Ενότητα :Κριμπάς Κώστας

Τίτλος : ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΖΟΥΡΟΣ, Από τους φυσικούς οργανισμούς στα κοινωνικά συστήματα. Μια μεγαλόπνοη ιστορική σύνθεση (ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΙΜΠΑΣ, Κοινωνιοβιολογία Συμπεριφορά και γονιδιακή λογιστική)

Διαβάστηκε: 890 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Από τους φυσικούς οργανισμούς στα κοινωνικά συστήματα

Μια μεγαλόπνοη ιστορική σύνθεση

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΙΜΠΑΣ

Κοινωνιοβιολογία Συμπεριφορά και γονιδιακή λογιστική

«ΚΑΤΟΠΤΡΟ», ΣΕΛ. 203, ευρώ 18



Οι δάσκαλοί μου στο Γυμνάσιο δεν ήθελαν να μάθω πολλά για την εξέλιξη, τουλάχιστον έτσι έδειχναν. Όμως το βιβλίο της Βιολογίας είχε μία σελίδα για τον Λαμάρκ και τον Δαρβίνο (τα σημερινά είναι ακόμα πιο φειδωλά) και, τότε δεν ήξερα γιατί, ήταν η σελίδα που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση. Μετά, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, έμαθα περισσότερα για την κοινή καταγωγή της ζωής και τη φυσική επιλογή, όμως κάτι στο μυαλό μου δεν «κολλούσε» με το δεύτερο, τη φυσική επιλογή. Η αυτοθυσία της μέλισσας, το ομαδικό τάισμα των μικρών στις αγέλες των άγριων σκύλων και άλλα τέτοια φαίνονταν να διαψεύδουν τον δαρβινισμό. Φυσικά ήταν ένα άγχος πολύ πιο παλιό, δεν το έκρυψε και προσπάθησε να το ξεπεράσει ο ίδιος ο Δαρβίνος. Το ξεπέρασμα ήρθε από τους συμπατριώτες του έναν αιώνα αργότερα. Η επιστήμη δεν μπόρεσε ακόμα να ξεπεράσει τη σοβαροφάνειά της, αλλιώς θα μπορούσε να θεωρήσει γενέθλια μέρα της Κοινωνιοβιολογίας -γιατί περί αυτής ο λόγος- τη μέρα που ο
J. Β. S. Haldane έδωσε τη γνωστή απάντηση σε ερώτημα δημοσιογράφου αν θα θυσίαζε τη ζωή του για τη βασίλισσα της Αγγλίας. Η απάντηση ήταν πως θα τη θυσίαζε για δύο αδέλφια του, 8 ξαδέλφια ή 32 δεύτερα ξαδέλφια, αλλά μιας και η συγγένειά του με τη βασίλισσα ήταν κάτι πολύ κοντά στο μηδέν μια τέτοια θυσία δεν θα είχε νόημα.


Είναι ενδιαφέρον ότι η Κοινωνιοβιολογία γεννήθηκε και ανδρώθηκε παράλληλα με τη Μοριακή Γενετική. Η τελευταία είναι βέβαια πολύ πιο γνωστή γιατί οι εφαρμογές της μόνο με την Πυρηνική Φυσική μπορούν να συγκριθούν. Δεν είναι όμως καθόλου συμπτωματικό ότι η εισβολή της επιστήμης στον μικρόκοσμο της βιολογίας (τα βιομόρια και οι κυτταρικές λειτουργίες) και στον μακρόκοσμό της (οι βιοκοινωνίες και τα οικοσυστήματα) έγινε στις ίδιες δεκαετίες, με βήματα συγχρονισμένα και παράλληλα. Ο μεσόκοσμος της βιολογίας (ο οργανισμός) ήταν αρκετά καλά μελετημένος και φαινόταν πάντα πιστός στον δαρβινισμό, από τα βακτήρια μέχρι τα θηλαστικά (τον δαρβινισμό τον χρησιμοποιώ εδώ με την έννοια του νεοδαρβινισμού, που δεν είναι παρά ο δαρβινισμός εξοπλισμένος με ό,τι νεότερο έχει να προσφέρει η σύγχρονη επιστήμη). Ο μακρόκοσμος με τον αυτοκτονιστικό αλτρουισμό των μελισσών και τις πειθαρχημένες συνεργασίες στις κοινωνίες των ανώτερων ζώων αποτελούσαν, όπως είπαμε, εξαιρέσεις που δεν επιβεβαίωναν τον κανόνα. Ο μικρόκοσμος μας έφερε μπροστά σε παρόμοιες εκπλήξεις. Πρώτα, διαπιστώθηκε ότι μεγάλα κομμάτια του
DNA δεν έχουν χρήση για τον οργανισμό (τουλάχιστον έτσι φαίνεται προς το παρόν), μια σπατάλη που δεν ταιριάζει με τον δαρβινισμό. Μετά, βρέθηκαν μικρά κομμάτια DNA που η μόνη λειτουργία τους είναι να φτιάχνουν αντίγραφά τους που στη συνέχεια, σαν αλεξιπτωτιστές, προσγειώνονται εδώ κι εκεί πάνω στο μεγάλο νήμα του DNA. Αυτά τα μεταθετά στοιχεία, όπως είναι γνωστά, μπορούν να θεωρηθούν παράσιτα του DNA, όμως καθώς η ένθεσή τους είναι τυχαία, μπορεί να συμβεί μέσα σε ένα λειτουργικό γονίδιο και να το καταστήσει ανενεργό. Το να επιτρέψει η φυσική επιλογή τον αυτο-παρασιτισμό του οργανισμού πάλι δεν φαινόταν να ταιριάζει με τον δαρβινισμό. Μετά βρέθηκαν γονίδια που ανταγωνίζονται άλλα γονίδια μέσα στον ίδιο οργανισμό, σαν πειρατές που κούρσεψαν το καράβι με το θησαυρό -εδώ τον οργανισμό- και τώρα ρίχτηκαν σε μια άγρια μάχη μεταξύ τους για το ποιος θα το διαφεντέψει - οδηγώντας το κάποτε, πάνω στη μανία για κυριαρχία, σε ναυάγιο.


