Ενότητα :Tευχος 100. Ιανουάριος 2010

Τίτλος : Χατζηδάκις Δημήτρης, H πρόληψη της ρύπανσης και τα προβλήματα εφαρμογής στην Ελλάδα

Διαβάστηκε: 479 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

H πρόληψη της ρύπανσης και τα προβλήματα εφαρμογής στην Ελλάδα

 

Του Δημήτρη Χατζηδάκη*

 

ΓΕΝΙΚΑ

 

Η Οδηγία 2008/1/ΕΚ (κωδικοποίηση της Οδηγίας 96/61/ΕΚ) για τον ολοκληρωμένο έλεγχο και την πρόληψη της ρύπανσης, γνωστή και ως IPPCD, θέτει το πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης (πρβλ. έκδοση Απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων) εγκαταστάσεων που ανήκουν στους σημαντικότερους κλάδους (παραγωγή ενέργειας, τροφίμων, ορυκτών και χημικών προϊόντων, μεταλλουργία κ.ά.). Προβλέπει διαδικασίες και προϋποθέσεις, οι κυριότερες από τις οποίες είναι:

 

• Η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει κατʼ αρχήν να έχει προληπτικό χαρακτήρα και να πραγματοποιείται με ολοκληρωμένο τρόπο,

 

• για τις νέες εγκαταστάσεις επιβάλλεται η άμεση εφαρμογή των διατάξεων και για τις υφιστάμενες (έναρξη λειτουργίας πριν από τον Οκτώβριο 2000) περιθώριο προσαρμογής μέχρι τον Οκτώβριο 2007,

 

• για μια σειρά ρύπων προς την ατμόσφαιρα και τους αποδέκτες υγρών αποβλήτων επιβάλλονται οριακές τιμές εκπομπής, χωρίς να προσδιορίζονται συγκεκριμένες τεχνικές αντιρρύπανσης,

 

• οι επιβαλλόμενες οριακές τιμές εκπομπής βασίζονται στις λεγόμενες βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (ΒΔΤ), που, λαμβανομένων υπόψη και τεχνικοοικονομικών στοιχείων, επιτυγχάνουν σημαντικές μειώσεις των εκπομπών,

 

• επιβάλλονται μέτρα προστασίας και αποκατάστασης του περιβάλλοντος για μετά την οριστική παύση λειτουργίας των εγκαταστάσεων και

 

• επιβάλλεται η καταγραφή των εκπομπών μιας σειράς ρύπων προς την ατμόσφαιρα και τους αποδέκτες υγρών αποβλήτων.

 

Στις διατάξεις της Οδηγίας εμπίπτουν περίπου 340 υφιστάμενες εγκαταστάσεις της χώρας μας που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ιδίως αναφορικά με τον χρόνο προσαρμογής (Οκτώβριος 2007).

 

Μέχρι τις αρχές του 2009 μόνο για περίπου το 50% των εγκαταστάσεων είχε εκδοθεί περιβαλλοντική άδεια από τις αρμόδιες, Κεντρικές ή Περιφερειακές, Υπηρεσίες, αιτία για την οποία πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε τη χώρα μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

 

Η Οδηγία:

 

• επηρεάζει σημαντικά το κύκλωμα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, αλλά και τον τρόπο σκέψης και δράσης της Διοίκησης και των επιχειρήσεων,

 

• υποχρεώνει τις εγκαταστάσεις να προσαρμοσθούν σε ένα σαφώς πιο περιοριστικό και δαπανηρότερο πλαίσιο, όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιδόσεις τους,

 

• για την επιλογή οριακών τιμών εκπομπών ή άλλων μέτρων περιβαλλοντικού χαρακτήρα, όπου το πλαίσιο δεν είναι απολύτως σαφές και η Διοίκηση διαθέτει κάποια ευελιξία, ουσιαστικά απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και

 

• ωθεί τις επιχειρήσεις να ενσωματώσουν στην πολιτική τους και την έννοια της, με καθαρά οικονομικά κριτήρια, μη ανταποδοτικής δαπάνης περιβαλλοντικού χαρακτήρα.

 

Σε κάθε περίπτωση, τίθεται θέμα αυξημένων απαιτήσεων των υποβαλλόμενων μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και απόλυτης εξειδίκευσης του απασχολούμενου με την αδειοδότηση προσωπικού των Υπηρεσιών. Επιπλέον, είναι απαραίτητος ο συντονισμός των Κεντρικών και των Περιφερειακών Υπηρεσιών, ιδίως σε θέματα επιλογής των, κατά περίπτωση, ΒΔΤ.

