Ενότητα :Ριτζούλης Γιώργος |
Τίτλος : Γιώργος Β. Ριτζούλης, Λάθη της ιστορίας και ανωμαλίες της γης
|
Αρχή κειμένου
Λάθη της ιστορίας και ανωμαλίες
της γης
Γιώργος Β. Ριτζούλης
ΚΑΡΠΑΘΙΑ, ΤΡΑΝΣΥΛΒΑΝΙΑ 1988 Με τις ιστορίες του σκοτεινού
κόμη των Καρπαθίων και άλλα ενδιαφέροντα ή παράξενα που έρχονται από την ιστορία
και τη λογοτεχνία,[1]
το τοπωνύμιο Τρανσυλβανία ασκούσε πάντοτε μια επιρροή σχεδόν μυθική, αν και η
γωνιά αυτή της Ευρώπης, μέσα στα βουνά και στα δάση, βρίσκεται πολύ κοντά μας,
στα βόρεια όρια της πολύπαθης Βαλκανικής χερσονήσου μας. Από την αρχαιότητα
φιλοξενούσε ένα μωσαϊκό λαών, Δάκες, Γέτες και άλλους Θρακικούς λαούς, μαζί με
Σκύθες και άλλους, και αυτό βέβαια δεν την κάνει να διαφέρει από την υπόλοιπη
Βαλκανική. Αν και οι αρχαίοι κάτοικοί της εκλατινίσθηκαν, στη γη αυτή ποτέ δεν
μπόρεσαν να αγκυροβολήσουν μόνιμα οι Ρωμαϊκές λεγεώνες, όπως αργότερα και οι
στρατοί Βυζαντινών και Οθωμανών. Εδώ, από το Μεσαίωνα και δώθε, οι εγκαταστάσεις
νέων πληθυσμών ήταν μια συνεχής διαδικασία που υπερβαίνει πολέμους, ανόδους ή
πτώσεις αυτοκρατοριών και κίνητρα τους ήταν ποικίλα: Μετανάστευση ολόκληρων λαών
από τις στέπες και τα δάση της Ανατολής προς τη Δύση σε αναζήτηση νέας πατρίδας,
φυγή από τη φτώχεια και τις επιδημίες, μετοικήσεις που εξυπηρετούσαν σχέδια
αυτοκρατόρων. Οι Μαγυάροι την έκαναν πρώτο
σταθμό της εγκατάστασής τους στην Κεντρική Ευρώπη, όταν κατά τον 9ο
αιώνα μετακινήθηκαν από την αρχέγονη πατρίδα τους στην περιοχή των Ουραλίων προς
τα δυτικά. Στη συνέχεια μετακινήθηκαν ακόμα δυτικότερα προς την πεδιάδα της
Παννονίας, δημιουργώντας τη σημερινή Ουγγαρία. Οι γερμανικοί πληθυσμοί που ήρθαν
αργότερα να προστεθούν στους λατινόφωνους Ρουμάνους και σε όσους Ούγγρους
προτίμησαν να μείνουν στα βουνά, συνήθως ερχόταν με ειρηνικές μετακινήσεις ή με
αναγκαστική μετοίκηση, και όχι ως έμποροι, κατακτητές ή σταυροφόροι, όπως είχε
γίνει στις χώρες της Βαλτικής με τα Τευτονικά τάγματα. Αγρότες που ήρθαν το 1200
αναζητώντας καλύτερη γη από την περιοχή του Ρήνου και του Μοζέλλα, Λουθηρανοί
τεχνίτες και μεταλλωρύχοι που έφυγαν από τη Σαξονία κατά τη θρησκευτική
Μεταρρύθμιση και τον Τριακονταετή Πόλεμο, ορεινοί χωρικοί και ποιμένες από την
αυστριακή περιοχή του Σάλτσμπουργκ γύρω στο 1650, τους οποίους έφεραν στους
πρόποδες των Καρπαθίων ο Κάρολος 4ος των Αψβούργων και η Μαρία Θηρεσία, αμέσως
μετά από μια μεγάλη επιδημία πανώλους. Σχεδόν ταυτόχρονα με τους τελευταίους,
έφεραν και Καθολικούς Σουηβούς του Άνω Δούναβη, από την περιοχή της Ουλμ, και
τους εγκατέστησαν στη νοτιότερη ρουμανική επαρχία του Βανάτου, για να γίνουν
ζωντανό τείχος και να εμποδίσουν την επέκταση των Τούρκων προς την Κεντρική
Ευρώπη. Αυτό το μωσαϊκό, έργο των ανέμων
της ιστορίας και των ισχυρών αυτοκρατόρων, το ανιχνεύει κανείς και σήμερα στο
χάρτη, στα δίγλωσσα ή τρίγλωσσα ονόματα των πόλεων: Sibiu
στα Ρουμανικά, Hermannstadt στα Γερμανικά.
