Ενότητα :Tευχος 100. Ιανουάριος 2010

Τίτλος : Κουρουζίδης Σάκης, Πράσινος Καποδίστριας Νο2

Διαβάστηκε: 538 φορές!

Πλήρες Κείμενο :   


Αρχή κειμένου

 

Πράσινος Καποδίστριας Νο2

 

Κουρουζίδης Σ.

 

Η μεταρρύθμιση που επιχειρήθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας είχε ασφαλώς, πέραν των αρκετών ατελειών ή σκοπιμοτήτων, μια θετική επιδίωξη και έναν πυρήνα «αληθείας». Άλλωστε, η μέχρι τώρα πορεία του μάλλον θετικό απολογισμό έχει να επιδείξει παρά αρνητικό, σε γενικές γραμμές. Ο θετικός απολογισμός δεν αφορά το έργο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης συνολικά, αλλά μόνον την επίδραση του σχεδίου Καποδίστριας στο έργο της. Ο θεσμός της Τ.Α. έχει ανάγκη από μια ευρύτερη «κάθαρση».

 

Στο χώρο αυτό έχουν συρρεύσει όλες οι πρακτικές του παρηκμασμένου πολιτικού μας συστήματος. Μεγάλο μέρος των στελεχών της Τ.Α., όλων των βαθμίδων, είτε προαλείφονται για την κεντρική πολιτική σκηνή είτε έχουν επιστρέψει από αυτήν έχοντας αποτύχει στις αμέσως προηγούμενες εκλογές. Αφού, λοιπόν, λειτουργεί ως φυτώριο πολιτικών στελεχών κυριαρχείται και από τις μεθόδους του χώρου αυτού.

 

Το ίδιο ισχύει και για όσους καταλήγουν στη «χωματερή» της Τ.Α. αφού έχουν θητεύσει στην κεντρική πολιτική σκηνή και κουβαλούν μαζί τους, εκτός από την αποτυχία τους και τις μεθόδους του πολιτεύεσθαι εκεί. Μια λογική που θα μπορούσε να βάλει ένα κάποιο φρένο σʼ αυτήν την πρακτική θα ήταν η καθιέρωση ασυμβίβαστων ρόλων, όπως για παράδειγμα ότι ένας δήμαρχος ή ένας νομάρχης για να κατέλθει στις βουλευτικές εκλογές θα πρέπει να περιμένει μια διετία, έστω, ανάμεσα στους δύο ρόλους, όπως και για την αντίστροφη πορεία.

 

Αν όμως, εξετάσουμε σε ένα άλλο επίπεδο το όλο σχέδιο, θα διαπιστώσουμε ότι όλη αυτή η αυτοδιοικητική μεταρρύθμιση στηρίχθηκε στις υπάρχουσες υποδιαιρέσεις του ελλαδικού χώρου (περιφέρειες, νομοί) και ασχολήθηκε με τις συνενώσεις κοινοτήτων εντός των υπαρχόντων νομών. Οι βασικές διοικητικές υποδιαιρέσεις της χώρας, όμως, έχουν ως αφετηρία τους ιστορικά και δευτερευόντως γεωγραφικά στοιχεία, εν πολλοίς τυχαία από φυσική άποψη. Στη συνέχεια οι περιφέρειες αθροίζουν τους έτσι οριοθετημένους νομούς, αναπαράγοντας την τυχαία χάραξή τους.

 

Κανένα από τα βασικά διοικητικά υποσύνολα του ελλαδικού χώρου δεν έχει μια φυσική ενότητα, δεν αντιστοιχεί σε ένα σύνολο κοινών φυσικών στοιχείων τα οποία να υπόκεινται σε μια ενιαία διαχείριση. Ούτε οι συνενώσεις κοινοτήτων υπάκουσαν σε ένα τέτοιο κριτήριο. Από την άποψη αυτή τα διοικητικά σύνολα της χώρας έχουν καθοριστεί «τυχαία». Οι συνέπειες από το γεγονός αυτό δεν αφορούν, απλώς, μια ελλιπή διαχείριση και προστασία του φυσικού χώρου αλλά αντανακλούν και στα αναπτυξιακά δεδομένα της κάθε περιοχής.

