Ενότητα :Tευχος 100. Ιανουάριος 2010

Τίτλος : Κορρέ Κατέρίνα, Το οικολογικό αποτύπωμα της φυτοβαφικής

Διαβάστηκε: 1081 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Το οικολογικό αποτύπωμα της φυτοβαφικής

 

Της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΟΡΡΕ

 

Καλοκαίρι του 2002, ο αξέχαστος Νίκος Καίσαρης, που τόσο μας είχε βοηθήσει στον αγώνα του Περιβαλλοντικού Συλλόγου Ρεθύμνου για να κλείσει η χωματερή του Μαρουλά, επισκέφθηκε το χωριό μας. Βλέποντας το εργαστήρι με τα βαμμένα νήματα, με έπεισε να γράψω στο Δαίμονα για τις φυτικές βαφές κι έδωσε, ο ίδιος, το όνομα «Δαίμων των φυτικών χρωμάτων» στη στήλη που ολοκλήρωσε τον κύκλο της μετά από 22 τεύχη.

 

Βέβαια, η βαφική με φυσικές χρωστικές είναι θέμα ανεξάντλητο. Οι άνθρωποι για πολλές χιλιάδες χρόνια έβαφαν δέρματα, υφάσματα και νήματα, διακοσμούσαν και χρωμάτιζαν κάθε είδους επιφάνειες χρησιμοποιώντας φυσικές χρωστικές: χρωματιστές γαίες (ώχρες) και χρωστικές ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης.

 

Μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε η παραγωγή των συνθετικών χρωστικών που αντικατέστησαν τις φυσικές βαφές με τεράστια επιτυχία αλλά όχι δίχως κόστος περιβαλλοντικό.

 

Σε σύγκριση με τις συνθετικές, οι φυσικές χρωστικές θεωρούνται σήμερα οικολογικές και προτείνονται για εναλλακτικούς τρόπους βαφής. Ασκώντας την φυτοβαφική σε μια περιοχή που οι αποχετεύσεις των χωριών καταλήγουν στα φαράγγια, το οικολογικό αποτύπωμα της δραστηριότητας αυτής με απασχόλησε ιδιαίτερα και συνεχίζει να με απασχολεί παρά την εγκατάστασή μας σε ένα κτήμα με βιολογικό καθαρισμό λυμάτων. Είναι να μη σου καρφωθεί το ερώτημα στο μυαλό. Αλήθεια ποιο είναι το οικολογικό αποτύπωμα της φυτοβαφικής;

 

Το γεγονός ότι δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες για τεχνικές βαφής κατά την αρχαιότητα, δεν οφείλεται μόνο στην πρακτική των βαφέων να κρατούν τις συνταγές τους μυστικές. Απαξιωμένη, όπως κάθε χειρωνακτική δραστηριότητα, η βαφική εθεωρείτο, επιπλέον, μια κατʼ εξοχήν βρώμικη εργασία και αντιμετωπιζόταν με αποστρoφή.

 

Μπορεί να φανταστεί κανείς την δυσοσμία που ανέδυαν οι λόφοι από κοχύλια στα βαφεία της πορφύρας. Τεράστιες ποσότητες πορφυροφόρων κοχυλιών (γύρω στις 12.000) πρέπει να αλιευθούν για να εξαχθεί μικρή ποσότητα χρωστικής, περίπου 1,4 gr.

 

Για την εξαγωγή της μπλε χρωστικής από την ισάτιδα (όπως και από το ίντιγκο) έπρεπε τα φύλλα του φυτού να υποστούν ζύμωση και επεξεργασία με διάφορες ουσίες μεταξύ των οποίων και ούρα. Η δυσοσμία από αυτήν την διαδικασία ενοχλούσε τόσο την Βασίλισσα Ελισάβετ Α΄, ώστε απαγόρευσε την καλλιέργεια του φυτού.

 

Από τα τέλη του μεσαίωνα, καθώς αναπτυσσόταν η κλωστοϋφαντουργία πλήθαιναν και τα εργαστήρια βαφικής. Σε πολλές περιοχές της Ευρώπης απαγορεύθηκε στους βαφείς, όπως και στους βυρσοδέψες, να ασκούν το επάγγελμά τους μέσα στις πόλεις, επειδή εθεωρείτο ότι χρησιμοποιούσαν ουσίες επικίνδυνες για την ανθρώπινη υγεία.

 

Γενικώς, η λειτουργία των βαφείων, υπόκειτο σε πλήθος περιορισμούς. Κάποιοι από αυτούς οφείλονταν στις δεισιδαιμονίες της εποχής ενώ άλλοι, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση να ρίχνονται υπολείμματα βαφής στα νερά των ποταμιών, δείχνουν πόσο ρυπογόνος δραστηριότητα εθεωρείτο η φυτοβαφική κατά την προβιομηχανική εποχή.

