Ενότητα :Επίκαιρα θέματα |
Τίτλος : Σ.τ.Ε.: η εκτροπή Αχελώου αντιβαίνει στην οδηγία πλαίσιο για τα νερά
|
Αρχή κειμένου
Σ.τ.Ε.: η εκτροπή Αχελώου αντιβαίνει στην οδηγία
πλαίσιο για τα νερά Το ΣΤΕ θεωρεί πλέον ότι η
εκτροπή αντιβαίνει στην οδηγία πλαίσιο για τα νερά γιατί ο σχετικό νόμος
καλύπτει ανάγκες άρδευσης με μεταφορά νερού από μια λεκάνη απορροής σε μια άλλη
χωρίς να έχει προηγηθεί η εκπόνηση των σχεδίων στις 2 Περιοχές Λεκάνης Απορροής
Ποταμού (ΠΛΑΠ), δηλαδή στις ΠΛΑΠ της Δυτικής Στερεάς και Ηπείρου, και της
Θεσσαλίας αλλά κάνει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ. Η απόφαση
13/10/2009 Με
την Σ.τ.Ε. 3054/2009 (Ολομ.) κρίθηκε ότι αποτελεί εκτελεστή διοικητική
πράξη και προσβάλλεται παραδεκτώς έγγραφο με το οποίο η Διοίκηση κάλεσε τον
ανάδοχο του έργου εκτροπής των υδάτων του ποταμού Αχελώου προς την Θεσσαλία να
προβεί στην έναρξη και συνέχιση των εργασιών που είχαν διακοπεί μετά την
1186/2006 ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε. Περαιτέρω, υποβλήθηκαν στο
Δ.Ε.Κ. προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα προς κοινοτικές οδηγίες
εθνικών ρυθμίσεων, με τις οποίες επετράπη η συνέχιση του έργου. Σε
περίπτωση που το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρίνει ότι με την ως άνω
διάταξη της οδηγίας τίθεται απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο για την κατάρτιση των
σχεδίων διαχείρισης υδάτινων πόρων, πρέπει περαιτέρω να υποβληθεί το εξής
προδικαστικό ερώτημα: 2) «Εθνική ρύθμιση, με την οποία επιτρέπεται η μεταφορά
ύδατος από συγκεκριμένη Λεκάνη Απορροής Ποταμού (ΛΑΠ) σε άλλη ΛΑΠ, χωρίς να
έχουν ακόμη εκπονηθεί τα σχέδια των Περιοχών Λεκάνης Απορροής Ποταμού (ΠΛΑΠ)
εντός των οποίων βρίσκονται οι ΛΑΠ από και προς τις οποίες θα γίνει μεταφορά
ύδατος, είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15
της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, δεδομένου μάλιστα ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος
15 της ως άνω οδηγίας βασική μονάδα διαχείρισης της ΛΑΠ είναι η ΠΛΑΠ στην οποία
ανήκει;». Σε
περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στην προηγούμενη ερώτηση, πρέπει περαιτέρω να
υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: 3) «Κατά την έννοια των άρθρων 2, 3, 4,
5, 6, 9, 13 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από μια
ΠΛΑΠ σε γειτονική ΠΛΑΠ; Σε
περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ο σκοπός αυτής της μεταφοράς μπορεί να είναι
μόνο η κάλυψη αναγκών ύδρευσης ή μπορεί επίσης να εξυπηρετούνται η άρδευση και η
παραγωγή ενέργειας; Σε
κάθε περίπτωση απαιτείται κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων της οδηγίας, να
έχει κριθεί αιτιολογημένα από τη Διοίκηση και επί τη βάσει της αναγκαίας
επιστημονικής μελέτης, ότι η ΠΛΑΠ υποδοχής αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες που
έχει για ύδρευση, άρδευση κ.λπ. με τους δικούς της υδάτινους πόρους;».