 

Έτσι, η ανάγκη ύπαρξης αυτοδιοικητικών υποδιαιρέσεων που θα συνδέονται με αντίστοιχες φυσικές υποδιαιρέσεις του ελλαδικού χώρου, αποκτά και αναπτυξιακά πλεονεκτήματα. Οι Φορείς Διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, αφενός έχουν περιορισμένο και -συχνά- ανταγωνιστικό ρόλο με τις άλλες διοικητικές -αναπτυξιακές- αρχές, αφετέρου, όταν και αν γίνουν, περιορίζονται μόνον στις προστατευόμενες περιοχές και όχι στο σύνολο του ελλαδικού χώρου.

 

Η βάση για έναν επανακαθορισμό των διοικητικών ενοτήτων του ελλαδικού χώρου, ενός «Οικολογικού Καποδίστρια», θα μπορούσε να είναι το υδατικό διαμέρισμα. Η χώρα μας υποδιαιρείται σε 14 υδατικά διαμερίσματα, ένα παραπάνω από τις σημερινές περιφέρειες, μόνο που τα όριά τους διαφέρουν σημαντικά, αφού αυτά καθορίζονται με κριτήρια επιστημονικά και όχι «τυχαία» (ο σχετικός χάρτης προέρχεται από την έκδοση του Υπ. Γεωργίας: Διαχείριση Υδατικών Πόρων στον Αγροτικό Τομέα, με κείμενα των Ι. Παπασταματίου και Π. Περγιαλιώτη και επιμέλεια Σ. Παπαδάκου, Ιανουάριος 2002).

 

Επομένως, μια πρώτη αναδιάρθρωση στον 3ο βαθμό αυτοδιοίκησης θα αφορούσε την ταύτιση των 14 υδατικών διαμερισμάτων με τις αντίστοιχες περιφέρειες. Το κάθε υδατικό διαμέρισμα υποδιαιρείται σε λεκάνες και υπολεκάνες. Με οδηγό αυτήν την υποδιαίρεση θα μπορούσαν να καθοριστούν και ο 1ος και 2ος βαθμός αυτοδιοίκησης. Βεβαίως, θα μπορούσαν να «συνενωθούν» λεκάνες ή υπολεκάνες -οι οικισμοί που βρίσκονται μέσα σε αυτές, για την ακρίβεια- συνυπολογίζοντας και άλλα κριτήρια (πληθυσμιακά, έκτασης, δικτύων υποδομής και ιστορικά δεδομένα), προκειμένου να καθοριστούν οι νέες νομαρχίες και δήμοι.

 

Ένας ιδιαίτερος σχεδιασμός θα μπορούσε να προβλέπει ότι ένα δήμος θα περιλαμβάνει όλους τους οικισμούς που, για παράδειγμα, βρίσκονται στις όχθες μιας λίμνης, ενός ποταμού ή σε επιμέρους τμήματά του, σε έναν βιότοπο, σε έναν εθνικό δρυμό, σε έναν κόλπο κλπ. Μια σημαντική πλευρά αυτού του σχεδιασμού αφορά τον καταλυτικό ρόλο που θα μπορούσε να παίξει στην αντιμετώπιση του προβλήματος της διαχείρισης των νερών που τόσο ταλαιπωρεί την ελληνική ύπαιθρο, κυρίως, με τις γνωστές διαμάχες των «άνω» με τους «κάτω» οικισμούς. Με μια στοιχειώδη ευελιξία και χωρίς να παρακάμπτονται ιδιαιτερότητες ιστορικές, πληθυσμιακές ή άλλες, με βάση τη λογική αυτή και με κριτήρια απολύτως «φυσικά», όπως προκύπτουν από την επιστήμη, μπορεί να δοθεί λύση σε κάθε επιμέρους, ειδικό πρόβλημα.