 

Προφανώς η ρύπανση δεν οφειλόταν στα φυτά, αλλά στις ουσίες που εχρησιμοποιούντο για την στερέωση της χρωστικής, τα λεγόμενα προστύμματα. Εκτός από την σχετικά ακίνδυνη στύψη, την ποτάσα, τα ούρα και τα κόπρανα προβάτων και αγελάδων, εχρησιμοποιούντο ως πρόστυμμα το νίτρο, το αρσενικό, αμμωνιακά άλατα, θειικά άλατα, θειικός χαλκός. Στα μέσα του 18ου αιώνα παράχθηκαν νέες ουσίες, το θειικό οξύ, το χλωριούχο ασβέστιο, ενώσεις χρωμίου, οξείδιο του μαγγανίου κ.ά.

 

Προβλήματα προέκυπταν και από τις εκτεταμένες καλλιέργειες βαφικών φυτών.

 

Μια από τις ακριβότερες βαφές της αρχαιότητας, η βαφή με κρόκο, εγκαταλείφθηκε νωρίς γιατί απαιτούσε απέραντες εκτάσεις κροκοκαλλιέργειας. Για 1kg ξηρών στιγμάτων, πρέπει να συλλεχθούν εκατό χιλιάδες άνθη κρόκου.

 

Η εντατική καλλιέργεια της ρεζεντά, στην Γαλλία, άφησε πίσω της εξαντλημένη γη.

 

Η παραγωγή του λουλακιού (ίντιγκο) απαιτούσε την καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων εύφορης και αρδευόμενης γης με ινδικοφόρα φυτά. Η αύξηση της ζήτησης και η απληστία των Εγγλέζων αποικιοκρατών οδήγησε στο να επεκταθεί η καλλιέργεια της ινδικοφόρου, στην Βεγγάλη, σε βάρος των δημητριακών και του ρυζιού, γεγονός που οδήγησε σε εξέγερση.

 

Αν δεν είχε παραχθεί το συνθετικό λουλάκι, το 1897, ολόκληρη η Ινδία να γινόταν γιγάντια καλλιέργεια ινδικοφόρων φυτών, δεν θα μπορούσε να καλύψει την τωρινή ζήτηση σε ίντιγκο.

 

Η βαφική, εκτός από βιοτεχνική - κατεξοχήν ανδρική- δραστηριότητα, αποτελούσε μέρος των οικιακών εργασιών σε κάθε γωνιά της γης και ασκήθηκε κυρίως από γυναίκες.

 

Η οικιακή, παραδοσιακή βαφική, χρησιμοποιούσε φυτά της περιοχής και αξιοποιούσε προϊόντα που θα πετιούνταν όπως π.χ. φλούδες ροδιών, εξώφλουδα κρεμμυδιών και καρυδιών, κλαδέματα αμπελιού, στέμφυλα, φύλλα δένδρων μετά την συγκομιδή των καρπών. Στην οικιακή βαφική βάφονταν μικρές ποσότητες, ακριβώς όσες χρειαζόταν το κάθε νοικοκυριό.

 

Στην οικιακή βαφική, για την στερέωση των χρωματισμών χρησιμοποιούνταν ως προστύμματα ουσίες αβλαβείς, στύψη, τρυγία, αλάτι, ξύδι, στάχτη ξύλων, καπνιά του τζακιού, ούρα ζώων ή παιδιών, ασβεστόνερο, άσπρουγας, μαλλόρουπος, ξυνισμένο γάλα, αποπλύματα της σκάφης του ζυμωτού, πίτουρα, όξινοι χυμοί φρούτων, αγουρίδες, ρίζες λάπαθου, καρποί και μέρη φυτών που περιέχουν τανίνες όπως ρόδι, βάτος, βελανίδια κ.α.

 

Στην βαφική χρειάζονται, επίσης, μεγάλες ποσότητες μαλακού νερού και άφθονη καύσιμη ύλη.

 

Ίσως οι μόνες πραγματικά οικολογικές βαφές είναι οι λεγόμενες πρωτόγονες. Σε κλίματα θερμά, άφηναν τα βαφικά φυτά μαζί με όξινους χυμούς φρούτων κάτω από τον καυτό ήλιο μέχρι να υποστούν ζύμωση.

 

Η λαογράφος Άννα Αποστολάκη έχει διασώσει μια παρόμοια συνταγή με την οποία έβαφαν στην Αιγιάλεια. Έβαζαν το μάλλινο νήμα σε λεκάνη μαζί με αγουρίδες και το πασπάλιζαν με σκόνη ριζαριού. Το άφηναν στον ήλιο γυρίζοντάς το τακτικά. Μετά από δέκα ημέρες το έβγαζαν και το έριχναν σε καθαρό νερό. Το νήμα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε χρώμα χακί, γινόταν ολοκόκκινο και αξέβαφο. Έτσι έχει βαφεί το νήμα της φωτογραφίας.

 

Όσο για την βαφή με το λουλάκι, οι Κρητικές δεν χρειάζονταν βιτριόλι και άλλα δηλητήρια. Έβαφαν μπλε αξέβαφο μέσα σε χλιαρό μαλλόρουπο (το απόπλυμα από το πλύσιμο του μαλλιού των προβάτων) με λίγες ρίζες λάπαθου.

 

Τελικά, όπως ισχύει για τόσες άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, το οικολογικό αποτύπωμα της φυτοβαφικής είναι θέμα κλίμακας.

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 100, 1/2010

 

Επιστροφή