Ενότητα :Ριτζούλης Γιώργος |
Τίτλος : Γιώργος Β. Ριτζούλης, 1989: Το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού και η συνέχεια της ιστορίας
|
Αρχή κειμένου
1989: Το τέλος του υπαρκτού
σοσιαλισμού και η συνέχεια της ιστορίας
Γιώργος Β. Ριτζούλης
Όταν η Ρωσία
και η Κίνα εισήλθαν στην δική τους επαναστατική εποχή, οι επαναστάσεις στη Δύση
είχαν ήδη ολοκληρωθεί. Και αυτοί που υπερπηδούσαν την λεγόμενη Αστική
Επανάσταση, έμοιαζαν να φθάνουν και να ξεπερνούν τη Δύση, τουλάχιστον, από
πολιτική άποψη. Ωστόσο, αυτή η ελπίδα αποδείχθηκε απατηλή. Οι
επαναστάσεις, που ονομάσθηκαν σοσιαλιστικές, οδήγησαν σε δεσποτικά καθεστώτα,
στα οποία η πολιτική αυθαιρεσία έμεινε επί πολλές δεκαετίες απεριόριστη, χωρίς
κανενός είδους συνταγματικό φραγμό. Η κατάληξη αυτή μπορεί να ερμηνευθεί μόνον
από το περιεχόμενο και το καθοδηγητικό μοτίβο αυτών των
καθεστώτων: Την εκβιομηχάνιση,
την επέλαση του νεωτερικού τεχνικού πολιτισμού, τη διάρρηξη των φραγμών
που έχουν σχέση με την παλιά κοινωνική δομή και τη φύση.
Μέσα σε μια τέτοια κατεύθυνση, η
δυτικού τύπου δημοκρατία εμφανιζόταν ως εμπόδιο:
Ο σταλινισμός και ο φασισμός ήταν
δυο διαφορετικές τρομοκρατικές απόπειρες για να εξωθηθούν τα περιεχόμενα της
Αστικής Επανάστασης,
ο βιομηχανισμός και
ο νεωτερικός μετασχηματισμός του
συνόλου της κοινωνίας,
πέρα από αυτήν.
Οι πολιτικές μορφές που είχε
παραγάγει η
Αστική Επανάσταση απορρίφθηκαν ως
επιζήμια εμπόδια προς χάριν του περιεχομένου.[1]
Κατ' αυτό τον τρόπο, ο ναζισμός ήταν αστική μορφή αντίδρασης, στον ίδιο βαθμό
όσο και ο σταλινισμός ήταν σοσιαλιστικό κίνημα. Είναι όμως
πράγματι αληθινό ότι η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι πολιτικές
ελευθερίες προκαλούν πάρα πολλές απώλειες, λόγω τριβής, στο δρόμο προς ένα
θαυμαστό μοντέρνο κόσμο, στηριγμένο στο βιομηχανικό πολιτισμό και στην
τεχνικο-οικονομική ουτοπία της απεριόριστης ανάπτυξης και υλικής αφθονίας.
Όταν η αριστερά κυριαρχείται από την αντίληψη ότι μια καλή ζωή είναι
πραγματοποιήσιμη μόνον όταν οι παραγωγικές δυνάμεις της βιομηχανίας
απελευθερωθούν από τις αστικές αντιφάσεις και φραγμούς, ο Στάλιν της έχει ήδη
κλείσει ραντεβού στη γωνία. Αυτή η αδιαφορία για τις λεγόμενες αστικές
ελευθερίες, την οπoία συμμεριζόταν και συμμερίζεται η αριστερά αυτού τού του
είδους, αλλά και πολύ μεγάλο τμήμα της καθαρόαιμης Δεξιάς, υπάρχει και
επειδή ο «σκοπός» υψώνεται πάνω από τα «μέσα». Προκύπτει όμως
επίσης σε πολύ σημαντικό βαθμό, από τον ίδιο το σκοπό που έχει επιλεγεί, το
μεγάλο Μύθο της Ανάπτυξης. Γιατί όμως το
επαναστατικό τμήμα της αριστεράς δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να αναγνωρίσει
την εξέχουσα σημασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, ακόμα και όταν
αντιμετώπιζε ως αντίπαλο το Στάλιν και τις μεθόδους του; Κυρίως επειδή νόμιζε (ή
και νομίζει) ότι η ισότητα μεταξύ πολιτών και πολιτισσών απλά και μόνον