Timisoara στα Ρουμανικά, Temesvar
στα Ουγγρικά, Temeschburg στα Γερμανικά.
Cluj ή Clausenburg,
Brasov ή Kronstadt,
Tirgu-Mures ή Νeumarkt,
Alba Julia ή Karlsburg ή
Weissburg. Η ίδια η χώρα, η οποία εκτός από το
λατινογενές όνομα Τρανσυλβανία, έχει το γερμανικό
Siebenburgen, (χώρα των επτά κάστρων ή των επτά πόλεων) και το ουγγρικό
Erdely. Στο πληθυσμιακό μείγμα, εκτός από τις κύριες
συνιστώσες, τη λατινόφωνη ρουμανική, τη μαγυάρικη και τη γερμανική, πρέπει
κανείς να λογαριάσει λίγους Ουκρανούς και Σέρβους, αρκετούς Τσιγγάνους και πριν
το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τους Εβραίους Ασκεναζίμ. Οι τελευταίοι
μιλούσαν τη Γερμανική διάλεκτο Γίντις και στη γειτονική περιοχή της Μπουκοβίνα,
που ανήκει σήμερα στην Ουκρανία, ήταν τόσο πολλοί ώστε αποτελούσαν την
πλειοψηφία του πληθυσμού σε πόλεις όπως η Σανταγκόρα και το Τσέρνοβιτς,
γενέτειρα του ποιητή Πάουλ Τσέλαν. Το μεγαλύτερο μέρος της
Τρανσυλβανίας έμεινε για περίπου 700 χρόνια υπό την κυριαρχία Ούγγρων διοικητών
και γαιοκτημόνων, μέσα στα πλαίσια της μοναρχίας των Αψβούργων. Μερικές περιοχές
έπεφταν πότε-πότε στα χέρια των Οθωμανών, αλλά η κατάκτησή τους δεν κρατούσε
πολύ στη χώρα αυτή. Από εκείνες τις συγκρούσεις έμεινε μόνον ο θρύλος του
παλουκωτή κόμη, που κατεδίωκε τις νύχτες τους αλλόπιστους εισβολείς, ζωντανός ή
ακόμη και νεκρός. Το 1918, μετά την ήττα στον Α'
Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διάλυση της πολυεθνικής Αυστροουγγαρίας, η περιοχή
προσαρτήθηκε στη Ρουμανία. Οι ορεινοί Ρουμάνοι, μέχρι τότε δευτέρας κατηγορίας
πολίτες, οι πιο πολλοί αγρότες που ελευθερώθηκαν από τη δουλοπαροικία και
απέκτησαν δική τους γη, άρχισαν να καταπιέζουν τους πρώην ευνοούμενους
πληθυσμούς Ούγγρων και Γερμανών. Οι τριβές, οι οποίες στην προηγούμενη περίοδο
της πολυεθνικής αυτοκρατορίας ήταν συγκαλυμμένες κάτω από τη δουλοπαροικία και
την κοινωνική διαμάχη γύρω από την ιδιοκτησία της γης, εμφανίζονται από τότε ως
τριβές μεταξύ εθνοτήτων. Το 1940 η Ουγγρική φιλοναζιστική Κυβέρνηση Χόρτυ
προσάρτησε πάλι τη βόρεια Τρανσυλβανία, με αποτέλεσμα μια νέα τετραετία
καταπίεσης του λατινόφωνου πληθυσμού, μέχρι το 1945, όταν η περιοχή αποδόθηκε
οριστικά στη Ρουμανία. Τα επόμενα 45 χρόνια, Ουγγαρία
και Ρουμανία έζησαν, καθεμιά με διαφορετικό τρόπο, τις περιπέτειες της εποχής
του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και από τότε η Ουγγαρία δεν ήγειρε νέες εδαφικές
