Ενότητα :Tευχος 100. Ιανουάριος 2010 |
Τίτλος : Σχίζας Γιάννης, Η φαντασία στην πεζοπορία
|
Αρχή κειμένου Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΧΙΖΑ Στη Σουηδία, στο σταθμό Οντενπλαν της Στοκχόλμης, σε μια σκάλα για πεζούς, κάποιοι είχαν τη φαεινή ιδέα να τοποθετήσουν πάνω στα σκαλοπάτια τα πλήκτρα ενός μουσικού οργάνου. Στη συνέχεια προσέδωσαν στη συνολική σκάλα την μορφή ενός μεγάλου κεκλιμένου πιάνου, και αφού προνόησαν για τη τοποθέτηση ελαστικού υποστρώματος κάτω από τα πόδια των ανθρώπων που βάδιζαν, παρακολούθησαν τις αντιδράσεις αυτών με ένα βίντεο. Κάθε βήμα των πεζών, παρήγαγε και μια νότα! Το αποτέλεσμα έδειξε ευχάριστη έκπληξη, χαρά, παιχνίδισμα μικρών και μεγάλων. Στην επιστημονική οικολογία των φυσικών οικοσυστημάτων υπάρχουν οργανισμοί – δείκτες, που επιτρέπουν την εύκολη ανάγνωση των συνθηκών ενός συστήματος. Το 95-96, λίγο μετά το ξεκίνημα του βιολογικού καθαρισμού της Ψυττάλειας, η επιστροφή των αχινών στον Σαρωνικό είχε χαιρετηθεί σαν δείκτης εξυγίανσης και ανάκαμψης του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Οι πεζοί είναι επίσης δείκτες του βαθμού υγείας ενός αστικού οικοσυστήματος. Η παρουσία ή απουσία τους μιλάει για την κατάσταση στην πόλη. «Η πόλη είναι ψυχότοπος» - έγραψε ο ψυχαναλυτής Αλεξάντερ Μίτσιρλιχ στη πολεοδομική(!) ανάλυσή του, που στα ελληνικά εκδόθηκε από τον «Ηριδανό» και «άκουγε» στον υπέροχο τίτλο: «Το άξενο των πόλεων πρωτουργό στην ψυχική αποργάνωση του πολίτη». Η πόλη που είναι εχθρική ή απλώς απωθητική στους πεζούς, απεργάζεται ανθρώπους διαταραγμένους, βάναυσους, επιθετικούς. Απεργάζεται ανθρώπους βιαστικούς, απρόθυμους να επενδύσουν χρόνο στο αστικό περιβάλλον, «φευγάτους» και κακοδιάθετους από χέρι, «απρόσεκτους» όσον αφορά τις επιφάνειες, τις συνθήκες, τις λειτουργίες της πόλης. Υπάρχει σαφής αλληλεπίδραση και αλληλοκαθορισμός των πολιτών από την πόλη, και αντιστρόφως. Υπάρχει σαφώς ένα θέμα επανεξέτασης και εμβάθυνσης στο γνωμικό του Περικλή («Άνδρες γαρ πόλις») στον περίφημο «Επιτάφιό» του: Μήπως εν τέλει έχουμε την πόλη που μας αξίζει, μήπως το όλο θέμα της πολεοδομικής ανάπλασης, του «κακοφορμισμένου» ιστορικού κέντρου, της συγκοινωνιακής δυσλειτουργίας, είναι θέμα αυτοκριτικής όλων ξεχωριστά και μαζί; Ή μήπως η πόλη – όπως η εργασία στη μαρξική ανάλυση – καίτοι προϊόν ανθρώπινο, αυτονομείται και ορθώνεται απέναντι στον άνθρωπο σαν ειμαρμένη, πράγμα που σημαίνει ότι η αλλαγή περνάει βασικά από πολεοδομικές ανατροπές έστω και ερήμην του «πόπολο»; Αυθαίρετα δέντρα Στην Αθήνα δεν είναι μόνο μικρή η κατά κεφαλήν δοσολογία πρασίνου, αλλά και η δοσολογία πεζοδρόμων και πεζοδρομίων. Το χειρότερο όμως είναι ότι κοντά στη μικρή «ποσότητα» έρχεται και η χαμηλή «ποιότητα». Πεζοδρόμια και πεζόδρομοι συνυπάρχουν με παράνομα παρκαρίσματα, με λεβεντομ@λ@κες μηχανόβιους, με τραπεζοκαθίσματα, με «σπαστικές» καταστάσεις κάθε κατηγορίας. Από όλες αυτές, η «σπαστικότερη» και