Ενότητα :Tευχος 100. Ιανουάριος 2010 |
Τίτλος : Πεσμαζόγλου Βασίλης, Είδος εν επαρκεία ή το πνεύμα εν είδη περιστεράς
|
Αρχή κειμένου Tου ΒΑΣΙΛΗ ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ «Αρουραίοι του ουρανού!». Με αυτόν τον απαξιωτικό παραλληλισμό χαρακτήριζε τα περιστέρια ο Χρήστος. Κατανοητό: ως φοιτητής στην Ιταλία, είχε δεχτεί κάμποσες κουτσουλιές τους στο κεφάλι και στους ώμους του. Επίσης, ίσως δε το κυριότερο, μελετώντας την Αναγεννησιακή τέχνη και αρχιτεκτονική, είχε διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τις φθορές που επέφεραν οι ακαθαρσίες τους στα μνημειακά κτήρια και αγάλματα σε κεντρικές πλατείες πόλεων της Τοσκάνης και της Ούμπρια. Για να μην αναφερθούμε στην ακαλαίσθητη επίκληση του εν λόγω πετούμενου σε πλήθος όσες σαχλές φιλειρηνικές ζωγραφιές. Ο ορισμός του μπανάλ. Ένας σωστός εστέτ, όπως ο Χρήστος, τα έβλεπε και αυτομάτως, εξ αντανακλάσεως, γινόταν πολεμοχαρής. Ο θεός Άρης ως πνεύμα εν είδη περιστεράς. Η Μαίρη τα θυμόταν ακόμα τα λόγια αυτά του πρώην συντρόφου της, πέντε χρόνια μετά τον οδυνηρό χωρισμό τους. (Διότι πώς αλλιώς; Ένας χωρισμός που στοιχειωδώς σέβεται τον εαυτό του δεν μπορεί παρά να είναι επώδυνος). Αλλά δεν είναι από πίκα, διάθεση αντεκδίκησης, που κρατάει προσεκτικά το κουτί στα χέρια της, για την ακρίβεια στην αγκαλιά της, καθισμένη στον πάγκο του καραβιού. Αυτό που προέχει είναι να τηρήσει την υπόσχεσή της στη Δάφνη, τη μικρή κόρη τους, που βρήκε τραυματισμένο το περιστέρι και το έφερε σπίτι να το περιθάλψει. Μετά από τρεις μέρες υπομονής, η Μαίρη της πρότεινε να το πάει σε ένα κέντρο περίθαλψης που είχε ακουστά. Και με τα χίλια ζόρια την έπεισε ότι εκεί θα ήταν καλύτερα. Το Κέντρο Περίθαλψης Άγριων Ζώων είχε αρχίσει τη λαμπρή σταδιοδρομία του στην ταπεινή αυλή ενός σπιτιού στο νησί, εξειδικευόμενο σε πρώτη φάση στα πτηνά. Γερακίνες, πελεκάνοι, ακόμα και αετοί φιλοξενούνταν εκεί, για να προστεθούν στη συνέχεια διάφορα θηλαστικά όπως αλεπούδες, αρκουδάκια, νυφίτσες ακόμα και μαϊμούδες. Υπό την πίεση των περίοικων, αλλά και των λοιπών μελών της οικογενείας του πρωτοπόρου εθελοντή, που αφιέρωνε άπειρο χρόνο και ενέργεια στο θεάρεστο έργο του, χωρίς να βρίσκει πάντοτε την απαραίτητη κατανόηση, τα ζώα μεταφέρθηκαν στο άδειο ερειπωμένο κτήριο των παλαιών φυλακών. Έτσι, βρέθηκαν φυλακισμένα στο ιστορικό εκείνο Καποδιστριακό κτίσμα του 19ου αιώνα, που αρχικά είχε φιλοξενήσει ορφανά παιδιά και στη συνέχεια ποινικούς και πολιτικούς κρατούμενους. Εν αναμονή της μετεξέλιξής του σε φαραωνικών διαστάσεων και αμφίβολης χρησιμότητας πολιτιστικό κέντρο, τα εκατοντάδες τετραγωνικά του επέπρωτο να στεγάσουν και