 

Οι αρμόδιες Υπηρεσίες ελέγχου θα πρέπει να διαθέτουν επαρκές πλήθος εξειδικευμένων ατόμων και κατάλληλο εξοπλισμό, ώστε να πραγματοποιούν ουσιαστικούς ελέγχους και να μη διεκπεραιώνουν τυποποιημένες εξετάσεις γραφειοκρατικού χαρακτήρα.

 

Θεωρητικά, τα κοινοτικής προέλευσης BREFs (BAT References) μπορεί να αποτελούν ένα χρήσιμο “εγχειρίδιο” για την επιλογή τεχνικών αντιρρύπανσης, όμως το ενδιαφέρον εστιάζεται στον καθορισμό των οριακών τιμών εκπομπής διαφόρων, κατά περίπτωση, ρύπων. Για να χαρακτηρισθούν οι διάφορες τεχνικές ως βέλτιστες διαθέσιμες πρέπει να επιτυγχάνουν “χαμηλά επίπεδα εκπομπών”, διατύπωση σχετικά νεφελώδης. Το γεγονός ότι ο καθορισμός των οριακών τιμών εκπομπών εναπόκειται τελικά στις αρμόδιες Αρχές μπορεί να αποτελέσει σημείο τριβής μεταξύ Αρχών και Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

Αν για τις νέες εγκαταστάσεις οι κανόνες του παιχνιδιού, γνωστοί εκ των προτέρων, μπορούν να επηρεάσουν τις όποιες επιχειρηματικές επιλογές εν τη γεννέσει τους, ο καθορισμός των οριακών τιμών εκπομπών μπορεί να επηρεάσει ακόμη και τη βιωσιμότητα μιας υφιστάμενης εγκατάστασης στην περίπτωση του εκσυγχρονισμού ή/ και της προσαρμογής της. Είναι ένα πιθανότατο σημείο τριβών Διοίκησης, επιχειρήσεων και της τοπικής και μη τοπικής κοινωνίας, πολύ περισσότερο που τα τεχνικά χαρακτηριστικά της εγκατάστασης, η γεωγραφική θέση και οι τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των οριακών τιμών εκπομπής.

 

Για την περιβαλλοντική αδειοδότηση μιας δραστηριότητας η Οδηγία απαιτεί τον εκ των προτέρων σχεδιασμό για την αντιμετώπιση κάθε κινδύνου ρύπανσης μετά την οριστική παύση της δραστηριότητας και για την ικανοποιητική αποκατάσταση του χώρου της εκμετάλλευσης. Για την ελληνική πραγματικότητα, αυτή η υποχρέωση αποτελεί νεωτερισμό (εξαιρείται η περίπτωση των λατομείων) με την υποχρέωση για αποξήλωση εγκαταστάσεων, αποκατάσταση, ίσως και παρακολούθηση της ποιότητας, εδαφών και …δαπάνη, όχι πάντοτε ευκαταφρόνητη.

 

ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

 

Έχοντας εντοπίσει διάφορα προβλήματα κατά την εφαρμογή της Οδηγίας και στοχεύοντας στη δημιουργία ενός (πολύ) αυστηρότερου πλαισίου αδειοδότησης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει την αναθεώρηση της Οδηγίας με βασικό σκοπό την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης και των επιπτώσεών της που οφείλονται στις βιομηχανικές δραστηριότητες, ώστε να επιτευχθεί ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος με τον πλέον οικονομικό και αποδοτικό τρόπο.

 

Επί μέρους στόχοι της πρότασης είναι:

 

• η επαρκέστερη εφαρμογή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών (θα είναι δεσμευτικές οι προτεινόμενες από τα BREFs τιμές εκπομπής ρύπων;)

 

• η επαρκέστερη εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας (ενίσχυση του περιβαλλοντικού ελέγχου, των εκθέσεων συμμόρφωσης και της αναθεώρησης της περιβαλλοντικής άδειας) και ενίσχυση της τεχνολογικής καινοτομίας

 

• ο περιορισμός περιττών διοικητικών διαδικασιών και η απλοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας

 

*Δρ Χημικός Μηχανικός

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 100, 1/2010

 

Επιστροφή