προσχηματικότερη όλων, κυρίως σε περιοχές εκτός κέντρου, είναι η κατάληψη του πεζοδρομίου μέσω φυτεύσεων. Στου Παπάγου, στο Χολαργό, στην Ηλιούπολη, στη Γλυφάδα, διάφοροι παρόδιοι ιδιοκτήτες επεκτείνουν ουσιαστικά τον ιδιωτικό τους κήπο φυτεύοντας το πεζοδρόμιο και υποχρεώνοντας τους πεζούς να πορεύονται «σε φάλαγγα κατʼ άνδρα», σαν σε μονοπάτι. Πριν από καναδυό χρόνια εντυπωσιάστηκα από την ευθυκρισία με την οποία αντιμετώπισε το θέμα αυτών των «αυθαίρετων» δέντρων και θάμνων στα πεζοδρόμια, μια ομάδα μαθητών από τις Σέρρες. Οι μαθητές κατήγγειλαν το ψευτοενδιαφέρον για το πράσινο και την ιδιοτελή επέκταση του ιδιωτικού κήπου ορισμένων εις βάρος των πεζών. Τα παιδιά είχαν πραγματικά μυαλό –εγώ θα ευχόμουν να είχαν και κανένα αλυσσοπρίονο στα χέρια τους... Αν το Παρίσι είναι ο παράδεισος της αστικής πεζοπορίας, η Αθήνα είναι η κόλαση. Στην ελληνική πρωτεύουσα υπάρχουν ελάχιστες διαδρομές για ανεμπόδιστη βάδιση, χωρίς δηλαδή η συνέχεια μιας «πεζο-πορείας» να μην διακόπτεται κάθε 30 μέτρα. Νομίζω ότι στο χώρο του αθηναϊκού κέντρου οι ανεμπόδιστες διαδρομές στο σύνολό τους, δεν πρέπει να ξεπερνούν τα 20 χιλιόμετρα. Στους εραστές των megapolitics που ενδημούν σε διάφορους κομματικούς χώρους, η υπόθεση της πεζοκίνησης στα πλαίσια ενός αστικού σχηματισμού, φαίνεται σαν μια ιδεολογική δευτεράντζα, συζητήσιμη μόνο από πληκτικούς οικολογούντες. Όμως «η πόλις είναι εισόδημα» -έλεγε ο πολεοδόμος Gold- συμπυκνώνοντας το νόημα ενός συλλογικού μισθού- εισοδήματος, που εισπράττει ο κάθε πολίτης στο κάθε συγκεκριμένο πολεοδομικό σκηνικό. Δηλαδή που εισπράττει όταν βιώνει έναν καλαίσθητο, καθαρό, βαδίσιμο χώρο. Ή που δεν εισπράττει, όταν ο χώρος είναι κακάσχημος, βρώμικος, βανδαλισμένος, απωθητικός. Με δεδομένο ότι το επίπεδο ζωής δεν καθορίζεται μόνο από τον ατομικά εισπραττόμενο μισθό, ότι «επίπεδο ζωής» συνιστά η προσπελασιμότητα, η καθαριότητα, η αισθητική και ασφάλεια του αστικού χώρου, οι οικονομιστές κάθε απόχρωσης θα έπρεπε να κατανοήσουν ότι η υπαρκτή ποιότητα ζωής μπορεί κάποτε – κάποτε να ακυρώνει τα στατιστικά μορφώματα. Και να αποδεικνύει ότι το περισσότερο ατομικό εισόδημα δεν ισοδυναμεί αναγκαστικά με καλύτερο είδος ζωής.. Φαύλος ή αγαθός κύκλος; Η πεζοκίνηση είναι αναμφίβολα στοιχείο της ποιότητας ζωής, με μεγαλύτερη, μικρότερη ή και αρνητική συμμετοχή, και σαν τέτοια αρθρώνεται και αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα στοιχεία ποιότητας ζωής. Υπάρχουν στατιστικές ενδείξεις για τη συσχέτιση της μικρότερης εγκληματικότητας με τις πολυάνθρωπες πόλεις, όπως αντίθετα υπάρχουν αναφορές για την αυξημένη εγκληματικότητα στους διάσπαρτους αστικούς σχηματισμούς της περιφέρειας. Η πεζοκίνηση ως δείκτης μακράς παραμονής στον κυρίως αστικό ιστό, συνδέεται εύλογα με τη διαμόρφωση συμφερόντων για την αντιμετώπιση της όποιας δυσπλασίας και δυσμορφίας του χώρου. Μια πόλη με πολλούς χρήστες ΕΠΙ πολύ χρόνο, γίνεται αισθητικώς