Ενότητα :Tευχος 100. Ιανουάριος 2010 |
Τίτλος : Ευαγγελίδου Μάρω, Ελεύθεροι χώροι, κινήματα της πόλης και πολεοδομικός σχεδιασμός: συγκρούσεις και συγκλίσεις
|
Αρχή κειμένου Ελεύθεροι χώροι, κινήματα της πόλης και πολεοδομικός σχεδιασμός: συγκρούσεις και συγκλίσεις Της ΜΑΡΩΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΟΥ* Οι υπηρετούντες με συνέπεια τη «μαχόμενη πολεοδομία» συνήθως επιχειρούν να συνδέσουν την επιστημονική επαγγελματική δραστηριότητα με μια πολιτική ένταξη στον προοδευτικό χώρο και τα κοινωνικά κινήματα. Επιλογή δύσκολη, απότοκο μιας αριστερής συγκρότησης με όρους ʽοργανικού διανοούμενουʼ, που γίνεται ακόμα δυσκολότερη όσο η επίσημη πολεοδομική πολιτική απομακρύνεται απʼ αυτό που είναι –θεωρητικά- ο πρωταρχικός της στόχος, δηλαδή η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος έναντι του ιδιωτικού. Στη μεταμοντέρνα εποχή μας τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο, πόσο μάλλον έννοιες τόσο φορτισμένες όσο το δημόσιο συμφέρoν έτσι, περισσότερη σημασία από το περιεχόμενο των εννοιών αποκτά η διαδικασία για τον προσδιορισμό του. Στην πολεοδομία αυτό ανάγεται στην επαναξιολόγηση και επανοικειοποίηση των λεγόμενων ʽσυμμετοχικών διαδικασιώνʼ, διαδικασίες που έχουν συνδεθεί με την άνθηση του πολεοδομικού σχεδιασμού ως στοιχείου του κοινωνικού κράτους, στη σοσιαλδημοκρατικού τύπου παράδοση της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι επανέρχεται η ʽαπό τα κάτωʼ προσέγγιση, έναντι των άνωθεν επιβαλλόμενων λύσεων και επιλογών. (bottom up >< up down), σε συνδυασμό με επιλογές που αναθέτουν στον ιδιωτικό ή το λεγόμενο τρίτο τομέα (μη κυβερνητικές οργανώσεις) την εφαρμογή μεθόδων συναινετικού ή ʽσυνεργατικούʼ σχεδιασμού. Η επαναξιολόγηση αυτή της ʽσυμμετοχήςʼ συνδέεται όμως και με πιο αμεσοδημοκρατικά σχήματα με ιδιαίτερη παράδοση σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως ο συμμετοχικός προϋπολογισμός που ξεκίνησε από το Πόρτο Αλλέγκρε, αλλά κερδίζει έδαφος και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα η λαϊκή συμμετοχή στο σχεδιασμό σπάνια –ως σήμερα- αφίσταται από τον κυρίαρχο ιδεολογικό λόγο που θέλει τον σχεδιασμό να εξυπηρετεί την μικροϊδιοκτησία και την οικονομική της αναβάθμιση. Θεσμοί όπως η Πολεοδομική Επιτροπή Γειτονιάς που επιχείρησαν να εισάγουν μια συλλογική διαδικασία αξιολόγησης της ποιότητας ζωής στην πόλη και παρέμβασης στις βασικές επιλογές των σχεδίων χρήσεων γης, δεν ευτύχησαν να ευδοκιμήσουν κυρίως γιατί δεν συνάντησαν την στήριξη των τοπικών αρχών, οι οποίες προτιμούν να μονοπωλούν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, με παραδοσιακές μεθόδους πελατειακών σχέσεων. Έτσι, όταν τα κινήματα των πολιτών φέρνουν στο προσκήνιο ένα μείζον θέμα που είναι η προάσπιση των ελεύθερων χώρων της πόλης, στην πραγματικότητα δίνουν δημοσιότητα σε ένα ζήτημα που μέχρι πρότινος απασχολούσε μόνο τους ειδικούς – πολεοδόμους που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να εφαρμόσουν με τα σχέδιά τους τα σταθερότυπα των 8 ή 10 τμ πρασίνου ανά κάτοικο, σε επίπεδο πόλης, γειτονιάς κλπ. Ταυτοχρόνως όμως καταθέτουν ένα νέο λόγο της κοινωνίας των πολιτών, ο οποίος αντιστέκεται