Ενότητα :Τεύχος 102. Μάρτιος 2010 |
Τίτλος : Ζιάκα Γιολάντα, Το οικολογικό χρέος των ανεπτυγμένων χωρών
|
Αρχή κειμένου Το οικολογικό χρέος των ανεπτυγμένων χωρών Γιολάντα Ζιάκα Μια καινούρια έννοια: το «οικολογικό χρέος» Ολοι γνωρίζουμε τι είναι το χρέος των χωρών του τρίτου κόσμου, πρόκειται για ένα οικονομικό χρέος. Δεν γνωρίζουμε όμως όλοι τι είναι το «οικολογικό χρέος», μια καινούρια έννοια, που δημιουργήθηκε από μη κυβερνητικούς οργανισμούς της Λατινικής Αμερικής, στις αρχές της δεκαετίας του ʼ90. Στην τρέχουσα έννοια του, όπως χρησιμοποιείται από τους νοτιοαμερικάνους ακτιβιστές, το οικολογικό χρέος είναι ένα χρέος που οφείλουν οι βιομηχανικές χώρες του Βορά στις χώρες του τρίτου κόσμου, παλιές αποικίες των βιομηχανικών χωρών. Οφείλεται στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκάλεσε (και προκαλεί ακόμη) η εκμετάλλευση των φυσικών τους πόρων από τις χώρες του Βορά, καθώς και η «εισαγωγή» περιβαλλοντικών επιπτώσεων (απόβλητα που εναποτίθενται στο έδαφος τους, κλπ.). Η οργάνωση «Acciòn Ecològica» ορίζει το οικολογικό χρέος ως «την ευθύνη των βιομηχανικών χωρών για τη σταδιακή καταστροφή του πλανήτη που προκαλείται από τα μοντέλα παραγωγής και κατανάλωσης που ακολουθούν». Σύμφωνα με μια ευρείας αποδοχής άποψη, μπορεί να πρόκειται για το οικολογικό χρέος που έχει προκληθεί από οποιαδήποτε χώρα «Α», μέσα από τον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης της, σε άλλες χώρες ή σε άλλους χώρους εκτός της δικής της επικράτειας. Μπορεί ακόμη να πρόκειται για την εκμετάλλευση ή τη χρήση των οικοσυστημάτων, που γίνεται από μια χώρα «Α», εις βάρος των ισότιμων δικαιωμάτων άλλων χωρών ή άλλων ατόμων πάνω σε αυτά τα ίδια οικοσυστήματα. Με την έννοια αυτή, η «αιτία» του χρέους είναι η χώρα «Α» (συνήθως πρόκειται για μια βιομηχανική χώρα) και το «θύμα» (ο «πιστωτής») είναι ό ίδιος ο πλανήτης. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το οικολογικό χρέος μπορεί να πάρει τη μορφή ενός χρέους του πληθυσμού ολόκληρης της γης, απέναντί στις μελλοντικές γενιές, εξ αιτίας της υπέρμετρης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, που οδηγεί στην εμφάνιση πλανητικών περιβαλλοντικών κινδύνων. Παραδείγματα οικολογικού χρέους που έχει δημιουργηθεί από τις βιομηχανικές χώρες Το πρόβλημα των κλιματικών αλλαγών μπορεί να θεωρηθεί ένα οικολογικό χρέος όλων των προαναφερόμενων μορφών. Αυτό το πρόβλημα, στην πράξη, οφείλεται κυρίως στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, που προκαλούν περιβαλλοντική υποβάθμιση και εκμεταλλεύονται στο έπακρο την ικανότητα απορρόφησης του CO2 από την ατμόσφαιρα. Προκύπτει ένα «ιστορικό χρέος άνθρακα», ανάμεσα στις διάφορες χώρες, που οφείλεται στις εκπομπές που έχουν συσσωρευτεί στο παρελθόν και ένα «χρέος άνθρακα» που οφείλεται από όλους εμάς στις μελλοντικές γενιές. Μελέτες που έχουν γίνει από το Κέντρο Βιώσιμης Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου του Ghent, στο Βέλγιο, υπολογίζουν σε 58 δισεκατομμύρια το χρέος άνθρακα που έχει συσσωρεύσει και οφείλει το Βέλγιο, ανάμεσα στα 1900 και το 2003. Ακολουθώντας την ίδια μεθοδολογία, μπορεί κανείς να υπολογίσει το χρέος άλλων βιομηχανικών χωρών. Οι ερευνητές του Κέντρου αυτού έφτασαν στο συμπέρασμα ότι ορισμένες χώρες δεν έχουν συσσωρεύσει χρέος άνθρακα, αλλά, αντίθετα, διαθέτουν μια «πίστωση άνθρακα», δηλαδή ένα περιθώριο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η «πίστωση» αυτή υπολογίστηκε για την περίοδο 1950-2000, για διάφορες χώρες και σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η