Σε
περίπτωση που το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρίνει ως προς το ερώτημα
υπό στοιχείο 1) ότι με την διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 6 της οδηγίας
2000/60/ΕΚ δεν τίθεται απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο (22.12.2009) για την
κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης υδάτινων πόρων αλλά θεσπίζεται ειδική
προθεσμία μεταφοράς των σχετικών διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15
της εν λόγω οδηγίας, πρέπει περαιτέρω να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:
4) «Εθνική ρύθμιση, θεσπιζόμενη εντός της ανωτέρω ειδικής προθεσμίας μεταφοράς,
με την οποία επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από συγκεκριμένη ΛΑΠ σε άλλη ΛΑΠ,
χωρίς να έχουν ακόμη εκπονηθεί τα σχέδια των ΠΛΑΠ εντός των οποίων βρίσκονται οι
ΛΑΠ από και προς τις οποίες θα γίνει μεταφορά ύδατος, θέτει άνευ ετέρου σε
κίνδυνο το χρήσιμο αποτέλεσμα της εν λόγω οδηγίας ή πρέπει για να εκτιμηθεί το
ζήτημα αν τίθεται σε κίνδυνο το χρήσιμο αποτέλεσμα της οδηγίας να ληφθούν υπ’
όψη κριτήρια όπως η κλίμακα των προβλεπομένων επεμβάσεων και οι σκοποί της
μεταφοράς ύδατος;». Τέλος, πρέπει να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: 5)
«Νομοθετική ρύθμιση, η οποία θεσπίζεται από εθνικό κοινοβούλιο και με την οποία
εγκρίνονται σχέδια διαχείρισης ΛΑΠ χωρίς να προβλέπεται, από τους κρίσιμους
εθνικούς κανόνες, στάδιο διαβουλεύσεως με το κοινό στη διαδικασία ενώπιον του
εθνικού κοινοβουλίου και χωρίς να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι
τηρήθηκε η προβλεπόμενη στην οδηγία διαδικασία διαβουλεύσεως ενώπιον της
Διοικήσεως, είναι σύμφωνη με τις ρυθμίσεις των άρθρων 13, 14 και 15 της οδηγίας
2000/60/ΕΚ που αφορούν στις διαδικασίες ενημέρωσης, διαβούλευσης και συμμετοχής
του κοινού;». Περαιτέρω, προκειμένου να κριθεί εάν η προσβαλλόμενη πράξη είναι
ακυρωτέα διότι δεν ακολουθήθηκαν οι απαιτούμενες από την οδηγία 85/337/ΕΟΚ
διατυπώσεις δημοσιότητας και ενημέρωσης του κοινού και των αρχών, το Σ.τ.Ε.
έκρινε ότι πρέπει να διατυπωθεί προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το
εξής προδικαστικό ερώτημα: «Κατά την έννοια της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, ΜΠΕ που
αφορά την κατασκευή φραγμάτων και την μεταφορά ύδατος και που εισήχθη προς
έγκριση ενώπιον του εθνικού κοινοβουλίου μετά από την δικαστική ακύρωση της
πράξεως με την οποία είχε ήδη εγκριθεί και για την οποία είχε ήδη τηρηθεί η
διαδικασία δημοσιότητας, χωρίς να τηρηθεί εκ νέου η διαδικασία αυτή, καλύπτει
τις απαιτήσεις των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 5, 6, 8 και 9 της ως άνω οδηγίας
για ενημέρωση και συμμετοχή του κοινού;» Εξ άλλου, προκειμένου να κριθεί εάν η
προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα διότι παρότι πρόκειται για σχέδιο και έργο
που αφορά τους τομείς της γεωργίας, ενέργειας και διαχείρισης υδάτινων πόρων,
και θίγει περιοχές που περιλαμβάνονται στο δίκτυο Natura (Ασπροπόταμος, Κοιλάδα
Αχελώου, Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού κ.λπ.), δεν προηγήθηκε της
νομοθετικής εγκρίσεώς του η στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση των επιπτώσεών
του, η Ολομέλεια αποφάσισε να διατυπωθούν προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων τα εξής προδικαστικά ερωτήματα: 1) «Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της
οδηγίας 2001/42/ΕΚ σχέδιο εκτροπής ποταμού το οποίο α) αφορά την κατασκευή
φραγμάτων και τη μεταφορά ύδατος από μια ΠΛΑΠ σε άλλη, β) εμπίπτει στο πεδίο
εφαρμογής της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, γ) αφορά σε έργα της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ και δ)
ενδέχεται να έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε περιοχές της οδηγίας
92/43/ΕΟΚ;». Σε
περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, πρέπει περαιτέρω να
υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: 2) «Κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. 1
της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, μπορούν να θεωρηθούν ως τυπικές προπαρασκευαστικές
πράξεις που εκδόθηκαν πριν από τις 21 Ιουλίου του 2004, έτσι ώστε να μην
υφίσταται υποχρέωση για εκπόνηση μελέτης στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης,
πράξεις που αφορούσαν το επίδικο έργο και έχουν ακυρωθεί αναδρομικώς με
δικαστικές αποφάσεις;». Σε
περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, πρέπει περαιτέρω να
υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: 3) «Κατά την έννοια του άρθρου 11 παρ. 2
της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, ερμηνευομένη υπό το φως των σκοπών της, όπως αυτοί
διατυπώνονται στο προοίμιό της, σε περίπτωση που ένα σχέδιο εμπίπτει ταυτόχρονα
στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, καθώς και σε αυτό των οδηγιών
2000/60/ΕΚ και 85/337/ΕΚ που επίσης απαιτούν την εκτίμηση των περιβαλλοντικών
επιπτώσεων του έργου, αρκούν για την τήρηση των απαιτήσεων της οδηγίας
2001/42/ΕΚ οι μελέτες που έχουν εκπονηθεί με βάση τα οριζόμενα στις οδηγίες
2000/60/ΕΚ και 85/337/ΕΚ, ή πρέπει να εκπονηθεί αυτοτελής μελέτη στρατηγικής
περιβαλλοντικής εκτίμησης;».