στις μεμονωμένες αποφάσεις που επιτρέπουν την δόμηση των λίγων υπολοιπόμενων ελεύθερων χώρων «δημόσιου ενδιαφέροντος» υποβαθμίζοντας το πολεοδομικό περιβάλλον, αλλά δυστυχώς, με τρόπο εξ ίσου αποσπασματικό με την ίδια την λήψη αυτών των αποφάσεων. Βρισκόμαστε λοιπόν στο δυσάρεστο φαινόμενο, σήμερα που τα κινήματα των πόλεων θέτουν το θέμα της ποιότητας ζωής με όρους συλλογικού και όχι ατομικού συμφέροντος, σήμερα που οι ιδέες της αριστεράς συναντούν αυτές της πολιτικής οικολογίας, να εμφανίζεται λιγότερο εφικτή η συμπόρευση των διαδικασιών σχεδιασμού με αυτές της ενεργοποίησης της κοινωνίας των πολιτών για εξασφάλιση, ανάδειξη και οικειοποίηση του ελεύθερου δημόσιου χώρου στην πόλη. Είναι όμως έτσι, ή απλά τα κανάλια επικοινωνίας είναι κλειστά λόγω –δικαιολογημένων ή μη- αμοιβαίων προκαταλήψεων; Έχω τη βεβαιότητα, που προκύπτει από την μακροχρόνια εμπειρία μου στο σχεδιασμό του παράκτιου χώρου,1 ότι υπάρχει μια άτυπη συμπόρευση μεταξύ κινημάτων και σχεδιασμού -η οποία δεν εκτιμάται όσο της αξίζει λόγω εμμονών εκατέρωθεν- και η οποία θα μπορούσε να γίνει πιο ουσιαστική, αν μετατραπεί από άτυπη σε ρητή επιλογή, αν δηλαδή αναγνωριστεί ως διαδικασία αμοιβαίας εκμάθησης. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει αφενός να στραφούν οι πολίτες στη διεκδίκηση της εφαρμογής των σχεδίων που είναι θεσμοθετημένα μεν αλλά σε ύπνωση και αφετέρου να ενεργοποιηθεί –επί τέλους- μια ολοκληρωμένη πολιτική αναπλάσεων -που ήταν πάντα το αδικημένο παιδί της πολεοδομίας στην Ελλάδα- ανακτώντας το ευρύ αντικείμενο που θεωρητικά εμπεριείχε, πριν αποστεωθεί σε πολιτική …απορρόφησης κονδυλίων για να αλλάξει η πλακόστρωση της πλατείας ή των πεζοδρομίων! Με τον όρο ολοκληρωμένη πολιτική αναπλάσεων εννοούμε αφενός τα κανονιστικά μέτρα ελέγχου των χρήσεων γης και της δόμησης (συντελεστές, ύψη κλπ.) αφετέρου ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα με στόχους, με απόδοση ευθυνών και καθηκόντων ανά επίπεδο της διοίκησης και με σαφείς πόρους και πηγές χρηματοδότησης (δημόσιες και ιδιωτικές) που δεν μπορεί παρά να βασιστεί σε σύνθετα εργαλεία ενεργού παρέμβασης στο γίγνεσθαι της αστικής ανάπτυξης. Πολιτική αναπλάσεων, πολιτική γης και κοινωνική δικαιοσύνη στην πόλη Τα σύνθετα αυτά εργαλεία της πολιτικής αναπλάσεων, εντάσσονται στο ʽθεσμικό πλαίσιο πολεοδομικού σχεδιασμούʼ τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπό τον τίτλο ʽπολιτική γηςʼ όρος που ανάγεται στην ισορροπία δύο βασικών συνταγματικών αρχών/επιταγών: της υποχρέωσης του κράτους να ασκεί πολιτικές χωροταξικού-πολεοδομικού σχεδιασμού και προστασίας περιβάλλοντος με ορθολογική διαχείριση του έγγειου παράγοντα αφενός, και της προστασίας της γαιοκτησίας αφετέρου. Η πολιτική απόκτησης γης για δημόσιους σκοπούς είναι το κεντρικό στοιχείο μιας πολιτικής γης, ενώ ταυτοχρόνως βασική της μέριμνα είναι η κοινωνική οικειοποίηση της υπεραξίας γης, που προκύπτει από έργα και προγράμματα αναπλάσεων. Για παράδειγμα όταν προγραμματίζεται η χωροθέτηση ενός σταθμού μετρό που θα εκτινάξει στα ύψη τις αξίες γης μιας περιοχής, θα πρέπει να βρεθεί τρόπος αυτή η υπεραξία να ʽσυλληφθείʼ εν μέρει από το δημόσιο, ώστε να αποδοθεί