να προαυλίσουν μια πανσπερμία από πληγωμένη πανίδα: ήταν οι διάδοχοι των κρατουμένων και των δικών τους πολύ διαφορετικών πληγών. Έως ότου, με τη βοήθεια κονδυλίων της ΕΕ και άλλων χορηγών, το μεγαλόπρεπο κτήριο ερήμωσε και πάλι, έμεινε άδειο κέλυφος προς ανακαίνιση, τα δε ζωάκια, άγρια και μη, πτηνά, θηλαστικά και ερπετά, μετεγκαταστάθηκαν ψηλά στο βουνό, σε ένα ολοκαίνουργιο συγκρότημα. Όπως συμβαίνει συχνά, η γενναιόδωρη χρηματοδότηση της νέας εγκατάστασης δεν συνοδευόταν από πρόβλεψη για τρέχοντα έξοδα σε λειτουργικές δαπάνες όπως ανθρώπινο δυναμικό, η δε ροή εθελοντών ήταν μάλλον πενιχρή. Στην κατάσταση αυτή βρίσκεται το όλο εγχείρημα, την ηλιόλουστη εκείνη μέρα που η Μαίρη καταπλέει στο λιμάνι, αγκαλιά με το περιστέρι και την ευσυνειδησία της. Καμαρωτή καμαρωτή, στερεώνει το διάτρητο κουτί παπουτσιών στη σχάρα του παπιού της και οδεύει προς το κέντρο. «Ρωτώντας πας στην πόλη», έλεγε συχνά η γιαγιά της και η Μαίρη είχε μείνει πάντα με την απορία αν εννοούσε πόλη ή Πόλη (που ήταν και το τόπος καταγωγής της). Εν προκειμένω, ρωτώντας, βρήκε γρήγορα το νήμα που θα την οδηγούσε στον προορισμό της. Στη διαδρομή, η θέα, βελτιούμενη σταθερά, γινόταν υπέροχη. Αράζει το παπάκι και προχωράει, απολαμβάνοντας τη σιγαλιά και εισπνέοντας τον αέρα της εξοχής. Λίγο μετά, έχοντας πλέον μπει στην περιοχή του Κέντρου, ο μεν αέρας θα αντικατασταθεί από μια σαφέστατη μπόχα-οσφρητικό κοκτέιλ ποικίλων ζωικών απεκκρίσεων, η δε σιωπή από ένα κονσέρτο κρωξιμάτων και βρυχηθμών, στους οποίους προστίθεται και η δικιά της φωνή, όλο και πιο δυνατή: «Είναι κανείς εδώ;!!». Ψυχή ζώσα – αν υποθέσουμε ότι, ευθυγραμμιζόμενοι με τους θεολόγους του Μεσαίωνα που μελέτησαν το φλέγον θέμα ενδελεχώς, δεχτούμε ότι τα ζώα ΔΕΝ διαθέτουν ψυχή. Έχοντας κάνει το γύρο του συγκροτήματος, η Μαίρη βρίσκει εν τέλει ένα κτίσμα που μάλλον κατοικείται από το ανθρώπινο είδος. Το κλειδί είναι στην πόρτα, ανοίγει, βρίσκεται μπροστά σε κάτι κρεβάτια και μια θεόρατη τηλεόραση. Σκέφτεται το θέμα και εν τέλει αποθέτει το κουτί πάνω στη συσκευή - όποιος έρθει ασφαλώς θα το δει. Αποχαιρετάει το περιστέρι, αφού προηγουμένως έχει ελέγξει ότι είναι εν ζωή και έχει ακόμα λίγη τροφή στο κουτί. Ο Βλάσης είναι από τους ελάχιστους εθελοντές του Κέντρου. Φοιτητής. Έχοντας μπει στην Κτηνιατρική Σχολή αντί της Ιατρικής, που ήταν και η πρώτη επιλογή του, έχει με τα χρόνια συμφιλιωθεί με την ιδέα να φροντίζει ζώα. Στο πλαίσιο της πτυχιακής του εργασίας, έχει αναλάβει να δουλέψει στο Κέντρο Περίθαλψης ειδικά για να μελετήσει τις διατροφικές συνήθειες ορισμένων σπάνιων ειδών, όπως τα ιγουάνα που έχουν κατακλύσει το μέρος: τα αφεντικά