Ινδία διαθέτει μια πίστωση 726 δισεκατομμύρια , ενώ το Κονγκό 38 δισεκατομμύρια. Ένα ακόμη παράδειγμα οικολογικού χρέους ανάμεσα σε δύο χώρες είναι αυτό που δημιουργήθηκε από την χρήση φυσικών πόρων (όπως το πετρέλαιο, τα ορυκτά, οι δασικοί, θαλάσσιοι και γενετικοί πόροι, κλπ), με στόχο την εξαγωγή τους, πρακτική που θέτει σε κίνδυνο τις αναπτυξιακές δυνατότητες των ντόπιων πληθυσμών. Οι ανταλλαγές αυτές είναι άνισες από οικολογική σκοπιά, με δεδομένο ότι τα αγαθά αυτά εξάγονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις που προκαλεί η εκμετάλλευση τους, θέτοντας σε κίνδυνο την διατροφική ασφάλεια και πολιτιστική κυριαρχία των τοπικών και εθνικών κοινοτήτων.2 Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα παρατίθεται από την οργάνωση «Accion Ecologica»: στον Ισημερινό, η επιχείρηση Texaco έχει αντλήσει, εδώ και 20 χρόνια, περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο βαρέλια πετρελαίου. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, με τις δραστηριότητες της, προκάλεσε την αποδάσωση ενός εκατομμυρίου εκταρίων του υγρού τροπικού δάσους, προκάλεσε διαρροές αργού πετρελαίου και ρυπογόνων πετρελαϊκών καταλοίπων στους ποταμούς του Αμαζονίου, έκαψε εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες αερίων και κατασκεύασε περισσότερα από 600 κέντρα ταφής τοξικών αποβλήτων. Σύντομη ιστορική αναφορά στην έννοια του οικολογικού χρέους Το Ινστιτούτο πολιτικής οικολογίας της Χιλής, στις αρχές της δεκαετίας του ʼ90, περιγράφοντας τους καρκίνους του δέρματος που προκαλούνται από την «τρύπα του όζοντος», κατηγόρησε τις πλούσιες χώρες για την παραγωγή των CFC, των αερίων που είναι υπεύθυνα για την «τρύπα του όζοντος». Η έννοια χρησιμοποιήθηκε, κατά κύριο λόγο, κατά τη διάρκεια δράσεων ευαισθητοποίησης για το πλατύ κοινό. Το 1992, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης για τη Γη, ομάδες οικολόγων υιοθέτησαν ένα κείμενο αναφοράς, όπου συνδέουν το εξωτερικό χρέος των χωρών του Νότου προς τις χώρες του Βορά, με το οικολογικό χρέος, το οποίο οφείλεται από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις των πλούσιων χωρών προς τους κατοίκους των φτωχών χωρών. Το 1999, στο Γιοχάνεσμπουργκ, στην Νότια Αφρική, ξεκίνησε η διεθνής καμπάνια για την αναγνώριση και διεκδίκηση του οικολογικού χρέους. Ένα χρόνο αργότερα, το 2000, μη κυβερνητικές οργανώσεις από τις χώρες του Νότου, συγκεντρώθηκαν και σχημάτισαν τη «Συμμαχία των λαών του Νότου πιστωτών του οικολογικού χρέους» (SPEDCA - Southern People Ecological Debt Creditors Alliance). Οι στόχοι του SPEDCA είναι τριών ειδών: στοχεύει κατʼαρχήν να επιτύχει τη διεθνή αναγνώριση του οικολογικού χρέους, τόσο ιστορικού όσο και σύγχρονου. Συγχρόνως, ζητάει να αναγνωριστεί ότι το εξωτερικό χρέος είναι παράνομο, όπως «αποδεικνύει η έννοια του οικολογικού χρέους». Τέλος, προωθεί μια σειρά διεκδικήσεων που στόχο έχουν την επανόρθωση του ιστορικού οικολογικού χρέους και τη διακοπή συσσώρευσης νέου οικολογικού χρέους στο μέλλον. Σε θεσμικό επίπεδο, η έννοια του οικολογικού χρέους εμφανίζεται πλέον στα επίσημα κείμενα. Στο πρώτο Ομοσπονδιακό Σχέδιο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του Βελγίου, γίνεται ξεκάθαρη αναφορά, με τη δήλωση ότι το Βέλγιο έχει σκοπό να μελετήσει την έννοια του οικολογικού χρέους και τις πρακτικές προοπτικές εφαρμογής του στις πολιτικές της διεθνούς συνεργασίας. Έως σήμερα, μόνο ένας μικρός αριθμός επιστημονικών άρθρων έχει δημοσιευτεί πάνω σʼαυτό το θέμα. Φαίνεται ότι είναι γενικά κατανοητό το τι είναι το οικολογικό χρέος, αλλά