διεκδικήσεις εναντίον της Ρουμανίας. Αλλά πολλοί Ούγγροι δεν έπαυσαν να
πιστεύουν ότι οι ομόγλωσσοί τους της Τρανσυλβανίας, συγκρινόμενοι με τους
Λατίνους συμπολίτες τους αντιπροσωπεύουν ένα «υψηλότερο πολιτιστικό επίπεδο» και
θεωρούν την Τρανσυλβανία τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης, σε αντίθεση με την λοιπή
Ρουμανία η οποία ανήκει στα «καθυστερημένα» Βαλκάνια. Πρόκειται φυσικά και για
άμυνα της μειονότητας εναντίον της εθνικής και πολιτιστικής ενσωμάτωσης. Οι
Ρουμάνοι ιστορικοί από την πλευρά τους έχουν γράψει αρκετά συγγράμματα
εκλαϊκευμένης επιστήμης για να τονίσουν την υποτιθέμενη αδιάσπαστη συνέχεια από
την δακορωμαϊκή περίοδο μέχρι τη σύγχρονη ρουμανική εθνότητα. Προκειμένου να
αποδείξουν ότι οι Ρουμάνοι ήταν πάντοτε το βασικό εθνολογικό στοιχείο της
περιοχής, θεωρούν τους Ούγγρους και τους Γερμανούς, συνήθεις μετανάστες (αν και
ζουν στην Τρανσυλβανία εδώ και 1.000 ή 700 χρόνια αντίστοιχα), ενώ τα 700 χρόνια
ένταξης της Τρανσυλβανίας στα ουγγρικό βασίλειο είναι για τους ίδιους ιστορικούς
ένα «λάθος της Ιστορίας». Οι Ούγγροι απάντησαν το 1987 με
μια τρίτομη Ιστορία της Τρανσυλβανίας, έργο 2.000 σελίδων, επίσημη έκδοση
του ουγγρικού υπουργείου Πολιτισμού. Σ’ αυτό τονίζεται ότι η Ουγγαρία έχει το
δικαίωμα να ασχολείται με την τύχη των Ούγγρων που ζουν έξω από τα σύνορά της. Η γερμανική μειονότητα στο τέλος
της δεκαετίας του 1980 ήταν ήδη πολύ μικρότερη από την Ουγγρική (230.000
Γερμανοί έναντι 2.000.000 Ούγγρων της Τρανσυλβανίας), καθώς φυλλοροούσε διαρκώς
μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο λόγω μετανάστευσης προς τη Γερμανία.
Τεχνίτες και εργάτες των μικρών πόλεων οι πιο πολλοί, σε αντίθεση με τους
Ρουμάνους και Ούγγρους που ήταν κυρίως αγρότες, συσπειρωμένοι στις Καθολικές ή
Προτεσταντικές τους κοινότητες, αν και σιγά – σιγά χανόταν από τη χώρα, οι
γερμανόφωνοι Τρανσυλβανοί δεν έπαυσαν να καλλιεργούν τη γλώσσα τους και να
παράγουν πολλούς συγγραφείς και ποιητές, Στο τέλος της δεκαετίας του
1980, λίγο πριν το τέλος του, ο ιδιόμορφος δικτάτορας Τσαουσέσκου, αποφάσισε να
τελειώνει μ’ αυτά τα «κατάλοιπα της Ιστορίας»: Πρώτα απαγορεύτηκε στις
ουγγαρέζικες και γερμανόγλωσσες εφημερίδες των μειονοτήτων να χρησιμοποιούν τα
ουγγρικά και γερμανικά ονόματα πόλεων και χωριών. Ξηλώθηκαν οι αντίστοιχες
πινακίδες, όσες είχαν απομείνει, ενώ οι δάσκαλοι στα μειονοτικά σχολεία
υποχρεώθηκαν να χρησιμοποιούν στις δημόσιες σχολικές εκδηλώσεις αποκλειστικά τη
