Ενότητα :Tευχος 100. Ιανουάριος 2010

Τίτλος : Αποστόλου Βαγγέλης: Διαχείριση δασών και κλιματική αλλαγή

Διαβάστηκε: 559 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Διαχείριση δασών και κλιματική αλλαγή

 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

μέλος ΠΓ ΣΥΝ

πρώην ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

 

Στα περιεχόμενα της συμφωνίας-παρωδίας της συνδιάσκεψης της Κοπεγχάγης για το κλίμα, υπάρχει και μία αναφορά στη σχέση των δασών με την κλιματική αλλαγή.

 

Αν τελικά υπάρξει και κάποια νομική δέσμευση, τότε οι χώρες θα αναγκαστούν να δίνουν λογαριασμό στον ΟΗΕ, για τα μέτρα που θα παίρνουν και τα αποτελέσματα που θα έχουν στους τομείς της αειφόρου διαχείρισης των δασών καθώς και της διατήρησης και ενίσχυσης των αποθεμάτων τους σε άνθρακα.

 

Τα δάση πέραν της λειτουργίας τους ως στοιχείο οικονομικής δραστηριότητας αλλά και ρυθμιστή του τοπικού κλίματος παίζουν μαζί με το έδαφος σημαντικό ρόλο στην παρακράτηση-αποθήκευση μεγάλου μέρους του άνθρακα της ατμόσφαιρας. Η αποδάσωση όχι μόνο μειώνει αυτές τις ποσότητες, όπως συμβαίνει με τις αποψιλώσεις και υποβαθμίσεις των δασών λόγω μη λειτουργίας της διαδικασίας της φωτοσύνθεσης αλλά και αυξάνει τις εκλυόμενες ποσότητες άνθρακα, όπως συμβαίνει στις δασικές πυρκαγιές.

 

Σύμφωνα με στοιχεία του FAO για το 2005, υπολογίζεται ότι η βλάστηση των δασών και τα εδάφη τους αποθηκεύουν κάθε χρόνο περί τα 3,2 γιγατόνους (GT) άνθρακα, ενώ η αποδάσωση εκλύει περί τους 1,6 GT, δηλαδή υπάρχει ένα θετικό παρακράτησης 1,6 GT, που αντιστοιχεί στο ¼ των 6,5 GT που εκλύονται κάθε χρόνο από τις ανθρώπινες δραστηριότητες.

 

Όμως τα τελευταία χρόνια οι καταστροφές των δασών και ιδιαίτερα από τις πυρκαγιές, καθιστούν εύθραυστη αυτή τη σχέση. Αν δε προσθέσουμε και την άνοδο της θερμοκρασίας που κάνει πιο εύφλεκτα τα δάση, τότε υπάρχει ενδεχόμενο από μηχανισμοί συγκράτησης του άνθρακα να μετατραπούν σε οικοσυστήματα που θα εκλύουν άνθρακα.

 

Γιʼ αυτό απαιτείται όχι μόνο η αειφορική διαχείριση των υπαρχόντων δασών αλλά και η επαναφορά μέσω εκτεταμένων αναδασώσεων της δασικής βλάστησης σε μεγάλο μέρος των καταστραφέντων εκτάσεων. Ιδιαίτερα οι βιομηχανικές χώρες που έχουν και τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κλιματική αλλαγή πρέπει να δεσμευτούν μέσω συμφωνίας για τη χρηματοδότηση τέτοιων εκτεταμένων προγραμμάτων ίδρυσης δασικών φυτειών.

 

Παρότι τα τελευταία χρόνια η συζήτηση για τις σχέσεις των δασών με την κλιματική αλλαγή έχει απασχολήσει όλη την ανθρωπότητα , εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε αντιληφθεί ότι συμμετέχουν και τα ελληνικά δάση στο μηχανισμό περιορισμού των αερίων του θερμοκηπίου, αφού ιδιαίτερα τα κωνοφόρα συγκρατούν μεγάλες ποσότητες CO2. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 1992 έχουν ένα ξυλαπόθεμα που δεσμεύει μεγάλη ποσότητα άνθρακα και ισοδυναμεί με την αποθήκευση 390.000.000 τόνων CO2.

 

Κρίνεται απαραίτητο να προχωρήσουμε ως χώρα σε μια έρευνα που θα καταλήξει σε στοιχεία που θα δείχνουν την κατανομή ανά είδος βλάστησης και περιοχές του ξυλαποθέματος και του αντίστοιχου αποθηκευμένου άνθρακα.

 

Δυστυχώς όμως η ελληνική πολιτεία δεν έχει ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη διάσταση των δασών μας. Κι αυτή την απουσία δεν επηρέασαν ούτε ακόμη και οι καταστροφικές πυρκαγιές των τελευταίων 3 χρόνων που κατέστρεψαν περί το 10% των υψηλών δασών της χώρας μας. Όπως δεν έχει απασχολήσει την πολιτεία ούτε η ερημοποίηση που απειλεί 34% των εδαφών μας – ήδη πολλές από καμένες περιοχές των τελευταίων χρόνων έχουν ενταχθεί στις περιοχές υψηλού κινδύνου ενώ το 8% της γεωργικής γης, δηλαδή περίπου 3.000.000 στρέμματα αποσύρονται από την παραγωγή – ούτε και η βιοποικιλότητα που πλήττεται πρώτιστα από την κλιματική αλλαγή.

 

Η Δασική Υπηρεσία είναι όχι μόνο αποδεκατισμένη αλλά και εξακολουθεί να διαχειρίζεται τα δάση μόνο με την αντίληψη της παραγωγής δασικών προϊόντων.

 

Ποιος λοιπόν θα μας απαντήσει πόσα εκατομμύρια τόνοι άνθρακα απελευθερώνονται κάθε χρόνο από την καταστροφή των δασών της χώρας μας και πόσα χρόνια θα περάσουν για να επαναδεσμευτούν; Τα σίγουρο είναι ότι η απάντηση περνά μέσα από τη σύνδεση της διαχείρισης των δασών με την καταπολέμηση της ερημοποίησης και της κλιματικής αλλαγής. Ίδωμεν.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 100, 1/2010

 

Επιστροφή