ενδιαφέρουσα. Μια τέτοια πόλη σχολιάζεται, υποκινεί δράσεις, επιβραβεύει μορφές διαχείρισης του δημόσιου χώρου –σε μπαρ, σε πλατείες, σε προσόψεις κτιρίων, σε στέκια– όπως αντίθετα επιβάλλει κυρώσεις εκεί όπου εγκαθίσταται η ασχήμια και το κιτς. Υπάρχει αναμφίβολα ένας «φαύλος κύκλος» πολεοδομικών εξελίξεων, μια καθοδική σπείρα που εκφράζει τη διαλεκτική του «κακού» που συσσωρεύεται, για να παράξει το «χειρότερο» και στη συνέχεια το «χειροτερότερο».Το αντίθετο επίσης αληθεύει: Υπάρχει και ένας «αγαθός κύκλος», που αναβαθμίζει την σωματική κινητικότητα εις βάρος της μηχανικής κινητικότητας, κυρίως των ιδιωτικών αυτοκινήτων. Είναι ο αγαθός κύκλος που οδηγεί στην έξαρση και αναβάθμιση του καλού γούστου, της ευγένειας, της αισθητικής, της ανεκτικότητας, του αυτοφυούς χαμόγελου... Να μην υπερτιμάμε τη δύναμη της βλακείας Η πολεοδομία των τριών διαστάσεων, η υπέργεια και υπόγεια ανάπτυξη της πόλης και των αστικών χρήσεων –συμπεριλαμβανομένων των γκαράζ- μπορεί να εξοικονομήσει χώρο για την περιαστική φύση, που κατακυριεύεται από την άναρχη και «οικο-κτονική» οικιστική ανάπτυξη: Τη φύση που κανοναρχείται από τα μεγάλα οικοπεδικά λόμπυ, με τις σταθερές επιδιώξεις για εκτατική ανάπτυξη και οδοποιία. Όμως πάλι η πολεοδομία των τριών διαστάσεων μπορεί να διαμορφώσει το πλαίσιο για μια άλλου είδους κινητικότητα μέσα στα πλαίσια της πόλης. Μια πόλη ψηλότερη και βαθύτερη, θα μπορούσε να απελευθερώσει επιφανειακούς χώρους και να αυξήσει τους κατά κεφαλήν πεζότοπους. Αν τώρα σε όλες αυτές τις σκέψεις προσθέταμε και μια δόση φουτουρισμού, ξεκινώντας από ένα κοινωνικό και λαϊκό κίνημα που επιδιώκει στο χώρο του κέντρου να αποσπάσει τη συμπαράσταση και αλληλεγγύη των άλλων πολιτών, αντί να χτυπήσει «δικαίους και αδίκους» ασκώντας μια «πολιτική αντιποίνων»... Αν φαντασιώναμε έναν αναπροσανατολισμό της αστικής οδοποιίας, για τη δημιουργία οδεύσεων αυτή τη φορά προς όφελος των πεζών –με ανισόπεδες διαβάσεις, με διώροφα πεζοδρόμια κλπ... Αν φαντασιώναμε πόλεις με κυλιόμενες σκάλες αεροδρομιακού τύπου και με άλλες μηχανικές διευκολύνσεις... Αν συνεκτιμούσαμε και υποθέταμε όλα αυτά, το εξαγόμενο θα ήταν μια νέα, συστημική συσχέτιση πόλης και πολίτη. Θα ήταν φυσικά ανόητο το να παραγνωρίσει κανείς τις δυνάμεις που αναχαιτίζουν ή υπονομεύουν τη πορεία και την ευρηματικότητα των αναπλάσεων, ή να καταλογίσει γενικά και αόριστα «απουσία ορθού λόγου» στην κοινωνία. Οι ερμηνείες πρέπει να συνεκτιμούν, όχι όμως και να υπερτιμούν τη σημασία της βλακείας! Όπως επίσης θα πρέπει να κατανοούν τη δυναμική της πλουτοκρατίας και των εύπορων στρωμάτων, τον αθεράπευτο έρωτά τους για αυτοκρατορικές και μοναχικές δομές στην περιφέρεια, μακριά από το «αγριεμένο πλήθος». Πρόκειται για έναν έρωτα που επηρεάζει σοβαρά τα αμέσως υποδεέστερα κοινωνικά στρώματα και πολύ περισσότερο τις πολιτικές επιλογές στον τομέα της χωροταξίας... Δαίμων της Οικολογίας, τ. 100, 1/2010 |
                     |