ρουμανική γλώσσα. Ο Τσαουσέσκου είχε τονίσει
πολλές φορές στο παρελθόν ότι η ρουμανική κοινωνία πρέπει να «ομογενοποιηθεί»,
με συγχώνευση των μειονοτήτων μέσα στην «υψηλότερη ενότητα του σοσιαλιστικού
έθνους». Αλλά καθώς πλησίαζε προς το τέλος της εξουσίας του, ο δεσπότης του
Βουκουρεστίου επιχείρησε όπως φαίνεται να διορθώσει με ριζικό τρόπο αυτό το
«λάθος της ιστορίας» και σ’ αυτή του την προσπάθεια χρησιμοποίησε μέσα και
νομιμοποιητικά επιχειρήματα προερχόμενα από τις πιο σκοτεινές γωνιές των
ιδεολογικών οπλοστασίων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Το σχέδιο που επιχείρησε να
θέσει σ’ εφαρμογή λίγο μετά το 1984, ήταν μια τερατώδης οργουελική εικόνα:
Φιλοδοξούσε, μέσα σε μία ή δύο δεκαετίες να ισοπεδώσει με μπουλντόζες 7.000
χωριά (σ' όλη τη Ρουμανία υπάρχουν 13.000 χωριά), να μετοικήσει τους κατοίκους
των ορεινών αγροικιών μέσα στα δάση και των μικρών μεσαιωνικών κωμοπόλεων σε
τσιμεντένιες πολυκατοικίες και να μετατρέψει τους γεωργούς και τους τεχνίτες σε
υπαλλήλους μεγάλων κρατικών «αγροτοβιομηχανικών κέντρων». Σ' αυτό το παρανοϊκό
εγχείρημα έδινε τον μεγαλοπρεπή τίτλο «κατάργηση της διαφοράς χωριού και
πόλης», δανεισμένο προφανώς από το μαοϊκό ιδεολογικό οπλοστάσιο. Σύμφωνα με Ανατολικοευρωπαίους
διπλωμάτες, ο Σοβιετικός απεσταλμένος Αντρέι Γκρομίκο, όταν επισκέφθηκε το
Βουκουρέστι τον Μάιο του 1988, είχε συμβουλεύσει τον Τσαουσέσκου να μη
προχωρήσει στα σχέδιά του, υπενθυμίζοντας του την αποτυχημένη εμπειρία της
σταλινικής κολεκτιβοποίησης και της μετατροπής των αγροτών σε προλετάριους στη
Σοβιετική Ένωση: «Σε μας πήγε κατά διαβόλου». Ο Τσαουσέσκου του απάντησε
γελώντας «Όμως εδώ θα πετύχει».[2]
Ήταν όμως τυχαίο ότι όλα σχεδόν
τα χωριά που προορίζονταν για κατεδάφιση, βρίσκονταν στην πολυεθνική
Τρανσυλβανία; Ήταν τυχαίο που μόλις έπιασαν δουλειά οι πρώτες μπουλντόζες,
άρχισε η ομαδική φυγή των μειονοτικών και στο ουγγρικό έδαφος έστησαν στρατόπεδα
υποδοχής προσφύγων; Αγρότες στα χωριά ή τεχνίτες
των μικρών πόλεων αυτοί οι μειονοτικοί, είχαν συνηθίσει εδώ κι αιώνες να ζουν σε
μια σχετική αυτονομία από το κράτος, σ’ ένα περιβάλλον που δεν είχε υποστεί
βίαιες και γρήγορες αλλαγές, γύρω από τις πέτρινες πυργοειδείς τους εκκλησίες,
σε οικισμούς που είχαν οργανικές σχέσεις με τη δουλειά τους, με όλη τη ζωή τους
και με το τοπίο, σε σπίτια από πωρόλιθο, ξύλο, ασβέστη, σκεπασμένα με
σχιστόλιθους ή κεραμίδια. Η πολυκατοικία ήταν γι' αυτούς ανυπόφορος εφιάλτης.