δεν υπάρχει ένας ορισμός που να γίνεται αποδεκτός από όλους. Επί πλέον, δεν υπάρχει μια καθορισμένη μεθοδολογία για τον υπολογισμό του οικολογικού χρέους, είτε σε φυσικούς, είτε σε οικονομικούς όρους. Μια ακόμη απόδειξη για το γεγονός ότι η έννοια αυτή βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάπτυξης είναι το ότι η συζήτηση γύρω από το σε τι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η έννοια αυτή είναι πολύ περιορισμένη. Ζητείται κατʼαρχήν, η «αναγνώριση της ύπαρξης του οικολογικού χρέους», η «αποζημίωση των θυμάτων και η επανόρθωση των επιπτώσεων του οικολογικού χρέους που έχει συσσωρευτεί στο παρελθόν», η «πρόληψη νέας συσσώρευσης οικολογικού χρέους στο μέλλον», όλα αυτά, μέσα από την αναδιάρθρωση και αλλαγή των τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης στις βιομηχανικές χώρες. Προώθηση περιβαλλοντικά και κοινωνικά βιώσιμων πολιτικών Την πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται η έννοια του οικολογικού χρέους δεν μπορεί κανείς να την αρνηθεί. Υπάρχουν ήδη άφθονες και καλά τεκμηριωμένες μελέτες σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλούνται από τις δραστηριότητες των βιομηχανικών χωρών σε άλλες χώρες ή στα πλανητικά οικοσυστήματα, επιπτώσεις είτε από παρελθούσες είτε από τωρινές δραστηριότητες. Πέρα από αυτό, αυτή η έννοια εμπεριέχει χαρακτηριστικά που μπορούν δυνητικά να την μετασχηματίσουν σε ένα ισχυρό εργαλείο για να τεθεί σε νέα βάση η συζήτηση για τις σχέσεις ανάμεσα στο Βορά και στο Νότο και για να γίνει κριτική ανάλυση των σύγχρονων πολιτικών για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Τα αποτελέσματα της έρευνας της ομάδας του Πανεπιστημίου του Ghent καταδεικνύουν μια σειρά από συνέπειες για τις περιβαλλοντικές πολιτικές.1 Η αναφορά του οικολογικού χρέους στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων και δραστηριοτήτων μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή πολιτικών εκτίμησης της «ιστορικής» ευθύνης. Η αναφορά του στη «χρήση οικολογικών πόρων σε βάρος των ισότιμων δικαιωμάτων των άλλων» μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικές πρόληψης μελλοντικής συσσώρευσης χρέους. Το θέμα του κλίματος και οι ενεργειακές πολιτικές είναι αντικείμενα όπου μπορεί εύκολα να υιοθετηθεί μια προσέγγιση σχετική με το «ιστορικό» οικολογικό χρέος. Το οικολογικό χρέος μπορεί ακόμη να γίνει ένα επιπλέον επιχείρημα κατά τις συζητήσεις σχετικά με την ακύρωση του εξωτερικού οικονομικού χρέους. Μια πολιτική συνεργασίας για την ανάπτυξη μπορεί να προσδιορίσει περιπτώσεις συσσώρευσης ενός οικολογικού χρέους, στις συνεργαζόμενες χώρες και να προωθήσει την εφαρμογή προγραμμάτων που θα μπορούσαν να σταματήσουν αυτή τη συσσώρευση. Οι πολιτικές του διεθνούς εμπορίου θα μπορούσαν να αναμορφωθούν έτσι ώστε να αποφευχθούν οι άνισες, σε οικολογικούς όρους, ανταλλαγές ανάμεσα στις χώρες. Ακόμη και στην περίπτωση όπου δεν είναι δυνατό, αυτή τη στιγμή, να υπολογιστεί επακριβώς το οικολογικό χρέος, θα ήταν σημαντικό να προσδιοριστούν οι επιπτώσεις των πολιτικών των βιομηχανικών χωρών έξω από τα σύνορα τους και να επιδιωχθεί ο περιορισμός των επιπτώσεων αυτών. Αυτή η οπτική θα έπρεπε να ενσωματωθεί σε κάθε πολιτική βιώσιμης ανάπτυξης, ακόμη και αν δεν γίνεται ξεκάθαρη αναφορά στο οικολογικό χρέος. Το να αγνοεί κανείς αυτή τη διάσταση και να επικεντρώνεται αποκλειστικά σε ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης στο εσωτερικό της Ευρώπης, δίνει την εντύπωση ότι «όλα πάνε καλά», ενώ οι εξωτερικές επιπτώσεις του τρόπου που παράγουμε