 

Ανεξάρτητα από τον αριθμό που θα προκύψει -πράγμα που θα μπορούσε να ρυθμιστεί με τις απαραίτητες συνενώσεις- αυτό που θα αναδειχθεί θα είναι μια νέα (αυτο)διοικητική πραγματικότητα η οποία θα στηρίζεται σε συγκεκριμένες φυσικές υποδιαιρέσεις μέσα στις οποίες μπορούν να καθοριστούν αναπτυξιακά σχέδια και προστατευτικές πρακτικές, ως τμήμα ενός ενιαίου τρόπου σχεδιασμού, ο οποίος συνυπολογίζει και ενσωματώνει όλα τα δεδομένα της ανάπτυξης. Μια φυσική ενότητα (υδατικό διαμέρισμα, λεκάνη, υπολεκάνη), αντιπροσωπεύει, συμπυκνώνει και οριοθετεί τα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά μιας περιοχής, τις ανθρώπινες και φυσικές δυνατότητες και πλεονεκτήματα, αλλά ταυτόχρονα θέτει και τα όρια σε αυτές τις δραστηριότητες, αφού οτιδήποτε συντελείται μέσα σε αυτές, «αθροίζεται» -ρύπανση εδάφους και νερών, συχνά και της ατμόσφαιρας, εξάντληση φυσικών πόρων, απορρίμματα- και επιστρέφει ως κόστος και ως ζημιά για την ίδια την περιοχή.

 

Σε αυτό το πλαίσιο και η προστασία του περιβάλλοντος αποκτά μια νέα διάσταση αφού ενσωματώνεται στα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά και αποτελεί τμήμα αυτού του σχεδιασμού. Κάθε αυτοδιοικητική ενότητα, και στους 3 βαθμούς, μπορεί να θέσει ιδιαίτερες προδιαγραφές στην ανάπτυξη και στην προστασία. Να θέσει δικά της όρια που θα συνδέονται άμεσα με τα φυσικά χαρακτηριστικά ολόκληρης της περιοχής, να περιορίζεται ή να επεκτείνεται σε αναπτυξιακές επιλογές, με βάση τα «όρια», τη «χωρητικότητα» της κάθε φυσικής ενότητας η οποία θα αποτελεί και την επικράτεια της περιφέρειας, του νομού ή του δήμου κατά περίπτωση. Μπαίνουμε έτσι στην εποχή της «αειφόρου διαχείρισης» η οποία περιλαμβάνει κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά χαρακτηριστικά σε μια ενιαία προσέγγιση και αλληλεξάρτηση.

 

Η χρηματοδότηση των ΟΤΑ δεν συνδέεται ούτε με ένα προγραμματισμό «πράσινων επεμβάσεων», αφού οι δήμοι δεν εισπράττουν φόρους και άρα δεν μπορούν συνδέσουν έναν τοπικό φόρο με ένα συγκεκριμένο τοπικό, επίσης, έργο. Στα κριτήρια χρηματοδότησης των ΟΤΑ από την κεντρική διοίκηση δεν περιλαμβάνονται «κριτήρια βιώσιμης ανάπτυξης» και άρα είναι ουδέτερα από αυτήν την σκοπιά. Ένα σύστημα θετικών-αρνητικών πράσινων δεικτών που θα αξιολογούν επιδόσεις και προτάσεις του κάθε ΟΤΑ, θα αποτελούν και τα κριτήρια χρηματοδότησης ή μη, από την κεντρική διοίκηση.

 

Ένας «Οικολογικός Χάρτης» της χώρας, ειδικά με βάση τα φυσικά χαρακτηριστικά που αφορούν τις πόλεις, τους οικισμούς και τους περιαστικούς τους χώρους θα βοηθούσε, στη συνέχεια, τις αυτοδιοικητικές ενότητες να συντάσσουν σε ετήσια βάση, μια έκθεση για την κατάσταση του περιβάλλοντος με βάση κάποιους «δείκτες αειφορίας», ενιαίους για όλη την Ελλάδα αυτή.

 

Η βασική ιδέα του κειμένου πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Δαίμονα της Οικολογίας», τεύχ. 16, Ιούνιος 2002

 

 

Δαίμων της Οικολογίας,

τ. 100, 1/2010

 

 

 

Επιστροφή