Όλα αυτά έφεραν τον δαρβινισμό στο σημείο που έπρεπε ή να εγκαταλειφθεί ή να επανανακαλυφθεί. Συνέβη το δεύτερο. Η κεντρική ιδέα είναι απλή και έγινε, για το ευρύτερο κοινό, γνωστή με το απατηλό όνομα «εγωιστικό γονίδιο». Το γονίδιο είναι γονίδιο. Πολλαπλασιάζεται και μεταλλάσσεται. Επιπλέον επιλέγεται. Ήταν αυτή η τρίτη ιδιότητα που ο μεσόκοσμος της βιολογίας είχε παραβλέψει. Από τον Δαρβίνο μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα η κρατούσα άποψη ήταν πως η φυσική επιλογή δρα αποκλειστικά πάνω στον οργανισμό. Έτσι την εισέπραξα και εγώ στα μαθητικά μου χρόνια. Τώρα έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο σωστός τρόπος για να εκτιμήσουμε τον ρόλο της είναι να τη δούμε σαν δύναμη που διατρέχει και επηρεάζει ταυτόχρονα όλη την ιεραρχία της ζωής, μια ιεραρχία που αρχίζει από το γονίδιο, περνά στο κύτταρο, μετά στον οργανισμό και από κει στην κοινωνία και το οικοσύστημα. Η οργάνωση αυτή -η ίδια συναρμολόγημα της φυσικής επιλογής- είναι τέτοια που πότε ευνοεί ένα κατώτερο επίπεδο σε βάρος ενός ανώτερου και πότε αντίστροφα. Στην τελευταία περίπτωση αυτό σημαίνει πως, ναι, μπορεί να υπάρξουν συνθήκες κάτω από τις οποίες η φυσική επιλογή ευνοεί την κοινωνία σε βάρος του ατόμου. Στα μαθητικά μας χρόνια, μια τέτοια ανακούφιση τη σημαδεύαμε με το ό.έ.δ. (όπερ έδει δείξαι).