τους, δηλαδή αυτοί που τα είχαν ως κατοικίδια, καθώς τα ζώα μεγάλωναν δυσανασχέτησαν με την ιδέα να έχουν στο σπίτι τους ένα μικρομεσαίο κροκόδειλο. Και χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα, τα αποχωρίστηκαν: Πώς; Πολύ απλά, τα εγκατέλειψαν στη θύρα του κέντρου, όπως καλή ώρα στο παρελθόν φτωχές ανύπαντρες λεχώνες άφηναν τα μωρά τους στις πόρτες πλουσιόσπιτων ή ιδρυμάτων. Ο Βλάσης είναι περισσότερο φιλάργυρος απʼ ότι φιλόζωος. To όνειρό του να βγάλει πολλά λεφτά σαν πλαστικός χειρούργος ανθρώπινων όντων έχει αντικατασταθεί από το να κάνει κάτι ανάλογο στα ζώα. Έχει μάλιστα ερευνήσει τις δυνατότητες τέτοιας μεταπτυχιακής ειδίκευσης στο εξωτερικό. Εναλλακτικά, θα κάνει τον ψυχίατρο ζώων-που προμηνύεται εξ ίσου προσοδοφόρο. Αλλά επί του παρόντος, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος, πρέπει να ξεμπερδεύει με την πτυχιακή εργασία: τού την φόρτωσε ο καθηγητής του, που δεν είναι άλλος από τον διαβόητο για την αυστηρότητά του Γεράσιμο Περιστέρη (τον έχει κόψει επανειλημμένα). Τι να κάνει; Θα μελετήσει για 20 μέρες τα διατροφικά δεδομένα του Κέντρου, με έμφαση στα ιγουάνα και τα άλλα εξωτικά ερπετά που έχουν σταδιακά προστεθεί στα αρχικά πτηνά. Καθώς το καλοκαίρι πνέει τα λοίσθια, η μεν προθεσμία υποβολής των πορισμάτων της εργασίας πλησιάζει, οι δε λιγοστοί ξένοι εθελοντές, σαν αποδημητικά πτηνά, παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Ανάμεσά τους και μια επιβλητική Τσέχα, με την οποία ο Βλάσης είχε ψιλοδημιουργήσει αυτό που στους φίλους του περιέγραφε ως «κατάσταση». Περασμένα μεγαλεία! Τώρα, προχωρημένος Σεπτέμβρης, τον δέρνει η μοναξιά και η συνεχής ταλάντωση ανάμεσα στην τηλεόραση και την οθόνη του υπολογιστή με τα πενιχρά ακόμα στοιχεία που έχει συλλέξει για την εργασία-ρετσινόλαδο για τον καθηγητή Περιστέρη. Καθώς λοιπόν ανεβαίνει με το παπάκι του προς το έρημο Κέντρο, όπου έχει βάρδια, είναι αποφασισμένος να αναβάλει για άλλη μια φορά την ακαδημαϊκή του δουλειά. Θα ταΐσει τα ζώα και θα παρακολουθήσει το αγαπημένο του σίριαλ. Μπαίνει στο δωμάτιο και το μάτι του πέφτει αμέσως στη συσκευή της τηλεόρασης με το κουτί από παπούτσια μάρκας Κλαρκς. Θα ανοίξει το κουτί, θα δει το ζωντανό, θα αποφανθεί πως δεν είναι είδος εν ανεπαρκεία, ότι σαφώς υστερεί σε εξωτικότητα. Πέραν αυτού, τελευταία, τα περιστέρια του προκαλούν συνειρμικά μιαν απύθμενη απέχθεια. Έχει γίνει κι αυτός σαν τον Χρήστο, αντιπεριστερικός. Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη θα το δώσει βορά στις πεινασμένες αλεπούδες. «Συμπλήρωμα διατροφής», θα αποφανθή υπομειδιώντας. Δαίμων της Οικολογίας, τ. 100, 1/2010 |
                     |