σε άλλα έργα ανακούφισης όπως η αγορά ή απαλλοτρίωση αδόμητων εκτάσεων για δημιουργία χώρων πρασίνου. Αυτή η τελευταία διάσταση (τέλος υπεραξίας) δεν έχει εισαχθεί στην ελληνική νομοθεσία –παρά τις κατά καιρούς προτάσεις- ενώ αντίθετα υπάρχουν άλλα εργαλεία (με ανάλογο στόχο) που είναι πολιτογραφημένα μεν στην πολεοδομική νομοθεσία αλλά δυστυχώς με απολιθωμένο τρόπο αφού σπάνια ενεργοποιούνται. Τελείως συνοπτικά, και υπό μορφήν αναγγελίας αναλυτικότερης παρουσίασης σε επόμενα άρθρα, καταγράφω ορισμένα εξ αυτών, που εκτιμώ ότι μπορούν να εμπλουτίσουν το οπλοστάσιο των κοινωνικών κινημάτων της πόλης και των συνεργαζόμενων δημοτικών κινήσεων, κάνοντας ουσιαστικότερη και αποτελεσματικότερη την παρέμβασή τους: το δικαίωμα προτίμησης, δηλαδή η παρέμβαση του Δήμου σε μια αγοραπωλησία με στόχο να αποκτήσει το ακίνητο –αν είναι χρήσιμο για πολεοδομικούς ή κοινωνικούς σκοπούς- αντί να προβεί σε απαλλοτρίωση, μέτρο που είναι απεχθές για τον ιδιοκτήτη. Η επιβολή πρασιάς ή στοάς, δηλαδή δύο «όρων δόμησης» που συμβάλλουν στη διεύρυνση του δημόσιου χώρου χωρίς κανένα κόστος απαλλοτρίωσης. Η εφαρμογή εισφορών γης σε περιοχές αναμόρφωσης του σχεδίου, δηλαδή ένας τρόπος απόκτησης γης χωρίς κόστος, όταν υπάρχουν φαινόμενα πολεοδομικής αναδιάρθρωσης (όπως η τριτογενοποίηση βιομηχανικών περιοχών), οι οποίες γίνονται μεν αποδεκτές από τον σχεδιασμό αλλά πρέπει εγκαίρως να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις τους.2 Η εφ΄ άπαξ ειδική εισφορά για την εξασφάλιση μεγάλων Κοινόχρηστων Χώρων. (πχ πλατείες ή άλλες ζώνες πρασίνου όπως παραρρεμάτιες, κλπ.), που αποσκοπεί στην ορθότερη κατανομή του κόστους απαλλοτρίωσης. Αντί να επιβαρύνονται μόνο οι παρόδιοι και ο Δήμος, το κόστος επιμερίζεται στις ιδιοκτησίες μιας μεγάλης ακτίνας που ωφελείται από την νέα πλατεία ή άλλο μεγάλο ΚΧ, ενώ και ο Δήμος αναλαμβάνει το 5%. Η ενεργοποίηση αυτών –ή και άλλων- πολεοδομικών μηχανισμών δεν θα προκύψει αν δεν διεκδικηθεί (επιβληθεί;) από τους ευαισθητοποιημένους πολίτες των κινημάτων πόλης, μια ολοκληρωμένη πολιτική αναπλάσεων. Η ενσωμάτωση της πολιτικής φιλοσοφίας της ʽπολιτικής γηςʼ στην περιβαλλοντική θεώρηση της πόλης και τη αειφόρο διαχείριση της αστικής ανάπτυξης, έχει να αποδώσει ποικίλους καρπούς και τα εργαλεία της μπορούν να αναβιώσουν μια μορφή του, ποικιλοτρόπως βαλλόμενου στην εποχή μας, κοινωνικού κράτους. Έχει όμως να εμπλουτίσει και τα ίδια τα κινήματα –συχνά εγκλωβισμένα μεταξύ ακτιβισμού και ιδεολογικής αυτοκατάφασης- αναβαθμίζοντας το πεδίο παρέμβασης, το πολιτικό τους ανάστημα και τις διαδικασίες διαμόρφωσης προγραμματικού πολιτικού λόγου, αρχίζοντας από τον τόπο τους… Η διεύρυνση των ελεύθερων χώρων στη πόλη απαιτεί συστράτευση και συμμαχίες: τα κινήματα και ο σχεδιασμός μπορούν να συμπορευτούν. *Η Μάρω Ευαγγελίδου είναι Πολεοδόμος Χωροτάκτης μέλος του Παναττικού Δικτύου και στέλεχος στον Οργανισμό Αθήνας, m-evan@otenet.grii 1 Σε άρθρο μου στο περιοδικό Αρχιτέκτονες (τεύχος 59/σεπτ. 06) αναλύω καλύτερα αυτή την πορεία 2 Έχει προταθεί από επιτροπή κατοίκων για την ανάπλαση της ευρύτερης περιοχής Ακαδημίας Πλάτωνος Δαίμων της Οικολογίας, τ. 100, 1/2010 |
                     |