και καταναλώνουμε μεταφέρονται σε άλλες χώρες και στις μελλοντικές γενιές. Με την έννοια αυτή, η μεθοδολογία που έχει αναπτυχθεί γύρω από το οικολογικό χρέος μπορεί να γίνει ένα εργαλείο για να διευρυνθεί η συζήτηση γύρω από το τι πραγματικά σημαίνει η βιώσιμη ανάπτυξη. Μια αποτίμηση του οικολογικού χρέους σε οικονομικούς όρους Κάποιοι μη κυβερνητικοί οργανισμοί και ορισμένοι οικονομολόγοι θεωρούν το οικολογικό χρέος ως οικονομική έννοια και στοχεύουν στην αποτίμηση του με οικονομικούς όρους. Όσοι αντιδρούν στην προσέγγιση αυτή, από τον οικολογικό χώρο, αντιτείνουν ότι η προσέγγιση αυτή ισοδυναμεί με την απόδοση μιας τιμής στη φύση και στο δικαίωμα στη ρύπανση. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης απαντούν ότι οι υπολογισμοί σε οικονομικούς όρους εξασκούν μεγάλη επιρροή σε αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις και στην κοινή γνώμη. Πρόκειται για τη γλώσσα που καταλαβαίνουν καλύτερα οι χώρες του Βορά. Η οικονομική αποτίμηση του οικολογικού χρέους μπορεί λοιπόν να χρησιμοποιηθεί κατά τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το οικονομικό χρέος του τρίτου κόσμου, ως επιχείρημα για την κατάργηση του. Μπορεί ακόμη να αξιοποιηθεί για να ληφθούν υπόψη «οι εξωτερικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις» κάθε είδους παραγωγής (βιομηχανικής, γεωργικής, κλπ.), με στόχο να προωθηθούν πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης για να προληφθεί μια αύξηση του οικολογικού χρέους στο μέλλον. Παρόλο που η οικονομική προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο, θεωρούμε ότι το οικολογικό χρέος δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιοριστεί στην οικονομική του διάσταση. Και αυτό γιατί αγγίζει ζητήματα πολιτικής και το να το λάβουμε υπόψη μας απαιτεί, πρωταρχικά, μια πραγματική αλλαγή στον τρόπο ανάπτυξης. Η ευθύνη μας για το οικολογικό χρέος των ευρωπαϊκών χωρών – δίκτυο ENRED Η έννοια του οικολογικού χρέους σχετίζεται με το πρόβλημα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης στο σύνολο του πλανήτη και, συγχρόνως, με το ζήτημα της φτώχειας σε διεθνές επίπεδο. Τα άτομα και οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί, που προωθούν την έννοια αυτή, επισημαίνουν ότι το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει δομηθεί πάνω στο οικολογικό χρέος των αποικιοκρατικών χωρών, χρέος που οι πιο φτωχοί πληθυσμοί καλούνται πλέον υποχρεωτικά να πληρώσουν. Εάν προωθείται η έννοια του οικολογικού χρέους, αυτό γίνεται κυρίως, για να ευαισθητοποιηθούν οι πολίτες των χωρών του βορά στην έννοια της υπευθυνότητας τους, αυτοί που είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές φυσικών πόρων. Ένα ευρωπαϊκό δίκτυο, που στοχεύει στην αναγνώριση του οικολογικού χρέους και συγκεντρώνει μη κυβερνητικούς οργανισμούς από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, το ENRED (European Network on Recongition of Ecological Debt), ιδρύθηκε κατά τη συνάντηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ, στο Παρίσι, τον Νοέμβριο 2003. Πρόκειται για ένα δίκτυο ανοιχτό, ανεξάρτητο από κόμματα και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Το δίκτυο αυτό στοχεύει να συνεισφέρει στην αναγνώριση του οικολογικού χρέους που εμείς, οι ευρωπαϊκές χώρες, έχουμε συνάψει με τις χώρες του Νότου. Στοχεύει ακόμη στο να προωθήσει στρατηγικές πρόληψης μιας μελλοντικής συσσώρευσης οικολογικού χρέους. Η δράση του, συγκεκριμένα, στοχεύει, από τη μια στην ευαισθητοποίηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού, του οποίου ο