«Δεν πρόκειται να ζήσω σε στρατόπεδο» έλεγε ένας Σάξονας τεχνίτης από το
Neppendort του Sibiu, που προτίμησε τη φυγή αντί μιας ζωής σ' αυτά τα
«απαίσια σιλό - κατοικίες ανθρώπων», αν και τα δείγματα που πρόλαβαν να
κατασκευαστούν πριν την πτώση του δικτάτορα φαίνονταν όχι χειρότερα από μια μέση
ελληνική πολυκατοικία (όμως μόνον εξωτερικά, αφού στο εσωτερικό τους υπήρχαν
συνήθως κοινόχρηστες κουζίνες και τουαλέτες). Η
Gisela Anna
Erler, πολιτικός του κόμματος των
Πρασίνων και οικοφεμινίστρια
από το
Μόναχο, σ΄
ένα κείμενο
του 1988 υπενθύμιζε την
ουσία του προβλήματος, που
υπερβαίνει τον τόπο και την εποχή: «Η μεγάλη αγροτική
εκμετάλλευση του δυτικού κόσμου προωθεί ψυχρά, αργά και μεθοδικά την καταστροφή
της μικρής οικιακής και οικογενειακής παραγωγής. Δεν έχουμε συμφωνήσει πώς ν’
αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα και η Ουγγαρέζα από το Siebenburgen
που φορά μαντήλα στο κεφάλι, καλλιεργεί στον κήπο της τομάτες και ασχολείται με
το κέντημα, δεν μας συγκινεί καθόλου. Την αναγκάζουν τώρα να ζήσει σε μια
πολυώροφη πολυκατοικία και προφανώς θα καταλήξει να γίνει εργάτρια ενός
αγροτοβιομηχανικού συγκροτήματος. Είναι άραγε βέβαιο ότι δεν πιστεύουμε, ακόμη
κι εμείς, ότι κατά κάποιο τρόπο ο εξαναγκασμός αυτός είναι ένα βήμα προς τη
σωστή κατεύθυνση, αν και με λανθασμένα μέσα; Είναι άραγε το δυάρι (χωρίς μπάνιο
και ζεστό νερό) και το υπαλληλικό ωράριο εργασίας η αρχή της μελλοντικής
ελευθερίας; Είναι η βίαιη χειραφέτηση από τη γη και η συγκέντρωση στα αστικά
κέντρα (η οποία σ' όλο τον κόσμο συνδέεται με πείνα και εξαθλίωση), την οποία σε
τελευταία ανάλυση το αποδεχόμαστε. επειδή πιστεύουμε ότι η αναρχία των
slums και η θλίψη των σοσιαλιστικών προαστείων
προσφέρουν περισσότερες ποοοπτικές παρά το καθυστερημένο χωριό»;
[3]
Η Erler απευθυνόταν κατά πρώτο
λόγο στην προοδευτική κοινή γνώμη με τη συνήθη εκδοχή της, κι επίσης προς το
φεμινιστικό κίνημα, που θεωρούσαν (και θεωρούν) την παραδοσιακή δομή της
αγροτικής κοινωνίας συνώνυμη με το συντηρητισμό και τη γυναικεία καταπίεση, ενώ
βλέπουν τον εκσυγχρονισμό που φέρνει η βιομηχανική κοινωνία, συγκρινόμενο με την
παράδοση, ως ένα αποφασιστικό βήμα προς την γυναικεία (και την ανεξαρτήτως
φύλου) χειραφέτηση. Αυτός ο τρόπος σκέψης είχε βέβαια πάντοτε μιαν ευρύτερη
επιρροή σε φιλελεύθερους, σοσιαλιστές, κομμουνιστές και συντηρητικούς αστούς. Η
ζωή της πόλης, το εργοστάσιο, η μεγάλη επιχείρηση, η πολυκατοικία και το αστικό
προάστειο, θεωρούνται ακόμη και σήμερα πρόοδος σε σχέση με το χωριό, την μικρή
αγροτική εκμετάλλευση, τη ζωή του μικροεπαγγελματία, και όχι μόνον στη Ρουμανία.