παραπλανά και απομακρύνει από τις αντιθέσεις μεταξύ τάξεων, φύλων κτλ. Δεν
έβλεπε ποτέ τα δικαιώματα του πολίτη από άποψη αρχής, αλλά μόνο από άποψη
τακτικής: Τα χρησιμοποιούσε στους αγώνες, αλλά πολύ εύκολα τα παρέκαμπτε ή τα
τραυμάτιζε, αν ο «σκοπός το απαιτούσε». Οι αστικές ελευθερίες ήταν για την
αριστερά αυτή μόνον ελευθερίες μέσα στον καπιταλισμό, ο οποίος υποτίθεται ότι
δεν αναγνωρίζει καμιά ελευθερία, άρα πρόκειται για «άδεια πουκάμισα». Όσο για
την μελλοντική κοινωνία τη πραγματικής ισότητας, εκεί υποτίθεται ότι οι
ελευθερίες θα πραγματωθούν με ουσιαστικό τρόπο, άρα κάθε επιμονή στη μορφή
τους θα είναι πια περιττή. Αυτό το σχήμα σκέψης ναυάγησε οριστικά και
αμετάκλητα, εφόσον υπήρξε το Γκουλάγκ, η Βουδαπέστη, η Πράγα, ο Τσαουσέσκου, ο
Πολ Ποτ και η σφαγή στην πλατεία Τιέν Αν Μεν. Όποιος επιμένει να το χρησιμοποιεί
ακόμη, δεν μπορεί να είναι τόσο αφελής, όπως ενδεχομένως ήταν ακόμη και το 1970.
Μέσα στις τόσο
σκληρές αντιθέσεις των συμφερόντων, αποδείχθηκε ότι οι λεγόμενες αστικές
πολιτικές μορφές και δικαιώματα είναι αυτές που αφήνουν μια «ρωγμή στο παρόν»,
επιτρέπουν να διακρίνουμε κάποια προοπτική, έστω και αβέβαια, για ένα καλύτερο
μέλλον. Σε αντίθεση με τον κόσμo του μονοκομματικού κρατισμού που κατέρρευσε το
1989. 'Ίσως αυτό
συμβαίνει επειδή τα αστικά δικαιώματα και η κεφαλαιοκρατική οικονομία από τη
γένεσή τους, δεν ήταν τόσο στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, όπως φαίνεται από
πρώτη ματιά. Τα αιτήματα για αστικές ελευθερίες έχουν τραφεί από τα συμφέροντα
των τεχνιτών και των αγροτών στις κοινότητες του χωριού και της πόλης, ήδη από
το τέλος του Μεσαίωνα, και κατά κανόνα, σε αντίθεση με το κράτος. Αντίθετα, ο
καπιταλισμός και ο βιομηχανικός πολιτισμός ήταν μάλλον μια εκδήλωση των κατόχων
του χρήματος, επιχορηγούμενη από το κράτος και αναπτυσσόμενη μέσα σε ευνοϊκό
καθεστώς θερμοκηπίου, στην αρχή τους τουλάχιστον. Η «Αστική Επανάσταση»
αναπήδησε μέσα από ένα αντιφατικό συνονθύλευμα συμφερόντων και κατ' αντιστοιχία,
ήταν άκρως αντιφατικό και το αποτέλεσμά της: Η εντολή της, θεωρητικά
τουλάχιστον, ήταν ότι το κεφάλαιο και ο λαός πρέπει να συγκυβερνούν. Στον
Ευρωπαϊκό και Βορειοαμερικανικό κόσμο, όπου είχαν ισχύ τα λεγόμενα τυπικά
δικαιώματα των πολιτών, αφού εξαντλήθηκε η άγρια εκμεταλλευτική ορμή της πρώτης
βιομηχανικής επανάστασης, ο βιoμηχανικός πολιτισμός συνέχισε το δρόμο του στην
ώριμη φάση του με ηπιότερους αλλά και σταθερότερους ρυθμούς, στηριζόμενος εν
μέρει στους τόσο στους τεχνίτες όσο και στους λιγοστούς πλέον αγρότες. Αντίθετα,
οι οικονομικά υποδεέστερες χώρες της τότε Σοβιετικής Ένωσης, κατόρθωσαν ενωμένες
να ανταγωνίζεται μέσα σε λίγες δεκαετίες τον βιομηχανισμό της Δύσης. Αλλά το
σύνθημα των κυβερνητών τους «να φθάσουμε και να ξεπεράσουμε τον καπιταλισμό»,
έγινε (σχεδόν) πραγματικότητα πάνω στο πτώμα της αγροτιάς και προκαλώντας