τρόπος ζωής είναι ο κύριος υπεύθυνος του οικολογικού χρέους. Από την άλλη, το δίκτυο θέλει να πιέσει τους πολιτικούς υπεύθυνους και άλλους παράγοντες που κατέχουν θέσεις κλειδιά (διεθνείς οργανισμούς, πολυεθνικές επιχειρήσεις,…) έτσι ώστε να εφαρμόσουν πολιτικές μείωσης αυτού του χρέους. Για να γίνει αυτό, το ENRED οργανώνει και υποστηρίζει καμπάνιες και δράσεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Το ENRED οργάνωσε και συμμετείχε σε διάφορες συναντήσεις, που στόχο είχαν να γνωστοποιήσουν την έννοια του οικολογικού χρέους στην ευρωπαϊκή κοινωνία: • τον Απρίλιο 2004, στην Ιταλία, σεμινάριο με θέμα «Να καταργηθεί το χρέος για μια δίκαιη οικονομία» • τον Μάιο 2004, στο Βέλγιο, σεμινάριο με θέμα «Η έννοια του οικολογικού χρέους: η σημασία του και οι δυνατότητες εφαρμογής του στη διεθνή πολιτική» • τον Οκτώβριο 2005, στο 3ο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, στο Λονδίνο, σεμινάριο με θέμα «Περιβαλλοντική Δικαιοσύνη, Οικολογικό Χρέος και Βιώσιμη Ανάπτυξη». Σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχουν πολλοί οργανισμοί και ομάδες που οργανώνουν προγράμματα διαλόγου και δράσης γύρω από το οικολογικό χρέος. Οι «Φίλοι της Γης» στη Σκωτία, οργάνωσαν, τον Σεπτέμβριο 2001, ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για το οικολογικό χρέος, που χρηματοδοτήθηκε από την τοπική Διεύθυνση Διεθνούς Ανάπτυξης. Αυτό το πρόγραμμα στοχεύει να προωθήσει την δημόσια συζήτηση γύρω από την έννοια του οικολογικού χρέους στη Σκωτία, μέσα από εκπαιδευτικά σεμινάρια που απευθύνονται σε ομάδες της τοπικής κοινωνίας. Στοχεύει ακόμη να διερευνήσει στρατηγικές για την αποκατάσταση και επιστροφή του οικολογικού χρέους των ευρωπαϊκών χωρών. Οι Φίλοι της Γης δημιούργησαν εκπαιδευτικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από εκπαιδευτικούς για να ευαισθητοποιήσουν πάνω στην έννοια αυτή. Το υλικό αυτό είναι προσβάσιμο στην ιστοσελίδα της οργάνωσης.4 Συνειδητοποίηση από την κοινωνία των πολιτών Για να εκπληρώσει το ρόλο του η έννοια του οικολογικού χρέους, σχετικά με την εφαρμογή πολιτικών βιώσιμων από περιβαλλοντική και κοινωνική σκοπιά, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η συνειδητοποίηση του κοινού για την κοινή μας ευθύνη για το πλανητικό περιβάλλον. Μας χρειάζεται η συνειδητοποίηση αυτή από τους πολιτικούς και την κοινωνία των πολιτών, στο σύνολο της. Χρειάζονται δράσεις πίεσης, σε διάφορα επίπεδα λήψης αποφάσεων, μια βαθύτερη επιστημονική έρευνα, η ανάπτυξη δικτύων της κοινωνίας των πολιτών ανάμεσα στο Βορά και το Νότο. Βιβλιογραφικές αναφορές Paredis E. et al., 2004, Elaboration of the concept of ecological debt, VLIR-BVO project 2003, Final report, Centre for Sustainable Development (CDO) – Ghent University, Belgium (έρευνα διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Κέντρου για την Βιώσιμη Ανάπτυξη του Πανεπιστημίου του Gand): http://cdonet.rug.ac.be/onderzoek/ecological_debt/) Bourinet S., 2004, « Faire reconnaître la dette écologique des pays du Nord envers les pays du Sud » (Κείμενο θερινού Πανεπιστημίου του CRID, Angers, Βέλγιο, 10 Ιουλίου 2004 – κείμενο διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του CADTM-France [Επιτροπή για την κατάργηση του χρέους του τρίτου κόσμου] - france@cadtm.org ) Περισσότερες πληροφορίες παρέχει η ιστοσελίδα του ENRED στη διεύθυνση : http://www.enredeurope.org Περισσότερες πληροφορίες παρέχει η ιστοσελίδα των «Φίλων της Γης» στη Σκωτία : http://www.foe-scotland.org.uk/ Δαίμων της Οικολογίας, τ. 102, 3/2010 |
                     |