Η αντίσταση των προβιομηχανικών κοινωνιών στην επέλαση του βιομηχανικού και
μεταβιομηχανικού κόσμου θεωρήθηκε - και σε μεγάλο βαθμό θεωρείται ακόμη -
εκδήλωση συντηρητισμού, αν όχι οπισθοδρομικότητας. Μια κοινωνία που θα
αποτελείται μόνον από εργατοϋπαλλήλους μισθωτούς με εξαρτημένη εργασία, μαζί με
μία αφρόκρεμα από διευθυντικά στελέχη, managers ή
γραφειοκράτες του ιδιωτικού και κρατικού κεφαλαίου, συν ελάχιστους γεωργούς -
«επιχειρηματίες», αν δεν έχει γίνει σχεδόν πραγματικότητα, δεν είναι ακόμη και
σήμερα, το όνειρο πολλών για το μέλλον της κοινωνίας, ασχέτως αν δηλώνουν
φιλελεύθεροι ή μαρξιστές; Από τη μία πλευρά,
το σχέδιο
των αγροτοβιομηχανικών
συγκροτημάτων ήταν συνέχεια του αυθεντικού σταλινισμού της δεκαετίας του 1930,
με την βίαιη κολεκτιβοποίηση, την υποταγή της γεωργίας στη μεγάλη
κρατική-εμπορευματική παραγωγή και την υφαρπαγή πόρων από την πρωτογενή
οικονομία της αυτοτροφοδοσίας και του μικρεμπορίου, προκειμένου να ενισχυθεί ο
δευτερογενής τομέας της παραγωγής. Υπήρξαν όμως και οι νεότερες, ακόμη πιο
ριζικές και καταστροφικές για τους ανθρώπους, ασιατικές εκδοχές αυτής της
«κοινωνικής μηχανικής», μαοϊκού ή καμποτζιανού τύπου. Από την άλλη πλευρά, η απόπειρα
να απομακρυνθούν ή να διευθετηθούν με βίαιο τρόπο τα «κατάλοιπα της
Ιστορίας», φιλοδοξούσε να συνεχίσει τη μακρά ιστορία διοικητικών
μετακινήσεων πληθυσμών ή και ολόκληρων «προβληματικών» εθνοτήτων μέσα στη
Σοβιετική Ένωση (Τάταροι, Γερμανοί του Βόλγα, Τσετσένοι και πολλοί άλλοι). Τα
νομιμοποιητικά επιχειρήματα και οι ιδεολογικές υποστηρίξεις δεν έλειπαν. Οι
ισχυρότερες προέρχονταν από τον ίδιο τον Κάρολο Μαρξ και πιο πολύ από τον
Φρειδερίκο Ένγκελς, οι οποίοι συνεχίζοντας το εγελιανό μοτίβο της διάκρισης
μεταξύ ιστορικών και μη ιστορικών εθνών, ανέπτυξαν μια
αποσπασματική σειρά ιδεών για το θέμα του έθνους που αποδείχθηκε εντελώς
λανθασμένη: Υπέθεσαν ότι υπάρχουν από τη μία πλευρά έθνη και λαοί που έχουν όλο
το μέλλον μπροστά τους, σε αντίθεση με μια ολόκληρη σειρά «λαών - καταλοίπων
του παρελθόντος» ή και «εθνών - απορριμμάτων της ιστορίας», κυρίως
στην Κεντρική Ευρώπη, που δεν είναι βιώσιμα και προορίζονται να ενσωματωθούν
χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη πίσω τους[4]. Μαζί με την πτώση των καθεστώτων
της Ανατολικής Ευρώπης το 1989 ήλθε και το τέλος του δικτάτορα στο Βουκουρέστι.
Έτσι αυτή η ριζική, προγραμματισμένη αλλαγή στην Τρανσυλβανία δεν προχώρησε. Ίσως όμως, εκεί όπως και αλλού,
τα πράγματα βαδίζουν με αργό και αδιόρατο τρόπο, χωρίς τον ωμό καταναγκασμό της
εξουσίας και με ελεύθερο τον καθένα να διατυπώνει - συνήθως χωρίς αποτέλεσμα -
την αντίθεσή του, αλλά πάντως προς περίπου ίδια κατεύθυνση. Ίσως πρέπει να
επιστρέψει κανείς στα λεγόμενα της Gisela Erler, ν’
αναλογισθεί μήπως ακόμη και πίσω από την ακραία καταπιεστική ιδιομορφία του
δικτάτορα ή τις ακραίες εκδηλώσεις ενός συστήματος εξουσίας που ανήκει πια στην
δικαιοδοσία των ιστορικών, κρύβεται μία ευρύτερη, πλανητικών διαστάσεων δυναμική
των πραγμάτων και μία λογική που νομιμοποιεί τη ριζική επέμβαση του οικονομικού
συστήματος εν γένει στον βιοτικό κόσμο των ανθρώπων και στη φύση. Μήπως η
ψευδής συνείδηση του προοδευτικού, όπως εύστοχα την περιγράφει η
Erler, είναι κι αυτή μια από τις κρίσιμες ερμηνείες
για τη βραδυπορία να κατανοήσουμε τα αδιέξοδα που φέρνει αυτή η αποικιοποίηση
φύσης και βιοτικού κόσμου[5]
από το οικονομικό σύστημα; Μήπως και για το λόγο αυτό, η δυσφορία που
γεννιέται από τα αδιέξοδα, αντί να γίνεται κίνητρο για αναστοχασμό και
αξιολόγηση της εμπειρίας με λογικά και ηθικά κριτήρια, τροφοδοτεί συνήθως τη
μοιρολατρεία ή ανορθολογικές αντιδράσεις φυγής από την πραγματικότητα;
[1]
Patrick Leigh
Fermor,
Ανάμεσα
στα δάση και στα νερά, μτφ. Ν.
