Γύρω από τους εκλεκτούς θρηνούσαν τα παιδιά 

Μέσα σε όνειρο, όλα σε όνειρο

Η επιβίβαση είχε αρχίσει ήδη

Ο λαμπερός σπόρος της Μάνας Φύσης

Σε νέα ηλιόλουστη πατρίδα να πετάξει.

 

[2]    Σ’ ολόκληρο το έργο του Chr. Lash διακρίνεται η πεποίθηση ότι ο αυταρχικός και ολοκληρωτικός παροξυσμός που χαρακτηρίζει την κοινωνική και πολιτική εξέλιξη του 20ού αιώνα, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως έξαρση καθυστερη­μένων προ-νεωτερικών, «μεσαιωνικών» καταλοίπων, αλλά αντίθετα πρόκειται για δυναμική που προέκυψε ως νεοπλασία των προχωρημένων νεωτερικών κοινωνιών. Πρόκειται για πεποίθηση με πολύ ευρύτερη αποδοχή σήμερα, ιδιαίτερα για ό,τι αφορά τον εθνικισμό και τις συνέπειές του. Η συγγένεια της με την κεντρική γραμμή σκέψης στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού των Adorno και Horkheimer είναι φανερή.

Βλ. επίσης Christopher Lash, The True and the only Heaven - Progress and its Critics, W.W. Norton, N. York 1991, βλ. κεφ. The Discovery of Authoritarian Personality και τη συνέχειά του, σ. 445 - 455, όπου και η κριτική προς μερικά συμπεράσματα της ομώνυμης έρευνας των Adorno και Horkheimer: Το πολιτικό ζήτημα του αυταρχισμού στις προχωρημένες νεωτερικές κοινωνίες δεν μπορεί να αναχθεί στην ψυχολογία της καθυστερημένης προσωπικότητας, τονίζει ο Lash, και υπενθυμίζει ότι στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού ο Διαφωτισμός θεωρείται ορθά μέρος του προβλήματος του αυταρχισμού, όχι η λύση του.

 

[3]    D. Bell, O πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης, μτφ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος, Νεφέλη 1999 (σ. 14).

 

[4]    Βιβλία του Christopher Lash σε Ελληνική μετάφραση, από τον εκδοτικό οίκο της Θεσσαλονίκης Νησίδες: Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού, 2001, Η Εξέγερση των ελίτ και η προδοσία της Δημοκρατία, Ο ελάχιστος εαυτός, 2006, Λιμάνι σ’ έναν άκαρδο κόσμο - Η οικογένεια υπό πολιορκίαν, 2007.

Επισημαίνουμε επίσης το μεγάλο, περιεκτικό των βασικών του απόψεων βιβλίο του Chr. Lasch, The True and the only Heaven, Progress and its Critics (βλ. σημ.2) και το παλαιότερο The Agony of American Left, 1969.

 

[5]    Wallace Stevens, Sunday Morning, από την πρώτη ποιητική συλλογή του Harmonium, δημοσιευμένη όταν ήταν 44 ετών (1923). Η Ελληνική απόδοση του Στ. Καββαδά, Κυριακή Πρωί, Άγρα, Αθήνα 2006:

... Άραγε κάποτε θα καταλάβουμε ότι η Γη

είναι ο μοναδικός Παράδεισος που θα γνωρίσουμε ποτέ;

Θα βασιλεύει η αγάπη τότε κι ο ουρανός

θά’ ναι πιο φιλικός, πιο οικείος, μια χώρα

που θα την κατοικήσουμε με πόνο και με μόχθο,

όχι αυτή η αδιάφορη γαλάζια φυλακή.

Η έκδοση αυτή περιλαμβάνει το Αγγλικό πρωτότυπο καθώς και το ενδιαφέρον επίμετρο του Harold Bloom, Η Ποίηση της Γης: Κυριακή Πρωί (από το βιβλίο του H. Bloom, Wallace Stevens - The Poems of our Climate, Cornell University Press, N.Y. 1977).

 

[6]    Harold Bloom, Τhe American Religion: The Emergence of the Post - Christian Nation, Simon & Shuster N.Y. 1992

 

[7]    Neil Young, Let’s Impeach the President (¨Ας καταγγείλουμε τον Πρόεδρο), από τον δίσκο μακράς διάρκειας Living with War, 2006. Μερικοί άλλοι τίτλοι κομματιών του ίδιου δίσκου, ενός Καναδού βέβαια, ωστόσο χαρακτηριστικοί για το μεταβαλλόμενο πνευματικό κλίμα στις ΗΠΑ, είναι After the Garden (Μετά τον Κήπο), The Restless Consumer (Ο Χωρίς Ανάπαυλα Καταναλωτής), Shock and Awe (Σοκ και Δέος), Looking for a Leader (Ψάχνοντας για έναν Ηγέτη).