τεράστιες οικολογικές καταστροφές, επίσης εφάμιλλες ή και μεγαλύτερες των
αντίστοιχων συμφορών στη Δύση. Ωστόσο, ο
κανόνας που διδάσκει ότι σε αγώνες δρόμου μεγάλων αποστάσεων, χάνει ο δρομέας
που επιταχύνει υπερβολικά στην αρχή της διαδρομής, αποδείχθηκε πάλι αληθινός. Ο
ίδιος ο Κάρολος Μαρξ (αν και πολύ αντιφατικός σε τέτοια θέματα) είχε
προειδοποιήσει έγκαιρα και χωρίς υπεκφυγές: «Όσο περισσότερο βασίζεται μια
χώρα στην εντατικοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής, τόσο πιο γρήγορη θα είναι η
καταστροφή της». Τα καθεστώτα του μονοπωλιακού βιομηχανικού κρατισμού δεν
έλαβαν υπόψη την προειδοποίηση και πλήρωσαν το αντίτιμο, τόσο στο πεδίο της
παραγωγικής οργάνωσης όσο και στο πεδίο της οικολογίας. Δύσκολα συναντούσε
κανείς σε δυτική χώρα τόσο τεράστιους αλλά αντιπαραγωγικούς βιομηχανικούς
γίγαντες - καταστροφείς της εργατικής δύναμης, όσο αυτούς που άφησε πίσω του ως
ερείπια ο «υπαρκτός σοσιαλισμός». Και υπήρξαν εκδηλώσεις της οικολογικής κρίσης
στον ανατολικό κόσμο, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στα μεγαλύτερα οικολογικά
εγκλήματα του Εικοστού Αιώνα: Ας θυμηθούμε μόνον το άδειασμα της λίμνης Αράλη
και τη μετατροπή τεράστιων εκτάσεων στην Κεντρική Ασία σε ερήμους, λόγω αλόγιστα
εντατικής εκμετάλλευσης των υδατικών αποθεμάτων, τη βιομηχανική ρύπανση σε
σιβηριανές, Τσεχικές ή Πολωνικές πόλεις, τα κατεστραμμένα τοπία του Ταρκοφσκικού
φίλμ «Στάλκερ», τα μυθιστορήματα - οικολογικούς εφιάλτες του σιβηριανού
συγγραφέα Βαλεντίν Ρασπούτιν που μετέτρεψε σε υποβλητικό κινηματογράφο ο
επίσης μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης Έλεμ Κλίμοφ.[2]
Το τελικό συμπέρασμα είναι φανερό: Ο βιομηχανισμός, που προωθήθηκε με κεντρικό
σχεδιασμό του κράτους και χωρίς να αναγνωρίζει κανένα φραγμό, προσέκρουσε σε
αξεπέραστες δυσκολίες, σχετικές με τον άνθρωπο και τη φύση (δυσκολίες που
αφορούν ταυτόχρονα την κοινωνική παραγωγική διαδικασία, την πολιτική και την
οικολογία). Και μάλιστα, προσέκρουσε στα εμπόδια αυτά ακόμη γρηγορότερα από τον
κεφαλαιοκρατικό βιομηχανισμό της Δύσης, ο οποίος στην δική του φρενήρη πορεία
επιβραδύνθηκε κάπως από τις τριβές με τα συμφέροντα των πολιτών, επειδή στο δικό
του κόσμο, αυτά μπόρεσαν να αρθρωθούν ελεύθερα με πολιτικό τρόπο. Η
ουσιωδέστερη επιτυχία της Δύσης σε σύγκριση με την Ανατολή ήταν η σχετική
ανεξαρτησία της κοινωνίας από το κράτος, η οποία στηρίζεται στα δικαιώματα του
ατόμου. Πίσω από αυτό το γεγονός βρίσκονται οι πολιτικές της επαναστάσεις και οι
μετέπειτα αγώνες, ταξικοί και πολιτικοί, συνδικαλιστικοί και πολιτισμικοί. Όσο για τον
«υπαρκτό σοσιαλισμό», εκ των υστέρων για ένα πράγμα μπορούμε να είμαστε βέβαιοι:
Αυτή η ιστορική πορεία, που ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα, ως ελπίδα για
τόσο πολλούς, που «πάγωσε» με τα αυταρχικά και συγκεντρωτικά καθεστώτα της
Ανατολής και έφθασε στο τέλος της καθώς τέλειωνε αυτός ο αιώνας (έτσι, που