Τέλος, προκειμένου να κριθεί εάν η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα διότι με
αυτήν εγκρίθηκε η κατασκευή έργων που απειλούν την ακεραιότητα προστατευόμενων
περιοχών που έχουν χαρακτηρισθεί ως Τόποι Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) και ως Ζώνες
Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) κατά παράβαση των οδηγιών 79/409/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ, το
Σ.τ.Ε. έκρινε ότι πρέπει να διατυπωθούν προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων τα εξής προδικαστικά ερωτήματα: 1) «Κατά την έννοια των άρθρων 3, 4
και 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, οι περιοχές που περιλαμβάνονταν στους εθνικούς
καταλόγους των τόπων κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ) και, τελικώς, συμπεριελήφθησαν
στον κοινοτικό κατάλογο των ΤΚΣ, καταλαμβάνονταν από την προστασία της οδηγίας
92/43/ΕΟΚ, πριν από το χρόνο δημοσιεύσεως της 2006/613/ΕΚ απόφασης της Επιτροπής
της 19ης Ιουλίου 2006, με την οποία εγκρίθηκε ο κατάλογος των προστατευόμενων
ΤΚΣ για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή;», 2) «Είναι δυνατόν, κατά την
έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, οι αρμόδιες εθνικές αρχές να
παράσχουν άδεια για την υλοποίηση ενός σχεδίου εκτροπής ύδατος μη άμεσα
συνδεόμενου ή αναγκαίου για τη διατήρηση μιας περιοχής που εντάσσεται σε μία
Ζώνη Ειδικής Προστασίας, όταν σε όλες τις μελέτες που περιλαμβάνονται στο φάκελο
του έργου αυτού διαπιστώνεται η παντελής έλλειψη στοιχείων ή απουσία αξιόπιστων
και επικαιροποιημένων δεδομένων για την ορνιθοπανίδα της περιοχής αυτής;», 3)
«Κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, λόγοι κυρίως
αρδευτικοί και δευτερευόντως υδρευτικοί για τους οποίους επιχειρείται ένα σχέδιο
εκτροπής ύδατος, μπορούν να αποτελέσουν το επιτακτικό δημόσιο συμφέρον που
απαιτεί η οδηγία προκειμένου να επιτραπεί η διενέργεια του σχεδίου αυτού παρ’
όλες τις αρνητικές επιπτώσεις του στις προστατευόμενες από την ως άνω οδηγία
περιοχές;». Σε
περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, πρέπει περαιτέρω να
υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: 4) «Για τον καθορισμό της επάρκειας των
αντισταθμιστικών μέτρων που είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλισθεί η
προστασία της συνολικής συνοχής μιας περιοχής Natura 2000, η οποία βλάπτεται από
ένα σχέδιο εκτροπής ύδατος, είναι, κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της
οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ληπτέα υπ’ όψιν κριτήρια όπως το εύρος της ως άνω εκτροπής
και το μέγεθος των έργων που αυτή συνεπάγεται;».
Τέλος, πρέπει να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: 5) «Κατά την έννοια των
άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ερμηνευομένων υπό το φως της αρχής της
αειφόρου αναπτύξεως όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 ΣυνθΕΚ, δύνανται οι
αρμόδιες εθνικές αρχές να παράσχουν άδεια για την υλοποίηση ενός σχεδίου
εκτροπής ύδατος εντός μιας περιοχής Natura 2000, μη άμεσα συνδεόμενου ή
αναγκαίου για τη διατήρηση της συνοχής της περιοχής αυτής, όταν από την ΜΠΕ του
εν λόγω σχεδίου προκύπτει ότι αυτό θα έχει ως συνέπεια την μετατροπή ενός
φυσικού ποτάμιου οικοσυστήματος σε ανθρωπογενές ποτάμιο και λιμναίο
οικοσύστημα;». |
                     |