Η Κοινωνιοβιολογία, όπως δηλώνει και το όνομά της, επικεντρώνεται στο ανώτερο επίπεδο της παραπάνω ιεραρχίας, στη σχέση ατόμου-κοινωνίας. Τα θεμέλιά της τέθηκαν στην Αγγλία, αλλά γρήγορα ο άνεμος έφτασε στην ομογάλακτη ΗΠΑ. Το ομώνυμο βιβλίο του ακαδημαϊκού Κώστα Κριμπά είναι το πρώτο στο είδος του στον ελληνικό χώρο. Έχουν προηγηθεί μεταφράσεις των πιο αξιόλογων μονογραφιών που εμπίπτουν ή άπτονται του ευρύτερου χώρου - κι εδώ θέλω να αναφερθώ ιδιαίτερα στις εκδόσεις «Σύναλμα», που τόσο οδυνηρά και απροσδόκητα για όλους μας τερμάτισαν το πολύ σημαντικό έργο τους. Ο καθηγητής Κ. Κριμπάς είναι ένα σπάνιο μείγμα βιολόγου-ιστορικού. Για την πρώτη ιδιότητα έχω ιδίαν πείρα. Για τη δεύτερη δεν είμαι ειδικός, αλλά ίσως δεν μου είναι απαραίτητο. Μου αρκεί η ικανοποίηση που αντλώ όταν διαβάζω τα γραπτά του και ξανασυναντώ ιδέες και πρόσωπα, πολλές φορές γνωστά, να φωτίζονται από το ιστορικό-κοινωνικό φως του συγγραφέα. Σ' αυτόν τον μικρό και λιτό τόμο ο αναγνώστης θα βρει μια ολοκληρωμένη εισαγωγή στην Κοινωνιοβιολογία. Η ιστορική-κοινωνική προσέγγιση, γόνιμη για κάθε επιστημονικό χώρο, αλλά ιδιαίτερα αναγκαία για τη συγκεκριμένη περίπτωση, δρα σαν μυθιστορηματική σασπένς. Οι βασικοί σταθμοί στην ανάπτυξη της Κοινωνιοβιολογίας, όπως ο ισολογισμός γονιδιακού κόστους και κέρδους του
W. D. Hamilton, οι ιδέες του J. Maynard Smith για τις εξελικτικές στρατηγικές, οι τολμηρές και διεισδυτικές προεκτάσεις του R. L. Trivers στον χώρο της αμοιβαιότητας, η δυναμική της συνεργασιμότητας του R. Axelrod και βέβαια η αριστουργηματική σύνθεση και προβολή του αντικειμένου από τον Ε. Ο. Wilson -για να αναφέρουμε μόνο μερικούς τέτοιους σταθμούς- δίνονται ανάγλυφα και απέριττα. Με τον ίδιο τρόπο δίνεται και η γόνιμη αντιπαράθεση που γνώρισε η Κοινωνιοβιολογία στα πρώτα και αβέβαια βήματά της, με πρωταγωνιστή τον R. C. Lewontin. Με περισσό θάρρος και ακριβοδίκαια ο συγγραφέας καταγίνεται με τις περισσότερο αμφιλεγόμενες ερμηνευτικές προσπάθειες της Κοινωνιοβιολογίας, σε χώρους που κλασικά ήταν απαγορευμένοι για τις θετικές επιστήμες: τη συνείδηση, την ψυχολογία, την τέχνη, τη φιλοσοφία, την ηθική. Εδώ η Κοινωνιολογία γνώρισε πολεμική, πολλές φορές αδυσώπητη. Κατηγορήθηκε ως ακατάλληλη, αλαζονική και παραπλανητική. Για το πρώτο αρκεί να παραπέμψει κανείς στους χρόνους όπου η Βιολογία αγνοούσε τη Χημεία, για το δεύτερο, στα κείμενα των πρωτεργατών της θεωρίας, όπου θα διαπιστωθεί ότι περισσεύουν η σεμνότητα και η αυτοκριτική, για το τρίτο ας μην ξεχνούμε ότι θέλει τόλμη και αρετή η επιστήμη. Χρειάζεται τόλμη για να μπαίνει σε χώρους που ακόμα παραμένουν βασικά ανερμήνευτοι, χρειάζεται αρετή για να κινείται πάντα με το κριτήριο -θα έλεγα τη μανία- της αυτοδιάψευσης. Είναι αυτή η πλευρά της Κοινωνιοβιολογίας που ωφελείται ιδιαίτερα από την ιστορική-κοινωνική προσέγγιση του καθ. Κ. Κριμπά.


Το βιβλίο διαβάζεται εξίσου άνετα από αυτούς που προέρχονται από τις θετικές ή τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η πρώτη κατηγορία δεν περιλαμβάνει μόνον τους βιολόγους, ούτε η δεύτερη μόνον τους κοινωνιολόγους. Ο καθένας θα βρει κάτι που δεν γνώριζε, κάτι που δεν είχε σκεφθεί, ανεξάρτητα από το από πού προέρχεται και ποιος είναι ο ιδεολογικός χώρος στον οποίο αισθάνεται ανετότερα. Και αυτό, γιατί το βιβλίο πραγματεύεται ένα θέμα που έχει όλα τα σημάδια μιας μεγαλόπνοης σύνθεσης. Η επιτυχία της θα κριθεί φυσικά με τον χρόνο. Εν τω μεταξύ υπάρχει η γοητεία του εγχειρήματος - και ποιος θα ήθελε να τη στερηθεί; Το βιβλίο περνά αυτή τη γοητεία στον αναγνώστη, ό.έ.π. (όπερ έδει πληρώσαι).



ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΖΟΥΡΟΣ

Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης,

αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

 

Ελευθεροτυπία, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/07/2008

 

Επιστροφή