σχεδόν ταυτίστηκε μαζί του), ήταν βηματισμός σε δρόμο αδιέξοδο και δεν οδηγούσε
σε άλλους τόπους. Ή όπως επιγραμματικά το είχε διατυπώσει ο Νίκος Πουλαντζάς
«ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός».[3]
Υστερόγραφο 2009:
Όπως ήταν
αναμενόμενο από
κάθε νηφάλιο
νου,
παρά τα θρυλούμενα των
ημερών του 1989
[4],
η ιστορία δεν τέλειωσε με την πτώση του Τείχους και η συνέχειά της έχει
αρχίσει τώρα να ξεδιπλώνεται με περισσότερη ευκρίνεια: Υπάρχει πάντοτε ένας και
μόνο υπαρκτός κόσμος, όπως ένας υπήρχε και πριν το 1989, μόνο που τότε ήταν
ακόμα η εποχή των διπλών ειδώλων. Ο ίδιος κόσμος των χαοτικών μεγαλουπόλεων και
των θλιβερών Τροπικών, του εμπορεύματος και των media,
της οικολογικής αποσύνθεσης και του «τοξικού» χρήματος. Φαίνεται ότι ο
καπιταλισμός, ένα σύστημα παραγωγής που γεννήθηκε σε μια εποχή που αρετή ήταν
ένα είδος προσωπικού ασκητισμού (η κατά Μάξ Βέμπερ «προτεσταντική ηθική»),
τώρα πια κινδυνεύει όχι τόσο από τους ταξικούς και ιδεολογικούς αντιπάλους του,
αλλά από την ακόρεστη πλεονεξία των πιστών διαχειριστών του, που δεν βλέπουν
πέρα από το εφήμερο: Εκτός από την απομύζηση των καρπών της ανθρώπινης εργασίας
και την κατασπατάληση των φυσικών αγαθών σε πλανητική κλίμακα, σε βαθμό που
τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα της βιόσφαιρας, παρατηρούμε πώς το ίδιο το
Κεφάλαιο, ιδιωτικό ή κοινωνικό, δηλαδή το προϊόν της εργασίας που έχει αλλάξει
κατόχους, μετατρέπεται από τους εντεταλμένους λειτουργούς του στον αέρα μιας
γιγαντούμενης φούσκας και μετά χάνεται, γίνεται Τίποτα. Είναι άραγε τόσο
πανούργα η διαλεκτική της ιστορίας, δεν ήταν πλάνες ή παράδοξα σχήματα λόγου
αυτά που μας κληροδότησε μια αλυσίδα στοχαστών που καταλήγει στον Έγελο και τον
Μαρξ, μήπως τώρα, μαζί με την αποδιάρθρωση της φύσης και της ψυχής του ανθρώπου,
έρχεται και η αποδιάρθρωση του αποδιαρθρωτή; Είκοσι χρόνια μετά το τέλος του
«υπαρκτού σοσιαλισμού», το σημαντικό ερώτημα είναι, τι επιφυλάσσει το μέλλον για
τον βαριά αυτοτραυματισμένο υπαρκτό καπιταλισμό.
[1]
Βλ.
και
Gerd
Koenen,
Die
grossen Gesänge. Lenin,
Stalin,
Mao
Tse-tung.
Führerkulte
und Heldenmythen
des 20.
Jahrhunderts,
Eichborn
Verlag,
1992.
[2]
Βαλεντίν Ρασπούτιν,
Αποχαιρετισμός στη Ματιόρα,
Γερμ.
μετάφραση
Abschied von Matjora,
του
Alexander Kaemfe, Rowohlt
Verlag 1977.
Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο ως
Αποχαιρετισμός από τον Έλεμ Κλίμοφ.
[3]
Νίκος Α. Πουλαντζάς, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, μτφ. Γιάννης
Κρητικός, Θεμέλιο 1982,
σελ. 379.
[4]
Francis
Fukuyama,
The
End
of History
and the Last
Man,
μτφ.
Αχιλλέα
Φακατσέλλη,
Το
Τέλος
της Ιστορίας
και ο Τελευταίος
’νθρωπος,
Νέα
Σύνορα
1993.
Νεότερη επεξεργασία κειμένου δημοσιευμένου
στη
Νέα Οικολογία τ.
61, Νοέμβριος 1989,
υπό τον τίτλο:
Τέλος του σοσιαλισμού, τέλος των
επαναστάσεων, τέλος της ιστορίας; |
                     |