Ο προσεκτικός παρατηρητής θα σημείωνε επίσης την επιγραμματική φράση για τις ΗΠΑ του πάντοτε οξυδερκούς Robert Redford στο  φιλμ του Lions for Lambs (2007) : Rom is burning..

[8]    Για μια καλή περιήγηση στο μεγάλο Γαλλικό σκέλος της πρώτης περιόδου των φιλοσοφικών ρευμάτων του μετα-στρουκτουραλισμού (αλλά και στην προηγηθείσα, μακροχρόνια επώασή τους), βλ. το μικρό βιβλίο του Vincent Descombes, La Meme et lautre (1980). Ελληνική μτφ. Λένας Κασίμη: Vincent Descombes, Το Ίδιο και το Άλλο, Praxis, Αθήνα 1984.

Ο όρος «μεταμοντέρνο» που χρησιμοποιήθηκε αργότερα, προέρχεται από την αρχιτεκτονική, όπου είχε γίνει χρήση του για να δηλωθεί η αντίθεση στο μοντέρνο αρχιτεκτονικό κίνημα των Le Corbusier, Mies Van der Rohe κτλ.

 

[9]    V. Descombes, ό.π. (Ελλ. έκδοση, προλογικό σημείωμα του Φώτη Τερζάκη, σ. 9).

 

[10]   Jürgen Habermas, Ο φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας (Der philosophische Discurs der Moderne), Ελλ. έκδοση σε μτφ. Λ. Αναγνώστου - Α. Καραστάθη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993, σ. 361 (ο Habermas αναφέρεται ιδιαίτερα στον Μ. Foucault).

 

[11]   Τα Minima Moralia του Theodor W. Adorno γράφηκαν από 1944 μέχρι το 1948. Οι δύο Ελληνικές μεταφράσεις  είναι του Βασ. Τομανά (Εκδοτική Ομάδα, Θεσσαλονίκη 1984) και του Λ. Αναγνώστου (εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα). 

 

[12]   Βλ. George Steiner, Η βαρβαρότητα της άγνοιας (συνέντευξη στον Antoine Spire), Eλλ. μτφ. Σεραφείμ Βελέντζα, Scripta, Αθήνα 1998 (σ.75).

 

[13]   Αυτ., σ. 80. Το μείγμα θαυμασμού και φόβου που αισθάνεται μπροστά στο Γερμανό στοχαστή ο Steiner, επαρκής γνώστης της πνευ­ματικής παραγωγής της ανθρωπότητας , είναι χαρακτηριστικό της αντί­δρασης του ανθρώπου απέναντι στο ανοίκειο. Εν τέλει όμως, αν και υπόκειται στην ελκτική δύναμη του ισχυρού αυτού φιλοσοφικού μεγέθους, ο Steiner κρίνει αξιολογικά, δηλαδή κρίνει ως υποκείμενο: «Υπάρχει καταστροφή του υποκειμένου, ναι, είναι βαθύτατα αντικαρτεσιανός. Υπάρχει ένας αναθρωπισμός εξαιρετικά επικίνδυνος» (σ. 77).

 

[14]   Fr. Schiller, Περί Αφελούς και Συναισθηματικής Ποιήσεως, Ελλ. μτφ. Π. Κονδύλη, Στιγμή, Αθήνα 1985, σ. 9.

 

[15]   Τα ποίημα του Wallace Stevens The Course of a Particular είναι ένα από τα μεταγενέστερά του, γραμμένο μετά το 1950. Εκτός των άλλων, μπορεί κανείς να υποθέσει και το λογοπαίγνιο στον τίτλο του, με τις λέξεις Course (πορεία, διαδρομή) και Curse (κατάρα, βλαστήμια). Ολόκληρο το ποίημα έχει ως εξής:

 

Today the leaves cry, hanging on branches swept by wind,

Yet the nothingness of winter becomes a little less.

It is still full of icy shades and shapen snow.

 

The leaves cry . . . One holds off and merely hears the cry.

It is a busy cry, concerning someone else.

And though one says that one is part of everything,

 

There is a conflict, there is a resistance involved;

And being part is an exertion that declines:

One feels the life of that which gives life as it is.

 

The leaves cry. It is not a cry of divine attention,

Nor the smoke-drift of puffed-out heroes, nor human cry.

It is the cry of the leaves that do not transcend themselves,

 

In the absence of fantasia, without meaning more

Than they are in the final finding of the ear, in the thing

Itself, until, at last, the cry concerns no one at all.

 

Βλ. Wallace Stevens, Collected Poetry & Prose, The Library of America, N. York 1997, σ. 460.

