Ενότητα :Tευχος 100. Ιανουάριος 2010 |
Τίτλος : Μυλόπουλος Γιάννης, Νερό και Πράσινη Ανάπτυξη
|
Αρχή κειμένου Γιάννης Α. Μυλόπουλος* Οικονομική και Οικολογική κρίση Ο πλανήτης σήμερα υφίσταται τις συνέπειες δύο μεγάλων κρίσεων που οφείλονται στις ίδιες αιτίες και γιʼ αυτό και εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά: Μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης, που εκδηλώνεται μέσα από την ύφεση και την ανεργία. Και μιας παγκόσμιας οικολογικής κρίσης, που εκδηλώνεται με την απορρύθμιση του κλίματος και την υπερθέρμανση του πλανήτη. Και οι δύο κρίσεις είναι συνέπειες του ίδιου επιθετικού μοντέλου ανάπτυξης που συνδέθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και την απελευθέρωση των αγορών. Οδηγώντας σε υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας τόσο της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, όσο και της ίδιας της γης. Η οικονομική υπέρβαση αναγνωρίζεται μέσα από αυτό που τελευταία αποκαλείται επιστροφή στην «πραγματική» οικονομία, ενώ η οικολογική με την υπερθέρμανση του πλανήτη και την ήδη προϊούσα κλιματική αλλαγή. Το κοινωνικό πρόταγμα λοιπόν της επιθετικής ανάπτυξης και του υπερακαταναλωτικού μοντέλου ζωής των τελευταίων δεκαετιών, η υπόσχεση δηλαδή ότι αυτά θα οδηγούσαν σε μια καθολική ευημερία στον πλανήτη, σήμερα ελέγχεται και ως προς το οικονομικό, αλλά και ως προς το οικολογικό σκέλος του. Στο όνομα της καθολικής ευημερίας, η επιθετική ανάπτυξη το μόνο που πέτυχε ήταν η συσσώρευση μεγαλύτερου πλούτου στα χέρια των ήδη ισχυρών της γης. Ήδη το 1% του πληθυσμού των ΗΠΑ σχεδόν τριπλασίασε τις 3 τελευταίες δεκαετίες τον πλούτο του, ελέγχοντας σήμερα το 20% της οικονομίας της χώρας. Συγχρόνως, για να επιτευχθούν τα επίπεδα ευημερίας που βιώνει σήμερα το 25% του πληθυσμού του πλούσιου βορρά, χρειάστηκε να σπαταληθεί περίπου το 70% του φυσικού κεφαλαίου της γης. Γεγονός που σημαίνει ότι προκειμένου να επιτευχθούν για το σύνολο του πληθυσμού παρόμοια επίπεδα ευηερίας με αυτά της Δύσης, θα χρειάζονταν 3 πλανήτες σαν τη γη για να συντηρήσουν την αντίστοιχη ανάπτυξη... Το νερό στην εποχή της κλιματικής αλλαγής Τα αποτελέσματα του επιθετικού μοντέλου ανάπτυξης ήταν η συνολική κατανάλωση του νερού να εξαπλασιαστεί από το 1950 μέχρι και σήμερα στον πλανήτη, τη στιγμή που ο πληθυσμός της γης αυξήθηκε στο ίδιο διάστημα μόνο δύο φορές. Η αύξηση συνεπώς της ζήτησης σε νερό ως αποτέλεσμα υδροβόρων οικονομικών δραστηριοτήτων, «έτρεξε» με ρυθμούς τριπλάσιους από την αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμού. Αυτή η πραγματικότητα, σε συνδυασμό με τη μείωση των υδατικών αποθεμάτων, που στην περιοχή της Μεσογείου παρατηρήθηκε ως επίπτωση της κλιματικής αλλαγής κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, καθώς και με το γεγονός της δυσμενούς για τον εμπλουτισμό των φυσικών δεξαμενών κατανομής του νερού στο χρόνο λόγω αύξησης της συχνότητας εμφάνισης των ακραίων φαινομένων της ξηρασίας και των έντονων βροχοπτώσεων εξ αιτίας της κλιματικής απορρύθμισης, διαμορφώνουν σήμερα