Κούτρας,
Μεταίχμιο
2004,
Τάκης
Παπατσώνης,
Μολδοβαλαχικά του Μύθου,
Ίκαρος.
[2]
Ihlau
Olaf,
Εin
Volksstamm
von der Planierraupe
erdrückt.
Suddeutsche
Zeitung,
φύλλο
189/1988,
Μόναχο
18
Αυγ.
1988.
[3]
Erler,
Gisela
Αnnα:
Fortschritt,
Frauen
und Europa.
Oder,
wie halten
wir
es
mit der
rumanischen
Barbarei?
(Η
πρόοδος,
οι γυναίκες
και
η
Ευρώπη.
Ποια
η
γνώμη
μας
για
τη
βαρβαρότητα
στη
Ρουμανία;)
Περιοδικό
Kommune,
τεύχος
8/1988,
Φραγκφούρτη,
Αύγουστος
1988
[4] Βλ.
Αντώνης
Λιάκος,
Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο,
Πόλις,
Αθήνα
2005. Επίσης,
Michael
Levy,
Το
εθνικό ζήτημα, μτφ.
Μαριάννας
Τζιατζή,
εκδ. Στάχυ,
Αθήνα
1993,
καθώς επίσης το μνημειώδες έργο του «αυστρομαρξιστή»
Otto
Bauer,
Die
Nationalitatenfrage
und die Sozialdemokratie
(Το
ζήτημα των εθνοτήτων και η σοσιαλδημοκρατία,
1907).
[5]
Βιοτικός
κόσμος (ή
βιόκοσμος),
σε αντιδιαστολή με
το σύστημα:
Πρέπει
ν’
αναφερθεί πολύ σύντομα, πως ορίζεται
το
ζεύγος αυτό
από
τον
Jürgen
Habermas
στη
Θεωρία
του
επικοινωνιακού
πράττειν
(Theorie
des kommunikativen Handelns),
Suhrkamp
Verlag,Φραγκφούρτη:
Ο
βιόκοσμος
(όρος
που εισήγαγε ο Husserl
με το ύστερο έργο του της
«Κρίσης»)
είναι
ο
ορίζοντας
των
εμπειριών
μας,
το
πλαίσιο
μέσα
στο
οποίο
τα πράγματα εμφανίζονται,
βιώνονται και αποκτούν ένα νόημα.
Η
αναπαράστασή του στη συνείδηση των
ατόμων,
συνίσταται
από
νοήματα
προσδιορισμένα
με
κοινωνικούς
και
πολιτισμικούς
όρους,
τα οποία δομούνται και
διαστρωματώνονται με
τρόπο
«γλωσσολογικό».
Για
τον
Χάμπερμας,
με
την
εξέλιξη
της
κοινωνίας
στο
νεωτερικό
κόσμο,
αυτονομούνται τα
λειτουργικά
συστήματα της
οικονομίας
(αγορά)
και της πολιτικής
(γραφειοκρατικό
κράτος).
Τώρα
πλέον, το αυτονομημένο σύστημα
με
τα
μέσα
ελέγχου που διαθέτει,
χρήμα
και εξουσία,
«αποικιοποιεί»
τον βιοτικό κόσμο, ενώ πριν, στις
παραδοσιακές και προκαπιταλιστικές κοινωνίες, σύστημα και βιόκοσμος δεν ήταν
διαχωρισμένα και αποτελούσαν μία ενότητα. Ένα μέρος του
δημοσιεύθηκε στη Νέα Οικολογία τ.
48, Οκτώβριος 1988,
υπό τον τίτλο: Ο δρόμος για το
σοσιαλισμό ανοίγει με μπουλντόζες Εδώ επανεπεξεργασμένο |
                     |