 

[16]   Βλ. Φώτη Τερζάκη, Theodor W. Adorno ή στοχαστής σε χαλεπούς καιρούς στο περιοδικό Futura, τ. 9 (Καλοκαίρι 2004), σ. 181, με αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Adorno. Όπως υπενθυμίζει και ο Φ. Τερζάκης, η κατηγορηματικότητα αυτή του Adorno μετριάσθηκε μόνον μετά το 1960, και ιδίως κατά την λεγόμενη διαμάχη περί θετικισμού (Positivismusstreit), στην οποία έλαβαν μέρος από τη μία πλευρά οι Adorno και Habermas, ενώ από την άλλη ο Karl Popper, ο Hans Albert, καθώς και ο Ralf Dahrendorf. Στη φάση εκείνη ο Adorno επανεισήγαγε την έννοια της Ολότητας (Totalität), προκειμένου να εμπλουτισθεί με αξιακές δεσμεύσεις η θεωρία και η εμπειρική επιστημονική έρευνα.

Όσο για τη φράση Das Wahre ist das Ganze (Το Aληθές είναι το Όλον), την οποία υπονοεί απορριπτικά ο Adorno, κορυφώνοντας σε βαθμό υπερβολής την αντιολιστική του επιχειρηματολογία, είναι από την Εισαγωγή της Εγελιανής Φαινομενολογίας του Πνεύματος.

 

[17]   Αναφορά στη διάχυση των «ανώτερων», όπως τις ονομάζει, θεωριών των μεταμοντέρνων ρευμάτων, και ιδιαίτερα της αποδομητικής πλευράς τους, ακόμη και μέσα στη μαζική pop κουλτούρα, γίνεται στο βιβλίο του Charles Taylor, Oι Δυσανεξίες της Νεωτερικότητας, Ελλ. μτφ. Μ. Πάγκαλου, Εκκρεμές, Αθήνα 2006, σ. 109 - 110.

Χαρακτηριστική για τις διαφορές φάσης και τρόπους πρόσληψης των θεωριών αυτών σε Ευρώπη και ΗΠΑ, είναι η αναφορά του Taylor στο ίδιο έργο του (δημοσιευμένο στις ΗΠΑ το 1991), ότι «ο Michel Foucault στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο θεωρείται γενικά εμβληματική φυσιογνωμία της αριστεράς, κάτι το οποίο δεν ισχύει γενικά στη Γαλλία και ακόμα λιγότερο στη Γερμανία» (Αυτ., σ. 122).

 

[18]   Ενδεικτικά βλ. George Steiner, Αξόδευτα Πάθη, Ελλ. μτφ. Κατερίνας Σχινά, Νεφέλη, Αθήνα 2002. Στο κεφάλαιο Τα Αρχεία της Εδέμ, ο Steiner διατυπώνει μια από τις πιο σκληρές καταδικαστικές κρίσεις που έχουν γραφεί για το ευρύτερο πνευματικό κλίμα των ΗΠΑ.

[19]   Βλ. Timothy Garton Ash, «Η ιστορική ευθύνη της Ευρώπης», άρθρο στον Guardian, αναδημοσιευμένο στην Καθημερινή 13.8.2006.

[20]   Με την αναφορά σε διακριτές «ψυχές» του Ευρωπαϊκού κόσμου, δεν υπονοούνται καθόλου πολιτισμικές σταθερές της πολύ μακράς ιστορικής διάρκειας, κατά τα σχήματα του Oswald Spengler ή του Arnold Toynbee. Αντίθετα, οι διαφορές αυτές στις νοοτροπίες και στην οργάνωση της κοινωνίας ή του βιοτικού κόσμου, ορίζονται από ιστορικές αποκλίσεις μέσα στα πλαίσια ενός και του αυτού κοινωνικού μετασχηματισμού και έχουν ηλικία το πολύ τριών ή τεσσάρων αιώνων: Από την επικέντρωση της παραγωγικής βάσης του βιομηχανικού καπιταλισμού στη βόρεια και την κεντρική Ευρώπη, τον εγκλωβισμό του Μεσογειακού κόσμου στην εμπορευματική λειτουργία, συμπληρωματική του προηγούμενου, καθώς και από τον συγκεντρωτικό, κρατικό δρόμο προς τη νεωτερικότητα που χάραξε με σιδερένια πυγμή ο Μέγας Πέτρος για τη Ρωσία και την Ουκρανία, σαρώνοντας τις «κληρονομιές του Τσεγκίς Χάν» (Ν. Σ. Τρουμπετσκόι). Έχουμε μπροστά μας κλαδιά περιπλεγμένα, και όλα μαζί σχηματίζουν το δέντρο του νεωτερικού δυτικού πολιτισμού. 

 

Περιοδικό Ένεκεν τ. 11, Καλοκαίρι 2008

(εδώ με πολύ μικρές αλλαγές και προσθήκες)

 

 

Επιστροφή