μια εφιαλτική κατάσταση σε ό,τι αφορά στα ισοζύγια προσφοράς και ζήτησης του νερού. Με τη φυσική προσφορά να μειώνεται συστηματικά και τη ζήτηση του νερού να αυξάνει κατακόρυφα. Η παραδοχή της αειφορίας Η πρώτη συγκροτημένη προσπάθεια για την αναζήτηση βιώσιμης λύσης, έγινε στα τέλη του 20ου αιώνα με την παραδοχή της Αειφόρου Ανάπτυξης για το Περιβάλλον. Σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη για να είναι βιώσιμη και να έχει διάρκεια στο χρόνο, πρέπει να έχει ως όριο τη φέρουσα ικανότητα της φύσης. Η έννοια μιας ανάπτυξης με όρια και περιορισμούς επανέφερε το στοίχημα της συμβατότητας μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης, περιβαλλοντικής προστασίας και κοινωνικής ευημερίας, σε ρεαλιστική βάση. Η παραδοχή της αειφορίας εισήγαγε όπως είναι φυσικό νέα δεδομένα για τη διαχείριση του νερού. Η ολοκληρωμένη θεώρηση των υδατικών συστημάτων εντός των ορίων των υδρολογικών λεκανών, η καταπολέμηση της τομεακής διαχείρισης σύμφωνα με τη χρήση και η εξέτασή τους σε ενιαίο πλαίσιο με τις οικονομικές και τις κοινωνικές επιδιώξεις, συνέβαλε ώστε η βιώσιμη πολιτική για το Νερό να αποκτήσει χαρακτηριστικά αποτελεσματικότητας. Η εφαρμογή της αρχής της διαχείρισης της ζήτησης και η επιδίωξη του στόχου της εξοικονόμησης του Νερού, συνέβαλε στην αποδοτικότητα της αειφορικής υδατικής πολιτικής. Η αποκεντρωμένη και συμμετοχική τέλος διαχείριση έδωσε στη βιώσιμη πολιτική για το Νερό χαρακτηριστικά δημοκρατικής διακυβέρνησης. Η παραδοχή της αειφορίας όμως, θέτοντας περιβαλλοντικά όρια και περιορισμούς στην ανάπτυξη, στάθηκε αδύναμη να απαντήσει στα μεγάλα προβλήματα της ύφεσης της οικονομίας και της ανεργίας που στη σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης μαστίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Το μοντέλο της Πράσινης Ανάπτυξης Η ανθρώπινη ευφυΐα αναζητά σήμερα, στο πρότυπο του αρχαιοελληνικού μέτρου, ένα πολιτικό σύστημα που να υπηρετεί ισόρροπα την οικονομική, την περιβαλλοντική και την κοινωνική ανάπτυξη. Επιδιώκοντας ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο που, στηριζόμενο στα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε τόπου, θα δίνει απάντηση στην κρίση ως οικονομικά αποδοτικό, οικολογικά εφικτό και κοινωνικά δίκαιο. Η «πράσινη» ανάπτυξη και οι «πράσινες» οικονομικές δραστηριότητες, ενσωματώνοντας πλήρως τις περιβαλλοντικές παραμέτρους στους οικονομικούς στόχους, λειτουργούν αφʼ εαυτών και ως κίνητρα οικολογικής συμπεριφοράς. Η αξιοποίηση «πράσινων» επιχειρηματικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, συμβατών με το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον, αποδίδει για πρώτη φορά αναπτυξιακό χαρακτήρα στους περιβαλλοντικούς στόχους. Δίνοντας με τον τρόπο αυτό νέες διεξόδους τόσο στο πρόβλημα της ύφεσης, όσο και σε εκείνο της ανεργίας και της απασχόλησης. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), τα ενεργειακά κτίρια και οι σύγχρονες τεχνολογίες επεξεργασίας και διαχείρισης αποβλήτων και απορριμμάτων, αποτελούν παραδείγματα «πράσινων» δραστηριοτήτων που ενώ είναι απόλυτα συμβατές με τη φέρουσα ικανότητα των φυσικών συστημάτων, δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με «λιγότερη» ανάπτυξη. Πράσινη Πολιτική Νερού Ο στόχος της ολοκληρωμένης ανάπτυξης της υπαίθρου, με την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και τη στροφή σε ποιοτικά αγροτικά προϊόντα συμβατά με τις τοπικές κλιματικές, περιβαλλοντικές και υδρολογικές συνθήκες, η οικολογική και η βιολογική γεωργία, ο αγροτουρισμός κι ο οικοτουρισμός, αποτελούν κορυφαία παραδείγματα «πράσινων» οικονομικών δραστηριοτήτων. Η υλοποίηση των οποίων δεν επιτυγχάνεται μονόπλευρα με τεχνικές επεμβάσεις και μεγάλα υδραυλικά έργα, όπως φράγματα και εκτροπές ποταμών. Αλλά αντίθετα, με τον κατάλληλο συνδυασμό της τεχνολογίας με μια σειρά δράσεων, μέτρων και πολιτικών που διασφαλίζουν την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών παραμέτρων στους οικονομικούς στόχους. Στο πλαίσιο λοιπόν μιας πράσινης πολιτικής, το νερό θεωρείται ως οικονομικό αγαθό στις δραστηριότητες όπου συμμετέχει ενεργά στην παραγωγική διαδικασία ως πρώτη ύλη, όπως στην αγροτική ανάπτυξη, τη βιομηχανία ή τον τουρισμό. Αντίθετα θεωρείται κοινωνικό αγαθό όταν συντηρεί την ύδρευση πληθυσμών και το περιβάλλον. Κι αυτό γιατί αν και στις περιπτώσεις αυτές θεωρούνταν εμπορικό αγαθό, τότε η επιδίωξη της αύξησης του κέρδους θα οδηγούσε σε κατακόρυφη αύξηση της κατανάλωσης. Γεγονός που θα ήταν ασυμβίβαστο με το μεγάλο στόχο της εξοικονόμησης και της προστασίας του. Η περίπτωση του Αχελώου Όσον αφορά το μεγάλο έργο της εκτροπής του Αχελώου, είναι σαφές ότι αυτό δεν μπορεί θεωρηθεί ως συμβατό με μια «πράσινη» πολιτική για το νερό, εφόσον σχεδιάζεται για να συντηρήσει ένα οικονομικά μη αποδοτικό και ταυτόχρονα περιβαλλοντικά καταστροφικό μοντέλο αγροτικής ανάπτυξης. Το έργο θα μπορούσε όμως, με κατάλληλη στροφή του στην κατεύθυνση της συντήρησης οικονομικών δραστηριοτήτων συμβατών με το κλίμα και τα υδατικά αποθέματα της Θεσσαλίας, να αποκτήσει «πράσινα» χαρακτηριστικά. Για τη στροφή αυτή, αυτό που χρειάζεται είναι πρώτα ο σχεδιασμός ενός νέου, «πράσινου» μοντέλου αγροτικής ανάπτυξης του Θεσσαλικού κάμπου, προσαρμοσμένου στα δεδομένα των υδατικών του αποθεμάτων. Και στη συνέχεια η εκπόνηση σειράς διαχειριστικών σχεδίων πρώτα για την αξιοποίηση των τοπικών υδατικών αποθεμάτων και στη συνέχεια για τη διασφάλιση ενός νέου, βιώσιμου ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης του νερού στην περιοχή. Επιμύθιο Το τολμηρό του εγχειρήματος της «πράσινης» πολιτικής για το Νερό, είναι ταυτόχρονα και το μεγάλο του μειονέκτημα. Γιατί η αναγκαστική σύγκρουση με συμφέροντα και κατεστημένες αντιλήψεις, είναι αβέβαιο αν θα καταφέρει να κερδίσει την κοινωνική αποδοχή. Μένει λοιπόν να αποδειχτεί αν το συλλογικό ένστικτο επιβίωσης είναι ισχυρότερο από την ανθρώπινη απληστία… *καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ. Διευθυντής Τομέα Υδραυλικής & Τεχνικής Περιβάλλοντος Δαίμων της Οικολογίας, τ. 100, 1/2010 |
                     |